Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δυτικοί Σεφαραδίτες Εβραίοι
יהדות ספרד ופורטוגל
Judeus da nação portuguesa
Judíos sefardíes occidentales
Γλώσσες
εβραιοπορτογαλικά, εβραιοϊσπανικά, σεφαραδίτικα εβραϊκά (στο τελετουργικό), αργότερα αγγλικά, ολλανδικά, κάτω Γερμανικά, εβραϊκά παπιαμέντο (στο Κουρασάο)
Θρησκεία
Ραβινικός Ιουδαϊσμός, Κρυπτοϊουδαϊσμός, Καθολική Εκκλησία
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες
άλλοι Σεφαραδίτες Εβραίοι, άλλοι Εβραίοι

Οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι, που ονομάζονται επίσης Δυτικοί Σεφαραδίτες, Ιβηροεβραίοι ή Εβραίοι της Χερσονήσου, είναι μια ξεχωριστή υποομάδα Σεφαραδιτών Εβραίων, που κατάγονται σε μεγάλο βαθμό από Εβραίους που έζησαν ως Νέοι Χριστιανοί στην Ιβηρική Χερσόνησο κατά τους λίγους αιώνες που ακολούθησαν την αναγκαστική απέλαση των μη προσηλυτισμένων Εβραίων από την Ισπανία το 1492 και από την Πορτογαλία το 1497. Επομένως, θα πρέπει να διακρίνονται τόσο από τους απογόνους όσων απελάθηκαν το 1492 όσο και από τις σημερινές εβραϊκές κοινότητες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Οι κύριες σημερινές κοινότητες Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων υπάρχουν στις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αρκετές άλλες εβραϊκές κοινότητες στην Αμερική έχουν ισπανικές και πορτογαλικές εβραϊκές ρίζες, αν και δεν ακολουθούν πλέον τα ιδιαίτερα έθιμα των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων.

Ιστορικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι απελάσεις των μη προσηλυτισμένων Εβραίων από την Ισπανία και την Πορτογαλία το 1492 και το 1497 ήταν ξεχωριστά γεγονότα από την Ισπανική και την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση, τελικά συνδέθηκαν, καθώς η Ιερά Εξέταση τελικά οδήγησε και στη φυγή από την Ιβηρική Χερσόνησο πολλών απογόνων Εβραίων προσήλυτων στον Καθολικισμό στις επόμενες γενιές.

Παρά το γεγονός ότι τα αρχικά Διατάγματα Απέλασης δεν ίσχυαν για τους Νεοχριστιανούς κονβέρσο εβραϊκής καταγωγής, καθώς αυτοί ήταν πλέον νομικά Χριστιανοί, οι μεροληπτικές πρακτικές που η Ιερά Εξέταση παρ' όλα αυτά επέβαλε σε αυτούς άσκησαν τεράστια πίεση σε πολλούς από τους Χριστιανούς εβραϊκής καταγωγής να μεταναστεύσουν επίσης από την Ισπανία και την Πορτογαλία τις επόμενες γενιές μετά την απέλαση των μη προσηλυτισμένων Εβραίων αδελφών τους.

Το Διάταγμα της Αλάμπρα ήταν ένα διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε στις 31 Μαρτίου 1492 από τους μονάρχες της Ισπανίας, την Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης και τον Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας, που διέταζε την απέλαση όλων των μη προσήλυτων Εβραίων από τα Βασίλεια της Καστίλης και της Αραγωνίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των εδαφών και των κτήσεων τους, έως τις 31 Ιουλίου του ίδιου έτους[1]. Ο πρωταρχικός σκοπός της απέλασης ήταν η εξάλειψη της επιρροής των μη προσήλυτων Εβραίων στον τότε μεγάλο πληθυσμό νεοχριστιανών κονβέρσο εβραϊκής καταγωγής της Ισπανίας, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα ενθάρρυναν την υποτροπή και την επιστροφή στον Ιουδαϊσμό.

Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού εβραϊκής καταγωγής της Ισπανίας είχε ασπαστεί τον καθολικισμό ως αποτέλεσμα των θρησκευτικών αντιεβραϊκών διωγμών και πογκρόμ, που έλαβαν χώρα το 1391. Ως αποτέλεσμα του διατάγματος της Αλάμπρα και των διωγμών των προηγούμενων ετών, εκτιμάται ότι από τον συνολικό πληθυσμό εβραϊκής καταγωγής της Ισπανίας εκείνη την εποχή, πάνω από 200.000 Εβραίοι ασπάστηκαν τον καθολικισμό και αρχικά παρέμειναν στην Ισπανία. 40.000 έως 80.000 δεν ασπάστηκαν τον καθολικισμό και, λόγω της σταθερής δέσμευσής τους να παραμείνουν Εβραίοι, απελάθηκαν. Από εκείνους που απελάθηκαν ως μη προσήλυτοι Εβραίοι, ένας απροσδιόριστος αριθμός ασπάστηκε τον καθολικισμό μόλις έφυγε από την Ισπανία και τελικά επέστρεψε στην Ισπανία τα χρόνια που ακολούθησαν την απέλαση[2] λόγω των δυσκολιών κατά την επανεγκατάστασή τους. Πολλοί από τους Ισπανούς Εβραίους που έφυγαν από την Ισπανία ως Εβραίοι μετακόμισαν αρχικά στην Πορτογαλία, όπου στη συνέχεια ασπάστηκαν βίαια την Καθολική Εκκλησία το 1497.

Οι περισσότεροι από τους Εβραίους που έφυγαν από την Ισπανία ως Εβραίοι δέχτηκαν τη φιλοξενία του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και, μετά το Διάταγμα της Αλάμπρα, μετακόμισαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία[3], όπου ίδρυσαν κοινότητες, που ασκούσαν ανοιχτά την εβραϊκή θρησκεία. Αυτοί και οι απόγονοί τους είναι γνωστοί ως Ανατολικοί Σεφαραδίτες.

Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν[4] τα ισπανικά και πορτογαλικά διατάγματα, ορισμένοι από τους Νεοχριστιανούς κονβέρσο εβραϊκής καταγωγής άρχισαν να μεταναστεύουν από την Πορτογαλία και την Ισπανία και εγκαταστάθηκαν μέχρι το 1700 σε περιοχές της Δυτικής Ευρώπης και σε μη ιβηρικά βασίλεια της αποικιακής Αμερικής (κυρίως ολλανδικά βασίλεια, συμπεριλαμβανομένου του Κουρασάο στις ολλανδικές Δυτικές Ινδίες, του Ρεσίφε στις ολλανδικές περιοχές της αποικιακής Βραζιλίας, οι οποίες τελικά ανακτήθηκαν από τους Πορτογάλους, και του Νέου Άμστερνταμ, το οποίο αργότερα έγινε η Νέα Υόρκη), σχηματίζοντας κοινότητες και επιστρέφοντας επίσημα στον Ιουδαϊσμό. Το σύνολο αυτών των κοινοτήτων και των απογόνων τους είναι γνωστοί ως Δυτικοί Σεφαραδίτες.

Καθώς τα πρώτα μέλη των Δυτικών Σεφαραδίτων αποτελούνταν από άτομα, που τα ίδια (ή των οποίων οι άμεσοι πρόγονοι) βίωσαν προσωπικά μια ενδιάμεση περίοδο ως Νέοι Χριστιανοί, η οποία οδήγησε σε αδιάκοπες δοκιμασίες και διωγμούς του κρυπτοϊουδαϊσμού από την Πορτογαλική και την Ισπανική Ιερά Εξέταση, η πρώιμη κοινότητα συνέχισε να ενισχύεται από περαιτέρω μετανάστευση Νεοχριστιανών από την Ιβηρική Χερσόνησο σε μια συνεχή ροή μεταξύ του 17ου και του 18ου αιώνα. Οι Νεοχριστιανοί εβραϊκής καταγωγής θεωρούνταν επίσημα Χριστιανοί λόγω των αναγκαστικών ή εξαναγκαστικών προσηλυτισμών τους. Ως εκ τούτου, υπόκεινταν στη δικαιοδοσία του Ιεροεξετατικού συστήματος της Καθολικής Εκκλησίας και υπόκεινταν σε σκληρούς νόμους περί αίρεσης και αποστασίας, εάν συνέχιζαν να ασκούν την προγονική εβραϊκή πίστη τους. Οι Νεοχριστιανοί, που τελικά διέφυγαν τόσο από την ιβηρική πολιτιστική σφαίρα όσο και από τη δικαιοδοσία της Ιεράς Εξέτασης, μπόρεσαν να επιστρέψουν επίσημα στον Ιουδαϊσμό και να ασκήσουν την εβραϊκή πρακτική μόλις βρίσκονταν στα νέα ανεκτικά περιβάλλοντα καταφυγίου τους.

Ως πρώην προσήλυτοι ή απόγονοί τους, οι Δυτικοί Σεφαραδίτες ανέπτυξαν μια ξεχωριστή τελετουργία βασισμένη στα υπολείμματα του Ιουδαϊσμού της Ισπανίας πριν από την απέλαση, την οποία κάποιοι εφάρμοζαν κρυφά κατά την περίοδο που ήταν Νέοι Χριστιανοί, και επηρεασμένη από τον Ιουδαϊσμό όπως τον εφάρμοζαν οι κοινότητες (συμπεριλαμβανομένων των Σεφαραδιτών Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ασκενάζι Εβραίων) που τους βοήθησαν στην επανυιοθέτηση του κανονιστικού Ιουδαϊσμού· καθώς και από τις ισπανομαροκινές και ιταλοεβραϊκές τελετουργίες, που εφάρμοζαν ραβίνοι και χαζανίμ που στρατολογούνταν από αυτές τις κοινότητες για να τους διδάξουν την τελετουργική πρακτική. Ένα μέρος της ιδιαιτερότητάς τους ως εβραϊκής ομάδας, επιπλέον, πηγάζει από το γεγονός ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αναγκασμένους να «επαναπροσδιορίσουν την εβραϊκή τους ταυτότητα και να σηματοδοτήσουν τα όριά της [...] με τα πνευματικά εργαλεία που είχαν αποκτήσει κατά την χριστιανική τους κοινωνικοποίηση»[5] κατά την περίοδο που ήταν Νέοι Χριστιανοί κονβέρσο.

Πίνακας της Εσνόγκα του Άμστερνταμ —που θεωρείται η μητρική συναγωγή από τους Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους— του Εμάνουελ ντε Βίττε (περίπου 1680).

Οι κύριες δυτικές σεφαραδίτικες εβραϊκές κοινότητες αναπτύχθηκαν στη Δυτική Ευρώπη, την Ιταλία και τις μη ιβηρικές περιοχές της Αμερικής.

Εκτός από τον όρο «Δυτικοί Σεφαραδίτες», αυτή η υποομάδα Σεφαραδιτών Εβραίων αναφέρεται μερικές φορές και ως «Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι», «Ισπανοί Εβραίοι», «Πορτογάλοι Εβραίοι» ή «Εβραίοι του Πορτογαλικού Έθνους».

Ο όρος «Δυτικοί Σεφαραδίτες» χρησιμοποιείται συχνά στη σύγχρονη ερευνητική βιβλιογραφία για να αναφερθεί σε «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους», αλλά μερικές φορές και σε «Ισπανομαροκινούς Εβραίους».

Η χρήση των όρων «Πορτογάλοι Εβραίοι» και «Εβραίοι του Πορτογαλικού Έθνους» σε περιοχές όπως οι Κάτω Χώρες, το Αμβούργο, η Σκανδιναβία και κάποτε στο Λονδίνο, φαίνεται να προέκυψε κυρίως ως ένας τρόπος για τους «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους» να αποστασιοποιηθούν από την Ισπανία σε περιόδους πολιτικής έντασης και πολέμου μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας τον 17ο αιώνα. Παρόμοιες σκέψεις μπορεί να έπαιξαν ρόλο για τους εθνοτικά Σεφαραδίτες Εβραίους στις γαλλικές περιοχές της Μπαγιόν και του Μπορντό, δεδομένης της εγγύτητάς τους στα ισπανικά σύνορα.

Ένας άλλος λόγος για την ορολογία των «Πορτογάλων» Εβραίων μπορεί να ήταν ότι ένα σχετικά υψηλό ποσοστό των εν λόγω οικογενειών είχε την Πορτογαλία ως άμεσο σημείο αναχώρησής του από την Ιβηρική χερσόνησο, ακόμη και όταν το πιο απομακρυσμένο οικογενειακό τους υπόβαθρο ήταν ισπανικό και όχι πορτογαλικό, καθώς η Πορτογαλία ήταν το πρώτο καταφύγιο και σημείο διέλευσης για πολλούς Ισπανούς Εβραίους αμέσως μετά την απέλασή τους από την Ισπανία.

Καθώς ο όρος «Σεφαραδίτες» (όταν χρησιμοποιείται με την εθνική του έννοια) υποδηλώνει απαραίτητα έναν δεσμό με την Ισπανία, το διακριτικό χαρακτηριστικό της δυτικής υποομάδας ήταν ο πρόσθετος δεσμός με την Πορτογαλία. Έτσι, ως υποσύνολο των Σεφαραδιτών, οι όροι «πορτογαλικά» και «ισπανικά και πορτογαλικά» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά. Τέλος, σχεδόν όλες οι οργανωμένες κοινότητες αυτής της ομάδας παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν τα πορτογαλικά αντί για τα ισπανικά ως επίσημη ή εργασιακή γλώσσα.

Στην Ιταλία, ο όρος «Ισπανοί Εβραίοι» (Ebrei Spagnoli) χρησιμοποιείται συχνά, αλλά περιλαμβάνει και απογόνους Εβραίων, που εκδιώχθηκαν ως Εβραίοι από το Βασίλειο της Νάπολης, καθώς και «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους» (δηλαδή Εβραίους που κατάγονται από πρώην προσήλυτους και τους απογόνους τους).

Στη Βενετία, οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι συχνά χαρσκτηρίζονταν ως «Πονεντίνοι» (Δυτικοί) για να διακρίνονται από τους «Λεβαντίνους» Σεφαραδίτες από τις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Περιστασιακά, οι Ιταλοί Εβραίοι κάνουν διάκριση μεταξύ των «Πορτογάλων Εβραίων» της Πίζας και του Λιβόρνο και των «Ισπανών Εβραίων» της Βενετίας, της Μόντενα και αλλού.

Ο μελετητής Τζόζεφ Νταν διακρίνει τους «μεσαιωνικούς Σεφαραδίτες» (Ισπανούς εξόριστους του 15ου και 16ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που έφτασαν ως Εβραίοι) από τους «Αναγεννησιακούς Σεφαραδίτες» (ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες πρώην προσήλυτων, που έφτασαν ως Νέοι Χριστιανοί), σε σχέση με τις αντίστοιχες εποχές των αρχικών επαφών κάθε ομάδας με την ισπανική γλώσσα και τον πολιτισμό.

Σχέση με άλλες σεφαραδίτικες κοινότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Σεφαραδί σημαίνει «Ισπανός» και προέρχεται από τη λέξη Σεφαράδ, μια βιβλική τοποθεσία. Η τοποθεσία της βιβλικής Σεφαράδ αμφισβητείται, αλλά η Σεφαράδ ταυτοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους Εβραίους ως Ισπανία, δηλαδή η Ιβηρική Χερσόνησος. Η λέξη Σεφαράδ εξακολουθεί να σημαίνει «Ισπανία» στα σύγχρονα εβραϊκά.

