Κάστρο της Αγίας Μαύρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°50′40.283″N 20°43′13.217″E / 38.84452306°N 20.72033806°E / 38.84452306; 20.72033806

Κάστρο Αγίας Μαύρας (Λευκάδα)
Χάρτης
Είδοςκάστρο και στρατιωτική βάση
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°50′40″N 20°43′13″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Λευκάδας
ΧώραΕλλάδα
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα[1]
Commons page Πολυμέσα

Το κάστρο της Αγίας Μαύρας είναι φρούριο στο βορειοανατολικό άκρο του ελληνικού νησιού της Λευκάδας. Το κάστρο ξεκίνησε ως μια μικρή οχύρωση περί το 1300 για τον έλεγχο της πρόσβασης στο νησί, πριν επεκταθεί και γίνει μια περιτειχισμένη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού στις αρχές του 15ου αιώνα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία το κατέλαβε το 1479, και έναν αιώνα αργότερα το αναδιαμόρφωσε και το διεύρυνε, δίνοντάς του σε μεγάλο βαθμό το σημερινό του σχήμα. Μια μεγάλη πόλη αναπτύχθηκε έξω από τα τείχη του κάστρου τη δεκαετία του 1670.

Το φρούριο καταλήφθηκε από τη Δημοκρατία της Βενετίας το 1684 μετά από σύντομη πολιορκία. Υπό τους Ενετούς, το κάστρο μετατράπηκε σε καθαρά στρατιωτική εγκατάσταση. Η περιτειχισμένη πόλη και τα περίχωρα που γειτνίαζαν με τα τείχη γκρεμίστηκαν για αμυντικούς λόγους και η πρωτεύουσα μετακόμισε στο ίδιο το νησί, στη θέση της σημερινής πόλης της Λευκάδας. Το φρούριο εκσυγχρονίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά εγκαταλείφθηκε για λίγο από τους Βενετούς το 1715-1716, κατά τον τελευταίο πόλεμο της Δημοκρατίας με τους Οθωμανούς. Το φρούριο, όπως και το νησί, άλλαξε χέρια μεταξύ Γάλλων, Ρώσων, της Επτανήσου Πολιτείας και των Γάλλων ξανά το 1797-1810, πριν καταληφθεί από τους Βρετανούς, οι οποίοι το έλεγχαν μέχρι την παραχώρηση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα το 1864.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευρισκόμενο σε μια μακρόστενη αμμοθίνα που προβάλλει προς την κοντινή ακτή της Ηπείρου, το κάστρο είναι στρατηγικά τοποθετημένο για να προστατεύει τις προσεγγίσεις στο νησί από την ηπειρωτική χώρα.[2] Το πρώτο κάστρο πιθανότατα ανεγέρθηκε σε αυτή τη θέση γύρω στο 1300 από τον Ιωάννη Ορσίνι, τον παλατινό κόμη της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου, ο οποίος κατέλαβε τη Λευκάδα (τότε γνωστή ως Αγία Μαύρα) το 1295 από τον πεθερό του, Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Α΄ Κομνηνό Δούκα.[2][3] Αυτή η πρώτη οχύρωση ήταν πιθανότατα στη βορειοανατολική γωνία του σημερινού κάστρου.[2] Η οικογένεια Ορσίνι έχασε τη Λευκάδα το 1331 από τον Γκωτιέ Στ΄ του Μπριέν, ο οποίος το 1343 παραχώρησε το castrum Sancte Maure και το νησί στον Ενετό Γκρατσιάνο Τζόρτζιο.[4][5] Το 1360/62, ο Λεονάρδος Α΄ Τόκκος κατέλαβε τη Λευκάδα, αποκτώντας τον τίτλο του δούκα.[6][7] Ο Κάρολος Α΄ Τόκκος (β. 1376–1429) έκανε το κάστρο πρωτεύουσα των περιοχών του, που εκτός από την κομητεία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου περιελάμβανε επίσης μεγάλο μέρος της ηπειρώτικης χώρας και διεύρυνε την οχυρωμένη πόλη. Παρ 'όλα αυτά, ο οικισμός φαίνεται να έχει επεκταθεί πέρα από τα τείχη και στις δύο πλευρές του κάστρου.[8]

