Θωρηκτό Ποτέμκιν (πλοίο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θωρηκτό Ποτέμκιν (πλοίο)
Πληροφορίες
ΝαυπηγείοΜικολάιβ, Ουκρανία,
Ρωσική Αυτοκρατορία
Έναρξη ναυπήγησης8 Οκτωβρίου 1898
Καθέλκυση9 Οκτωβρίου 1900
Ένταξη σε υπηρεσία1904
Παροπλισμός1919 (εκούσια βύθιση)
ΧρήσηΘωρηκτό
ΚατάληξηΣκραπ (1922)
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα12.500 τόνοι
Μήκος115 μέτρα
Πλάτος22,3 μέτρα
Βύθισμα8,2 μέτρα
Πρόωση22 ατμολέβητες άνθρακα
ισχύος 11.300 ίππων
Ταχύτητα16 κόμβοι
Πλήρωμα18 αξιωματικοί,
763 υπαξιωματικοί και ναύτες
Οπλισμός2 × twin 12 in (305 mm) κανόνια
16 × single 6 in (152 mm) κανόνια
14 × single 75 mm (3.0 in) κανόνια
6 × single 37 mm (1.5 in) κανόνια
5 × 15-inch (381 mm) τορπίλες
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το πολεμικό πλοίο Πρίγκιπας Ποτιόμκιν της Ταυρίδας (ρωσικά: Князь Потёмкин-Таврический), γνωστό παγκοσμίως ως Θωρηκτό Ποτέμκιν, ήταν θωρηκτό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, υπαγόμενο στον στόλο της Μαύρης Θάλασσας.

Το Ποτέμκιν έγινε γνωστό τον Ιούνιο του 1905, όταν το κατώτερο πλήρωμα στασίασε εναντίον των αξιωματικών, ύψωσε κόκκινη σημαία και αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Οδησσού, καλώντας τους ναυτικούς των υπόλοιπων πλοίων και τους πολίτες σε γενικευμένο ξεσηκωμό εναντίον του τσάρου. Αν και τελικά η εξέγερση έληξε άδοξα με τη φυγή των στασιαστών στη Ρουμανία, ο απόηχός της υπήρξε μεγάλος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, σε βαθμό που θεωρείται προάγγελος της Επανάστασης του 1917.

Στοιχεία του πλοίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πλοίο ναυπηγήθηκε μεταξύ 1898-1900 στην ουκρανική πόλη Νικολάεβ (τότε ρωσικό έδαφος), ένα από τα τελευταία μεγάλα πολεμικά πλοία πριν την εμφάνιση της κλάσης Ντρέντνωτ. Αρχικά είχε σχεδιαστεί να κινείται με πετρέλαιο (θα ήταν το πρώτο του ρωσικού στόλου), αλλά μετά από μία πυρκαγιά στις δοκιμές επιλέχτηκε η δοκιμασμένη λύση του κάρβουνου.

Έφερε το όνομα του Πρίγκηπα Γκριγκόρι Ποτέμκιν, σημαντικού στρατιωτικού που είχε πρωταγωνιστήσει στην προσάρτηση της Ταυρίδας και του Βορείου Καυκάσου κατά το β' μισό του 18ου αιώνα. Μετά τα γεγονότα του 1905 το πλοίο έλαβε την ονομασία Παντελεήμων (Пантелеймон). Με την Επανάσταση του 1917 ξαναπήρε για λίγο την αρχική ονομασία, για να μετονομαστεί στη συνέχεια σε Μαχητή της Ελευθερίας (Борец за свободу).

Το 1918 έπεσε στα χέρια των Δυτικών Δυνάμεων, οι οποίες είχαν εισβάλει μέσω Μαύρης Θάλασσας για να καταπνίξουν την επανάσταση. Αυτές το βύθισαν στο λιμάνι της Σεβαστούπολης τον Απρίλιο του 1919, λίγο πριν την αποχώρησή τους, για να μην περιέλθει στον επελαύνοντα Κόκκινο Στρατό.

Η ανταρσία του 1905[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικό περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αι. είχε βρει τη Ρωσική Αυτοκρατορία αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα: Οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις ήταν άθλιες, στις αγροτικές περιοχές κυριαρχούσαν ακόμα φεουδαρχικές οικονομικές και κοινωνικές δομές, ενώ σε πολιτικό επίπεδο ήταν το τελευταίο μεγάλο κράτος της Ευρώπης που επιβίωνε η απόλυτη μοναρχία. Ο τσάρος Νικόλαος Β' προσπαθούσε επιμελώς να αντιπαρέλθει την εσωτερική καθυστέρηση, προβάλλοντας την εικόνα της πανίσχυρης αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Πολωνία μέχρι την Καμτσάτκα και φρόντιζε να είναι παρούσα σε όλες τις μεγάλες διεθνείς διενέξεις της εποχής.

