Ισλανδική Κοινοπολιτεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ισλανδική Κοινοπολιτεία
9301262

Σημαία

Έμβλημα
ΠρωτεύουσαΘίνκβετλιρ
Γεωγραφικές συντεταγμένες65°0′0″N 18°0′0″W

Ο όρος Ισλανδική Κοινοπολιτεία αναφέρεται στο καθεστώς που επικράτησε στην Ισλανδία μεταξύ της εγκαθίδρυσης του Αλθίνγκι το 930 και την δέσμευση αφοσίωσης στον Νορβηγό βασιλιά το 1262. Αρχικά, εγκαθιδρύθηκε από ένα κοινό αποτελούμενο βασικά από πρόσφατους μετανάστες από τη Νορβηγία που έφυγαν εξαιτίας της ενοποίησης της χώρας αυτής υπό τον Βασιλιά Χάραλντ Φαιρχάιρ.

Το σύστημα Goðorð[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιτεία είχε ασυνήθιστη δομή. Σε εθνικό επίπεδο αποτελείτο από δύο μόνο κλάδους: τη νομοθετική εξουσία και τα δικαστήρια. Δεν υπήρχε βασιλιάς ή άλλη κεντρική εκτελεστική εξουσία. Η υπο-εθνική κυβέρνηση ήταν χωρισμένη σε έναν αριθμό goðorð (γκοδόρδ), τα οποία ουσιαστικά ήταν ομάδες ή συμμαχίες κυβερνώμενες από αρχηγούς οι οποίοι αποκαλούνταν goðar (ενικός goði). Οι αρχηγοί προνοούσαν για την άμυνα και και όριζαν κριτές για την επίλυση διαμαχών μεταξύ μελών των goðorð. Τα goðorð δεν ήταν αυστηρά γεωγραφικές περιφέρειες. Αντιθέτως, η συμμετοχή σε ένα goðorð ήταν προσωπική απόφαση, και οποιοσδήποτε μπορούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, να αλλάξει goðorð με βάση τη βούλησή του. Αυτή είναι και η βάση για τον αμφισβητούμενο ισχυρισμό πως η Κοινοπολιτεία ήταν δημοκρατία. Ωστόσο, καμία ομάδα λιγότερων ανθρώπων μπορούσε να εκλέξει ή ανακηρύξει κάποιον goði. Η θέση ήταν ιδιοκτησία που μπορούσε να αγοραστεί, πωληθεί, δανειστεί και κληρονομηθεί.

Το Δικαστικό Σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν κάποιος ήθελε να ασκήσει έφεση σε μία απόφαση του goðorð δικαστηρίου του ή αν προκαλείτο διαμάχη μεταξύ μελών διαφορετικών goðorð, η υπόθεση παραπεμπόταν σε ένα σύστημα ανωτέρου επίπεδου δικαστηρίων, που κατέληγαν στα τέσσερα τοπικά δικαστήρια που σχημάτιζαν το Αλθίνγκι, το οποίο αποτελείτο από τους goðar των Τεσσάρων Τετάρτων της Ισλανδίας. Τελικά το Αλθίνγκι δημιούργησε ένα "πέμπτο δικαστήριο", ως το ανώτατο δικαστήριο όλων, και περισσότερους goðar ως μέλη του.

Το Αλθίνγκι μπόρεσε μόνο μετρίως να σταματήσει τις διάφορες βεντέτες. Ο Μάγκνους Μάγκνουσσον το αποκαλεί ασταθές υποκατάστατο εκδίκησης. Ωστόσο μπορούσε να δράσει σαρωτικά. Κατά την αλλαγή θρησκεύματος της Ισλανδίας το 1000, το Αλθίνγκι αποφάσισε πως όλοι οι Ισλανδοί πρέπει να βαπτιστούν και απαγόρευσε τη δημόσια εκτέλεση παγανιστικών ιεροτελεστιών. Η ιδιωτική εκτέλεση απαγορεύτηκε λίγα χρόνια μετά.

Η Κοινοπολιτεία ως ένα Αναρχό-Καπιταλιστικό Καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με μία θεωρία συνδεόμενη με τον οικονομολόγο Ντέιβιντ Φρίντμαν (David Friedman), η Ισλανδική κοινωνία ήταν αναρχική κατά τη διάρκεια των 300 χρόνων της ανεξαρτησίας. Η νομοθετική εξουσία ήταν περισσότερο παρόμοια με αυτήν ενός εμπορικού συμβουλίου παρά με αυτήν ενός νομοπαραγωγού εξουσιαστικού σώματος. Αν ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ορθός, τότε η Ισλανδική ιστορία θα ήταν η εγγύτερη προσέγγιση στο ιδανικό του Φρίντμαν για αναρχο-καπιταλισμό.

Παρακμή και Πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 13ου αιώνα η Κοινοπολιτεία άρχισε να υποφέρει από σοβαρές εσωτερικές διαμάχες. Εξαιτίας της δυσαρέσκειας με τις εγχώριες εχθρότητες και την πίεση από τους ηγέτες της Νορβηγίας, οι Ισλανδοί ηγέτες αποφάσισαν το 1262 να αναγνωρίσουν το Χάακον Δ’ της Νορβηγίας ως βασιλιά. Αυτό τερμάτισε την Κοινοπολιτεία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]