Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιθαγενείς πληθυσμοί της Αυστραλίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Ιθαγενείς πληθυσμοί της Αυστραλίας, γνωστότεροι με το όνομα Αβορίγινες (στα αγγλικά «Aboriginals») όπως προσδιορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, θεωρούνται όσοι κάτοικοι της χώρας κατάγονται βιολογικά από τους αυτόχθονες κάτοικους της ηπείρου.[1]

Οι Αβορίγινες της Αυστραλιας ήρθαν περίπου τον 18ο αιωνα. Στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν 400.000 περίπου αυτόχθονες, χωρισμένοι σε 500 περίπου διαφορετικές φυλές με διαφορετικές διαλέκτους, από τις οποίες 50 έχουν χαθεί. Αυτές οι φυλές ζούσαν νομαδική ζωή ως κυνηγοί τροφοσυλλέκτες και η επαφή τους με τους ευρωπαίους αποίκους υπήρξε καταλυτική, καθώς έμαθαν την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και υπέστησαν μεταβολικές διαταραχές που επέβαλαν οι νέες διατροφικές συνήθειες[2].

Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Γη είναι κατοικημένη από τα προγονικά πνεύματα.

Στους Αβορίγινες χορηγήθηκε πλήρης αυστραλιανή υπηκοότητα το 1967 και συμπεριλήφθηκαν στην απογραφή του 1971, με εκτιμώμενο πληθυσμό 140.000 περίπου άτομα. Η «Πράξη για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων στη Γη» τέθηκε σε ισχύ το 1976, ενώ η πράξη για την Πολιτιστική Κληρονομιά των Αυτοχθόνων και των Νησιωτών το 1984 έγινε εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης που οδήγησε τους αυτόχθονες στον πληθυσμό των 300.000 στα μέσα της δεκαετίας 1990[ασαφές][3].

Οι παραδοσιακοί αυτόχθονες Αυστραλοί δεν πιστεύουν στον σωματικό θάνατο. Θεωρούν ότι κάθε θάνατος προέρχεται από κακά πνεύματα ή μάγια, συνήθως έργο κάποιου εχθρού. Συχνά, ένας άνθρωπος που πεθαίνει, ψιθυρίζει το όνομα του ατόμου που πιστεύει ότι προκάλεσε το θάνατό του. Αν η ταυτότητα του ενόχου δεν είναι γνωστή, ένας «μάγος» ψάχνει για σημάδια, όπως το λαγούμι ενός ζώου που οδηγεί από τον τάφο προς την κατεύθυνση του σπιτιού του ενόχου. Κάτι τέτοιο μπορεί να πάρει χρόνια αλλά η ταυτότητά του αποκαλύπτεται πάντα στο τέλος. Τότε, οι γηραιότεροι της φυλής στην οποία ανήκε ο αποθανών συνεδριάζουν για να καταλήξουν σε μια ενδεδειγμένη τιμωρία και μπορεί να καλέσουν ή να μην καλέσουν έναν Σαμάνο Kurdaitcha για να αναλάβει την εκδίκηση.  

Η πεποίθηση ότι ο θάνατος μπορεί να προκύψει από ένα κόκαλο που στρέφεται προς το θύμα δεν στερείται βάσης. Έχουν καταγραφεί και άλλα παρόμοια τελετουργικά που προκαλούν το θάνατο, σε άλλα μέρη του κόσμου[4]. Τα θύματα αποχαυνώνονται ή υποφέρουν από απάθεια, συνήθως αρνούνται τροφή και νερό και συχνά ο θάνατος επέρχεται λίγες μέρες από τότε που τα έχουν «καταραστεί». Αν τα θύματα επιβιώσουν, θεωρείται ότι το τελετουργικό εκτελέστηκε λανθασμένα. Το φαινόμενο ταυτοποιείται ως ψυχοσωματικό, δεδομένου ότι ο θάνατος προκαλείται από μια συναισθηματική αντίδραση -συχνά το φόβο- σε μια θεωρούμενη ως εξωτερική δύναμη και ονομάζεται «θάνατος βουντού». Επειδή αυτός ο όρος αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη θρησκεία, το ιατρικό κατεστημένο υπέδειξε τους όρους «αυτοπροκαλούμενος θάνατος» ή «σύνδρομο του δεικνύοντος οστού» ως καταλληλότερους [5][6]. Στην Αυστραλία αυτή η πρακτική είναι τόσο συνηθισμένη που τα νοσοκομεία και το νοσηλευτικό προσωπικό εκπαιδεύονται ώστε να  αντιμετωπίζουν ασθένειες που προκαλούνται από «κακά πνεύματα» ή τη χρήση οστών[7]. Την παρακάτω ιστορία σχετικά με το ρόλο των kurdaitcha την αφηγούνται οι ανθρωπολόγοι John Godwin και RonaldRose [8][9].

Το 1953, ένας Αβορίγινος ονόματι Kinjika διακομίστηκε από τον καταυλισμό Άρνεμ Λαντ, που βρίσκεται στο Βόρειο Έδαφος της Αυστραλίας, σε ένα νοσοκομείο του Ντάργουϊν. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι δεν είχε δηλητηριαστεί, τραυματιστεί, ούτε ότι υπέφερε από κάτι. Ωστόσο, εκείνος ο άντρας σαφέστατα βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου. Ύστερα από τέσσερις οδυνηρές ημέρες παραμονής στο νοσοκομείο, την πέμπτη πέθανε. Ειπώθηκε ότι η αιτία ήταν μια τελετή δεικνύοντος οστού.  

