Θιξοτροπία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Θιξοτροπία (αγγλ. Thixotropy) ονομάζεται η ιδιότητα ενός υλικού να ελαττώνεται σημαντικά το ιξώδες του ως ρευστού, όταν διαταράσσεται η ηρεμία του. Η ταχύτητα και η ένταση της μεταβολής εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από το ιξώδες του μέσου διασποράς, το μέγεθος των διαλυμένων σ' αυτό μεριδίων και από τη θερμοκρασία. Το αντίστροφο φαινόμενο ονομάζεται ρεοπηξία.

Το φαινόμενο της θιξοτροπίας παρουσιάζεται συχνά στη φύση. Για παράδειγμα στο πρωτόπλασμα των κυττάρων, στο μέλι (παρατηρείται μεγαλύτερη ρευστότητα όταν θερμανθεί) και σε ορισμένα εδάφη ή έλη, που περιέχουν άμμο ή γενικά λεπτόκοκκα μερίδια. Αυτά γίνονται ασταθή όταν αναδεύονται, παρά τη φαινομενικά σταθερή τους μορφή. Αν επιχειρήσει κάποιος να βαδίσει σ' αυτή την κινούμενη άμμο βυθίζεται, και κάθε προσπάθειά του να απομακρυνθεί τον βυθίζει περισσότερο, μέχρι η άνωση να εξισορροπήσει τον όγκο του σώματος που τελικά θα βυθιστεί.

Θιξοτροπία εμφανίζεται και έχει εφαρμογές σε ποικίλα υλικά που χρησιμοποιούνται, όπως βαφές, γαλακτώματα, κονιάματα, τρόφιμα και άλλα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]