Η μαύρη αράχνη (νουβέλα)
![]() | |
Συγγραφέας | Ιερεμίας Γκότχελφ |
---|---|
Τίτλος | Die schwarze Spinne |
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1842 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1842 |
Τόπος δημοσίευσης | Σόλοτουρν |
Μορφή | νουβέλα |
δεδομένα ( ) |
Η μαύρη αράχνη (Γερμανικά: Die schwarze Spinne) είναι νουβέλα του Ελβετού συγγραφέα Ιερεμία Γκότχελφ που γράφτηκε το 1842. Η βασική πλοκή διαδραματίζεται σε ειδυλλιακό αγροτικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια μιας γιορτής μετά από βάπτιση στο σπίτι πλούσιου αγρότη, αλλά μέσα από εσωτερικές αφηγήσεις εισάγεται η Ιστορία της μαύρης αράχνης: ένας παλιός θρύλος που αναφέρεται σε μια συμφωνία με τον Διάβολο, μια αλληγορία για την πάλη μεταξύ του καλού και του κακού. [1]
Η συγγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιερεμίας Γκότχελφ ήταν πάστορας σε μια αγροτική ενορία στην κοιλάδα του Έμενταλ της Ελβετίας από το 1832 μέχρι τον θάνατό του το 1854. Από το 1837 δραστηριοποιήθηκε και ως συγγραφέας και στα έργα του συχνά περιλάμβανε κείμενα κατάλληλα για τα ιερατικά του καθήκοντα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο διδακτικό περιεχόμενο παρά στην καλλιτεχνική έκφραση. Γι' αυτόν δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ιεροσύνης και της λογοτεχνίας: «Ναι, δεν διστάζω να εισάγω αποσπάσματα από τα κηρύγματά μου στα μυθιστορήματά μου». Έτσι, τα έργα του εμφανίζονται συχνά ως παρορμητικές συνθέσεις, ως ένα μείγμα πρακτικών συμβουλών, διδαχών, αλληγοριών, ανέκδοτων και μυθοπλασίας. Ωστόσο, η αφήγησή του έχει ασυνήθιστη δύναμη και ρεαλισμό και παρουσιάζει το μεγαλείο του ανθρώπου όσο και τη δυστυχία του.
Περιεχόμενο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η νουβέλα ξεκινά με μια γιορτή βάπτισης σε ένα ελβετικό πλούσιο αγρόκτημα. Μετά το γεύμα οι καλεσμένοι πηγαίνουν βόλτα κοντά στο σπίτι. Κάθονται κάτω από μια οξιά και θαυμάζουν τα βοηθητικά κτίρια και το νεόκτιστο αρχοντικό. Η νονά παρατηρεί ότι, ενώ τα πάντα είναι καινούργια, το παλιό πλαίσιο μιας πόρτας, μαυρισμένο από τα χρόνια, είχε παραμείνει στο νέο σπίτι και παραξενεύτηκε. Στην ερώτησή της, ο ιδιοκτήτης άρχισε την ιστορία...[2]
Πρώτη εσωτερική αφήγηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ιδιοκτήτης διηγείται ότι αιώνες πριν, το χωριό ανήκε στον Τεύτονα Ιππότη Χανς φον Στόφελν, ο οποίος επέβαλε παράλογη καταναγκαστική εργασία στους κατοίκους. Ο φον Στόφελν, ένας αυστηρός και άπληστος άνθρωπος, εισέπραττε ανελέητα τους φόρους των δουλοπαροίκων του. Η απρόβλεπτη φύση του ενέπνεε φόβο στους χωρικούς, οποιαδήποτε κριτική εναντίον του κατέληγε σε τόσο σκληρά αντίποινα που οι χωρικοί υποτάχθηκαν στη θέλησή του. Ο φον Στόφελν απαιτούσε όλο και πιο σκληρές αγγαρείες, η τελευταία ήταν η μεταφύτευση δέντρων από ένα μακρινό βουνό για να σχηματιστεί ένα σκιερό μονοπάτι στο αρχοντικό του. Απαίτησε να γίνει η δουλειά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που οι χωρικοί για να την ολοκληρώσουν έπρεπε να εγκαταλείψουν τις καλλιέργειές τους και άρα να πεινάσουν.