Αυτή η τελετή αποτελεί μια μέθοδο εκτέλεσης που χρησιμοποιούν οι Αβορίγινες. Λέγεται πως δεν αφήνει ίχνη και ότι ποτέ δεν αποτυγχάνει να προκαλέσει το θάνατο του θύματός της. Το κόκκαλο που χρησιμοποιείται για αυτή την κατάρα μπορεί να είναι ανθρώπινο, από καγκουρό, από εμού ή ακόμη και από ξύλο. Το σχήμα του δολοφονικού οστού, του kundela, διαφέρει από φυλή σε φυλή. Το μήκος τους μπορεί να είναι από έξι μέχρι εννέα ίντσες (7,5 έως 15 εκ.). Μοιάζουν με μακριά βελόνα. Στη στρογγυλεμένη άκρη τους περνάνε μια τρίχα μέσα από την τρύπα και την κολλάνε με μια κολλώδη ρητίνη. Προτού χρησιμοποιηθεί, το kundela φορτίζεται με ισχυρή ψυχική ενέργεια σε μια τελετή που κρατιέται κρυφή από τις γυναίκες και από όσους δεν ανήκουν στη φυλή. Για να είναι αποτελεσματική, η τελετή πρέπει να εκτελεστεί αψεγάδιαστα. Έπειτα το κόκκαλο δίνεται στους σαμάνους kurdaitcha, που είναι οι τελετουργικοί δολοφόνοι της φυλής.

Ύστερα, αυτοί οι δολοφόνοι πηγαίνουν να κυνηγήσουν τον καταδικασμένο (αν έχει διαφύγει). Το όνομά τους προέρχεται από τις παντόφλες που φοράνε ενώ κυνηγούν. Αυτές φτιάχνονται από φτερά παπαγάλου κακατούα (ή εμού) και ανθρώπινες τρίχες, που ουσιαστικά δεν αφήνουν ίχνη. Φορούν επίσης τρίχες καγκουρό που κολλάνε στο σώμα τους αφού αλειφτούν με ανθρώπινο αίμα καθώς και μάσκες από πούπουλα εμού. Κυνηγούν σε ζευγάρια ή τριάδες και καταδιώκουν το θύμα τους ακόμα και για χρόνια ολόκληρα αν είναι αναγκαίο και δεν σταματούν μέχρι να καταραστούν το συγκεκριμένο  άτομο.

Όταν τον πιάσουν, ένας από τους σαμάνους, με το ένα του γόνατο λυγισμένο, στρέφει το κόκκαλο προς αυτόν. Λέγεται ότι το θύμα παγώνει από το φόβο του και ακούει την κατάρα, ένα διαπεραστικό ψαλμό που τραγουδάει ο σαμάνος. Ύστερα, αυτός και ο σύντροφός του επιστρέφουν στο χωριό και το kundela καίγεται με τελετουργικό τρόπο.  

Ο καταδικασμένος μπορεί να ζήσει κάμποσες ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες. Όμως, πιστεύει τόσο βαθιά την κατάρα που ξεστομίστηκε, ώστε θα πεθάνει στα σίγουρα. Λέγεται ότι η τελετουργική φόρτιση του kundela δημιουργεί ένα «νοητικό δόρυ» που διαπερνά το θύμα όταν το κόκκαλο στραφεί προς αυτόν. Είναι σαν να έχει εξακοντισθεί ένα πραγματικό δόρυ εναντίον του και έτσι ο θάνατός του είναι βέβαιος.

Ο Kinjika είχε κατηγορηθεί για αιμομικτική σχέση (οι μητέρες τους ήταν κόρες της ίδιας γυναίκας από διαφορετικούς πατεράδες). Αντί να παραστεί στη δίκη του έφυγε από το χωριό. Οι κυνηγοί τον βρήκαν και τον καταράστηκαν. Λέγεται ότι αυτή ήταν η αιτία του θανάτου του.

  1. Plevitz, Loretta D & Croft, Larry (2003) "Aboriginality Under The Microscope: The Biological Descent Test In Australian Law" QUT Law & Justice Journal Number 7 Accessed 21/2/2011.
  2. «aborigines» στο A Dictionary of Public Health. Ed. John M. Last, 2007. Oxford University Press
  3. "Native Australians" στο World Encyclopedia. Philip's, 2008. Oxford University Press.
  4. Candy, Rebekah.· Walshe, Keryn A. (2009). Roonka : fugitive traces and climatic mischief (1st ed έκδοση). Adelaide: South Australian Museum. ISBN 978-0-646-50388-2. 428974510. CS1 maint: Extra text (link)
  5. Milton, G.W. (1973-06). «SELF-WILLED DEATH OR THE BONE-POINTING SYNDROME». The Lancet 301 (7817): 1435–1436. doi:10.1016/s0140-6736(73)91754-6. ISSN 0140-6736. http://dx.doi.org/10.1016/s0140-6736(73)91754-6. 
  6. Cannon, Walter B. (1942-04). «"Voodoo" Death». American Anthropologist 44 (2): 169–181. doi:10.1525/aa.1942.44.2.02a00010. ISSN 0002-7294. http://dx.doi.org/10.1525/aa.1942.44.2.02a00010. 
  7. Curtis, Kate (Trauma clinical nurse consultant)· Ramsden, Clair. (2007). Emergency and trauma nursing. Sydney: Mosby/Elsevier. ISBN 978-0-7295-3769-8. 162144041. 
  8. Grecco, Stephen; Banville, John (2002). «God's Gift». World Literature Today 76 (1): 163. doi:10.2307/40157110. ISSN 0196-3570. http://dx.doi.org/10.2307/40157110. 
  9. Rose, David M. (1973-02). «Magic Squares and Matrices». The Mathematical Gazette 57 (399): 36. doi:10.2307/3615167. ISSN 0025-5572. http://dx.doi.org/10.2307/3615167. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]