Κάστρο του Μοντεαραγόν
Κάστρο του Μοντεαραγόν | |
---|---|
Βασικές πληροφορίες | |
Τοποθεσία | Ισπανία Αραγωνία Ουέσκα Κιθένα |
Υπαγωγή | Καθολικό |
Ιεροτελεστία | εκκοσμικευμένο |
Χώρα | Ισπανία |
Ορισμός ως μνημείο κληρονομιάς | Μνημείο μεγάλου πολιτιστικού ενδιαφέροντος |
Αρχιτεκτονική περιγραφή | |
Αρχιτεκτονικός τύπος | κάστρο-μοναστήρι |
Αρχιτεκτονικός ρυθμός | Ρομανικό |
Ιδρυτής | Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας |
Ημερομηνία ίδρυσης | 11ος–12ος αιώνας |
Το κάστρο του Μοντεαραγόν (Μontearagón) είναι ένα κάστρο-μοναστήρι του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στην Ισπανία στην περιοχή της Αραγωνίας στην κορυφή ενός βουνού που ονομάζεται «monte Aragón», το οποίο και έδωσε το όνομά του στο κάστρο. Σχεδιάστηκε ως ένα οχυρωματικό αρχιτεκτονικό σύνολο, που αποτελείται από το κάστρο με στρατιωτικούς κοιτώνες εντός των τειχών του, που επιπλέον στεγάζει στο εσωτερικό του μια πλούσια εκκλησία και ένα βασιλικό μοναστήρι. Ιδρύθηκε και χτίστηκε από τον Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας σε ρομανικό αρχιτεκτονικό στιλ, και αποτέλεσε την κατοικία του ίδιου όπως και τόπο δικαστηρίων, μέχρι τον θάνατό του που συνέβη κατά την κατάληψη της Ουέσκας. Η κανονική μονή με την ονομασία «μονή του Ιησού από τη Ναζαρέτ του Μοντεαραγόν» ήταν ανέκαθεν αφιερωμένη στον άγιο Αυγουστίνο και έχοντας τη βασιλική πατρωνία ήταν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα μοναστήρια του Μεσαίωνα. Τον 12ο αιώνα εκατόν τέσσερις εκκλησίες και τα χωριά τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία του. Οι μοναχοί του είχαν θέση στο κοινοβούλιο του βασιλείου της Αραγωνίας.
Η στρατιωτική χρήση του κάστρου ολοκληρώθηκε μεταξύ της περιόδου από την κατάληψη της Ουέσκας μέχρι το τέλος των ισπανο-αραβικών πολέμων στη χερσόνησο, αλλά η μοναστηριακή χρήση συνεχίστηκε για σχεδόν 750 χρόνια.
Μετά τις αρχικές εκστρατείες του πατέρα του Βασιλικού Οίκου της Αραγωνίας, Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας, από την Κομητεία της Αραγωνίας και το Βασίλειο της Παμπλόνα κατά της Ταϊφά της Σαρακούστα, το κάστρο-μοναστήρι θα αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της καταγωγής του οίκου. Επίσης υπό των σχεδίων του μονάρχη, στα περίχωρα του κάστρου χτίστηκε το χωριό του Μοντεαραγόν όπου κατά την πρώτη χρήση και λειτουργία του κάστρου στεγάζονταν τα στρατεύματα του βασιλιά. Με αυτόν το τρόπο ο Σάντσο Α´ είχε στήσει όλο αυτό το προπύργιο της χριστιανοσύνης κοντά στην Ουέσκα, το οποίο όμως σήμερα βρίσκεται σε ερείπια. Το κάστρο ανακηρύχθηκε Εθνικό Μνημείο στο 1931.
Τρέχουσα κατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βρίσκεται στον δήμο της Κιθένα (Quicena), στην επαρχία της Ουέσκας.
Σήμερα είναι ακόμα ορατή η σιλουέτα του κάστρου από ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής, διακρίνονται σε αυτήν ο πύργος albarrana, ο κύριος πύργος και μέρος των περιβαλλόντων τειχών. Το παλιό νηφάλιο αλλά επιβλητικό κάστρο συνεχίζει να αποτελεί ένα προνομιακό σημείο παρατήρησης του συνόλου της περιοχής Όγια ντε Ουέσκα, της οροσειράς Σιέρρα ντε Γουάρα και των εντυπωσιακών βραχοειδών σχηματισμών Σάλτο ντε Ρολδάν, όλα αυτά πλαισιωμένα με φόντο τα Πυρηναία.
Επί του παρόντος, η Κεντρική Διοίκηση και ο Σύλλογος Φίλων του Κάστρου του Μοντεαραγόν βρίσκονται προς αναζήτηση ενός προγράμματος αξιοποίησης των ερειπίων του φρουρίου, απαραίτητο για την αποκατάσταση του μνημείου, η οποία εξελίσσεται με αποτελεσματικότητα.
Βασιλικοί τάφοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο κάστρο αυτό ήταν θαμμένοι αρκετοί βασιλείς της Αραγωνίας, όπως ο ιδρυτής του κάστρου ,Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας που πέθανε από κεραυνό στις 4 Ιουνίου του 1094, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ουέσκας. Το 1095 μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια.
Η Εκκλησία του Αγίου Πέτρου του Παλιού φιλοξενεί εδώ και ενάμισι αιώνα τον τάφο του Αλφόνσου της Αραγωνίας η Μαχητή[1], βασιλιά της Αραγωνίας και της Ναβάρρας, ο οποίος πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1134 κατά τη διάρκεια της μάχης της Φράγας. Ο Αλφόνσος θάφτηκε αρχικά κατά το ίδιο έτος στο μοναστήρι του Ιησού από τη Ναζαρέτ του Μοντεαραγόν. Τα λείψανα του Μαχητή δεν μεταφέρθηκαν στο βασιλικό πάνθεον της μονής του Σαν Χουάν ντε λα Πένια, όπου κείτονταν τα λείψανα του αδελφού του Πέτρου Α΄ της Αραγωνίας, του πατέρα του Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας και του παππού του Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας, ιδρυτή της δυναστείας και φυσικού γιου του βασιλιά της Παμπλόνα Σάντσο Γ΄ του Μεγάλου. Ως αποτέλεσμα των αναδιοργανωτικών νόμων των καθεστώτων του δέκατου ένατου αιώνα και της επακόλουθης εγκατάλειψης του Μοντεαραγόν, τα λείψανα του βασιλιά μεταφέρθηκαν στην Ουέσκα το 1843.