Η σχέση μεταξύ των κοινοτήτων σεφαραδίτικης καταγωγής απεικονίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα:

Προ Απέλασης σεφαραδίτικος εβραϊκός πληθυσμός της Ιβηρίας
Ισπανικό Διάταγμα της Αλάμπρα του 1492, Πορτογαλικό Διάταγμα του 1497
Ιβηρική Απέλαση στα τέλη του 15ου αιώναΜεταστροφή στον Καθολικισμό μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα
Βορειοαφρικανοί ΣεφαραδίτεςΑνατολικοί ΣεφαραδίτεςΣεφαραδίτες Ανουσίμ
Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Ιβηρία ως Εβραίοι στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν εκδόθηκαν τα διατάγματα απέλασης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Αφρική.Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Ιβηρία ως Εβραίοι στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν εκδόθηκαν τα διατάγματα απέλασης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα ​​από αυτήν.Οι Εβραίοι στην Ισπανία και την Πορτογαλία που, σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν ή να αποφύγουν την απέλασή τους (και στις περισσότερες περιπτώσεις στην Πορτογαλία, σε μια προσπάθεια του Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας να αποτρέψει τους Εβραίους από το να επιλέξουν την επιλογή της εξορίας), αναγκάζονται ή εξαναγκάζονται να ασπαστούν τον Καθολικισμό μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα, κατά τη λήξη της προθεσμίας για την απέλαση, τη μεταστροφή ή την εκτέλεσή τους, όπως ορίζεται στα διατάγματα. Έγιναν κονβέρσο/Νέοι Χριστιανοί/Μαράνο στην Ιβηρία. Ως Χριστιανοί, βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας και υπόκεινταν στην Ισπανική Ιερά Εξέταση.
Μετανάστευση Προσήλυτων από τον 16ο έως τον 18ο αιώναΠαράνομη μετανάστευση κονβέρσο στην Ιβηροαμερική και εγκατάστασή τους κατά τη διάρκεια του αποικισμού από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα
Επιστροφή στον Ιουδαϊσμό από τον 16ο έως τον 18ο αιώναΕπέκταση της Ιεράς Εξέτασης στην ιβηροαμερικανική περιοχή τον 16ο αιώνα
Δυτικοί ΣεφαραδίτεςΣεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ
Οι πρώτες γενιές απογόνων των Σεφαραδιτών Ανουσίμ που μετανάστευσαν ως προσήλυτοι από την Ιβηρία (σε περιοχές πέρα ​​από την ιβηρική πολιτιστική σφαίρα μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, όπου στη συνέχεια ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Ολλανδία, το Λονδίνο, την Ιταλία κ.λπ.Οι απόγονοι των Σεφαραδιτών Ανουσίμ της μεταγενέστερης γενιάς που παρέμειναν, ως προσήλυτοι, στην Ιβηρική Χερσόνησο ή μετακόμισαν στις ιβηρικές αποικιακές κτήσεις σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια του ισπανικού αποικισμού της Αμερικής. Υπόκεινταν στην Ιερά Εξέταση μέχρι την κατάργησή της τον 19ο αιώνα.
Κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης τον 19ο αιώνα
Επιστροφή στον Ιουδαϊσμό κατά τον 20ό και 21ο αιώνα
Νεοδυτικοί Σεφαραδίτες
Ο νεοσύστατος και αυξανόμενος πληθυσμός των επαναπατριζόμενων στον Ιουδαϊσμό μεταξύ του σεφαραδικού πληθυσμού Μπνέι Ανουσίμ, του οποίου η πρόσφατη επιστροφή ξεκίνησε στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα στην Ιβηρία και την Ιβηροαμερική.

Ο όρος «Σεφαραδίτες» αναφέρεται σωστά σε όλους τους Εβραίους, των οποίων οι οικογένειες έχουν εκτεταμένη ιστορία στην Ισπανία και την Πορτογαλία, σε αντίθεση με τους Ασκεναζίτες και όλες τις άλλες εβραϊκές εθνοτικές ομάδες. Ωστόσο, οι Μιζραχίτες, οι οποίοι έχουν εκτεταμένη ιστορία στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, συχνά ονομάζονται «Σεφαραδίτες» ευρύτερα στην καθομιλουμένη και θρησκευτική ορολογία λόγω παρόμοιων λειτουργικών μορφών και ενός ορισμένου βαθμού γάμων μεταξύ αυτών και των καθαυτών Σεφαραδιτών.

Ο κύριος παράγοντας που διακρίνει τους «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους» (Δυτικούς Σεφαραδίτες) από τους άλλους «Σεφαραδίτες» είναι ότι οι «Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι» αναφέρονται συγκεκριμένα σε εκείνους τους Εβραίους, που κατάγονται από άτομα, των οποίων η ιστορία ως ασκούντων μέλη εβραϊκών κοινοτήτων με καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο διακόπηκε από μια περίοδο, κατά την οποία ήταν Νέοι Χριστιανοί (επίσης γνωστοί ως converso, ο ισπανικός όρος για τους «προσήλυτους» στον Καθολικισμό ή cristãos-novos, «νέοι Χριστιανοί» στο πορτογαλικό αντίστοιχο) ή ανουσίμ (εβραϊκός όρος για εκείνους που «αναγκάζονται» να προσηλυτιστούν από τον Ιουδαϊσμό σε άλλη πίστη).

Κατά την περίοδο που ήταν Νέοι Χριστιανοί, πολλοί κονβέρσο συνέχισαν να ασκούν την εβραϊκή τους πίστη μυστικά όσο καλύτερα μπορούσαν. Αυτοί οι Νέοι Χριστιανοί κονβέρσο εβραϊκής καταγωγής, που διατηρούσαν κρυπτοεβραϊκές πρακτικές μυστικά, ονομάζονταν μαράνο από τους Παλαιοχριστιανούς Ισπανούς και τους Πορτογάλους.

Αντίθετα, οι Νεοχριστιανοί προσήλυτοι, που παρέμειναν προσήλυτοι έκτοτε, τόσο αυτοί στην Ιβηρική Χερσόνησο όσο και αυτοί που μετακόμισαν στις ιβηρικές αποικιακές κτήσεις κατά τη διάρκεια του ισπανικού αποικισμού της Αμερικής, έγιναν οι συγγενείς Σεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ. Αυτοί είναι οι σύγχρονοι και σε μεγάλο βαθμό χριστιανοί απόγονοι των αφομοιωμένων Σεφαραδιτών Ανουσίμ του 15ου αιώνα και σήμερα αποτελούν μια πλήρως αφομοιωμένη υποομάδα εντός των χριστιανικών πληθυσμών ιβηρικής καταγωγής της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανικής Αμερικής και της Βραζιλίας. Για ιστορικούς λόγους και περιστάσεις, οι Μπνέι Ανουσίμ δεν έχουν επιστρέψει στην εβραϊκή πίστη τους τελευταίους πέντε αιώνες[6]. Στη σύγχρονη εποχή, κάποιοι έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δημόσια σε αυξανόμενους αριθμούς, ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Για τους «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους» (Δυτικούς Σεφαραδίτες), η ιστορική τους περίοδος ως προσήλυτοι έχει διαμορφώσει την ταυτότητα, τον πολιτισμό και τις πρακτικές τους. Από αυτή την άποψη, είναι σαφώς διακριτοί από εκείνους τους Σεφαραδίτες, που κατάγονται από τους Εβραίους, που έφυγαν από την Ιβηρία ως Εβραίοι πριν από την ημερομηνία λήξης του Διατάγματος της Αλάμπρα, με αποτέλεσμα την απέλαση από την Ισπανία το 1492 και την απέλαση από την Πορτογαλία το 1497 όλων των Εβραίων, που δεν είχαν βαπτιστεί στην καθολική πίστη. Αυτοί οι απελαθέντς; Εβραίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως γύρω από τη Λεκάνη της Μεσογείου της Νότιας Ευρώπης, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, και έγιναν οι Ανατολικοί Σεφαραδίτες και οι Βορειοαφρικανοί Σεφαραδίτες αντίστοιχα. Για αιώνες, οι σεφαραδίτικες εβραϊκές κοινότητες υπό οθωμανική κυριαρχία παρείχαν πνευματική ηγεσία στους διασκορπισμένους Σεφαραδίτες[7][8][9]. Αυτές οι σεφαραδίτικες κοινότητες προσέφεραν καταφύγιο σε όλους τους Εβραίους, συμπεριλαμβανομένων των Σεφαραδιτών εβραϊκής καταγωγής Νεοχριστιανών προσήλυτων, που διέφυγαν από την Ιερά Εξέταση σε όλη την Ευρώπη, καθώς και των Ασκενάζι ομοθρήσκων τους από την Ανατολική Ευρώπη, που διέφυγαν από τα πογκρόμ.

Σχέση με τους Σεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ και τους Νεοδυτικούς Σεφαραδίτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοινό χαρακτηριστικό των Δυτικών Σεφαραδιτών («Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι») με τους Σεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ και τους Νεοδυτικούς Σεφαραδίτες είναι ότι και οι τρεις κατάγονται από τους κονβέρσο. Οι «Δυτικοί Σεφαραδίτες» είναι απόγονοι πρώην κονβέρσο προηγούμενων αιώνων. Οι «Σεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ» είναι οι κατ' όνομα Χριστιανοί απόγονοι των κονβέρσο, ενώ οι «Νεοδυτικοί Σεφαραδίτες» είναι οι αυξανόμενοι σε αριθμό σύγχρονοι πρώην κονβέρσο, που επιστρέφουν στον Ιουδαϊσμό από τον σεφαραδικό πληθυσμό των Μπνέι Ανουσίμ.

Ο διακριτικός παράγοντας μεταξύ των «Δυτικών Σεφαραδίτων» και των νεοσύστατων «Νεοδυτικών Σεφαραδίτων» είναι το χρονικό πλαίσιο των επιστροφών στον Ιουδαϊσμό, η τοποθεσία των επιστροφών και οι επισφαλείς θρησκευτικές και νομικές συνθήκες, που περιβάλλουν τις επιστροφές τους, συμπεριλαμβανομένων εμποδίων και διωγμών. Έτσι, οι απόγονοι των converso, που έγιναν οι Δυτικοί Σεφαραδίτες, είχαν επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα. Το έκαναν σε μια εποχή πριν από την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης τον 19ο αιώνα και αυτό το χρονικό πλαίσιο κατέστησε αναγκαία τη μετανάστευσή τους εκτός της ιβηρικής πολιτιστικής σφαίρας. Αντίθετα, οι απόγονοι των κονβέρσο, που σήμερα γίνονται οι νεοσύστατοι Νεοδυτικοί Σεφαραδίτες, έχουν επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό μεταξύ των τελών του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα. Το κάνουν σε μια εποχή μετά την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης τον 19ο αιώνα και αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν κατέστησε απαραίτητη τη μετανάστευσή τους εκτός της ιβηρικής πολιτιστικής σφαίρας.

Αν και οι εβραϊκές κοινότητες επανιδρύθηκαν στην Ισπανία και την Πορτογαλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως με τη βοήθεια κοινοτήτων Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων, όπως αυτή στο Λονδίνο, αυτοί οι σημερινοί Εβραίοι στην Πορτογαλία και οι Εβραίοι στην Ισπανία είναι διαφορετικοί από τους «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους», καθώς, ως επί το πλείστον, οι σύγχρονες εβραϊκές κοινότητες, που κατοικούν στην Ισπανία και την Πορτογαλία, περιλαμβάνουν και άλλες εβραϊκές εθνοτικές ομάδες, που μετανάστευσαν πρόσφατα στην Ισπανία και την Πορτογαλία, όπως οι Ασκεναζίτες της Βόρειας Ευρώπης.

Στη σύγχρονη Ιβηρία, οι ασκούμενοι Εβραίοι σεφαραδικής καταγωγής, όπως η εβραϊκή κοινότητα του Πόρτο, ωστόσο, δεν είναι ούτε Δυτικοί Σεφαραδίτες, αλλά Νεοδυτικοί Σεφαραδίτες, καθώς επανιδρύθηκαν τον 20ό και στις αρχές του 21ου αιώνα με μια εκστρατεία προσέγγισης των κρυπτοεβραίων σεφαραδικής καταγωγής Μπνέι Ανουσίμ. Η επιστροφή της κοινότητας του Πόρτο στον Ιουδαϊσμό ηγήθηκε του επαναπατριζόμενου στον Ιουδαϊσμό Λοχαγού Αρτούρ Κάρλος ντε Μπάρος Μπάστο (1887–1961), γνωστού και ως «απόστολος των Μαράνο».

Το 1921, συνειδητοποιώντας ότι στο Πόρτο ζούσαν λιγότεροι από είκοσι Ασκεναζίτες και ότι οι πρόσφατοι επαναπατριζόμενοι στον Ιουδαϊσμό, όπως ο ίδιος, δεν ήταν οργανωμένοι και έπρεπε να ταξιδεύουν στη Λισαβόνα για θρησκευτικούς σκοπούς όποτε χρειαζόταν, ο Μπάρος Μπάστο άρχισε να σκέφτεται την κατασκευή μιας συναγωγής και ανέλαβε πρωτοβουλία το 1923 να καταχωρίσει επίσημα την Εβραϊκή Κοινότητα του Πόρτο και το Ισραηλιτικό Θεολογικό Κέντρο στο δημοτικό συμβούλιο του Πόρτο. Όπως αναφέρθηκε, αυτές οι κοινότητες σύγχρονων επαναπατριζόμενων στον Ιουδαϊσμό είναι από τις πρώτες στην εμφάνιση των νεοσύστατων Νεοδυτικών Σεφαραδιτών. Οι Νεοδυτικοί Σεφαραδίτες είναι οι σύγχρονοι επαναπατριζόμενοι στον Ιουδαϊσμό σε όλη την Ιβηρία και την ιβηροαμερικάνικη περιοχή, οι οποίοι αναδύονται από τον πληθυσμό των Σεφαραδίτων Μπνέι Ανουσίμ και διακρίνονται από τους Δυτικούς Σεφαραδίτες («Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι»).

Ακόμα πιο πρόσφατα παραδείγματα τέτοιων νεοδυτικών κοινοτήτων Σεφαραδιτών περιλαμβάνουν τους Εβραίους Μπελμόντε στην Πορτογαλία και τους Τσουέτες της Ισπανίας. Στην περίπτωση των Τσουέτα, ολόκληρη η κοινότητα των απογόνων των Κονβέρσο αναγνωρίστηκε ως Εβραίοι από τις ραβινικές Αρχές στο Ισραήλ λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών τους στο νησί, οι οποίες ουσιαστικά οδήγησαν σε μια αυστηρή κοινωνική απομόνωση, που τους επιβλήθηκε από τους γείτονές τους, που δεν ήταν Εβραϊκής καταγωγής μέχρι τη σύγχρονη εποχή[10].

Τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια, «οργανωμένες ομάδες Μπενέι Ανουσίμ έχουν ιδρυθεί στη Βραζιλία, την Κολομβία, την Κόστα Ρίκα, τη Χιλή, τον Ισημερινό, το Μεξικό, το Πουέρτο Ρίκο, τη Βενεζουέλα και στην ίδια τη Σεφαράντ [την Ιβηρική Χερσόνησο]». Ορισμένα μέλη αυτών των κοινοτήτων έχουν επίσημα επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό[11].

Το 2015, η ισπανική κυβέρνηση θέσπισε νόμο, που παραχωρούσε ισπανική υπηκοότητα στους απογόνους Σεφαραδιτών Εβραίων ισπανικής καταγωγής. Ο νόμος δημιούργησε ένα ισχυρό κίνητρο για τους απογόνους Μπνέι Ανουσίμ να ανακαλύψουν ξανά τη σεφαραδίτικη καταγωγή τους και πυροδότησε ένα κύμα γενεαλογικής έρευνας, ακόμη και γενετικής. Ο νόμος παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 2019, επομένως οι αιτήσεις για ισπανική υπηκοότητα βάσει σεφαραδίτικης καταγωγής δεν γίνονται πλέον δεκτές από τις ισπανικές Αρχές.

Ιστορία σε διαφορετικές χώρες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ισπανία και την Πορτογαλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ισπανική Συναγωγή στη Βενετία
Συναγωγή του Λιβόρνο
Συναγωγή της Πίζας

Οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι κατάγονταν αρχικά από τους Νεοχριστιανούς Κονβέρσο, τους Εβραίους που ασπάστηκαν τον Ρωμαιοκαθολικό Χριστιανισμό, των οποίων οι απόγονοι αργότερα εγκατέλειψαν την Ιβηρική Χερσόνησο και επέστρεψαν στον Ιουδαϊσμό.

Αν και ο θρύλος λέει ότι οι κονβέρσο υπήρχαν ήδη από την περίοδο των Βησιγότθων και ότι υπήρχε ένα συνεχές φαινόμενο κρυπτοϊουδαϊσμού από εκείνη την εποχή που διήρκεσε σε όλη την ισπανική ιστορία, αυτό το σενάριο είναι απίθανο, καθώς κατά την μουσουλμανική περίοδο της Ιβηρίας δεν υπήρχε πλεονέκτημα στο να παρουσιάζεται κανείς ως Χριστιανός αντί να αναγνωρίζει δημόσια ότι ήταν Εβραίος. Το κύριο κύμα προσηλυτισμών, συχνά αναγκαστικών, ακολούθησε τη Σφαγή του 1391 στην Ισπανία. Οι νομικοί ορισμοί εκείνης της εποχής θεωρητικά αναγνώριζαν ότι ένα αναγκαστικό βάπτισμα δεν ήταν έγκυρο μυστήριο, αλλά η Εκκλησία το περιόριζε σε περιπτώσεις όπου κυριολεκτικά διεξαγόταν με σωματική βία: ένα άτομο που είχε συναινέσει στο βάπτισμα υπό την απειλή θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού εξακολουθούσε να θεωρείται εθελοντής προσήλυτος και κατά συνέπεια απαγορευόταν να επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό[12]. Ο κρυπτοϊουδαϊσμός ως φαινόμενο μεγάλης κλίμακας χρονολογείται κυρίως από εκείνη την εποχή.

Οι Κονβέρσο, ανεξάρτητα από τις πραγματικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, συχνά έτειναν να παντρεύονται και να συναναστρέφονται μεταξύ τους. Καθώς κατείχαν εξέχουσες θέσεις στο εμπόριο και στη βασιλική διοίκηση, προκαλούσαν σημαντική δυσαρέσκεια στους «Παλαιούς Χριστιανούς». Ο φαινομενικός λόγος που δόθηκε για την έκδοση του Διατάγματος της Αλάμπρα του 1492 για τον προσηλυτισμό, την απέλαση ή την εκτέλεση των μη προσηλυτισμένων Εβραίων από την Ισπανία ήταν ότι οι μη προσηλυτισμένοι Εβραίοι είχαν υποστηρίξει τους Νέους Χριστιανούς Κονβέρσο στις κρυπτοεβραϊκές πρακτικές των τελευταίων, καθυστερώντας έτσι ή εμποδίζοντας την αφομοίωσή τους στη χριστιανική κοινότητα.

Μετά την έκδοση του Ισπανικού Διατάγματος της Αλάμπρα το 1492, ένα μεγάλο ποσοστό των μη προσήλυτων Εβραίων επέλεξε την εξορία αντί του προσηλυτισμού, πολλοί από τους οποίους διέσχισαν τα σύνορα προς την Πορτογαλία. Στην Πορτογαλία, ωστόσο, εκδόθηκε ξανά παρόμοιο διάταγμα για τους Εβραίους λίγα χρόνια αργότερα, το 1497, που τους έδινε την επιλογή μεταξύ εξορίας και προσηλυτισμού. Σε αντίθεση με την Ισπανία, ωστόσο, στην πράξη η Πορτογαλία τους εμπόδιζε ως επί το πλείστον να φύγουν, επομένως παρέμειναν αναγκαστικά ως φαινομενικοί προσήλυτοι στον Χριστιανισμό, είτε το ήθελαν είτε όχι, αφού ο Πορτογάλος βασιλιάς υποστήριξε ότι με την παράλειψή τους να φύγουν αποδέχονταν τον Χριστιανισμό εξ ορισμού. Για αυτόν τον λόγο, ο κρυπτοϊουδαϊσμός ήταν πολύ πιο διαδεδομένος στην Πορτογαλία παρά στην Ισπανία, παρόλο που πολλές από αυτές τις οικογένειες ήταν αρχικά ισπανικής και όχι πορτογαλικής καταγωγής. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, οι περισσότεροι κρυπτοεβραίοι, τόσο ισπανικής όσο και πορτογαλικής καταγωγής, είχαν εγκαταλείψει την Πορτογαλία μέχρι τον 18ο αιώνα.

Κάψιμο Κρυπτοεβραίων στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, 1497

Οι μελετητές εξακολουθούν να διχάζονται ως προς τις τυπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των κονβέρσο, ιδίως ως προς το αν χαρακτηρίζονται κατάλληλα ως «κρυπτο-Εβραίοι». Δεδομένης της μυστικότητας που περιβάλλει την κατάστασή τους, το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί: πιθανώς οι ίδιοι οι κονβέρσο ήταν διχασμένοι και θα μπορούσαν να κατατάσσονται σε διαφορετικά σημεία μεταξύ των πιθανών θέσεων. Τα προτεινόμενα προφίλ είναι τα εξής:

  1. Ειλικρινείς Χριστιανοί, οι οποίοι εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε διακρίσεις και κατηγορίες για ιουδαϊσμό από την πλευρά της Ιεράς Εξέτασης· ορισμένοι από αυτούς προσέφυγαν στον Πάπα και ζήτησαν καταφύγιο στα Παπικά Κράτη[13].
  2. Όσοι είχαν ειλικρινά προσπαθήσει όσο καλύτερα μπορούσαν να ζήσουν ως Χριστιανοί, αλλά, διαπιστώνοντας ότι εξακολουθούσαν να μην είναι κοινωνικά αποδεκτοί και να εξακολουθούν να είναι ύποπτοι για ιουδαϊσμό, δημιούργησαν πνευματικές αμφιβολίες επί του θέματος και αποφάσισαν να δοκιμάσουν τον ιουδαϊσμό, με το σκεπτικό ότι η καχυποψία δημιουργεί αυτό που υποψιάζεται.
  3. Γνήσιοι κρυπτοεβραίοι, οι οποίοι θεωρούσαν τις μεταστροφές τους ως επιβεβλημένες και απρόθυμα συμμορφώνονταν με τον Καθολικισμό μέχρι που βρήκαν την πρώτη ευκαιρία να ζήσουν μια ανοιχτή εβραϊκή ζωή.
  4. Καιροσκόποι «πολιτισμικοί μετακινούμενοι», των οποίων οι προσωπικές απόψεις μπορεί να ήταν αρκετά σκεπτικιστικές και οι οποίοι συμμορφώνονταν με την τοπική μορφή του Ιουδαϊσμού ή του Χριστιανισμού ανάλογα με το πού βρίσκονταν εκείνη την εποχή[14][15].

Για αυτούς τους λόγους, υπήρχε μια συνεχής ροή ανθρώπων, που εγκατέλειπαν την Ισπανία και την Πορτογαλία (κυρίως την Πορτογαλία) προς μέρη, όπου μπορούσαν να ασκούν ανοιχτά τον Ιουδαϊσμό, από το 1492 μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Η τυπική διαδρομή διαφυγής ήταν πρώτα η Αμβέρσα (ή το Λονδίνο) και στη συνέχεια η Φεράρα ή η Βενετία, από όπου μπορούσαν ή δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία[16]. Αργότερα, ιδρύθηκαν μόνιμες κοινότητες στην Ολλανδία και την Αγγλία. Γενικά γίνονταν δεκτοί από τις εβραϊκές κοινότητες υποδοχής ως ανουσίμ (εξαναγκασμένοι προσήλυτοι), των οποίων η μεταστροφή, όντας ακούσια, δεν έθετε σε κίνδυνο την εβραϊκή τους ιδιότητα.

Οι προσήλυτοι της πρώτης γενιάς μετά την απέλαση εξακολουθούσαν να έχουν κάποια γνώση για τον Ιουδαϊσμό, βασισμένη στη μνήμη της επαφής τους με μια ζωντανή εβραϊκή κοινότητα. Στις μεταγενέστερες γενιές, οι άνθρωποι έπρεπε να αποφεύγουν γνωστές εβραϊκές πρακτικές, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ανεπιθύμητη προσοχή: οι προσήλυτοι του τρίτου παραδείγματος παραπάνω ανέπτυξαν έναν αυτοσχέδιο Ιουδαϊσμό με πρακτικές που τους χαρακτηρίζουν, ενώ εκείνοι του δεύτερου παραδείγματος είχαν μια καθαρά διανοητική αντίληψη για τον Ιουδαϊσμό, βασισμένη στην ανάγνωση αρχαίων εβραϊκών πηγών, που έχουν διαφυλαχθεί από την Εκκλησία, όπως η Παλαιά Διαθήκη της Βουλγάτας, τα Απόκρυφα, ο Φίλωνας και ο Ιώσηπος. Και οι δύο ομάδες χρειάζονταν επομένως εκτεταμένη επανεκπαίδευση στον Ιουδαϊσμό μετά την άφιξή τους στα καταφύγιά τους εκτός της χερσονήσου. Αυτό επιτεύχθηκε με τη βοήθεια

Θέουτα και Μελίγια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Καθώς ιδρύθηκαν σεφαραδικές εβραϊκές κοινότητες στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, μετά την απέλαση των Εβραίων από την Ισπανία το 1492 και από το Βασίλειο της Νάπολης το 1533, αυτές οι περιοχές ήταν ένας προφανής προορισμός για τους κονβέρσο, που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η ομοιότητα της ιταλικής γλώσσας με την ισπανική ήταν ένα άλλο πλεονέκτημα. Δεδομένου του χριστιανικού πολιτισμικού τους υπόβαθρου και του υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκής εκπαίδευσης, οι νέοι μετανάστες ήταν λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν το παράδειγμα των απελαθέντων του 1492 με το να εγκαθίστανται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου θα απαιτούνταν μια πλήρης αλλαγή πολιτισμού.

Από την άλλη πλευρά, στην Ιταλία διέτρεχαν τον κίνδυνο δίωξης για ιουδαϊσμό, δεδομένου ότι κατά νόμο ήταν βαπτισμένοι Χριστιανοί. Για το λόγο αυτό, γενικά απέφευγαν τα Παπικά Κράτη. Οι Πάπες επέτρεψαν την εγκατάσταση Ισπανοεβραίων στην Ανκόνα, καθώς αυτό ήταν το κύριο λιμάνι για το εμπόριο με την Τουρκία, στο οποίο οι δεσμοί τους με τους Οθωμανούς Σεφαραδίτες ήταν χρήσιμοι. Άλλα κράτη θεώρησαν πλεονεκτικό να επιτρέψουν στους κονβέρσο να εγκατασταθούν και να αναμειχθούν με τις υπάρχουσες εβραϊκές κοινότητες και να αγνοήσουν τη θρησκευτική τους θέση. Στην επόμενη γενιά, τα παιδιά των κονβέρσο μπορούσαν να ανατραφούν ως πλήρως Εβραίοι χωρίς νομικό πρόβλημα, καθώς δεν είχαν βαπτιστεί ποτέ.

Οι κύριοι τόποι εγκατάστασης ήταν οι εξής:

  1. Η Δημοκρατία της Βενετίας συχνά είχε τεταμένες σχέσεις με τον παπισμό. Γνώριζαν επίσης τα εμπορικά πλεονεκτήματα, που προσέφερε η παρουσία μορφωμένων ισπανόφωνων Εβραίων, ειδικά για το εμπόριο με την Τουρκία. Προηγουμένως, οι Εβραίοι της Βενετίας ήταν ανεκτοί βάσει χάρτων για μια καθορισμένη περίοδο ετών, που ανανεώνονταν περιοδικά. Στις αρχές του 16ου αιώνα, αυτές οι ρυθμίσεις έγιναν μόνιμες και χορηγήθηκε ξεχωριστή χάρτα στην «πονεντίνικη» (δυτική) κοινότητα. Περίπου την ίδια εποχή, το κράτος απαιτούσε από τους Εβραίους να ζουν στο νεοσύστατο Βενετικό Γκέτο. Παρ' όλα αυτά, για μεγάλο χρονικό διάστημα η Βενετική Δημοκρατία θεωρούνταν το πιο φιλόξενο κράτος για τους Εβραίους, αντίστοιχο με τις Κάτω Χώρες τον 17ο αιώνα ή τις Ηνωμένες Πολιτείες τον 20ό αιώνα.
  2. Η σεφαραδίτικη μετανάστευση ενθαρρύνθηκε επίσης από τον Οίκο των Έστε στις κτήσεις του Ρέτζιο, της Μόντενα και της Φεράρα. Το 1598 η Φεράρα ανακτήθηκε από τα Παπικά Κράτη οδηγώντας σε κάποια εβραϊκή μετανάστευση από εκεί.
  3. Το 1593, ο Φερδινάνδος Α΄ των Μεδίκων, Μέγας Δούκας της Τοσκάνης, χορήγησε σε Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους άδειες διαβίωσης και εμπορίου στην Πίζα και το Λιβόρνο.

Συνολικά, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι Εβραίοι παρέμειναν ξεχωριστοί από τους ιθαγενείς Εβραίους ιταλικής ιεροτελεστίας, αν και υπήρχε σημαντική αμοιβαία θρησκευτική και πνευματική επιρροή μεταξύ των ομάδων. Σε μια δεδομένη πόλη, υπήρχε συχνά μια «ιταλική συναγωγή» και μια «ισπανική συναγωγή» και περιστασιακά και μια «γερμανική συναγωγή». Πολλές από αυτές τις συναγωγές έχουν έκτοτε συγχωνευθεί, αλλά η ποικιλομορφία των ιεροτελεστιών επέζησε στη σύγχρονη Ιταλία.