Το 1904 η Ρωσία ενεπλάκη σε πόλεμο με την Ιαπωνία για τον έλεγχο της Μαντζουρίας και της Κορεατικής Χερσονήσου - η ευρύτερη περιοχή αποτελούσε ήδη μήλον της Έριδος επί τουλάχιστον μισό αιώνα. Οι ανάγκες του πολέμου, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε οικονομικούς πόρους, επέτειναν την εσωτερική δυσαρέσκεια και ενίσχυσαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Ιανουάριο του 1905, μια συγκέντρωση με μετριοπαθή αιτήματα χτυπήθηκε βάναυσα μπροστά στα Χειμερινά Ανάκτορα της Πετρούπολης, αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, στο οποίο πλέον κυριαρχούσαν οι σοσιαλιστικές φωνές που επιζητούσαν ρήξη με τον Οίκο των Ρομάνοφ. Ξεκινούσε έτσι η περίοδος που ονομάστηκε Πρώτη Ρωσική Επανάσταση (1905-7).

Οι ναύτες του Ποτέμκιν στασιάζουν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Θωρηκτό Ποτέμκιν, όπως και συνολικά ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, είχε μείνει μακριά από τον πόλεμο λόγω μιας διεθνούς συνθήκης που απαγόρευε τη δραστηριότητά του εκτός της συγκεκριμένης περιοχής. Παρ' όλα αυτά, η δυσαρέσκεια των πληρωμάτων από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση ήταν έκδηλη, για να ενταθεί ακόμη περισσότερο στις αρχές Ιουνίου 1905, όταν έφτασαν τα νέα της πανωλεθρίας στη Ναυμαχία της Τσουσίμα. Ταυτόχρονα, ναύτες-μέλη του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος Εργατών είχαν ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία μιας καθολικής στάσης (την τοποθετούσαν όμως αρκετά αργότερα, κατά το φθινόπωρο).

Η κατάσταση ήταν δύσκολα διαχειρίσιμη από τους άπειρους αξιωματικούς (οι πιο έμπειροι είχαν σταλεί στο μέτωπο) και αρκούσε ένα τυχαίο γεγονός για να πυροδοτηθεί η έκρηξη. Αυτό συνέβη το μεσημέρι της 14ης/27ης Ιουνίου: Το Ποτέμκιν βρισκόταν για άσκηση στο νησί Τέντρα, όταν κάποιοι ναύτες απέφυγαν να φάνε μπορς με κρέας στο οποίο είχαν βρει έντομα, περιοριζόμενοι στα συνοδευτικά. Ο υποδιοικητής του πλοίου Ιπολίτ Γκιλιαρόφσκι, αξιωματικός με παρελθόν βίαιης συμπεριφοράς, τους συγκέντρωσε στο κατάστρωμα ενώπιον οπλισμένης φρουράς. Η ακριβής σειρά των γεγονότων που ακολούθησαν είναι συγκεχυμένη - κατά την κυρίαρχη εκδοχή, οι εν γένει κινήσεις των αξιωματικών εκείνη τη στιγμή υποψίασαν το πλήρωμα ότι θα διατάσσονταν εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Άρχισαν λοιπόν να καλούν τη φρουρά να μην υπακούσει, με αποτέλεσμα ο οργισμένος Γκιλιαρόφσκι να αρπάξει ένα όπλο και να πυροβολήσει ένα ναύτη στο στήθος.

Ακολούθησε κατάληψη του Ποτέμκιν και του συνοδευτικού πλοίου Ισμαήλ, κατά την οποία οι ναύτες σκότωσαν επτά αξιωματικούς (συμπεριλαμβανομένου του Γκιλιαρόφσκι) και έθεσαν υπό κράτηση του υπόλοιπους έντεκα. Εξέλεξαν επίσης επιτροπή για τη διοίκηση του πλοίου με επικεφαλής τον έφεδρο υπαξιωματικό Αφανάσι Ματουσένκο.

Ένωση με τους εργάτες της Οδησσού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ίδιο βράδυ, το πλοίο αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Οδησσού, όπου εξελισσόταν απεργία των βιομηχανικών εργατών, έχοντας υψωμένη μια κόκκινη σημαία. Δύο ημέρες αργότερα, στις 16/29 Ιουνίου, τελέστηκε η κηδεία του υπαξιωματικού Γκριγκόρι Βακουλεντσούκ (η μοναδική απώλεια των εξεγερμένων), η οποία μετατράπηκε σε συλλαλητήριο εναντίον του τσάρου με επίκεντρο τις Σκάλες της Παραλίας - σήμερα αποκαλούνται Σκάλες Ποτέμκιν σε ανάμνηση των γεγονότων. Το τσαρικό ιππικό χτύπησε ανελέητα τους συγκεντρωμένους, το Ποτέμκιν απάντησε με βολές κατά των στρατώνων, ενώ σε όλη την πόλη μαίνονταν μάχες σώμα με σώμα μεταξύ απεργών και στρατού.