Ο τρίτος βασιλικός τάφος ήταν του πρίγκηπα Φερδινάνδου, γιου του βασιλιά Αλφόνσου Β΄ της Αραγωνίας και της Σάντσας της Καστίλης, που ήταν ηγούμενος του Μοντεαραγόν και πέθανε περίπου το 1250. Δίπλα σε αυτόν ήταν μιας νεαρής πριγκίπισσας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κομητεία και μοναστήρια της Αραγωνίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Σιρέσα που βρίσκεται στην Αραγωνία, είναι το παλαιότερο και το πιο βόρειο μοναστήρι της κομητείας της Αραγωνίας, και η κατασκευή του χρονολογείται το έτος 836.
Ιδρύθηκε από τον καρολίδη κόμη Γκαλίντο Γκαρθές, αφιερωμένο στον Άγιο Κροδεγάγγο. Χτισμένο στα πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, το καρολίγγειο αυτό μοναστήρι εξέπεμπε μια χριστιανική κουλτούρα και ένα ρομαντισμό σε ολόκληρη την πρώιμη Αραγωνία. Το κύρος του αγίου Κροδεγάγγου συντέλεσε ώστε η μεταρρύθμιση του να διαδοθεί γρήγορα σε άλλες επισκοπές, μέχρι που έφτασε στα αυτιά του Καρλομάγνου και του γιου του Λουδοβίκου του Ευσεβή.
Ο αυτοκράτορας Καρλομάγνος καθόρισε ότι όλοι οι κληρικοί θα ήταν «κανονικοί» και η «κανονική πειθαρχία» θα αντανακλούσε τη μοναστική αποκατάσταση που είχε αναλάβει ο σύμβουλος του Λουδοβίκου του Ευσεβή, San Benito de Anianο.
Κατά τον 11o αιώνα, ο βασιλιάς της Αραγωνίας και της Ναβάρας , Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας εγκατέστησε στο μοναστήρι το «Τάγμα των Τακτικών Κανονικών μοναχών» (Orden de Canónigos Regulares) του Αγίου Αυγουστίνου, που έφτασε να έχει περίπου εκατό μοναχούς.
Ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας και ο Πέτρος Α´ της Αραγωνίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως αναφέρεται στο Συμβούλιο της Χάκας και σε άλλα έγγραφα της εποχής, ο Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας είχε επιτύχει νίκες και έκανε υποτελείς και φορολογούμενους του ορισμένους μουσουλμάνους βασιλείς της Ουέσκας, της Σαραγόσας, της Λιέιδας και της Τουδέλας. Προτού ξεκινήσει το έργο του Κάστρου-Μοναστηριού του Μοντεαραγόν, ο γιος του Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας είχε ξαναχτίσει στα εδάφη της Ουέσκας τα κάστρα του Μαρκουέγιο, της Λοάρρε και του Αλκέθαρ. Από αυτά τα προπύργια ο Σάντσο Α´ ξεκίνησε μια νέα επίθεση ενάντια στους μουσουλμάνους της Ταϊφά της Σαρακούστα προκειμένου να περικυκλώσει και να καταλάβει την οχυρωμένη πόλη της Ουέσκας και να επεκτείνει το βασίλειό του. Έχοντας το δυναστικό υπόβαθρο, ο βασιλιάς είχε επιλέξει στρατηγικά μια νέα θέση προετοιμασίας για την ανακατάληψη της Ουέσκας («Oscha») μια πόλη που είχε ενενήντα μουσουλμανικούς πύργους και ονομαζόταν τότε «Βάσκαχ».
Κατασκευή και κληροδοτήματα από το βασιλικό Κάστρο Αβαείο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τον μήνα Μάιο του 1085, ο βασιλιάς Σάντσο κατασκήνωσε σε αυτό το βουνό, σύμφωνα με ένα έγγραφο του αρχείου της Ρόδας. Ημέρες πριν από τον μήνα Μάιο του 1086, είχε αρχίσει να χτίζει το Κάστρο του Μοντεαραγόν και στο εσωτερικό του την εκκλησία του Ιησού από τη Ναζαρέτ και σπίτια εντός των τειχών για να στεγάσουν την πρώτη φρουρά των στρατιωτών. Κατά τον ίδιο μήνα και έτος της έναρξης των εργασιών και ως πρώτη δωρεά προκειμένου να γίνει αυτή η εκκλησία, ο βασιλιάς Σάντσο και ο γιος του, πρίγκιπας Πέτρος της παραχώρησαν την τοποθεσία της Κιθένα (Quicena), που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού, με εξαίρεση δύο κτήματα τα οποία είχαν υποσχεθεί, ένα στη Σάντσα της Αραγωνίας, την κόρη του και την κοσμήτορα της Μονής του Αγίου Πέτρου της Σιρέσα, και στον Φορτούνιο Αριόλ έδωσε το χωριό Κιθένα. Επίσης της διέθεσε τον φόρο της δεκάτης και τους πρώτους καρπούς της σοδειάς της νέας πόλης που ιδρύθηκε σε αυτό το βουνό.
Η πόλη του Μοντεαραγόν ιδρύθηκε από τον ίδιο τον βασιλιά για να φιλοξενήσει τα στρατεύματά του και υπήρχε ως χωριό του κάστρου μέχρι μέρους του δέκατου πέμπτου αιώνα, όταν έφτασε να περιλαμβάνει μια εβραϊκή συνοικία. Το χωριό κατοικήθηκε από τους στρατιώτες του βασιλιά και αυτός τους έδωσε τις περιοχές των Miquera, Cellas, Alborge και Piazols, οι οποίες ανήκαν στην πόλη της Ουέσκας. Το 1102 επεστράφησαν πίσω από τον βασιλιά Πέτρο Α´ της Αραγωνίας προκειμένου να διατηρηθεί η ομόνοια μεταξύ του επισκόπου της Ουέσκας και του δεύτερου Αββά του Μοντεαραγόν, Εξίμινου (Eximino). Η παράλληλη κατασκευή του κάστρου και της Μοναστικής εκκλησίας τελείωσε στις αρχές του 1089. Το ίδιο έτος μετακινήθηκαν προς τον αββά ή κοσμήτορα και οι τακτικοί κανονικοί μοναχοί του τάγματος του αγίου Αυγουστίνου από τις εκκλησίες του Σαν Σαλβαδόρ και του Αγίου Πέτρου της Λοάρρε. Το έτος αυτό κερδήθηκε η πόλη και το Κάστρο του Μονθόν.