Η Ισπανική Συναγωγή της Βενετίας θεωρούνταν αρχικά ως η «μητρική συναγωγή» για την ισπανική και πορτογαλική κοινότητα παγκοσμίως, καθώς ήταν από τις πρώτες που ιδρύθηκαν και το πρώτο βιβλίο προσευχής εκδόθηκε εκεί. Αργότερα, κοινότητες όπως στο Άμστερνταμ ακολούθησαν το παράδειγμά της σε τελετουργικά ζητήματα. Με την παρακμή της σημασίας της Βενετίας τον 18ο αιώνα, ο ηγετικός ρόλος πέρασε στο Λιβόρνο (για την Ιταλία και τη Μεσόγειο) και στο Άμστερνταμ (για τις δυτικές χώρες). Δυστυχώς, η συναγωγή του Λιβόρνο καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: ένα σύγχρονο κτίριο ανεγέρθηκε στην ίδια τοποθεσία την περίοδο 1958–1962.

Πολλοί έμποροι διατήρησαν την παρουσία τους τόσο στην Ιταλία όσο και σε χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ακόμη και εκείνοι που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διατήρησαν την τοσκανική ή άλλη ιταλική υπηκοότητά τους, ώστε να επωφεληθούν από τις διομολογήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, στην Τυνησία υπήρχε μια κοινότητα Juifs Portugais, ή L'Grana (Λιβορνέζοι), ξεχωριστή από τους ιθαγενείς Εβραίους της Τυνησίας (Tuansa), η οποία θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερη από αυτούς. Μικρότερες κοινότητες του ίδιου είδους υπήρχαν σε άλλες χώρες, όπως η Συρία, όπου ήταν γνωστές ως Señores Francos. Γενικά δεν ήταν αρκετά πολυάριθμες για να ιδρύσουν τις δικές τους συναγωγές, αλλά αντ' αυτού συναντιόντν για προσευχή στα σπίτια των άλλων.

Τον 16ο και στις αρχές του 17ου αιώνα, οι κονβέρσο αναζητούσαν επίσης καταφύγιο πέρα από τα Πυρηναία και εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία στο Σεν Ζαν ντε Λουζ, στο Ταρμπ, στη Μπαγιόν, στο Μπορντώ, στη Μασσαλία και στο Μονπελιέ. Ζούσαν προφανώς ως Χριστιανοί, παντρεύονταν από Καθολικούς ιερείς, βάπτιζαν τα παιδιά τους και προσποιούνταν δημόσια ότι ήταν Καθολικοί. Κρυφά, ωστόσο, έκαναν περιτομή στα παιδιά τους, τηρούσαν το Σάββατο και τις εορτές όσο καλύτερα μπορούσαν και προσεύχονταν μαζί.

Ο βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Ερρίκος Β΄ και τους προστάτευσε από κατηγορίες. Υπό τον Λουδοβίκο ΙΓ΄, οι κονβέρσο της Μπαγιόν τοποθετήθηκαν στο προάστιο Σεν-Εσπρί, όπου σταδιακά ασκούσαν ανοιχτά τον Ιουδαϊσμό. Το 1640, αρκετές εκατοντάδες κονβέρσο, που θεωρούνταν Εβραίοι, ζούσαν στο Σεν-Ζαν-ντε-Λυζ, και μια συναγωγή υπήρχε στο Σεν-Εσπρί ήδη από το 1660.

Στην προεπαναστατική Γαλλία, οι Πορτογάλοι Εβραίοι ήταν μία από τις δύο ανεκτές εβραϊκές κοινότητες. Η άλλη ήταν οι Ασκεναζίτες της Αλσατίας-Λωρραίνης. Και οι δύο ομάδες χειραφετήθηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση.

Σήμερα υπάρχουν ακόμα μερικές ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες στο Μπορντό και τη Μπαγιόν, και μία στο Παρίσι, αλλά σε όλες αυτές τις κοινότητες (και ακόμη περισσότερο μεταξύ των Γάλλων Εβραίων γενικά) οι επιζώντες Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι είναι πολύ λιγότεροι από τους πρόσφατους Σεφαραδίτες μετανάστες βορειοαφρικανικής καταγωγής.

  Κατά τη διάρκεια της ισπανικής κατοχής των Κάτω Χωρών, οι έμποροι κονβέρσο είχαν ισχυρή παρουσία εκεί. Όταν η Ολλανδική Δημοκρατία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1581, οι Ολλανδοί διατήρησαν εμπορικούς δεσμούς με την Πορτογαλία και όχι με την Ισπανία, καθώς η Ισπανία θεωρούνταν εχθρική δύναμη. Δεδομένου ότι υπήρχαν ποινικοί νόμοι κατά των Καθολικών και ο Καθολικισμός αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη εχθρότητα από τον Ιουδαϊσμό, οι Νεοχριστιανοί κονβέρσο (τεχνικά Καθολικοί, καθώς αυτή ήταν η χριστιανική παράδοση στην οποία αναγκάστηκαν να ενταχθούν) ενθαρρύνθηκαν από τους Ολλανδούς να «δηλωθούν» ανοιχτά ως Εβραίοι. Δεδομένης της πολλαπλότητας των προτεσταντικών αιρέσεων, η Ολλανδία ήταν η πρώτη χώρα στον δυτικό κόσμο που καθιέρωσε πολιτική θρησκευτικής ανοχής. Αυτό έκανε το Άμστερνταμ πόλο έλξης για τους προσήλυτους, που εγκατέλειπαν την Πορτογαλία.

Αρχικά υπήρχαν τρεις σεφαραδίτικες κοινότητες: η πρώτη, η Μπεθ Γιακόμπ, υπήρχε ήδη από το 1610 και ίσως ήδη από το 1602. Η Νεβέ Σαλόμ ιδρύθηκε μεταξύ 1608 και 1612 από Εβραίους ισπανικής καταγωγής. Η τρίτη κοινότητα, η Μπεθ Ισραέλ, ιδρύθηκε το 1618. Αυτές οι τρεις κοινότητες άρχισαν να συνεργάζονται στενότερα το 1622. Τελικά, το 1639, συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν το Ταλμούδ Τορά, την πορτογαλική εβραϊκή Κοινότητα του Άμστερνταμ, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα. Η σημερινή Πορτογαλική Συναγωγή, γνωστή και ως «Εσνόγκα του Άμστερνταμ», εγκαινιάστηκε το 1675, της οποίας επικεφαλής Ραβίνος ήταν ο Άμπραχαμ Κοέν Πιμεντέλ.

Η θέση των Εβραίων στις Ισπανικές Κάτω Χώρες (σύγχρονο Βέλγιο) ήταν αρκετά διαφορετική[17]. Σημαντικός αριθμός κονβέρσο ζούσε εκεί, ιδιαίτερα στην Αμβέρσα. Η Ιερά Εξέταση δεν είχε άδεια να λειτουργήσει, αν και μερικές φορές υπήρχαν διώξεις για αίρεση στα τοπικά δικαστήρια[18]. Παρ' όλα αυτά, η πρακτική του Ιουδαϊσμού παρέμεινε κρυφή και ανεπίσημη, καθώς οι πράξεις ιουδαϊσμού στο Βέλγιο θα μπορούσαν να εκθέσουν κάποιον σε διαδικασίες και αλλού στις ισπανικές κτήσεις. Σποραδικοί διωγμοί εναλλάσσονταν με περιόδους ανεπίσημης ανοχής. Η θέση βελτιώθηκε κάπως το 1714, με την παραχώρηση της νότιας Ολλανδίας στην Αυστρία, αλλά καμία κοινότητα δεν σχηματίστηκε επίσημα μέχρι τον 19ο αιώνα.

Υπάρχει μια πορτογαλική συναγωγή στην Αμβέρσα. Τα μέλη της, όπως και αυτά των σεφαραδικών συναγωγών των Βρυξελλών, είναι πλέον κυρίως βορειοαφρικανικής καταγωγής, και λίγες, αν όχι καθόλου, οικογένειες ή παραδόσεις προπολεμικής εποχής έχουν απομείνει.

Στη Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη και την Ανατολική Ευρώπη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η κύρια πέτρινη πρόσοψη της κατά τα άλλα ημιξύλινης πορτογαλικής συναγωγής Νεβέ Σαλόμ στην Άλτονα, η οποία εγκαινιάστηκε το 1771, έκλεισε το 1882. Στη συνέχεια, η εκκλησία Ασκενάζι της Άλτονα χρησιμοποίησε το κτίριο ως χειμερινή συναγωγή, πριν κατεδαφιστεί το 1940. [19]

Υπήρχαν Πορτογάλοι Εβραίοι που ζούσαν στο Αμβούργο ήδη από τη δεκαετία του 1590. Τα αρχεία μαρτυρούν ότι είχαν μια μικρή συναγωγή που ονομαζόταν Ταλμούδ Τορά το 1627, και η κύρια συναγωγή, Μπεθ Ισραήλ, ιδρύθηκε το 1652. Από τον 18ο αιώνα και μετά, οι Πορτογάλοι Εβραίοι υστερούσαν αριθμητικά όλο και περισσότερο από τους «Γερμανούς Εβραίους» (Ασκεναζίμ). Μέχρι το 1900, θεωρούνταν ότι αριθμούσαν μόνο περίπου 400.

Ένα μικρό παρακλάδι της πορτογαλικής κοινότητας βρισκόταν στην Άλτονα, με μια κοινότητα γνωστή ως Νεβέ Σαλόμ. Ιστορικά, ωστόσο, η εβραϊκή κοινότητα της Άλτονα ήταν συντριπτικά Ασκεναζίτες, καθώς η Άλτονα ανήκε στο βασίλειο της Δανίας, το οποίο επέτρεπε στους Εβραίους όλων των κοινοτήτων να εγκατασταθούν εκεί, ενώ το Αμβούργο εξακολουθούσε να δέχεται μόνο Πορτογάλους.

Οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι είχαν μια διαλείπουσα εμπορική παρουσία στη Νορβηγία μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και τους παραχωρήθηκαν πλήρη δικαιώματα διαμονής το 1844[20]. Σήμερα δεν έχουν ξεχωριστή οργανωτική ταυτότητα από τη γενική (κυρίως Ασκεναζί) εβραϊκή κοινότητα, αν και οι παραδόσεις επιβιώνουν σε ορισμένες οικογένειες.

Γύρω στο 1550, πολλοί Σεφαραδίτες Εβραίοι ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη για να βρουν καταφύγιο στην Πολωνία, η οποία είχε τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Για αυτόν τον λόγο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολωνοεβραϊκά επώνυμα με πιθανή ισπανική προέλευση. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς αφομοιώθηκαν γρήγορα στην κοινότητα των Ασκεναζιτών και δεν διατήρησαν ξεχωριστή ταυτότητα.

Εξωτερικό της Συναγωγής Μπέβις Μαρκς

Υπήρχαν σίγουρα Ισπανοί και Πορτογάλοι έμποροι, πολλοί από τους οποίους ήταν κονβέρσο, στην Αγγλία την εποχή της Βασίλισσας Ελισάβετ Α΄. Ένας αξιοσημείωτος μαράνο ήταν ο γιατρός Ροντερίγκο Λόπεζ. Την εποχή του Όλιβερ Κρόμγουελ, ο Μενασέχ Μπεν Ισραέλ ηγήθηκε μιας αντιπροσωπείας, που ζήτησε άδεια για την εγκατάσταση Ολλανδών Σεφαραδιτών στην Αγγλία: ο Κρόμγουελ ήταν γνωστό ότι έβλεπε ευνοϊκά το αίτημα, αλλά δεν είχε βρεθεί καμία επίσημη πράξη άδειας. Την εποχή του Καρόλου Β΄ και του Ιακώβου Β΄, μια εκκλησία Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων είχε μια συναγωγή. Και οι δύο αυτοί βασιλιάδες έδειξαν τη συγκατάθεσή τους σε αυτή την κατάσταση ακυρώνοντας τις κατηγορίες εναντίον των Εβραίων για παράνομη συγκέντρωση[21]. Για αυτόν τον λόγο, οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι της Αγγλίας συχνά αναφέρουν το 1656 ως έτος επανεισδοχής, αλλά θεωρούν τον Κάρολο Β΄ ως τον πραγματικό χορηγό της κοινότητάς τους.

Ισπανική και Πορτογαλική Συναγωγή, οδός Λοντερντέιλ

Η Συναγωγή Μπέβις Μαρκς άνοιξε το 1701 στο Λονδίνο. Τις δεκαετίες του 1830 και του 1840 υπήρξε αναταραχή για τη δημιουργία ενός παραρτήματος συναγωγής στο Γουέστ Εντ, πιο κοντά στο σημείο όπου ζούσαν οι περισσότεροι πιστοί, αλλά οι ραβίνοι το αρνήθηκαν βάσει του Ascama 1, που απαγόρευε την ίδρυση άλλων συναγωγών σε απόσταση έξι μιλίων από το Μπέβις Μαρκς. Οι διαφωνούντες πιστοί, μαζί με ορισμένους Ασκεναζίμ, ίδρυσαν τη Συναγωγή του Δυτικού Λονδίνου στην οδό Μπάρτον το 1841. Ένα επίσημο παράρτημα συναγωγής στην οδό Γουίγκμορ άνοιξε το 1853. Αυτό μεταφέρθηκε στην οδό Μπράιανστον τη δεκαετία του 1860 και στην οδό Λοντερντέιλ στη Μάιντα Βέιλ το 1896. Μια ιδιωτική συναγωγή υπήρχε στο Ίσλινγκτον από το 1865 έως το 1884 και μια άλλη στο Χάιμπουρι από το 1885 έως το 1936. Μια τρίτη συναγωγή έχει σχηματιστεί στο Γουέμπλεϊ. Με το πέρασμα των αιώνων, η κοινότητα έχει απορροφήσει πολλούς Σεφαραδίτες μετανάστες από την Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τους ραβίνους και χαζανίμ της. Τα σημερινά μέλη περιλαμβάνουν πολλούς Ιρακινούς Εβραίους και μερικούς Ασκεναζίμ, εκτός από απογόνους των αρχικών οικογενειών. Η κοινότητα του Γουέμπλεϊ αποτελείται κυρίως από Αιγύπτιους.

Οι συναγωγές Μπέβις Μαρκς, Λοντερντέιλ και Γουέμπλεϊ ανήκουν όλες στην ίδια κοινότητα, η οποία παλαιότερα ήταν γνωστή ως Σαχάρ Ασαμαΐμ και δεν έχουν ξεχωριστή οργανωτική ταυτότητα. Η κοινότητα εξυπηρετείται από ένα ομαδικό ραβινάτο: η θέση του Χακάμ, ή αρχιραβίνου, είναι προς το παρόν κενή (και έχει συμβεί συχνά στην ιστορία της κοινότητας), με τον νυν επικεφαλής να είναι γνωστός ως «Ανώτερος Ραβίνος». Η καθημερινή λειτουργία της κοινότητας είναι ευθύνη ενός μαχαμάντ, ο οποίος εκλέγεται περιοδικά και αποτελείται από έναν αριθμό επιτρόπων και έναν ταμία. Υπό τον νυν Ανώτερο Ραβίνο, Τζόζεφ Ντουέκ, το όνομα της κοινότητας έχει αλλάξει από «Συνάθροιση Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων» σε «Κοινότητα Σεφαραδιτών Ι&Π»[22].