Το 1413, ο Πρίγκιπας της Αχαΐας, Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, εξαπέλυσε επίθεση στη Λευκάδα και το κάστρο της με Αλβανούς μισθοφόρους, αλλά ηττήθηκε με τη βοήθεια της Δημοκρατίας της Βενετίας.[5] Οι Οθωμανοί εισέβαλαν στο νησί το 1430, ωθώντας τους Τόκους να σκεφτούν να το παραχωρήσουν στους Ενετούς,[6] αλλά το νησί παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Τόκκων μέχρι να καταληφθεί από τους Οθωμανούς το 1479.[5][9]

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αγγλικό λιμάνι του κάστρου

Οι Βενετοί κατέλαβαν σύντομα το νησί το 1502–03, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου, αλλά το επέστρεψαν στους Οθωμανούς στον τελικό ειρηνευτικό διακανονισμό.[2][10] Υπό Τουρκοκρατία, η πόλη μέσα στο κάστρο (γνωστή ως Aya Mavra ( ايامورة, από τα Ελληνικά Αγία Μαύρα ) ήταν η πρωτεύουσα του νησιού.[8] Ένα μητρώο που συντάχθηκε το 1523–1536 αναφέρει ότι η πόλη περιλάμβανε 194 νοικοκυριά, δηλαδή περίπου 1.000 κατοίκους, όλοι τους Έλληνες Χριστιανοί, και ότι η φρουρά αριθμούσε 111 στρατιώτες και 9 πυροβολιτές.[9] Η έλλειψη νερού οδήγησε στην κατασκευή ενός μεγάλου υδραγωγείου μήκους τριών χιλιομέτρων από το εσωτερικό του νησιού στην πόλη το 1564. Φέρνοντας νερό στην περιτειχισμένη πόλη καθώς και στην πολύ μεγαλύτερη - περίπου 700-800 σπίτια - ανοιχτή πόλη που είχε μεγαλώσει γύρω της, ήταν από τα πιο σημαντικά έργα της οθωμανικής πολιτικής αρχιτεκτονικής στα δυτικά Βαλκάνια. Στην κορυφή του υδραγωγείου υπήρχε ένα μονοπάτι που ήταν η μόνη πρόσβαση στο νησί, εκτός από τη θάλασσα.[11]

Μετά την οθωμανική ήττα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το κάστρο πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς από τις δυνάμεις του Ιερού Συνασπισμού. Ως αποτέλεσμα, ανοικοδομήθηκε και διευρύνθηκε πλήρως από τον Καπουδάν πασά Κιλίτζ Αλή Πασά το 1572–1574.[11] Το νέο κάστρο μοιάζει με το παλαιότερο Κάστρο του Μορέα στο Ρίο.[2] Το νέο φρούριο είχε σχήμα ακανόνιστου εξαγώνου, περίπου 220 με 150 μέτρα μέγιστο πλάτος και διέθετε εννέα μεγάλους προμαχώνες πυροβόλων. Το μεσαιωνικό φρούριο διατηρήθηκε ως ακρόπολη στη βορειοανατολική γωνία.[9] Όταν ο Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε το κάστρο το 1670/71, μόνο μουσουλμάνοι ζούσαν στα π. 200 πέτρινα σπίτια, ενώ οι Χριστιανοί σε δύο γειτονικά προάστια στα ανατολικά και δυτικά και ένα στο ίδιο το νησί. Σε αντίθεση με την περιτειχισμένη πόλη, όλα τα κτίρια στα προάστια είχαν χτιστεί σκόπιμα από ξύλο.[11] Ο Εβλιγιά γράφει ότι η φρουρά περιελάμβανε 1.085 άνδρες, αλλά ένα οθωμανικό έγγραφο προϋπολογισμού του ίδιου έτους απαριθμεί μόλις 285.[12]