Όταν ολοκληρώθηκε, στη μονή της έγιναν δωρεά ως παραρτήματα όλα τα βασιλικά παρεκκλήσια που βρίσκονταν στην Αραγωνία και τη Ναβάρρα με τα δικαιώματα και τις περιουσίες τους, κάτι που υποδηλώνει τη βασιλική διάθεση για εγκατάσταση της κατοικίας του στο Μοντεαραγόν. ο Πάπας Ουρβανός Β´ με παπική βούλα επιβεβαίωσε τον ηγούμενο, τους τακτικούς μοναχούς και τις προηγούμενες και μέλλουσες δωρεές που έγιναν από τον βασιλιά, έβαλε τη μονή υπό την άμεση δικαιοδοσία της Ρώμης, με εξαίρεση την επιλογή του ηγουμένου, η οποία θα γινόταν μέσω της ψήφου της συνόδου και της βασιλικής συγκατάθεσης.
Κέρδη από το μέγα προνόμιο για τη Μονή του Μοντεαραγόν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέσσερα χρόνια από την ολοκλήρωση των έργων (1089), το 1093 ο βασιλιάς Σάντσο Α´ λέγοντας τη φράση: «sub die idibus junii in anno quo bedificatus et factus fuit Montearagon castello» και μαζί με τον κληρονόμο του Πέτρο Α´ παραχώρησαν στη μονή το «μέγα προνόμιο». Με αυτό επικυρώθηκαν οι εκκλησίες που είχε τότε και προσαρτήθηκαν νέες που χτίστηκαν σε εξήντα ένα χωριά που σχετίζονται με το έγγραφο, τριάντα οκτώ στην Αραγωνία και είκοσι τρία στη Ναβάρρα, με όλους τους φόρους της δεκάτης, τις πρώτες σοδειές, τις κατοχές, τα κέρδη, τις ιεροτελεστίες, τις διοικήσεις, τα δικαιώματα και τα υπάρχοντά τους.
Επιπλέον στην Αραγωνία, οι φόροι της δεκάτης των βασιλικών εργατικών και όσα πράγματα κατείχε ο βασιλιάς μεταξύ των ποταμών Γάγιεγο και Αλκανάδρε τα οποία πρέπει να ήταν περίπου 180 τοποθεσίες ανάμεσα τους εκκλησίες "χωριών" και «μέρη ενός σπιτιού με δικό του λόφο, που ονομάζονταν κάστρα» και άλλα περιβάλλοντα αποθέματα που ονομάζονταν «pardinas».
Για τα ζώα της μονής χορηγήθηκε επίσης το προνόμιο να μπορούν να βοσκάνε σε όλα τα βουνά του βασιλιά. Στη Ναβάρρα παραχωρήθηκε η πόλη και το κάστρο της Arrada, με όλα τα εδάφη τους, τους φόρους της δεκάτης και τις πρώτες σοδειές. Οι φόροι της δεκάτης των βασιλικών δικαιωμάτων στα αλατωρυχεία της Grenez και του Brece, και η παραχώρηση της δεκάτης από τα αφιερώματα που έλαβε από τους Εβραίους της Estella και της Lizarrarela και άλλες κτήσεις σε τριάντα πέντε περιοχές που ορίζουν όλη την επικράτεια από τη Funes στο Ponicastro, το Ponicastro στη γέφυρα του San Martin και στα ανατολικά από εκεί μέχρι το Arguedas και την Τουδέλα, πληθυσμοί που σχεδιάζονταν να κατακτηθούν σύμφωνα με το ρητό: «quas in próximo annuente Deo babebimus». Χορηγήθηκε στους κατοίκους του Μοντεαραγόν το δικαίωμα να μπορούν να κάνουν καυσόξυλα σε όλα τα δάση, ακριβώς όπως και οι απεσταλμένοι και οι υπηρέτες του βασιλιά. Το μέγα προνόμιο ήταν υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από τους βασιλιάδες Σάντσο και Πέτρο και τους επισκόπους της Αραγωνίας και της Παμπλόνα στων οποίων την επισκοπή ήταν προσαρτημένες οι εκκλησίες στη μονή.
Σε δύο προνόμια των ίδιων βασιλιάδων αναφέρονται στο «πράσινο βιβλίο» οι εκκλησίες του Σαντιάγο και της Σάντα Μαρία της Funes, μαζί με πολλές άλλες του βασιλείου της Ναβάρρας, ως προσαρτημένες στους κατοίκους του Μοντεαραγόν.
Κέρδη από την υπόσχεση για την κατάκτηση της Ουέσκας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κάστρο ήταν η κατοικία του βασιλιά, της οικογένειας και των αυλικών του, μέχρι τον θάνατό του Σάντσο που πέθανε το 1094 από ένα βέλος κατά την πολιορκία της Ουέσκας και θάφτηκε στο κάστρο του Μοντεαραγόν. Με αφετηρία αυτό, η πόλη της Ουέσκας θα ανακαταλαμβάνονταν τελικά το 1096 από τον Πέτρο Α´ της Αραγωνίας στη Μάχη του Αλκοράθ και έπειτα έγιναν και άλλες δωρεές στο μοναστήρι.
Σε ένα από τα τρία αντίτυπα του "Μέγα προνομίου" είχαν προστεθεί, πριν από την κατάκτηση, και αρκετές επιπλέον υποσχέσεις για μελλοντικές δωρεές όπως το μεγάλο τζαμί της Ουέσκας, «Preterea damus mezquitam majorem de Oscha cum omni bus que nunc possidet, vel in futurum adquisitura es». Επίσης μέρος των δεσμεύσεων αποτελούσε και το ιερατείο της Azuda σε περίπτωση που θα κατακτιούνταν η πόλη. Την ίδια μέρα της κατάκτησης της Ουέσκας, προέκυψε μια διαφορά μεταξύ του επισκόπου Πέτρου της Ουέσκας, που ήθελε το τζαμί για καθεδρικό ναό, και του πρώτου ηγούμενου Σιμόν, ο οποίος επισήμανε την προσυμφωνημένη υπόσχεση των βασιλιάδων Σάντσο Α´ και Πέτρου Α´. Επιτεύχθηκε ταχεία ομόνοια μεταξύ τους και ως αποτέλεσμα ο βασιλιάς Πέτρος έδωσε το τζαμί στον επίσκοπο που το θέσπισε ως καθεδρικό ναό, με την αιτιολογία πως ήταν γοτθικός ναός που είχε μετατραπεί σε τζαμί. Ως αντιστάθμιση στην ανεκπλήρωτη υπόσχεση προς το αβαείο που αφορούσε το ιερατείο, ο βασιλιάς έδωσε στη θέση του την εκκλησία του Αγίου Πέτρου του Παλιού, η οποία αντιστοιχούσε στον επίσκοπο.