Εβραϊκό Μουσείο του Μάντσεστερ, πρώην ισπανική και πορτογαλική συναγωγή

Εκτός από τις τρεις κύριες συναγωγές, υπάρχει η Συναγωγή Μοντεφιόρε στο Ράμσγκεϊτ που συνδέεται με τον τόπο ταφής του Μωυσή Μοντεφιόρε. Μια συναγωγή στο Χόλαντ Παρκ περιγράφεται ως «ισπανοπορτογαλική», αλλά εξυπηρετεί κυρίως Έλληνες και Τούρκους Εβραίους, με ένα μικτό τελετουργικό. Οι σεφαραδίτικες συναγωγές του Μάντσεστερ βρίσκονται υπό την εποπτεία της κοινότητας του Λονδίνου και παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν ένα κυρίως ισπανικό και πορτογαλικό τελετουργικό, το οποίο δίνει τη θέση του σε ένα σεφαραδίτικο στυλ της Ιερουσαλήμ: τα μέλη είναι κυρίως συριακής καταγωγής, με ορισμένους Τούρκους, Ιρακινούς και Βορειοαφρικανούς Εβραίους. Η κοινότητα του Λονδίνου είχε προηγουμένως την εποπτεία ορισμένων συναγωγών Μπαγκντάντι στην Άπω Ανατολή, όπως η Συναγωγή Όχελ Λέα στο Χονγκ Κονγκ και η Συναγωγή Όχελ Ραχέλ στη Σαγκάη. Μια άτυπη κοινότητα που χρησιμοποιεί το ισπανικό και πορτογαλικό τελετουργικό, γνωστή ως «Συναγωγή Ραμπάμ», υπάρχει στο Έλστρι. Οι νεότερες σεφαραδίτικες συναγωγές στο Λονδίνο, κυρίως για τους Εβραίους Μπαγκντάντι και τους Πέρσες Εβραίους, διατηρούν το δικό τους τελετουργικό και δεν εμπίπτουν στην ισπανική και πορτογαλική ομπρέλα.

Όπως και η κοινότητα του Άμστερνταμ, η ισπανική και πορτογαλική κοινότητα του Λονδίνου ίδρυσε νωρίς ένα Μιδράς ντο Εσαΐμ (Ετς Χαΐμ). Αυτό δεν είναι τόσο ένα λειτουργικό θρησκευτικό κολέγιο όσο μια επιτροπή αξιωματούχων υπεύθυνων για τις κοινοτικές εκδόσεις, όπως τα βιβλία προσευχής[23]. Το 1862 η κοινότητα ίδρυσε το Κολέγιο Ιουδήθ Λαίδη Μοντεφιόρε στο Ράμσγκεϊτ για την εκπαίδευση ραβίνων. Αυτό μεταφέρθηκε στο Λονδίνο τη δεκαετία του '60. Έκλεισε τη δεκαετία του '80, αλλά αναβίωσε το 2005 ως πρόγραμμα μερικής απασχόλησης ραβινικής εκπαίδευσηςεξυπηρετώντας την αγγλοεβραϊκή ορθόδοξη κοινότητα γενικότερα, τους Ασκεναζίμ καθώς και τους Σεφαραδίτες[24].

Οι Ολλανδοί Σεφαραδίτες ενδιαφέρονταν για τον αποικισμό και σχημάτισαν κοινότητες τόσο στο Κουρασάο όσο και στο Παραμαρίμπο του Σουρινάμ. Μεταξύ 1630 και 1654, υπήρχε μια ολλανδική αποικία στα βορειοανατολικά της Βραζιλίας, συμπεριλαμβανομένης της Ρεσίφε. Αυτό προσέλκυσε τόσο ιερείς από την Πορτογαλική Βραζιλία όσο και Εβραίους μετανάστες από την Ολλανδία, οι οποίοι σχημάτισαν μια κοινότητα στη Ρεσίφε που ονομάζεται Συναγωγή Καχάλ Ζουρ Ισραέλ, η πρώτη συναγωγή στην Αμερική. Με την ανακατάληψη της περιοχής της Ρεσίφε από την Πορτογαλία, πολλοί από αυτούς τους Εβραίους (δεν είναι γνωστό τι ποσοστό) έφυγαν από τη Βραζιλία για νέες ή υπάρχουσες κοινότητες στην Καραϊβική, όπως το Κουρασάο. Άλλοι σχημάτισαν μια νέα κοινότητα στο Νέο Άμστερνταμ (που αργότερα μετονομάστηκε σε Νέα Υόρκη) το 1654, την πρώτη εβραϊκή συναγωγή σε αυτό που έγινε η περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλοί ιερείς, ωστόσο, παρέμειναν στη Βραζιλία. Επέζησαν μεταναστεύοντας στην ύπαιθρο της επαρχίας Παραΐμπα και μακριά από την επαναφερθείσα Ιερά Εξέταση, η οποία δραστηριοποιούνταν κυρίως στις μεγάλες πόλεις.

Στην Καραϊβική, υπήρχαν κάποτε ισπανικές και πορτογαλικές συναγωγές σε διάφορα άλλα νησιά που ελέγχονταν από τους Ολλανδούς και τους Άγγλους, όπως η Τζαμάικα, ο Άγιος Θωμάς, τα Μπαρμπάντος, ο Άγιος Ευστάθιος και ο Νέβις. Με την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης μετά τους Ισπανοαμερικανικούς πολέμους ανεξαρτησίας, τους οποίους είχαν υποστηρίξει πολλοί Σεφαραδίτες της Καραϊβικής, πολλές από αυτές τις κοινότητες παρήκμασαν καθώς οι Εβραίοι εκμεταλλεύτηκαν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία τους να μετακινηθούν στην ηπειρωτική χώρα, όπου υπήρχαν καλύτερες οικονομικές ευκαιρίες. Η Βενεζουέλα, η Κολομβία, ο Ισημερινός, ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα και η Ονδούρα, μεταξύ άλλων, δέχτηκαν αριθμό Σεφαραδιτών. Μέσα σε μερικές γενιές, αυτοί οι μετανάστες ασπάστηκαν κυρίως τον Καθολικισμό για να ενταχθούν καλύτερα στην κοινωνία. Τον 21ο αιώνα, μεταξύ των νησιών της Καραϊβικής, μόνο το Κουρασάο και η Τζαμάικα εξακολουθούν να έχουν κοινότητες Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων.

Στον Καναδά, που εκείνη την εποχή ονομαζόταν «Νέα Γαλλία», η Έστερ Μπραντό ήταν η πρώτη Εβραία που μετανάστευσε στον Καναδά, το 1738, μεταμφιεσμένη σε Ρωμαιοκαθολικό αγόρι[25]. Καταγόταν από το Σεν-Εσπρί, μια περιοχή της Μπαγιόν, μιας πόλης-λιμάνι στη νοτιοδυτική Γαλλία, όπου είχαν εγκατασταθεί Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι.

Στις Δεκατρείς Βρετανικές Αποικίες, συναγωγές σχηματίστηκαν πριν από την Αμερικανική Επανάσταση στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ και τη Φιλαδέλφεια, καθώς και σε πόλεις των νότιων αποικιών της Νότιας Καρολίνας, της Βιρτζίνια και της Τζόρτζια. Έκτοτε, πολλές από τις πρώην σεφαραδικές συναγωγές στις νότιες πολιτείες και την Καραϊβική έχουν ενταχθεί στα Συντηρητικά, Μεταρρυθμιστικά ή Ανασυγκροτητικά κινήματα και διατηρούν μόνο μερικές ισπανικές και πορτογαλικές παραδόσεις. Έτσι, μεταξύ των πρωτοπόρων του Μεταρρυθμιστικού Ιουδαϊσμού τη δεκαετία του 1820 υπήρχε η Σεφαραδίτικη εκκλησία Μπεθ Ελοχίμ στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας[26].

Παρά την ολλανδική προέλευση της κοινότητας της Νέας Υόρκης, μέχρι τον 19ο αιώνα όλες οι ισπανικές και πορτογαλικές εβραϊκές κοινότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μέρος της οικογένειας με έδρα το Λονδίνο. Οι εκδόσεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα του βιβλίου προσευχής που εκδόθηκαν στο Λονδίνο και τη Φιλαδέλφεια περιείχαν το ίδιο βασικό κείμενο και σχεδιάστηκαν για χρήση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού: για παράδειγμα, όλες περιείχαν μια προσευχή για τη βασιλική οικογένεια και μια εναλλακτική λύση για χρήση σε δημοκρατικές πολιτείες. Η κοινότητα της Νέας Υόρκης συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτές τις εκδόσεις μέχρι που δημοσιεύτηκε η έκδοση το 1954. Από την άλλη πλευρά, κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η κοινότητα της Νέας Υόρκης χρησιμοποίησε μια σειρά από χαζανίμ από τις Κάτω Χώρες, με αποτέλεσμα η μουσική παράδοση της κοινότητας να παραμείνει κοντά σε αυτή του Άμστερνταμ.

Πρώτο Νεκροταφείο της Ισπανοπορτογαλικής Συναγωγής, Shearith Israel

Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν μόνο δύο ισπανικές και πορτογαλικές συναγωγές, στη Νέα Υόρκη και στη Φιλαδέλφεια. Και στις δύο εκκλησίες, μόνο μια μειονότητα των μελών τους έχει δυτική σεφαραδίτικη καταγωγή, ενώ τα υπόλοιπα μέλη είναι ένα μείγμα Ασκεναζίμ, Λεβαντίνων Σεφαραδιτών, Μιζραχίμ και προσηλύτων. Οι νεότερες σεφαραδίτικες και σεφαραδίτικες κοινότητες, όπως οι Σύριοι Εβραίοι του Μπρούκλιν και οι Έλληνες και Τούρκοι Εβραίοι του Σιάτλ, δεν εμπίπτουν στην ισπανική και πορτογαλική ομπρέλα.

Στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες – Γκόα, Κοτσίν, Τσενάι και Μαλάκα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπογραφή της Συνθήκης της Τορδεσίγιας το 1494 μοίρασε τον κόσμο μεταξύ της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Η Πορτογαλία ανέλαβε την ευθύνη για εδάφη ανατολικά του μεσημβρινού της Τορδεσίγιας. Το 1498, ο Βάσκο ντα Γκάμα έφτασε στη δυτική ακτή της Ινδίας, όπου τον υποδέχτηκε για πρώτη φορά ένας Πολωνοεβραίος, ο Γκάσπαρ ντα Γκάμα. Το 1505, η Πορτογαλία έκανε το Κοτσί την ανατολική της έδρα και το 1510 η Γκόα καθιερώθηκε ως η πρωτεύουσα της Πορτογαλικής Ινδίας.

Με την ίδρυση των πορτογαλικών αποικιών στην Ασία, οι Νέοι Χριστιανοί άρχισαν να συρρέουν στις δυτικές ακτές της Ινδίας. Όσον αφορά την Γκόα, η Εβραϊκή Εικονική Βιβλιοθήκη αναφέρει ότι «από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, πολλοί Νέοι Χριστιανοί από την Πορτογαλία έφτασαν στην Γκόα. Η εισροή σύντομα προκάλεσε την αντίθεση των πορτογαλικών και εκκλησιαστικών Αρχών, οι οποίες παραπονέθηκαν έντονα για την επιρροή των Νέοι Χριστιανών στις οικονομικές υποθέσεις, τις μονοπωλιακές πρακτικές τους και την μυστική προσήλωσή τους στον Ιουδαϊσμό»[27]. Ο καθηγητής Γουόλτερ Φίσελ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ παρατηρεί ότι, παρά την έναρξη της Ιεράς Εξέτασης στην Πορτογαλία, οι Πορτογάλοι βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στους Εβραίους και τους Νέους Χριστιανούς για την ίδρυση της νεοσύστατης ασιατικής αυτοκρατορίας τους[28]. Η επιρροή των Εβραίων και των Νέοι Χριστιανών στην Γκόα ήταν σημαντική. Στο βιβλίο του, The Marrano Factory, ο καθηγητής Αντόνιο Σαράιβα του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας γράφει ότι «ο βασιλιάς Εμμανουήλ θεωρητικά κατάργησε τις διακρίσεις μεταξύ Παλαιών και Νέων Χριστιανών με τον νόμο της 1ης Μαρτίου 1507, ο οποίος επέτρεπε την αναχώρηση των Νέων Χριστιανών σε οποιοδήποτε μέρος του χριστιανικού κόσμου, δηλώνοντας ότι «θα θεωρούνται, θα ευνοούνται και θα αντιμετωπίζονται όπως οι Παλαιοί Χριστιανοί και όχι διακριτοί και διαχωρισμένοι από αυτούς σε κανένα θέμα». Παρ' όλα αυτά, σε προφανή αντίθεση με αυτόν τον νόμο, σε επιστολή του με ημερομηνία Αλμεϊρίμ, 18 Φεβρουαρίου 1519, ο βασιλιάς Εμμανουήλ προώθησε νομοθεσία, που απαγόρευε στο εξής τον διορισμό Νεοχριστιανών σε θέσεις δικαστή, δημοτικού συμβούλου ή δημοτικού γραμματέα στην Γκόα, ορίζοντας ωστόσο ότι όσοι είχαν ήδη διοριστεί δεν έπρεπε να απολυθούν. Αυτό δείχνει ότι, ακόμη και κατά τα πρώτα εννέα χρόνια της πορτογαλικής κυριαρχίας, η Γκόα είχε μια σημαντική εισροή πρόσφατα βαπτισμένων Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων[29].

Υπάρχουν ακόμη και παραδείγματα Πορτογάλων Εβραίων και Νεοχριστιανών με καλή θέση, που άφησαν την πορτογαλική διοίκηση να συνεργαστεί με τα μουσουλμανικά σουλτανάτα της Ινδίας σε μια προσπάθεια να αντεπιτεθούν στην Πορτογαλία για ό,τι τους είχε κάνει, δηλαδή την Ιερά Εξέταση στην Πορτογαλία[30]. Αρχικά πορτογαλικές αποικιακές και εκκλησιαστικές Αρχές παραπονέθηκαν με πολύ έντονα λόγια για την εβραϊκή επιρροή στην Γκόα[31]. Η Ιερά Εξέταση της Γκόα, η οποία ιδρύθηκε το 1560, ξεκίνησε από τον Ιησουίτη Ιερέα Φραγκίσκο Ξαβιέ από την έδρα του στη Μαλάκα, λόγω της αδυναμίας του να αναζωογονήσει την πίστη των Νεοχριστιανών εκεί, της Γκόα και της περιοχής που είχαν επιστρέψει στον Ιουδαϊσμό. Η Γκόα έγινε η έδρα της Ιεράς Εξέτασης στην Ασία.