Στις 17/30 Ιουνίου, δύο μοίρες του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στάλθηκαν στην Οδησσό με εντολή να επιτεθούν στο θωρηκτό. Ακολούθησε μία παράτολμη αλλά άκρως επιτυχημένη κίνηση των εξεγερμένων: με θριαμβευτικό τρόπο, το Ποτέμκιν έπλευσε ανάμεσά τους, ενώ οι ναύτες των επιτιθέμενων πλοίων αρνούνταν να υπακούσουν στο «πυρ» των ανωτέρων τους. Σε ένα από τα πλοία, το θωρηκτό Γκεόργκι Πομπεντονόσετς (Άγιος Γεώργιος Τροπαιοφόρος), το πλήρωμα στασίασε και ενώθηκε με τα Ποτέμκιν-Ισμαήλ.

Διαφυγή στη Ρουμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτορεπορτάζ από τις διαπραγματεύσεις με τις ρουμανικές αρχές. Σε πρώτο πλάνο με τη λευκή μπλούζα ο Ματουσένκο, επικεφαλής των εξεγερμένων.

Την 18η Ιουνίου/1η Ιουλίου, οι τσαρικοί αξιωματικοί ανέκτησαν τον έλεγχο του Αγίου Γεωργίου. Ταυτόχρονα το ιππικό κατέστελλε πλήρως τις εστίες αντίστασης στην Οδησσό, αποκόπτοντας το Ποτέμκιν από κάθε πιθανό ανεφοδιασμό, ενώ η διοίκηση του στόλου έστελνε προς καταδίωξή του νέα πλοία, επανδρωμένα αυτή τη φορά σχεδόν αποκλειστικά από αξιωματικούς ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα απείθειας.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, τα Ποτέμκιν-Ισμαήλ κινήθηκαν προς τη Ρουμανία και αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά της Κωνστάντζας, απευθύνοντας δύο μέρες αργότερα έκκληση «προς όλο τον πολιτισμένο κόσμο». Η άρνηση όμως της τοπικής διοίκησης να τους παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια, τους ανάγκασε να φύγουν για τη Θεοδοσία της Κριμαίας, όπου τους προσφέρθηκαν εφόδια εκτός από κάρβουνα και νερό. Μια ομάδα τριάντα ανδρών αποβιβάστηκε κρυφά στο λιμάνι για να διαρρήξει τις αποθήκες, έγινε όμως αντιληπτή και απωθήθηκε με μεγάλες απώλειες.

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου/7ης Ιουλίου τα πλοία επέστρεψαν στην Κωνστάντζα, όπου πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι και επευφημούσε τους εξεγερμένους. Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τις ρουμανικές αρχές, οι οποίες κατέληξαν την επόμενη μέρα στα εξής:

  • Τα πλοία παραδόθηκαν στη ρουμανική διοίκηση, η οποία με τη σειρά της τα επέστρεψε στη Ρωσία.
  • Στο πλήρωμα του Ποτέμκιν χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο. Αντίθετα, το πλήρωμα του Ισμαήλ (θεωρητικά δε συμμετείχε στην ανταρσία αλλά είχε «αιχμαλωτιστεί» από το Ποτέμκιν) επέστρεψε στη Ρωσία.

Τύχη του πληρώματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια μέλη του πληρώματος επέλεξαν να επιστρέψουν αμέσως στη Ρωσία και να επικαλεστούν ότι έδρασαν σε καθεστώς εξαναγκασμού - αρκετοί αθωώθηκαν, πενήντα έξι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και επτά εκτελέστηκαν ως αρχισυνομώτες. Πολιτικό άσυλο στη Ρουμανία έλαβαν περίπου 600, εκ των οποίων οι περισσότεροι είτε έζησαν μόνιμα στη χώρα για το υπόλοιπο της ζωής τους είτε επέστρεψαν ως ήρωες στη Ρωσία μετά το 1917.

Ο επικεφαλής της επαναστατικής επιτροπής Αφανάσι Ματουσένκο ταξίδεψε στην Ελβετία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, όπου συνδέθηκε με Ρώσους πολιτικούς εξόριστους όπως οι Λένιν και Γκόρκι. Το 1907 μπήκε στη Ρωσία με ψεύτικα στοιχεία αλλά συνελήφθη και απαγχονίστηκε στη Σεβαστούπολη (σύμφωνα με άλλες πηγές, είχε εισέλθει νόμιμα με την υπόσχεση αμνηστίας). Ένας άλλος ηγέτης, ο Γιόσεφ Ντιμτσιένκο, έφυγε με 31 ακόμα άντρες και εγκαταστάθηκαν στην Αργεντινή το 1908.

Τελευταίο επιζών μέλος των εξεγερμένων ήταν πιθανότατα ο Ιβάν Μπεσόφ. Μέσω Τουρκίας είχε περάσει στην Ιρλανδία, όπου άνοιξε κατάστημα πρόχειρου φαγητού (Fish and chips) στο Δουβλίνο. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1987 σε ηλικία 102 ετών.

Η ταινία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρώσος σκηνοθέτης Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε το 1925 την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία Θωρηκτό Ποτέμκιν, η οποία εξιστορεί το γεγονός της ανταρσίας που σημειώθηκε στο πλοίο το 1905.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μάρκ Φερρό, Κινηματογράφος και ιστορία, μτφρ.Πελαγία Μαρκέτου, εκδ.Μεταίχμιο, Αθήνα, 2001, σελ.96-98

Σχετικά άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]