Απώλειες μετά την κατάκτηση της Ουέσκας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την κατάκτηση της Ουέσκας, ο 2ος επίσκοπος της πόλης σκόπευε με την ανάληψη της επισκοπής να ενσωματώσει τους φόρους της δεκάτης των τοποθεσιών μεταξύ των ποταμών Γάγιεγο και Αλκανάδρε που ανήκαν στο Μοντεαραγόν. Ωστόσο, το 1102 ο Πέτρος Α´ μέσω συμβουλίου αποφάσισε πως έπρεπε να σπάσουν ισομερώς τα δικαιώματα μεταξύ του Μοντεαραγόν και της Ουέσκας, που είχαν χορηγηθεί από τον Σάντσο Α´ και τα οποία είχε συνυπογράψει και ο ίδιος. Έτσι από τις περισσότερες από τις 180 τοποθεσίες που κατείχε η μονή του Μοντεαραγόν της απέμειναν 92.
Οι πενήντα τέσσερις εκκλησίες των χωριών:
- Fornillos
- Barluenga
- Castilsabas
- Loporzano
- Λοάρρε
- Bolea
- Αϊέρβε
- Lupiñén
- La Almunia
- Robres
- Petraselz (Piracés)
- Bespen
- Labata
- Arbaniés
- Siétamo
- Santa Eulalia
- Gibluco (Chibluco)
- Sieso
- Albalat (Albalatillo)
- Salillas (κοντά στη Sesa)
- Novales
- Argavieso
- Alcalá
- Liesa
- Sipán
- Sarsa
- Castellón
- Loscertales
- Aguas
- Casvas
- Junzano
- Blequa
- Marcén
- Callen
- Alvero de suso (Albero Alto)
- Torres de Almuniente
- Barbués
- Las Casas
- Orrios (Huerrios)
- Alarre
- Loret (Μονή των ξυπόλυτων Αυγουστίνων)
- Banastás
- Sabayés
- Lierta
- Quinzano
- Asquedas
- Tabiernas
- Alcubierre
- Σαρινιένα
- Lalueza
- Poliñino
- Montmesa
- Tierz
- Angüés
Οι δέκα εκκλησίες των κάστρων με δικό τους λόφο:
- Ponpien de suso
- Nisano
- Becha
- Otura
- Torresecas
- Campiés
- Torriellos
- Artasona
- Arrosel
- Corbinos
Οι είκοσι οκτώ εκκλησίες των ακατοίκητων Pardinas:
- Vallarías (pardina που επέστρεψε στους κατοίκους)
- Ariño
- Olivito
- Citrana
- Almalech
- Salillas (κοντά στη Velillas)
- Tuvo
- Sodeto
- Puy Vicient
- Ponpien de yuso
- Culbiert
- Arasenes
- Labarsa
- Sexto
- Garbadola
- Campiello de Sexto
- Orillena
- Forniellos (monte de Almudévar)
- Avarías
- Baivienz
- Collarata
- Carrofeito
- Villanova
- Curbe
- Almunia de Abderramam
- Almunia de García Fortuniones
- Almunia de Calvasoriz
- Almunia de Abincennon.
Οι εκκλησίες αυτές, με όλα τα δικαιώματά τους, τους φόρους της δεκάτης και τις πρώτες σοδειές, κατοχυρώθηκαν εκ νέου στο Μοντεαραγόν, διατηρώντας ο επίσκοπος της Ουέσκας το δικαίωμα να λειτουργεί στις εκκλησίες και τους βωμούς και να χειροτονεί κληρικούς (επισκοπικό δικαίωμα). Επίσης, του αποδόθηκαν με πλήρη δικαιώματα («pleno jure») και οι άλλες εκκλησίες μεταξύ των ποταμών, των οποίων ο αριθμός ήταν περίπου αντίστοιχος με μικρή διαφορά. Η ομόνοια επιβεβαιώθηκε από τον Πάπα Πασχάλη Β´ με βούλα στις 10 Φεβρουαρίου του 1104, αργότερα επιβεβαιώθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Β´. Αυτή η κατάσταση παρέμεινε έτσι μέχρι τη διάλυση.
Αποζημιώσεις για τις απώλειες της Ουέσκας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 4 Δεκεμβρίου του 1097 δόθηκε στον ηγούμενο Εξίμινο η τοποθεσία Ipiés. Σε ένα άλλο προνόμιο (1097) η περιοχή Almunia de la Reina, δίπλα στη Σαρινιένα, με τον πύργο που είναι εκεί και τα εδάφη τους. Το 1099, δόθηκε στη μονή το χωριό Κιθένα (Quicena), το οποίο κατείχε ο Φορτούνιο Αριόλ, τώρα πλέον με όλα τα εδάφη του (δεν είναι σαφές σε έγγραφο αν ήταν η εκκλησία με τα δικαιώματά της ή ολόκληρο το χωριό και ο Φορτούνιο το είχε ως τρίτο πρόσωπο για πολεμικές υπηρεσίες για λογαριασμό του βασιλιά Σάντσο Α´). Το 1099, του δίνεται ο πύργος της Frumiyena και τρία στρέμματα γης στα εδάφη του Almudévar, ο φόρος της δέκατης και η πρώτη σοδειά στην almunia de Avarías και το ένα πέμπτο από το βασιλικό αγρόκτημα με την ονομασία Aones. Το 1101 μερικά σπίτια στην περιοχή της Bolea και το προνόμιο να έχει έναν πλωτήρα στη Funes και να ψαρεύει στα ποτάμια Άργα, Αραγών και στον Έβρο.
Προνόμια και χορηγήσεις προς τη μονή των διαδόχων βασιλιάδων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Αλφόνσος Α´ της Αραγωνίας
-
Ουρράκα Α´ του Λεόν
-
Ραμίρο Β´ της Αραγωνίας
-
Αλφόνσος Β´ της Αραγωνίας
-
Πέτρος Β´ της Αραγωνίας
-
Ιάκωβος Α´ της Αραγωνίας
-
Ιάκωβος Β´ της Αραγωνίας
-
Αλφόνσος Δ´ της Αραγωνίας
-
Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας
- Αλφόνσος Α´ της Αραγωνίας, ο Μαχητής
- Επιβεβαίωσε όλα τα πρώην προνόμια του Μοντεαραγόν, και τον Μάιο του 1118 έδωσε τους φόρους της δεκάτης και τις πρώτες σοδειές της γης που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του Αϊέρβε μέχρι τα βουνά των Λοάρρε, Marcuello και Riglos. Το 1128 έδωσε στη μονή το χωριό Signa με όλα τα εδάφη του μαζί με την εντολή για ταχεία καλλιέργεια και να «γίνει εκεί ένα φρούριο και μια φυλακή». Επίσης έδωσε και την τοποθεσία του Turre de Carcere, κοντά στη Signa, με την ίδια προηγούμενη ανάθεση. Το 1133, έδωσε το μισό μέρος και το κάστρο της Curbe.