Το Κοτσίν ήταν, και εξακολουθεί να είναι, η πατρίδα μιας αρχαίας εβραϊκής κοινότητας (των Εβραίων Κοτσίν ). Σεφαραδίτες Εβραίοι από την Ιβηρία εντάχθηκαν σε αυτήν την κοινότητα και έγιναν γνωστοί ως Εβραίοι Παραντέσι ή «Λευκοί Εβραίοι» (σε αντίθεση με την παλαιότερη κοινότητα που έγινε γνωστή ως «Εβραίοι Μαλαμπάρι» ή «Μαύροι Εβραίοι»). Το Κοτσίν προσέλκυσε επίσης Νέους Χριστιανούς. Στη διάλεξή του στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ο καθηγητής Σαντζάι Σουμπραμανιάμ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες εξηγεί ότι οι Νέοι Χριστιανοί έφτασαν στην Ινδία για οικονομικές ευκαιρίες (το εμπόριο μπαχαρικών, το εμπόριο διαμαντιών Γκολκόντα κ.λπ.) και επειδή η Ινδία είχε καθιερωμένες εβραϊκές κοινότητες, που τους επέτρεπαν την ευκαιρία να επανενταχθούν στον εβραϊκό κόσμο[32].

Όπως εξήγησε ο καθηγητής Φίσελ, οι Σεφαραδίτες Εβραίοι του Λονδίνου δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο από το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην Ινδία, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στην πόλη Μαδράς, γνωστή σήμερα ως Τσεννάι, και, κατά τα πρώτα χρόνια, το δημοτικό συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να έχει τρεις Εβραίους δημοτικούς συμβούλους για να εκπροσωπούν τα συμφέροντα της κοινότητας[33][34].

Η Μαλάκα της Μαλαισίας ήταν τον 16ο αιώνα ένα εβραϊκό κέντρο - όχι μόνο για τους Πορτογάλους Εβραίους αλλά και για τους Εβραίους από τη Μέση Ανατολή και το Μαλαμπάρ. Με τις συναγωγές και τους ραβίνους της, ο εβραϊκός πολιτισμός στη Μαλάκα ήταν ζωντανός και ακμάζων. Ορατή εβραϊκή παρουσία (Ολλανδοί Εβραίοι) υπήρχε στη Μαλάκα μέχρι τον 18ο αιώνα. Λόγω της Ιεράς Εξέτασης, πολλοί Εβραίοι της Μαλάκα είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε αφομοιώθηκαν στην πορτογαλική (ευρασιατική) κοινότητα της Μαλάκα, όπου συνέχισαν να ζουν ως Νέοι Χριστιανοί.

Η Μαλάκα ήταν η έδρα του Ιησουίτη ιερέα Φραγκίσκου Ξαβιέ και η ανακάλυψη των κονβέρσο από την Πορτογαλία, οι οποίοι είχαν επιστρέψει ανοιχτά στον Ιουδαϊσμό, όπως στα φρούρια της Ινδίας, ήταν το σημείο καμπής και από εκεί έγραψε στον βασιλιά Ιωάννη Γ΄ της Πορτογαλίας για να ξεκινήσει την Ιερά Εξέταση στην Ανατολή. Εξέχουσες προσωπικότητες των Εβραίων της Μαλάκα περιλαμβάνουν τον Πορτογάλο ραβίνο Μανοέλ Πίντο, ο οποίος διώχθηκε από την Ιερά Εξέταση της Γκόα το 1573, και τον Ντουάρτε Φερνάντες, έναν πρώην Εβραίο ράφτη, που είχε φύγει από την Πορτογαλία για να ξεφύγει από την Ιερά Εξέταση, ο οποίος έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που σύναψε διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊλάνδη.

Εσωτερικό της Πορτογαλικής Συναγωγής του Άμστερνταμ, με την τεμπά (Ιερό Βήμα) στο προσκήνιο και την Χεκάλ (αψίδα της Τορά) στο βάθος.

Οι περισσότερες ισπανικές και πορτογαλικές συναγωγές, όπως και αυτές των Ιταλών και Ρωμανιωτών Εβραίων, χαρακτηρίζονται από διπολική διάταξη, με το τεμπά (Ιερό Βήμα) κοντά στον απέναντι τοίχο από την αψίδα της Τορά, που έχει την κουρτίνα της μέσα στις πόρτες της και όχι έξω. Τα σεφαρίμ (κύλινδροι της Τορά) είναι συνήθως τυλιγμένα σε ένα πολύ φαρδύ μανδύα, αρκετά διαφορετικό από τα κυλινδρικά μανδύα που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι Ασκενάζι Εβραίοι. Τα τικίμ, ξύλινοι ή μεταλλικοί κύλινδροι γύρω από τα σεφαρίμ, συνήθως δεν χρησιμοποιούνται. Ωστόσο, αυτά φέρεται να χρησιμοποιούνταν από την πορτογαλική εβραϊκή κοινότητα στο Αμβούργο.

Οι σημαντικότερες συναγωγές, ή εσνόγκα, όπως συνήθως ονομάζονται μεταξύ των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων, είναι η Πορτογαλική Συναγωγή του Άμστερνταμ και αυτές στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Το Άμστερνταμ εξακολουθεί να αποτελεί το ιστορικό κέντρο του minhag του Άμστερνταμ, όπως χρησιμοποιείται στις Κάτω Χώρες και σε πρώην ολλανδικές κτήσεις όπως το Σουρινάμ. Επίσης σημαντική είναι η Συναγωγή Μπέβις Μαρκς στο Λονδίνο, το ιστορικό κέντρο του minhag του Λονδίνου. Η συναγωγή του Κουρασάο (χτισμένη το 1732 και γνωστή ως Σνόα, η παπιαμέντο μορφή του εσνόγκα) της εκκλησίας Μικβέ Ισραήλ-Εμμανουήλ θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συναγωγές στην εβραϊκή ιστορία της Αμερικής.

Από τα τέλη του 20ού αιώνα, πολλές εσνόγκα ή συναγωγές στην Ιβηρική Χερσόνησο έχουν ανακαλυφθεί από αρχαιολόγους και έχουν αναστηλωθεί τόσο από ιδιωτικές όσο και από κυβερνητικές προσπάθειες. Συγκεκριμένα, οι συναγωγές της Χιρόνα στην Ισπανία και του Τομάρ στην Πορτογαλία έχουν αποκατασταθεί εντυπωσιακά στην προηγούμενη μεγαλοπρέπειά τους, αν όχι στην προηγούμενη κοινωνική τους σημασία. Τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία κατέβαλαν πρόσφατα προσπάθειες να προσεγγίσουν απογόνους Εβραίων, που εκδιώχθηκαν από τη χερσόνησο τον 15ο αιώνα προσκαλώντας τους να υποβάλουν αίτηση για υπηκοότητα.

Οι «Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι» μιλούσαν συνήθως ισπανικά και πορτογαλικά στις πρώιμες σύγχρονες μορφές τους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις γλώσσες, που ομιλούνταν από τους Ανατολικούς Σεφαραδίτες και τους Βορειοαφρικανούς Σεφαραδίτες, οι οποίες ήταν αρχαϊκές διάλεκτοι της ισπανοεβραϊκής («λαντίνο») και χακετία (ένα μείγμα παλαιών ισπανικών, εβραϊκών και αραμαϊκών, καθώς και διαφόρων άλλων γλωσσών ανάλογα με την περιοχή εγκατάστασής τους). Οι πρώιμες σύγχρονες γλώσσες τους διαφέρουν επίσης από τα σύγχρονα ισπανικά και πορτογαλικά, όπως ομιλούνται από τους Σεφαραδίτες Μπνέι Ανουσίμ της Ιβηρίας και της Ιβηροαμερικής, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πρόσφατων επιστρεφόντων στον Ιουδαϊσμό στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα.

Η χρήση ισπανικών και πορτογαλικών γλωσσών από τους Δυτικούς Σεφαραδίτες εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένα σημεία της λειτουργίας στη συναγωγή. Κατά τα άλλα, η χρήση ισπανικών και πορτογαλικών μειώθηκε γρήγορα μεταξύ των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων μετά τον 17ο αιώνα, όταν προσαρμόζονταν στις νέες κοινωνίες.

Στην πράξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι αντικατέστησαν σταδιακά τις παραδοσιακές τους γλώσσες με τις τοπικές γλώσσες των τόπων κατοικίας τους για την καθημερινή τους χρήση. Οι τοπικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τους «Ισπανούς και Πορτογάλους Εβραίους» περιλαμβάνουν τα ολλανδικά στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, τα κάτω γερμανικά στην περιοχή της Άλτονα και του Αμβούργου, τα αγγλικά στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Τζαμάικα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα γασκονικά, στην ιδιαίτερη ιουδαιογασκονική τους κοινωνιολογία, στη Γαλλία[35].

Στο Κουρασάο, Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση της παπιαμέντο, μιας κρεολικής γλώσσας, που αποτελείται από πορτογαλικές και διάφορες αφρικανικές γλώσσες. Χρησιμοποιείται ακόμη ως καθημερινή γλώσσα στο νησί.

Οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι, που έχουν μεταναστεύσει στη Λατινική Αμερική από τα τέλη του 20ού αιώνα, έχουν γενικά υιοθετήσει τις σύγχρονες τυποποιημένες λατινοαμερικανικές ποικιλίες των ισπανικών ως μητρική τους γλώσσα.

Λόγω του σχετικά υψηλού ποσοστού μεταναστών μέσω της Πορτογαλίας, η πλειοψηφία των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων του 16ου και 17ου αιώνα μιλούσε τα πορτογαλικά ως πρώτη γλώσσα. Τα πορτογαλικά χρησιμοποιούνταν για καθημερινή επικοινωνία στις πρώτες γενιές και ήταν η συνήθης γλώσσα για επίσημα έγγραφα, όπως οι κανονισμοί των συναγωγών. Για το λόγο αυτό, οι αξιωματούχοι των συναγωγών εξακολουθούν να έχουν συχνά πορτογαλικούς τίτλους, όπως Parnas dos Cautivos και Thesoureiro do Heshaim. Ως βασική ακαδημαϊκή γλώσσα, τα πορτογαλικά χρησιμοποιούνταν για έργα όπως το χαλακικό εγχειρίδιο Thesouro dos Dinim του Μενασέχ Μπεν Ισραέλ και αμφιλεγόμενα έργα του Ουριέλ ντα Κόστα

Η ιουδαιοπορτογαλική διάλεκτος διατηρήθηκε σε ορισμένα έγγραφα, αλλά είχε εξαφανιστεί από τα τέλη του 18ου αιώνα: για παράδειγμα, τα πορτογαλικά έπαψαν να ομιλούνται στις Κάτω Χώρες κατά την περίοδο του Ναπολέοντα, όταν στα εβραϊκά σχολεία επιτράπηκε να διδάσκουν μόνο στα ολλανδικά και τα εβραϊκά. Τα κηρύγματα στη Συναγωγή Μπέβις Μαρκς γίνονταν στα πορτογαλικά μέχρι το 1830, όταν αντικαταστάθηκαν από τα αγγλικά. Τα ιουδαιοπορτογαλικά άσκησαν κάποια επιρροή στην ιουδαιοϊταλική γλώσσα του Λιβόρνο, γνωστή ως Bagitto.

Καστιλιάνικα (Ισπανικά)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αγγλία, η χρήση των ισπανικών συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1740, ο Χαχάμ Ισαάκ Νιέτο μετέφρασε στα σύγχρονα ισπανικά τις προσευχές για την Πρωτοχρονιά και το Γιομ Κιπούρ και το 1771 μια μετάφραση των καθημερινών προσευχών, των προσευχών του Σαββάτου και των εορτών. Υπήρξε μια ανεπίσημη μετάφραση στα αγγλικά το 1771 από τον Α. Αλεξάντερ και άλλους από τον Ντέιβιντ Λέβι το 1789 και τα επόμενα χρόνια, αλλά τα Βιβλία Προσευχών μεταφράστηκαν επίσημα για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1836, από τον Χαχάμ Ντέιβιντ ντε Άαρον ντε Σόλα. Σήμερα, οι Ισπανοεβραίοι στην Αγγλία έχουν μικρή παράδοση στη χρήση των ισπανικών, εκτός από τον ύμνο Μπεντιγκάμος, τη μετάφραση των βιβλικών αποσπασμάτων στο βιβλίο προσευχών για την Τίσα Μπαάβ και σε ορισμένους παραδοσιακούς χαιρετισμούς.

Η εβραϊκή γλώσσα των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων του 19ου και 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται κυρίως από την προφορά του בֿ (μπετ) ως «σκληρό β» ( π.χ. Αμπραχάμ, Τεμπάχ, Χαμπνταλάχ) και την προφορά του ע (αγίν) ως ηχητικό ρινικό (σεμάνγκ, νγκαλένου). Η προφορά του μπετ διαφέρει από την προφορά «βήτα» των Μαροκινών Εβραίων και των Ιουδαιοϊσπανών Εβραίων των Βαλκανίων, αλλά είναι κοινή και στους Αλγερινούς και Σύριους Εβραίους. Η ρινική προφορά του αγίν είναι κοινή με την παραδοσιακή ιταλική προφορά (όπου μπορεί να είναι είτε "ng" είτε "ny"), αλλά όχι με καμία άλλη σεφαραδίτικη ομάδα[36]. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά φθίνουν, υπό την επίδραση των χαζανίμ από άλλες κοινότητες και των Ισραηλινών Εβραίων.

Τα συριγμώδη ס‎‎,  שׂ‎,  שׁ‎ and  צ‎ μεταγράφονται όλα ως «σ» σε παλαιότερες πηγές. Αυτό, μαζί με τις παραδοσιακές ορθογραφίες Sabá (Σαμπάτ), Menasseh (Μενασέ), Ros(as)anáh (Ρος Ασανά), Sedacáh (τζεντάκα), massoth (ματζότ), αποτελεί απόδειξη μιας παραδοσιακής προφοράς που δεν έκανε διάκριση μεταξύ των διαφόρων συριγμών—ένα χαρακτηριστικό που είναι κοινό με ορισμένες παράκτιες διαλέκτους των μαροκινών εβραϊκών[37].

Το תֿ προφέρεται όπως το «τ» σε όλες τις παραδόσεις των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων σήμερα, αν και η συνεπής μεταγραφή ως «th» σε πηγές του 17ου αιώνα μπορεί να υποδηλώνει μια παλαιότερη διαφοροποίηση. Το τελικό תֿ ενίοτε ακούγεται ως ντ.

Η τονικότητα των εβραϊκών ακολουθεί αυστηρά τους κανόνες των βιβλικών εβραϊκών, συμπεριλαμβανομένου του δευτερεύοντος τονισμού στις συλλαβές με μακρό φωνήεν πριν από ένα σβα.

Αν και όλες οι σεφαραδικές λειτουργίες είναι παρόμοιες, κάθε ομάδα έχει τη δική της ξεχωριστή λειτουργία. Πολλές από αυτές τις διαφορές είναι προϊόν του συγκρητισμού της ισπανικής λειτουργίας και των λειτουργιών των τοπικών κοινοτήτων όπου εγκαταστάθηκαν οι Ισπανοί εξόριστοι. Άλλες διαφορές είναι αποτέλεσμα προηγούμενων περιφερειακών διαφοροποιήσεων στη λειτουργία από την Ισπανία πριν από την απέλαση. Η σειρά των προσευχών που χρησιμοποιούν οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι έχει την προέλευσή της στην καστιλιάνικη λειτουργία της Ισπανίας πριν από την απέλαση.

