Ιστορικά Χωριά των Περιοχών Σιρακάουα-Γκο και Γκοκαγιάμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 36°15′25″N 136°54′23″E / 36.25694°N 136.90639°E / 36.25694; 136.90639

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Ιστορικά Χωριά των Περιοχών Σιρακάουα-Γκο και Γκοκαγιάμα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλοςΙαπωνία Ιαπωνία
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαiv, v
Ταυτότητα734
ΠεριοχήΑσία - Ειρηνικός
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1995 (19η συνεδρίαση)

Τα Ιστορικά Χωριά των Περιοχών Σιρακάουα-Γκο και Γκοκαγιάμα είναι ένα από τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ιαπωνίας. Τα χωριά είναι ξακουστά για τα σπίτια τους, που είναι κατασκευασμένα σύμφωνα με το παραδοσιακή αγροτική αρχιτεκτονική γκάσσο-ζουκούρι (合掌造り). Το όνομα σημαίνει "ενωμένες παλάμες" (πιο ελεύθερα και κατά τα δυτικά πρότυπα εννοείται ως χέρια "σε στάση προσευχής") και αναφέρεται στην υψηλή κλίση που έχουν τα δυο μισά της στέγης των κτιρίων. Αυτός ο τρόπος κατασκευής χαρίζει εξαιρετική αντοχή και, σε συνδυασμό με τις ιδιότητες της αχυροσκεπής, από την οποία αποτελείται η στέγη, επιτρέπει στα σπίτια να αντέχουν το βάρος και την υγρασία του άφθονου χιονιού και της βροχής που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Τα χωριά βρίσκονται στην κοιλάδα του ποταμού Σογκάουα, στα σύνορα των περιφερειών Γκίφου και Τογιάμα, στην κεντρική Ιαπωνία. Η Σιρακάουα-γκο (白川郷, Παλιά Περιοχή του Λευκού Ποταμού) έχει δώσει το όνομά της στο ομώνυμο χωριό Σιρακάουα στην περιφέρεια Γκίφου. Η περιοχή της Γκοκαγιάμα (五箇山, Πέντε Βουνά) ανήκει στο δήμο Νάντο, της Περιφέρειας Τογιάμα.

Η αρχιτεκτονική γκάσσο-ζουκούρι αποτελεί παρακλάδι της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μίνκα ("σπίτια του λαού"), σύμφωνα με την οποία κατασκευάζονταν οι κατοικίες αγροτών, τεχνητών και εμπόρων, των μεσαίων δηλαδή και κατώτερων τάξεων κατά το σύστημα των Τεσσάρων Υποδιαιρέσεων της κοινωνίας. Τα 117 σπίτια στις δυο περιοχές Σιρακάουα και Γκοκαγιάμα αποτελούν το μοναδικό δείγμα γκάσσο-ζουκούρι στην Ιαπωνία.

Τα σπίτια είναι μεγάλα, με τρεις έως τέσσερις ορόφους κάτω από τη στέγη που φτάνει χαμηλά, σε μικρή απόσταση από το έδαφος, και παραδοσιακά φιλοξενούσαν πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας, αλλά αποτελούσαν και λειτουργικούς χώρους για μια σειρά από τεχνικές και αγροτικές δραστηριότητες. Τα πυκνά δάση της περιοχής καλύπτουν έως και τις μέρες μας το 96% του εδάφους, και πριν να αναπτυχθούν οι σύγχρονες μέθοδοι χωματουργικών εργασιών και τα ανάλογα μηχανήματα, οι στενές λωρίδες γης της κοιλάδας του ποταμού προσέφεραν περιορισμένο χώρο για ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων αλλά και ανέγερση κατοικιών. Έτσι, η λύση στην έλλειψη χώρου δόθηκε με την κατακόρυφη οικιστική ανάπτυξη στη μορφή των γκάσσο-ζουκούρι. Τα επάνω πατώματα των σπιτιών συχνά χρησιμοποιούνταν για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων, ενώ τα επίπεδα κάτω από τον πρώτο όροφο χρησίμευαν για την παραγωγή νίτρου, ενός από τα δυο απαραίτητα συστατικά για την παραγωγή πυρίτιδας. Το κατοικήσιμο επίπεδο του σπιτιού ήταν μεικτό, αποτελούμενο από ένα χωμάτινο επίπεδο δίπλα σε ένα ανυψωμένο ξύλινο επίπεδο όπου βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια και άλλοι χώροι διαβίωσης. Στο κέντρο του σπιτιού υπήρχε εστία χωρίς καμινάδα, καθώς ο καπνός αφηνόταν να ανέβει ως τη στέγη και να διαλυθεί εκεί.

Το 1995, τα χωριά των δυο περιοχών χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής τέλεια εναρμονισμένης με το περιβάλλον και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αλλά και μορφής κατοικίας που προσαρμόστηκε με επιτυχία στις αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ιαπωνία από το 1945 και έπειτα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]