- Ουρράκα του Λεόν, γυναίκα του Αλφόνσου Α´
- Πήγε στην Αραγωνία πριν το 1110, λαμβάνοντας υπό την πατρωνία της το μοναστήρι και το χωριό της Κιθένα, και διέταξε τους βασιλικούς εντολείς και υπουργούς να παρέχουν προστασία εκδίδοντας τον Μάρτιο του ίδιου έτους ένα βασιλικό προνόμιο προστασίας. Το προνόμιο το υπέγραψε ως βασίλισσα της Ισπανίας, και ανέφερε τον άντρα της Αλφόνσο της Αραγωνίας ως «Αυτοκράτορα του Λεόν και βασιλιά όλης της Ισπανίας».
- Ραμίρο Β´ της Αραγωνίας, ο Μοναχός
- Αδελφός και διάδοχος του Αλφόνσου Α´, έδωσε έναν αμπελώνα και τον μύλο με την ονομασία Alfedinar, και είπε πως ο θάνατος του αδελφού θρηνήθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανισμό της Ισπανίας: «cujus lacrimabili obitu omnis Hispanie chistianitas lacrimatur». Τον Οκτώβριο του 1134 έδωσε την περιοχή της Tierz με όλα τα εδάφη της, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τον γαμπρό του Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ´ της Βαρκελώνης. Ο Ραμίρο και τη γυναίκα του Αγνή του Πουατιέ είχαν κάνει αρκετές δωρεές μικρότερων αγροτεμαχίων στο Μοντεαραγόν.
Αλφόνσος Β´ της Αραγωνίας και η δωρεά του κάστρου και του χωριού του Μοντεαραγόν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αλφόνσος Β´ της Αραγωνίας, ο Τροβαδούρος
- Ήταν αδελφός του εκλεκτού ηγουμένου του Μοντεαραγόν Βερεγγάριου της Ναρμπόν. Το 1169 έδωσε το προνόμιο της αλιείας στον ποταμό Flumen και του κυνηγιού από την περιοχή της Κιθένα μέχρι το στέμμα της Santa Cruz και από εκεί μέχρι το Arbilars. Τον Μάρτιο του 1175, κατόπιν αίτησης του ηγουμένου του βασιλιά, έδωσε το προνόμιο της ελευθερίας και της ειλικρίνειας στους κατοίκους του Μοντεαραγόν και σε όσους κατοικούσαν στα γύρω εδάφη του, και για όλα το ίδια διατάγματα fueros της Ουέσκας. Τον Ιούνιο του 1177 μαζί με τη Σάντσα της Καστίλης, τη γυναίκα του, έδωσε στον ηγούμενο το κάστρο και το χωριό του Mοντεαραγόν με όλα τα δικαιώματα και δικαιοδοσίες τους. Τον Ιούνιο του 1182, επιβεβαίωσε στον ηγούμενο του Μοντεαραγόν, που εκείνη την εποχή ήταν ο επίσκοπος της Λέριδας, τη δωρεά του κάστρου και της πόλης της Signa και έναν πύργο που ονομάζεται Invidia με όλα τα εδάφη που έφταναν μέχρι στο Monreal το παλιό.
- Πέτρος Β´ της Αραγωνίας, ο Καθολικός
- Γιος του Αλφόνσου Β´, τον Ιανουάριο του 1204 του έδωσε μικρά αγροτεμάχια της Ουέσκας, και το ίδιο έτος ανέλαβε την πατρωνία και τη βασιλική προστασία. Το 1206 διαπραγματεύτηκε μια ανταλλαγή με τον επίσκοπο της Ουέσκας ώστε να δώσει στο Μοντεαραγόν την τέταρτη επισκοπική των δώδεκα τοποθεσιών όπου η μονή είχε ήδη δικαιοδοσία και παραχωρήθηκαν στη μητρόπολη της Ουέσκας δεκαπέντε εκκλησίες σε πολλά άλλα μέρη.
- Ιάκωβος Α´ της Αραγωνίας, ο Κατακτητής
- Επιβεβαίωσε το προνόμιο του Αλφόνσου Β´, όπου αναφέρει ότι «ο Αλφόνσος Β´ ο μαχητής, είναι θαμμένος στο Μοντεαραγόν». Το 1238, μετά την κατάκτηση της Βαλένθια έκανε μια δωρεά στον θείο του, τον ηγούμενο Φερδινάνδο που τον συνόδευε στην κατάκτηση, διάφορων σπιτιών και άλλων υπαρχόντων αυτής της πόλης και του βασιλείου. Το Μοντεαραγόν διατήρησε αυτές τις κτήσεις μέχρι τον δέκατο έκτο αιώνα, κατά τον οποίο έκανε αρκετές εκποιήσεις, η τελευταία έγινε το 1601.
- Το 1264, ο επίσκοπος της Ουέσκας, Ντομίνγκο ντε Σόλα
- Έκανε δωρεά στη μονή την εκκλησία της Santa María του Monflorite.
- Ιάκωβος Β´ της Αραγωνίας, ο Δίκαιος
- Το 1298 ανέλαβε την πατρωνία της μονής με όλα τα κτήματα και τα υπάρχοντά της. Το έτος 1300 επικύρωσε τα προνόμια που απαλλάσσουν τους κατοίκους του Μοντεαραγόν και των χωριών της δικαιοδοσίας από το να πληρώνουν για τα βασιλικά δείπνα, επιδοτήσεις και άλλες εισφορές. Τον Αύγουστο του 1318 αύξησε τις εξαιρέσεις και τα προνόμια και το 1325 επικυρώθηκαν στην πατρωνία.
- Πάπας Κλήμης Ε´
- Το 1305 έδωσε στους ηγουμένους στο το προνόμιο να χρησιμοποιούν τη μίτρα.
- Αλφόνσος Δ´ της Αραγωνίας, ο Καλόψυχος
- Το 1328 επιβεβαίωσε το προνόμιο του πατέρα του Ιάκωβου Β´ και πρόσθεσε την απαλλαγή στο να συμβάλουν με ιππικό και άλλες παροχές στον στρατό.