Σε σύγκριση με άλλες σεφαραδικές ομάδες, το μινχάγκ των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλό αριθμό καβαλιστικών προσθηκών. Η λειτουργία της Παρασκευής το βράδυ ξεκινά παραδοσιακά με τον Ψαλμό 29.

Από άλλα, λιγότερο εμφανή στοιχεία, μπορούν να αναφερθούν ορισμένες αρχαϊκές μορφές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ομοιοτήτων με τις ιταλικές και δυτικές Ασκενάζι παραδόσεις. Η παράδοση του Λιβόρνο, ωστόσο, περιλαμβάνει πολλές από τις καβαλιστικές προσθήκες, που βρίσκονται στις περισσότερες άλλες σεφαραδίτικες παραδόσεις. Το τρέχον μινχάγκ του Λονδίνου είναι γενικά κοντά στο μινχάγκ του Άμστερνταμ, αλλά ακολουθεί την παράδοση του Λιβόρνο σε ορισμένες λεπτομέρειες.

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της παράδοσης (τουλάχιστον στη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια) είναι ότι, κατά την ανάγνωση της χαφταρά στο Σιμχάτ Τορά και το Σαμπάτ Μπερεσίτ, η Χατάν Τορά και η Χατάν Μπερεσίτ ψάλλουν δύο επιπλέον στίχους, που αφορούν τους γαμπρούς, από τον Ησαΐα 61:10 και 62:5 στο τέλος του τυπικού χαφταρότ για τις ίδιες τις ημέρες. Αυτό φαίνεται να είναι ένα μοναδικό υπόλειμμα της παλιάς παράδοσης της ανάγνωσης των Ησαΐα 61:10–63:9, εάν ένας γαμπρός που είχε παντρευτεί την προηγούμενη εβδομάδα ήταν παρών στη συναγωγή.

Ashkibenu (Hashkiveinu) και Yigdal από την σπανοπορτογαλική Εβραϊκή Κοινότητα στο Λονδίνο, εναρμονισμένα από τον Εμανουέλ Αγκουιλάρ.

Ήδη από το 1603, οι πηγές μας λένε ότι τα τσέμπαλα χρησιμοποιούνταν στις ισπανικές και πορτογαλικές συναγωγές στο Αμβούργο. Ιδιαίτερα στην κοινότητα του Άμστερνταμ, αλλά σε κάποιο βαθμό και στο Αμβούργο και αλλού, υπήρξε μια άνθηση της κλασικής μουσικής στις συναγωγές τον 18ο αιώνα. Παλαιότερα, στο Άμστερνταμ υπήρχε ένα έθιμο, εμπνευσμένο από μια υπόδειξη στο Ζοχάρ, να διοργανώνεται μια ορχηστρική συναυλία την Παρασκευή το απόγευμα πριν από την έναρξη του Σαββάτου, ως μέσο για να φτάσουν οι πιστοί στην κατάλληλη διάθεση για τη λειτουργία της Παρασκευής το βράδυ.

Ένας σημαντικός Εβραίος συνθέτης ήταν ο Αβραάμ Κασέρες. Mουσική παραγγέλθηκε επίσης από μη Εβραίους συνθέτες όπως ο Κριστιάνο Τζουζέπε Λιντάρτι, μέρος της οποίας χρησιμοποιείται ακόμα, όπως αυτή η άρια από το Ορατόριο Εσθήρ του Λιντάρτι[38] ή αυτό το εναρκτήριο κομμάτι "Col Ansama"[39].

Η ίδια διαδικασία έλαβε χώρα στην Ιταλία, όπου η βενετσιάνικη κοινότητα παρήγγειλε μουσική από μη Εβραίους συνθέτες όπως ο Κάρλο Γκρόσι και ο Μπενεντέτο Μαρτσέλο.

Ένα άλλο σημαντικό κέντρο για την ισπανική και πορτογαλική εβραϊκή μουσική ήταν το Λιβόρνο, όπου αναπτύχθηκε μια πλούσια καντοριανή παράδοση, ενσωματώνοντας τόσο την παραδοσιακή σεφαραδίτικη μουσική από όλη τη Μεσόγειο όσο και τη σύνθετη έντεχνη μουσική: αυτή με τη σειρά της διαδόθηκε σε άλλα κέντρα.

Τον 18ο και 19ο αιώνα, ιδίως στην Ιταλία κατά την εποχή της ιταλικής ενοποίησης, οι χαζανίμ μερικές φορές λειτουργούσαν και ως τραγουδιστές όπερας και ορισμένες λειτουργικές συνθέσεις αυτής της περιόδου αντανακλούν αυτόν τον οπερατικό χαρακτήρα.

Υπάρχουν πρώιμα δείγματα για τη χρήση οργανικής μουσικής στη συναγωγή, που προέρχονται από την Ιταλία του 17ου αιώνα, καθώς και από τις ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες του Αμβούργου και του Άμστερνταμ και στην ασκενάζικη κοινότητα της Πράγας. Όπως και στις περισσότερες άλλες κοινότητες, η χρήση οργανικής μουσικής δεν επιτρέπεται το Σάββατο ή σε εορτές.

Κατά γενικό κανόνα, οι ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες δεν χρησιμοποιούν εκκλησιαστικά όργανα ή άλλα μουσικά όργανα κατά τη διάρκεια των λειτουργιών. Σε ορισμένες ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες, ιδίως στη Γαλλία (Μπορντό, Μπαγιόν), στις ΗΠΑ ( Σαβάνα, Τζόρτζια, Τσάρλεστον, Νότια Καρολίνα, Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια ) και στην Καραϊβική (Κουρασάο), τα εκκλησιαστικά όργανα τέθηκαν σε χρήση κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, παράλληλα με τις εξελίξεις στον Μεταρρυθμιστικό Ιουδαϊσμό. Στο Κουρασάο, όπου η παραδοσιακή εκκλησία είχε εγκαταστήσει ένα εκκλησιαστικό όργανο στα τέλη του 19ου αιώνα, η χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου τελικά έγινε επίσης αποδεκτή το Σάββατο, εφόσον ο οργανοπαίκτης δεν ήταν Εβραίος. Στις πιο παραδοσιακές εκκλησιαστικές κοινότητες, όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, ένα ανεξάρτητο εκκλησιαστικό όργανο ή ηλεκτρικό πιάνο χρησιμοποιείται σε γάμους ή μπαρ μίτσβα και μπετ ίτσβα (αν και ποτέ το Σάββατο ή το Γιομ Τομπ), με τον ίδιο τρόπο όπως σε ορισμένες αγγλικές συναγωγές Ασκενάζι.

Τρέχουσα πρακτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καντοριανό ύφος των Ισπανών και Πορτογάλων Εβραίων ακολουθεί τη γενική αρχή των Σεφαραδιτών ότι κάθε λέξη τραγουδιέται δυνατά και ότι το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργίας εκτελείται κοινοτικά και όχι σολιστικά (αν και σήμερα στην κοινότητα της Νέας Υόρκης ψάλλουν με τρόπο που μοιάζει περισσότερο με την πρακτική των Ασκενάζι να διαβάζουν δυνατά μόνο τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο κάθε παραγράφου). Ο ρόλος του χαζάν είναι συνήθως αυτός της καθοδήγησης του εκκλησίασματος παρά του να είναι σολίστ. Έτσι, παραδοσιακά δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη σωστή λεκτική και γνώση του μουσικού μινχάγκ παρά στην ποιότητα της σολιστικής φωνής. Στα μέρη της λειτουργίας όπου ο χαζάν παραδοσιακά θα είχε έναν πιο σολιστικό ρόλο, οι βασικές μελωδίες διακοσμούνται σύμφωνα με τις γενικές αρχές της μπαρόκ πρακτικής εκτέλεσης: για παράδειγμα, μετά από μια προσευχή ή ύμνο που τραγουδιέται από το εκκλησίασμα, ο χαζάν συχνά επαναλαμβάνει τον τελευταίο στίχο σε μια εξαιρετικά περίτεχνη μορφή. Η αρμονία δύο και τριών φωνών είναι σχετικά συνηθισμένη: οι αρμονίες αντανακλούν πιο σύνθετες, τετραφωνικές αρμονίες σε γραπτές πηγές του 18ου αιώνα.

Το ύφος της απαγγελίας των κεντρικών μερών της λειτουργίας, όπως η Αμιδά, οι Ψαλμοί και η ψαλμωδία της Τορά, σχετίζεται χαλαρά με αυτό άλλων Σεφαραδικών και Μιζράχι κοινοτήτων, αν και δεν υπάρχει επίσημο σύστημα μακάμ όπως χρησιμοποιείται από τις περισσότερες από αυτές. Η μεγαλύτερη ομοιότητα είναι με τις τελετουργίες του Γιβραλτάρ και του Βόρειου Μαρόκου, καθώς οι ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες παραδοσιακά στρατολογούσαν τους χαζανίμ τους από αυτές τις χώρες. Υπάρχει μια πιο μακρινή συγγένεια με τις βαβυλωνιακές και βορειοαφρικανικές παραδόσεις: αυτές είναι πιο συντηρητικές από τις συριακές και ιουδαιο-ισπανικές (βαλκανικές, ελληνικές, τουρκικές) παραδόσεις, οι οποίες έχουν επηρεαστεί περισσότερο από τη λαϊκή μεσογειακή, τουρκική και αραβική μουσική.

Σε άλλα μέρη της λειτουργίας, και ιδιαίτερα σε ειδικές περιστάσεις όπως οι γιορτές, το Σαμπάτ Μπερεσίτ και η επέτειος της ίδρυσης της συναγωγής, οι παραδοσιακές μελωδίες συχνά αντικαθίστανται από μετρικές και αρμονικές συνθέσεις σε δυτικοευρωπαϊκό στιλ. Αυτό δεν συμβαίνει κατά τη Ρος Ασανά και το Κιπούρ (Γιομ Κιπούρ), όπου ολόκληρη η λειτουργία έχει έναν πολύ πιο αρχαϊκό χαρακτήρα.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανατολικής σεφαραδίτικης μουσικής είναι η μεταφορά δημοφιλών μελωδιών ύμνων (οι οποίες μερικές φορές προέρχονται από κοσμικά τραγούδια) σε σημαντικές προσευχές όπως το Νισμάτ και το Καντίς. Αυτό συμβαίνει μόνο σε περιορισμένο βαθμό στην ισπανική και πορτογαλική τελετουργία: παραδείγματα που υπάρχουν μπορούν να εντοπιστούν στο βιβλίο ύμνων Imre no'am (1628), που εκδόθηκε στο Άμστερνταμ από τον Ζοζέφ Σαλόμ Γκαλέγκο, έναν χαζάν με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη[40]. Ορισμένες γνωστές μελωδίες, όπως το El nora aliláh και το Ahhot ketannáh, είναι κοινές με τις σεφαραδίτικες κοινότητες παγκοσμίως με μικρές παραλλαγές.

Η παραδοσιακή ισπανική και πορτογαλική ψαλμωδία έχει πολλά μοναδικά στοιχεία. Η ψαλμωδία της Τορά χωρίζεται σε δύο μουσικά στυλ. Το πρώτο είναι το πρότυπο που χρησιμοποιείται για όλες τις κανονικές αναγνώσεις. Ένας παρόμοιος αλλά πολύ πιο περίτεχνος τρόπος χρησιμοποιείται σε ειδικές περιστάσεις. Συνήθως αναφέρεται ως Υψηλό Τανγκαμίμ ή Υψηλό Ναούμ. Χρησιμοποιείται για ειδικά τμήματα της ανάγνωσης της Τορά, κυρίως τις Δέκα Εντολές, αλλά και το Κεφάλαιο 1 του Μπερεσίτ (για το Σιμχάτ Τορά), το Σιράτ χα-Γιαμ, το Άσμα του Μωυσή, τις τελικές προτάσεις καθενός από τα πέντε βιβλία και πολλά άλλα μικρότερα τμήματα.

Η ισπανική και πορτογαλική ψαλμωδία της Τορά έχει ηχογραφηθεί αρκετές φορές από τον 17ο αιώνα. Οι μελωδίες που χρησιμοποιούνται τώρα, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, παρουσιάζουν κάποιες αλλαγές από τις προηγούμενες εκδοχές με σημειώσεις και ένα βαθμό σύγκλισης με την ιρακινή μελωδία.

Η απόδοση της Χαφταρά (προφητικής ενότητας) έχει επίσης δύο (ή τρία) στυλ. Το τυπικό, που χρησιμοποιείται για τα περισσότερα χαφταρότ, είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό του μαροκινού νουσάχ. Μια σαφώς πιο μελαγχολική μελωδία χρησιμοποιείται για τα τρία χαφταρότ που προηγούνται της ένατης του Αμπ (των «τριών εβδομάδων»). Το πρωί της ένατης του Αμπ χρησιμοποιείται μια τρίτη μελωδία για τη Χαφταρά — αν και αυτή η μελωδία δανείζεται από τη μελωδία για το Βιβλίο της Ρουθ.

Υπάρχει μια ειδική μελωδία που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση του Βιβλίου της Εσθήρ κατά το Πουρίμ, αλλά αυτή δεν είναι ψαλμωδία με την αποδεκτή έννοια, καθώς μοιάζει με ψαλμωδία και δεν εξαρτάται από τα μασοριτικά σύμβολα. Υπάρχουν, ωστόσο, τα υπολείμματα μιας ψαλμωδίας στην ψαλμωδία για τους στίχους από το Βιβλίο της Εσθήρ, που διαβάζονται στο τέλος της πρωινής λειτουργίας τις δύο εβδομάδες που προηγούνται του Πουρίμ[41]· αυτή η μελωδία χρησιμοποιείται επίσης για ορισμένους στίχους, που απαγγέλλονται από την εκκλησία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης κατά το ίδιο το Πουρίμ.

Τα βιβλία της Ρουθ, που διαβάζονται την ημέρα του Σαβουώτ, και οι Θρήνοι, που διαβάζονται την Ένατη του Αμπ, έχουν επίσης τις δικές τους μελωδίες ψαλμωδίας. Δεν υπάρχει παράδοση ανάγνωσης του Εκκλησιαστή.

Οι περισσότερες ισπανικές και πορτογαλικές κοινότητες δεν έχουν παράδοση λειτουργικής ανάγνωσης του Άσματος Ασμάτων, σε αντίθεση με τους Ασκεναζίμ, που το διάβαζαν το Πεσάχ, και τους Σεφαραδίτες της Ανατολής, που το διάβαζαν τις Παρασκευές το βράδυ. Ωστόσο, τις δύο εβδομάδες που προηγούνται του Πεσάχ, ένα απόσπασμα που αποτελείται από επιλεγμένους στίχους από αυτό το βιβλίο διαβάζεται κάθε μέρα στο τέλος της πρωινής λειτουργίας[42]. Το άσμα είναι παρόμοιο αλλά όχι πανομοιότυπο με το Άσμα Ασμάτων στη μαροκινή παράδοση, αλλά δεν ακολουθεί ακριβώς τα τυπωμένα σημάδια. Ένα παρόμοιο άσμα χρησιμοποιείται για τα πεζά μέρη του βιβλίου του Ιώβ στην Ένατη του Αμπ.