Ενετική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο κατακτήθηκε από τους Βενετούς μετά από πολιορκία δεκαέξι ημερών το 1684, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μορέα.[10][12][7] Ο Ενετός διοικητής, Φραντσέσκο Μοροζίνι, εκκένωσε την περιτειχισμένη πόλη και γκρέμισε τόσο αυτήν όσο και τα δύο προάστια ακριβώς έξω από τα τείχη, μετατρέποντάς τα σε προμαχώνα του κάστρου. Η πρωτεύουσα του νησιού μετακινήθηκε στο εναπομείναν προάστιο, στη θέση της σύγχρονης πόλης της Λευκάδας.[12] Οι Βενετοί εκσυγχρόνισαν το κάστρο μέχρι το 1713, αφαιρώντας τα ερείπια της μεσαιωνικής ακρόπολης. Οι ανατολικές επάλξεις, που αντίκριζαν την τουρκοκρατούμενη ηπειρωτική χώρα, ενισχύθηκαν και βελτιώθηκαν με την προσθήκη δύο προμαχώνων, και δύο αποκομμένων οχυρώσεων και επιπλέον προτειχίσματα χτίστηκαν στα πλευρά του φρουρίου.[12]

Κατά τη διάρκεια του Έβδομου Βενετοτουρκικού Πολέμου, μετά την ταχεία οθωμανική επανάκτηση του Μορέα το 1715, οι Βενετοί εγκατέλειψαν αρχικά τη Λευκάδα για να επικεντρώσουν τους πόρους τους στην άμυνα της Κέρκυρας. Το κάστρο εγκαταλείφθηκε και εν μέρει κατεδαφίστηκε, αλλά αφού η Πολιορκία της Κέρκυρας κατέληξε σε βενετική νίκη, το νησί ξανακατελήφθη και οι οχυρώσεις αποκαταστάθηκαν.[13] Μετά από μία τοπική εξέγερση των Ελλήνων το 1769, οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν.[12]

Σύγχρονη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανατολική τάφρος του κάστρου (βλέποντας στην ηπειρωτική χώρα) σήμερα (2014), με εμφανείς τις ερειπωμένες προβλήτες της ξύλινης γέφυρας πρόσβασης

Μετά την Πτώση της Δημοκρατίας της Βενετίας το 1797, η Λευκάδα, όπως και τα άλλα Βενετικά Επτάνησα, καταλήφθηκε από τους Γάλλους, οι οποίοι την κράτησαν μέχρι που μια Ρωσοτουρκική αποστολή υπό τον Ουσάκοφ την κατέλαβε το 1799.[7] Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, ο οποίος ποθούσε την κατοχή των Ιονίων Νήσων, πολιόρκησε τη Λευκάδα το 1807, αλλά οι τοπικές ρωσικές και ελληνικές δυνάμεις της Επτανήσου Πολιτείας υπερασπίστηκαν με επιτυχία το φρούριο.[14][15] Η γαλλική κυριαρχία αποκαταστάθηκε το 1807, μετά τη Συνθήκη του Τιλσίτ, αλλά το 1810, οι Βρετανοί κατέλαβαν το νησί.[14][16]

Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου, του βρετανικού προτεκτοράτου, το κάστρο φυλασσόταν από βρετανικά στρατεύματα, τα οποία ανέλαβαν κάποιο εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών του.[14] Μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864, το κάστρο φυλασσόταν από τον ελληνικό στρατό μέχρι το 1922, όταν στεγάστηκαν εκεί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το φρούριο τελικά εγκαταλείφθηκε και το 1938 τα περισσότερα κτίρια εντός των τειχών κατεδαφίστηκαν.[14]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]