- Πέτρος Δ´, ο Τελετουργικός
- Επιβεβαίωσε όλα τα προηγούμενα προνόμια με τους ίδιους όρους που προϋπήρχαν και τις χορηγίες που εισήχθησαν από τον Ιάκωβο Β´ και τον Αλφόνσο Δ´.
Εξελίξεις κατά τον 14ο και 15ο αιώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Ιωάννης Α΄ της Αραγωνίας
-
Φερδινάνδος Α΄ της Αραγωνίας
Ο Ιωάννης Α´ της Αραγωνίας και η διαφορά με τον εισαγγελέα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Α´ της Αραγωνίας, του Κυνηγού, ο λεγόμενος "Εισαγγελέας" έθεσε αίτημα πάνω το εύρος της δικαιοδοσίας που είχε το Μοντεαραγόν από την εποχή της ίδρυσης του και μετά τα συσσωρευμένα κληροδοτήματα των βασιλιάδων, και ιδίως σε 27 τοποθεσίες, αν και σε πολλές είχε ήδη μικτή δικαιοδοσία στα εισοδήματα τα οποία μοιράζονταν με το στέμμα της Αραγωνίας.
Τα μέρη που αφορούσαν τη διαφορά ήταν:
- Fornillos
- Quicena
- Loporzano
- Santa Eulalia la Mayor
- Castilsabás
- Villanueva
- Isarre
- Antefruenzo
- La Almunia de Santa Eulalia
- Sipán
- Arbaniés
- Castejón de Arbaniés
- Fanlo
- Aveniella
- Ipiés
- Barluenga
- Chibluco
- Sagarillo
- Samper de Espitolar
- San Julián
- Angüés
- Poleñino
- Tierz
- La Almunia de la Reina
- Marcén
- Biscarrués
- Montmesa
Ο βασιλιάς έληξε τη διαφορά τον Αύγουστο του 1391 πουλώντας στη μονή τα δικαιώματα που είχε και θα μπορούσε να έχει στην αστική και ποινική δικαιοδοσία αυτών των χωριών, όπως το δικαίωμα στο να απαιτεί χρήματα κάθε επτά χρόνια, όπως γινόταν σε όλο το βασίλειο. Η πώληση, σε επίπεδο προσωρινής κυριότητας ή σε σύμβαση τρίτου, έγινε για χίλια χρυσά φλορίνια (νόμισμα της Αραγωνίας και της Βαλένθια).
Ο Φερδινάνδος της Αραγωνίας και η εξέγερση του Ιάκωβου Β´ του Ουρζέλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1413, κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης του κόμη του Ουεζέλ, οι μισθοφόροι στρατιώτες του Βασιλείου της Γένοβας και του Menaut de Favars, στην υπηρεσία του επαναστάτη Αντόν ντε Λούνα, επιτέθηκαν τα περίχωρα της Ουέσκας, λαμβάνοντας το κάστρο, όπου ύψωσαν τα λάβαρα του Ιακώβου Β´ του Ουρζέλ, αν και τελικά ανακτήθηκε από τον Φερδινάνδο της Αραγωνίας.
Ο Φερδινάνδος Α΄ της Αραγωνίας χορήγησε τρία προνόμια το 1414. Στο πρώτο επιβεβαίωσε όλα τα προνόμια των προκατόχων του. Στο δεύτερο έδωσε την πατρωνία και τη βασιλική προστασία. Στο τρίτο, επιβεβαίωσε το προνόμιο της ελευθερίας και της ειλικρίνειας των βασιλικών τελών και φόρων που χορηγήθηκε από τον Πέτρο Α´ της Αραγωνίας στους κατοίκους της Azusa.
Φωτιά στην εκκλησία το 1477
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη νύχτα της 14 Σεπτεμβρίου του 1477 προκλήθηκε μια πυρκαγιά που έκαψε την αγία τράπεζα, τη χορωδία,το όργανο, βιβλία, στολίδια και μέρος των λειψάνων. Κάηκαν επίσης το κυρίως ιερό, που αποτελούταν από έργα ζωγραφικής των αγίων πάνω από την τραπέζια, συγκεντρωμένα γύρω από την κεντρική εικόνα του Ιησού του Ναζωραίου. Η νέα αγία τράπεζα έγινε από λεπτό αλάβαστρο που ολοκληρώθηκε το 1495 και ο δημιουργός υποτίθεται πως είναι ο γλύπτης Damian Forment που αμέσως μετά έφτιαξε την τράπεζα στον καθεδρικό ναό της Ουέσκας. Η διατηρημένη εικόνα της παλιάς τράπεζας τοποθετήθηκε στη σκήτη της μονής μέχρι το 1734 και από εκεί μετακόμισε σε ένα σκαλιστό παρεκκλήσι ειδικά στην πρώτη ανάπαυλα της σκάλας που οδηγεί στο υπόγειο ναό.
Σύγχρονη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Ιωάννης Β´ της Αραγωνίας
-
Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας
-
Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας
-
Κάρολος Ε΄
-
Ιωάννα Α΄ της Καστίλης
- Ιωάννης Β´ της Αραγωνίας
- Με το κύρος του βασιλιά της Ναβάρρας και κυβερνήτη της Αραγωνίας, κατά την απουσία του αδελφού του Αλφόνσου Ε´ της Αραγωνίας, τον οποίο θα διαδεχθεί, έδωσε στη μονή του Μοντεαραγόν το προνόμιο της προστασίας και της διαφύλαξης και επιβεβαίωσε το προηγούμενο του Ιάκωβου Β´ και τις προγενέστερες επιβεβαιώσεις του Αλφόνσου Δ´ και Πέτρου Δ´. Ο Φερδινάνδος Β 'της Αραγωνίας, ο Καθολικός, έδωσε ένα άλλο προνόμιο της προστασίας και διαφύλαξης, το 1510 επιβεβαίωσε και μετέγραψε αυτό του πατέρα του Ιωάννη Β´.
- Κάρολος Ε´ και η μητέρα του Ιωάννα της Καστίλης
- Στη Βαρκελώνη, στις 15 Ιουλίου του 1519, χορήγησαν στο Μοντεαραγόν ένα μεγάλο προνόμιο και επιβεβαίωσαν όλα τα παλιά, τις ασυλίες και τις εξαιρέσεις των προκατόχων βασιλιάδων, με την εισαγωγή αυτών του Ιάκωβου Α´, του Ιάκωβου Β´ και αναφέρθηκαν αυτά του Αλφόνσου Δ´, Πέτρου Δ´ και του Φερδινάνδου Α´.