Δεν υπάρχει τρόπος ψαλμωδίας για τα βιβλία των Ψαλμών, των Παροιμιών και των ποιητικών μερών του Ιώβ. Η ψαλμωδία για τους Ψαλμούς στη λειτουργία της Παρασκευής το βράδυ έχει κάποια ομοιότητα με τον τρόπο ψαλμωδίας των ανατολίτικων παραδόσεων, αλλά δεν εξαρτάται με κανέναν προφανή τρόπο από τα σημάδια ψαλμωδίας.

Σχέδιο του Φρουρίου Αγίου Γεωργίου και της πόλης του Μαντράς το 1726. Δείχνει τον Τόπο Ταφής των Εβραίων, το Εβραϊκό Κοιμητήριο Τσενάι, τον Κήπο των Τεσσάρων Αδελφών και τον Τάφο του Μπαρτολομέο Ροντρίγκες.
Ραβίνος Σαλομόν Χαλεβί (Τελευταίος Ραβίνος της Συναγωγής του Μαδράς) και η σύζυγός του, Ρεβέκα Κοέν, Εβραίοι Παραντέσι του Μαδράς
  1. «The Edict of Expulsion of the Jews - 1492 Spain». www.sephardicstudies.org. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2025.
  2. Pérez, Joseph (2012) [2009]. History of a Tragedy. σελ. 17.
  3. Harry Ojalvo. «Ottoman Sultans and Their Jewish Subjects». Foundation for the Advancement of Sephardic Studies and Culture.
  4. Daniel J. Elazar. «Can Sephardic Judaism be Reconstructed?». Judaism: A Quarterly Journal of Jewish Life and Thought 41. http://www.jcpa.org/dje/articles3/sephardic.htm.
  5. «The Jewish Profile of Former Conversos». worldhistory.biz. 29 Μαΐου 2015.
  6. «The Anumsim Restoring a Beloved Legacy» (PDF). The International Institute for "Secret Jews" Studies, Netanya Academic College.
  7. «Responsa». Jewish Virtual Library. https://www.jewishvirtuallibrary.org/responsa.
  8. «Virtual Jewish World: Recife, Brazil». Jewish Virtual Library. https://www.jewishvirtuallibrary.org/recife-brazil.
  9. «Virtual Jewish World: Spanish-Portuguese Nation of the Caribbeans: La Nacion». Jewish Virtual Library. https://www.jewishvirtuallibrary.org/la-nacion.
  10. «Chuetas of Majorca recognized as Jewish | The Jerusalem Post». The Jerusalem Post | JPost.com (στα Αγγλικά). 12 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2025.
  11. Moshe, ben Levi (2012). La Yeshivá Benei Anusim: El Manual de Estudios Para Entender las Diferencias Entre el Cristianismo y el Judaismo. Palibrio. σελ. 20. ISBN 9781463327064.
  12. Raymond of Penyafort, Summa, lib. 1 σελ. 33, citing D.45 c.5.
  13. Netanyahu, Benzion (2002). The Origins of the Inquisition in Fifteenth Century Spain (2nd έκδοση). London: Bloomsbury. ISBN 978-0-940322-39-4.
  14. Glick, Thomas F. (1998). «On Converso and Marrano Ethnicity». Στο: Gampel, Benjamin, επιμ. Crisis and Creativity in the Sephardi World (1391–1648). New York: Columbia University Press. σελίδες 59–76. ISBN 978-0-231-10922-2.
  15. Melammed, Renee Levine (2005). A Question of Identity: Iberian Conversos in Historical Perspective. New York: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-517071-9.
  16. Leoni, Aron Di Leone (2005). The Hebrew Portuguese Nations in Antwerp and London at the Time of Charles V and Henry VIII: New Documents and Interpretations. KTAV Publishing House, Inc. ISBN 978-0-88125-866-0.
  17. «Belgium». Jewish Virtual Library. https://www.jewishvirtuallibrary.org/belgium.
  18. Aron di Leone Leoni, op. cit., κεφ. 1
  19. Karen Elisabeth Hammer, "Die Portugiesische Synagoge in Altona", in: Vierhundert Jahre Juden in Hamburg: eine Ausstellung des Museums für Hamburgische Geschichte vom 8. November 1991 bis 29. März 1992, Ulrich Bauche (ed.), Hamburg: Dölling und Galitz, 1991, (Die Geschichte der Juden in Hamburg; vol. 1), p. 174, (ISBN 3-926174-31-5)
  20. «Norwegian-Jewish history before 1851». Olve Utne.
  21. Henriques, The Jews and the English Law.
  22. «Spanish and Portuguese? Just call us S&P Sephardi | the Jewish Chronicle». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2015..
  23. «Society of Heshaim». www.heshaim.org. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2025.
  24. «Semicha programme». The Montefiore Endowment.
  25. «Esther Brandeau». www.jewishvirtuallibrary.org. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2025.
  26. «Reform Judaism». Reform Judaism.
  27. «Goa». www.jewishvirtuallibrary.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2018.
  28. Fischel, Walter J. (1956). «Leading Jews in the Service of Portuguese India». The Jewish Quarterly Review 47 (1): 37–57. doi:10.2307/1453185.
  29. Saraiva, Antonio (21 Αυγούστου 2018). «The Marrano Factory» (PDF). ebooks.rahnuma.org. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2018.
  30. «When Christian Power Was Arrayed Against a Judeo-Muslim Ideology | YaleGlobal Online». yaleglobal.yale.edu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2018.
  31. Hayoun, Maurice R.· Limor, Ora (1996). Contra Iudaeos: Ancient and Medieval Polemics Between Christians and Jews (στα Αγγλικά). Mohr Siebeck. ISBN 9783161464829.
  32. «Jews & New Christians in Portuguese Asia 1500–1700 Webcast | Library of Congress». www.loc.gov. Subrahmanyam, Sanjay. 5 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2018.
  33. «The Portuguese Jewish Community of Madras. India, in the Seventeenth Century». sefarad.org. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2018.
  34. Fischel, Walter J. (1960). «The Jewish Merchant-Colony in Madras (Fort St. George) during the 17th and 18th Centuries: A Contribution to the Economic and Social History of the Jews in India». Journal of the Economic and Social History of the Orient 3 (1): 78–107. doi:10.2307/3596030.
  35. Nahon, Peter (2017), «Diglossia among French Sephardim as a motivation for the genesis of 'Judeo-Gascon'», Journal of Jewish Languages 5 (1): 104–119, doi:10.1163/22134638-12340080, https://shs.hal.science/halshs-01942642/file/JJL%281%29.pdf; Nahon, Peter (2018), Gascon et français chez les Israélites d'Aquitaine. Documents et inventaire lexical, Paris: Classiques Garnier, ISBN 978-2-406-07296-6.
  36. Aron di Leone Leoni, The Pronunciation of Hebrew in the Western Sephardic Settlements (16th–20th Centuries). Second Part: The Pronunciation of the Consonant 'Ayin.
  37. This is corroborated by the frequent use, in Judaeo-Spanish, of Εβρ. ש without diacritic to mean Spanish s (to distinguish it from ç, rendered by Εβρ. ס). On the other hand, s is often pronounced [[ʃ]] in Portuguese.
  38. Jewish Amsterdam Chamber Ensemble (2020-01-12), Lidarti's Esther at the Concertgebouw 2018, https://www.youtube.com/watch?v=o6Y7oUV_X6k, ανακτήθηκε στις 2025-09-24
  39. Jewish Amsterdam Chamber Ensemble (2018-04-01), Lidarti's "Col Ansama" (Kol Haneshama) at the Concertgebouw, https://www.youtube.com/watch?v=9PK_QEDmhUs, ανακτήθηκε στις 2025-09-24
  40. Link to .pdf file[νεκρός σύνδεσμος]; another link; on screen version. The book does not of course set out the tunes, but it names the songs that they were borrowed from.
  41. Daily and Occasional Prayers τόμος 1 σελ. 59.
  42. Daily and Occasional Prayers τόμος 1 σελ. 58.

 

  • Altabé, David, Spanish and Portuguese Jewry before and after 1492: Brooklyn 1993
  • Angel, Marc D., Remnant of Israel: A Portrait Of America's First Jewish Congregation: (ISBN 978-1-878351-62-3)
  • Barnett, R. D., and Schwab, W., The Western Sephardim (The Sephardi Heritage Volume 2): Gibraltar Books, Northants., 1989
  • Birmingham, S., The Grandees: America's Sephardic Elite: Syracuse 1971 repr. 1997 (ISBN 978-0-8156-0459-4)
  • de Sola Pool, David and Tamar, An Old Faith in the New World: New York, Columbia University Press, 1955. (ISBN 978-0-231-02007-7)
  • di Leone Leoni, Aron, The Hebrew Portuguese Nations in Antwerp and London at the time of Charles V and Henry VIII: new documents and interpretations, New Jersey 2005, (ISBN 0-88125-866-0)
  • Dobrinsky, Herbert C.: A treasury of Sephardic laws and customs: the ritual practices of Syrian, Moroccan, Judeo-Spanish and Spanish and Portuguese Jews of North America. Revised ed. Hoboken, N.J.: KTAV; New York: Yeshiva Univ. Press, 1988. (ISBN 978-0-88125-031-2)
  • Gubbay, Lucien and Levy, Abraham, The Sephardim: Their Glorious Tradition from the Babylonian Exile to the Present Day: paperback (ISBN 978-1-85779-036-8); hardback (ISBN 978-0-8276-0433-9) (a more general work but with notable information on the present day London S&P community)
  • Hyamson, M., The Sephardim of England: A History of the Spanish and Portuguese Jewish Community 1492–1951: London 1951
  • Katz and Serels (ed.), Studies on the History of Portuguese Jews: New York, 2004 (ISBN 978-0-87203-157-9)
  • Laski, Neville, The Laws and Charities of the Spanish and Portuguese Jews' Congregation of London
  • Meijer, Jaap (ed.), Encyclopaedia Sefardica Neerlandica: Uitgave van de Portugees-Israëlietische Gemeente: Amsterdam, 1949–1950 (2 vol., in Dutch): in alphabetical order, but only reaches as far as "Farar"
  • Samuel, Edgar, At the End of the Earth: Essays on the history of the Jews in England and Portugal: London 2004 (ISBN 978-0-902528-37-6)
  • Singerman, Robert, The Jews in Spain and Portugal: A Bibliography: 1975
  • Singerman, Robert, Spanish and Portuguese Jewry: a classified bibliography: 1993 (ISBN 978-0-313-25752-0)
  • Studemund-Halévy, Michael & Koj, P. (publ.), Sefarden in Hamburg: zur Geschichte einer Minderheit: Hamburg 1993–1997 (2 vol.)

Αρχιτεκτονική Συναγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

  • Kadish, Sharman; Bowman, Barbara; and Kendall, Derek, Bevis Marks Synagogue 1701–2001: A Short History of the Building and an Appreciation of Its Architecture (Survey of the Jewish Built Heritage in the United Kingdom & Ireland): (ISBN 978-1-873592-65-6)
  • Treasures of a London temple: A descriptive catalogue of the ritual plate, mantles and furniture of the Spanish and Portuguese Jews' Synagogue in Bevis Marks: London 1951

Νόμος και τελετουργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

  • Brandon, I. Oëb, (tr. Elisheva van der Voort), Complete manual for the reader of the Portuguese Israelitic Congregation in Amsterdam: Curaçao 1989. (The Dutch original was handwritten in 1892 and printed as an appendix to Encyclopaedia Sefardica Neerlandica, above.)
  • Peter Nahon, Le rite portugais à Bordeaux d’après son Seder ḥazanut, Librairie orientaliste Paul Geuthner : Paris, 2018 (ISBN 978-2-7053-3988-3). Description and analysis of the Spanish and Portuguese liturgy of Bordeaux, France.
  • Gaguine, Shem Tob, Keter Shem Tob, 7 vols (in Hebrew): ketershemtob.com, vols. 1–2, vol. 3, vol. 6, vol. 7
  • Salomon, H. P., Het Portugees in de Esnoga van Amsterdam. (A Língua Portuguesa na Esnoga de Amesterdão): Amsterdam 2002 (in Dutch). Portuguese phrases used in the synagogue service, with a CD showing correct pronunciation.
  • Whitehill, G. H., The Mitsvot of the Spanish and Portuguese Jews' Congregation, London (Sha'ar Hashamayim): A guide for Parnasim: London 1969
  • Peri Ets Haim (ed. Isaac Haim Abendana de Britto): vol. 1, vol. 2, vol. 3, vol. 4, vol. 5, vol. 6 (vol. 2 of new series), vol. 7 (vol. 3 of new series), vol. 8 (vol. 4 of new series), vol. 9, vol. 10, vol. 11, vol. 12
  • Hirsch, Menko Max, Frucht vom Baum des Lebens. Ozer Peroth Ez Chajim. Die Sammlung der Rechtsgutachten Peri Ez Chajim des Rabbinerseminars Ets Haim zu Amsterdam. Zeitlich geordnet, ins Deutsche übertragen und in gekürzter Form herausgegeben: Antwerp and Berlin 1936, German abstract of the rulings in Peri Ets Haim
  • Dayan Toledano, Pinchas, Fountain of Blessings, Code of Jewish Law (four volumes), Mekor bracha: Jerusalem 2009.
  • de Sola Pool, David, The Traditional Prayer Book for Sabbath and Festivals: Behrman House, 1960.

Μουσικές παραδόσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Adler, Israel: Musical life and traditions of the Portuguese Jewish community of Amsterdam in the 18th century. (Yuval Monograph Series; v. 1.) Jerusalem: Magnes, 1974.
  • Aguilar, Emanuel & De Sola, David A.:. טללי זמרה Sephardi melodies, being the traditional liturgical chants of the Spanish & Portuguese Jews’ Congregation London, London 1857. Second edition publ by the Society of Heshaim with the sanction of the Board of Elders of the Congregation, Oxford Univ. Press, 5691–1931.
  • Kanter, Maxine Ribstein: “High Holy Day hymn melodies in the Spanish and Portuguese synagogues of London”, in Journal of Synagogue Music X (1980), No. 2, pp. 12–44
  • Kramer, Leon & Guttmann, Oskar: Kol Shearit Yisrael: Synagogue Melodies Transcontinental Music Corporation, New York, 1942.
  • Lopes Cardozo, Abraham: Sephardic songs of praise according to the Spanish-Portuguese tradition as sung in the synagogue and home. New York, 1987.
  • Rodrigues Pereira, Martin: חָכְמַת שְׁלֹמֹה (‘Hochmat Shelomoh) Wisdom of Solomon: Torah cantillations according to the Spanish and Portuguese custom Tara Publications, 1994
  • Seroussi, Edwin: Spanish-Portuguese synagogue music in nineteenth-century Reform sources from Hamburg: ancient tradition in the dawn of modernity. (Yuval Monograph Series; XI) Jerusalem: Magnes, 1996. ISSN 0334-3758
  • Seroussi, Edwin: "Livorno: A Crossroads in the History of Sephardic Religious Music", from Horowitz and Orfali (ed.), The Mediterranean and the Jews: Society, Culture and Economy in Early Modern Times
  • Swerling, Norman P.: Romemu-Exalt: the music of the Sephardic Jews of Curaçao. Tara Publications, 1997. (ISBN 978-0-933676-79-4).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]