Ο Μιγκέλ ντε Σόρια και ο διαμελισμός της μονής της Σαρινιένα το 1546
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρώτος διαμελισμός που έγινε στο Μοντεαραγόν ήταν το μοναστήρι της Σαρινιένα που κατάργησε ο Πάπας Παύλος Γ΄ κατόπιν αιτήματος του Μιγκέλ ντε Σόρια, ο οποίος είχε τον έλεγχο του όπως και τον έλεγχο της δικαιοσύνης και των ένορκων της Σαρινιένα. Τα έσοδα αποτιμώνται σε πεντακόσια χρυσά δουκάτα που δόθηκαν στην εκκλησία της πόλης αυτής με βούλα του Πάπα που δόθηκε στη Ρώμη στις 22 Μαρτίου του 1546. Η διαχωρισμένη δικαιοδοσία του μοναστηριού που έμεινε στον ηγούμενο της πόλης αυτής, ανατέθηκε λίγο αργότερα στην επισκοπή της Ουέσκας.
Ο Φίλιππος Β´ και ο γενικός διαμελισμός του Πάπα Πίου Ε´ το 1571
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι τακτικοί μοναχοί του αγίου Αυγουστίνου κατοικούσαν στη μονή για σχεδόν πέντε αιώνες συνεχόμενα μέχρι και τη στιγμή του γενικού διαμελισμού του, στην εποχή του Πάππα Πίου Ε´, κατόπιν αιτήματος του Φιλίππου Β´ (482 χρόνια από την ίδρυση). Το 1572 διαχωρίστηκε από την Επισκοπή της Ουέσκας, η νεοϊδρυθείσα νέα επισκοπή της Χάκας. Η επισκοπή της Ρόδας-Μπαρμπάστρο, καταργήθηκε το 1149 και μεταφέρθηκε στη Λέριδα, για να εμφανιστεί ξανά ως επισκοπή του Μπαρμπάστρο το 1573, διαχωρισμένη από της Ουέσκας. Αυτό συνεπάγεται την απόδοση των εσόδων και δικαιωμάτων της μονής σε αυτές τις επισκοπές, που ορισμένοι συγγραφείς χαρακτήρισαν ως "λεηλασία".
Την εποχή του Φίλιππου Β´προστέθηκαν τέσσερις επισκοπές στις τρεις που είχε. Το 1571 δημιουργήθηκαν αυτές της Χάκας και του Μπαρμπάστρο διαχωρισμένες από τη μητρόπολη της Ουέσκας. Για τον λόγο αυτό διαμελίστηκαν η μονή του Μοντεαραγόν σε διάφορα μέρη, κάστρα και εκκλησίες με όλα τα δικαιώματά δικαιοδοσίας και τα εισοδήματα τους για να δοθούν στην επισκοπή του Μπαρμπάστρο και να δοθούν εκ νέου σε αυτή της Ουέσκας. Όλα αυτά έγιναν μετά από αίτημα του Φιλίππου Β´ με βούλα του Πάπα Πίου Ε´, ο βασιλιάς ζήτησε από τον Πάπα να αποκαταστήσει το μοναστήρι με ηγούμενο και κανονικούς μοναχούς και να το εφοδιαστεί με μέρος από τα πρώην εισοδήματα του.
Το Μοντεαραγόν για αυτές τις αιτίες έμεινε χωρίς ηγούμενο για κοντά δεκατρία χρόνια, μεταξύ των ετών 1574-1587, και επί είκοσι έξι χρόνια χωρίς κανονικούς μοναχούς τη μονή την είχε αναλάβει ο Φίλιππος Β´, που στο μεταξύ εγκατέστησε εκ νέου στο μοναστήρι διορισμένο οικονομικό διαχειριστή, κυβερνήτη και έξι ιερείς μέχρι το 1598.
Η ανανέωση του 1598, μετά τη γενική μεταρρύθμιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη διάλυση, αποκαταστάθηκαν τα έσοδα που του είχαν απομείνει και εφαρμόστηκαν σύμφωνα με την πρόνοια των αποστολικών βουλών του πάπα, που έστειλαν να βάλουν τους μεταρρυθμιστικούς κανονικούς μοναχούς του αγίου Αυγουστίνου της αδελφότητας του Λατερανού. Ο πρώτος ηγούμενος της νέας εγκατάστασης ήταν ο Marco Antonio Reves το 1587 και οι τρεις πρώτοι μοναχοί μετατέθηκαν το 1598, από το υπό καταστολή μοναστήρι της Santa Cristina, συνεχίζοντας τη μοναστική διαδοχή μέχρι το 1792. Από την ίδρυση του, το αβαείο του Μοντεαραγόν, βρισκόταν πάντα υπό την εξουσία του αγίου Αυγουστίνου.
Έσοδα και αξιώματα της μονής κατά τον δέκατο έκτο αιώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτή την εποχή τα έσοδα της μονής εκτιμώνται μεταξύ 30-40 χιλιάδων δουκάτων της Αραγωνίας, ενώ η εκκλησία και το μοναστήρι αποτελούνταν από έναν ηγούμενο και τέσσερις αξιωματικούς που ήταν, «ο νοσοκόμος», «ο ιερέας», «ο νεωκόρος» και «ο ψάλτης», και έξι ηγούμενους με τους τίτλους των αντίστοιχων μονών τους που ήταν προσαρτημένες στο Μοντεαραγόν, τις Σαρινιένα, Bolea, Gurrea, Funes, Larraga, και Uxue, και άλλους αξιωματικούς και ηγούμενους που είχαν την κατοικία τους στο μοναστήρι. Υπήρχε επίσης «ο ηγούμενος της σκήτης», που εκλέγονταν από την «Κεφαλή» που προσαρτόταν άμεσα στον αββά ηγούμενο και ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά και τη φύλαξη της σκήτης. Ένας «κοσμήτορας ή έφορος» που διαχειρίζονταν τα κοινά έσοδα του μοναστηριού, με υποχρέωση να δίνει λογαριασμό στην «κεφαλή», τον οποίο επέλεγαν για αυτό τον ρόλο για ένα ή περισσότερα έτη. Για την εκκλησία υπήρχαν διάφοροι «οικότροφοι» και «ιερείς», όπως και ένα «παρεκκλήσι των μουσικών».
Η ισπανική κατάσχεση του 1835
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από επτά αιώνες, η ισπανική κατάσχεση του 1835 σηματοδότησε το τέλος της μονής, η οποία είχε πολιτικά λεηλατηθεί και επιπλέον υποστεί μια καταστροφική πυρκαγιά. Μερικά από τα έργα τέχνης που υπήρχαν, σώθηκαν (όπως το κύριο πολύπτυχο των εικόνων του καλλιτέχνη Gil Morlanes el Viejo) που είναι εκτεθειμένο στο Μουσείο της Ουέσκας και στο Επισκοπικό Μουσείο της Ουέσκας.
(...) αλλά όλα αυτά θα εξαφανιστούν όταν κατασχέθηκε και εξαιρέθηκε. Τελικά το Κάστρο του Μοντεαραγόν πωλήθηκε για ένα ευτελές ποσό ... στον πλειοδότη, και αυτός πήρε μερικά πολύτιμα αντικείμενα που ήταν εκεί, για να βάλει στη συνέχεια φωτιά στο κάστρο και να παραχωρήσει τα ερείπια του στην Ισαβέλλα Β '. Από εκείνη τη φωτιά σώθηκε μόνο το υπέροχο πολύπτυχο του Gil Morlans el Viejo (1506), το οποίο εκτίθεται στο Επισκοπικό Μουσείο της Ουέσκας.
Ηγούμενοι του Μοντεαραγόν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 1089–1097: Simón
- 1097–1118: Ximeno ή Eximino
- 1119–1169: Fortún ή Fortunio
- 1170–1204: Βερεγγάριος της Ναρμπόν, (φυσικός γιος του πρίγκηπα Ραϊμόνδου Βερεγγάριου).
- 1204–1204: Frontancio
- 1205–1249: Fernando de Aragón, γιος του βασιλιά Αλφόνσου Β΄ και της βασίλισσας Σάντσας της Καστίλης.
- 1252–1258: Sanxo ή Sancho de Orradre
- 1258–1284: Joan Garcés de Oris
- 1284–1306: Ximeno ή Eximino Pérez de Gurrea
- 1306–1317: Pero López de Luna
- 1317–1320: Johan de Aragón
- 1320–1323: Ramón de Aviñón o Aniñon
- 1323–1327: Bernat de la Avellana
- 1327–1353: Ximeno ή Eximino López de Gurrea
- 1353–1359: Pero López ή Pedro Lope de Gurrea
- 1359–1391: Ramón de Sellan
- 1391–1395: Mafiano d'Alaman o Macian Alaman
- 1395–1420: Johan Martínez de Murillo
- 1420–1445: Sanxo de Murillo
- 1445–1462: Carlos d'Urries
- 1462–1464: Pedro Santangel
- 1464–1473: Joan d'Aragó
- 1473–1490: Juan de Revolledo
- 1492–1520: Alfonso de Aragón
- 1520–1527: Alonso de So, Castro y Pinós
- 1528–1532: Pedro Jordan de Urriés
- 1532–1534: Juan de Quintana
- 1536–1546: Juan de Urrea
- 1547–1552: Alonso de Aragón
- 1554–1572: Pedro de Luna
- 1573–1574: Pedro Vitales, (δεκατρία χρόνια χωρίς ηγούμενο).
- 1587–1598: Marco Antonio Reves, (συνέχισε μετά τη μεταρρύθμιση).
- 1600–1614: Juan López
- 1615–1630: Martín Carillo
- 1631–1648: Jaime Ximenez de Ayerve
- 1648–1662: Francisco Rodrigo
- 1662–1665: Pantaleon Palacio
- 1666–1678: Felipe Pomar y Cerdan
- 1680–1708: Joseph Panzano
- 1712–1731: Pedro Cayetano Nolibós
- 1732–1746: Francisco Gamboa y Tamayo
- 1747–1764: Francisco Herrero
- 1765–1791: Miguel Asin
- 1792–1???: Joseph Castillón
Αρχιτεκτονική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τείχη είναι όλα από λαξευμένους ογκόλιθους και είχαν ύψος εκατόν είκοσι παλαμών και πάχος δέκα με δώδεκα παλάμες. Ήταν εφοδιασμένα με δέκα πέτρινους πύργους, οι οποίοι παλιά δέσποζαν κατά σαράντα παλάμες πάνω από τα τείχη που αργότερα μειώθηκαν στο ίδιο επίπεδο με αυτά. Μέσα στο κάστρο υπάρχει και ένας άλλος ανεξάρτητος πύργος, ο οποίος χρησίμευε ως καμπαναριό. Γύρω από ολόκληρο το κτίριο υπήρχαν άλλα δεύτερα ισχυρά και χοντρά τείχη, που εξυπηρετούσαν ως προπύργιο και γείσο, τα οποία επίσης περίκλειαν τον λόφο, εξυπηρετώντας έτσι στο να διατηρείται η σταθερότητα του κάστρου. Μεταξύ των δύο τειχών υπήρχε αρκετός χώρος για να περπατάνε τρία άτομα κατά μέτωπο. Εντός των κυρίων τειχών υπάρχουν δύο παράθυρα με τα φρεάτια τους, σκήτες και πάνω από τις σκήτες βρισκόταν η εκκλησία, το παλάτι του ηγούμενου και τα σπίτια των μοναχών, των οικότροφων και των υπηρετών.
Συλλογή από εικόνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Το κάστρο
-
Τοξωτή είσοδος του κάστρου
-
Εκκλησία στο εσωτερικό των τειχών
-
Αψίδα ενός εκ των εσωτερικών δωματίων
-
Λεπτομέρειες του πύργου της εκκλησίας
-
Φυλάκιο από το εσωτερικό του
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ubieto Arteta, Antonio (1987). Historia de Aragón. V, Creación y desarrollo de la corona de Aragón. Σαραγόσα: Anubar. σελ. 79. ISBN 847013227X.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Εγκυκλοπαίδεια Της Αραγωνίας: "Montearagón" Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.
- Το Μοναστήρι του Μοντεαραγόν (1)[νεκρός σύνδεσμος]
- Το Μοναστήρι του Μοντεαραγόν (2)[νεκρός σύνδεσμος]
- Το Μοναστήρι του Μοντεαραγόν (3)
- Η νεκρολογία των ηγουμένων του Μοντεαραγόν
- UBIETO ARTETA, Antonio, Δημιουργία και εξέλιξη του Στέμματος της Αραγωνίας, Σαραγόσα, Anubar (Ιστορία της Αραγωνίας), 1987. ISBN 84-7013-227-X.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το Κάστρο του Μοντεαραγόν στην εφημερίδα Altoaragón
- Το Κάστρο του Μοντεαραγόν Αρχειοθετήθηκε 2014-04-10 στο Wayback Machine. στην CAI Aragón
- Το Κάστρο του Μοντεαραγόν[νεκρός σύνδεσμος] στην www.sipca.es