Αυτή τη δύσκολη στιγμή, ο Διάβολος, με τη μορφή ενός περαστικού κυνηγού, πρόσφερε τη βοήθειά του στην μεταφύτευση. Ως ανταμοιβή ζήτησε ένα αβάπτιστο παιδί. Στην αρχή, οι αγρότες αρνήθηκαν την προσφορά του. Ωστόσο, η Κριστίνε, σύζυγος ενός αγρότη που είχε έρθει πρόσφατα στην κοιλάδα, ήταν αντίθετη στην κακομεταχείριση των χωρικών και ήθελε να σταματήσουν όλες οι εξωφρενικές απαιτήσεις του άρχοντα. Μετά την αρχική άρνηση, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά με το έργο τους. Τελικά, η Κριστίνε έπεισε τους χωρικούς να δεχτούν τη συμφωνία, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τον Διάβολο βαφτίζοντας κάθε παιδί αμέσως κατά τη γέννηση. Η συμφωνία επισφραγίστηκε όταν ο κυνηγός έδωσε στο μάγουλο της Κριστίνε ένα φιλί, στο οποίο με τις δαιμονικές του δυνάμεις ενστάλαξε μια κατάρα που θα εξασφάλιζε την πληρωμή του.
Το έργο της μετακίνησης των δέντρων έγινε ξαφνικά πολύ εύκολο και ολοκληρώθηκε γρήγορα. Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ο πάστορας το έσωσε βαφτίζοντάς το αμέσως. Ωστόσο, η Κριστίνε σύντομα ένιωσε έναν πόνο στο μάγουλό της, ακριβώς εκεί που την είχε φιλήσει ο κυνηγός. Ένα μαύρο σημάδι εμφανίστηκε στο πρόσωπό της, το οποίο μεγάλωσε σε σχήμα μαύρης αράχνης. Μετά τη βάφτιση του δεύτερου παιδιού, ξέσπασε μια καταιγίδα και ένα σμήνος από μικροσκοπικές δηλητηριώδεις αράχνες αναδύθηκε από το μαγεμένο σημάδι στο πρόσωπο της Κριστίν, απλώθηκαν σε όλο το χωριό και σκότωσαν όλα τα βοοειδή στους στάβλους. Έτσι, ο Διάβολος θύμισε σε όλους το συμβόλαιό του.
Η Κριστίνε και οι χωρικοί αποφάσισαν να θυσιάσουν το τρίτο νεογέννητο και η καταστροφή στα ζώα σταμάτησε. Την ημέρα της γέννησης, η Κριστίνε προσπάθησε να κλέψει το βρέφος για να το δώσει στον διάβολο, αλλά έσπευσε ο ιερέας που τον έδιωξε με μια προσευχή και έσωσε το παιδί. Ραντισμένη με αγιασμό, η Κριστίνε μεταμορφώθηκε σε τεράστια μαύρη αράχνη που σκότωσε τον ιερέα πριν φύγει από το χωριό. Από τότε, η αράχνη άρχισε να σέρνεται από σπίτι σε σπίτι και να σκοτώνει χωρικούς. Δεν λυπόταν κανέναν, ούτε τους δίκαιους ούτε τους αμαρτωλούς. Τελικά, μπήκε στο κάστρο και σκότωσε όλους τους ιππότες και τον ίδιο τον φον Στόφελν. Είχε μείνει μόνο ένα σπίτι σε ολόκληρη την κοιλάδα που δεν είχε φτάσει ακόμη η αράχνη. Εκεί ζούσε η ίδια γυναίκα της οποίας το παιδί έσωσε ο πάστορας. Ο Κύριος της έδωσε μια υπόδειξη για το πώς να αντιμετωπίσει την αράχνη: άνοιξε μια τρύπα στο δοκάρι της πόρτας και όταν η αράχνη μπήκε στο σπίτι, την άρπαξε, την έβαλε στην τρύπα και σφράγισε την παγίδα. Η γυναίκα πέθανε μόλις άγγιξε την αράχνη, αλλά η ειρήνη και η ευημερία επέστρεψαν στην κοιλάδα.[3]
Αφού ο ιδιοκτήτης τελείωσε την αφήγηση, οι καλεσμένοι του, κάπως φοβισμένοι, επιστρέφουν απρόθυμα στην τραπεζαρία. Έτσι, νιώθει υποχρεωμένος να ολοκληρώσει την ιστορία:
Δεύτερη εσωτερική αφήγηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα επόμενα χρόνια, οι κάτοικοι της κοιλάδας συνέχισαν τη ζωή τους με νέο σεβασμό προς τον Θεό. Αλλά μετά από πολλές γενιές, οι άνθρωποι ξέχασαν αυτό το τρομερό μάθημα, αντιλαμβανόμενοι την ιστορία της Μαύρης Αράχνης ως μια τρομακτική ιστορία για παιδιά. Η σοφία των προγόνων έφυγε από τα σπίτια τους, όπως η ευσέβεια έφυγε από τις καρδιές τους. Στη συνέχεια, στη μέση ενός οργιαστικού μεθυσιού, ένας αγρότης άνοιξε την τρύπα στην οποία, σύμφωνα με τον θρύλο, υποτίθεται ότι υπήρχε μια αράχνη. Η παλιά κατάρα επέστρεψε με ανανεωμένο σθένος. Και η ιστορία επαναλήφθηκε: για άλλη μια φορά έμεινε μόνο ένα σπίτι, όπου ο ιδιοκτήτης, με τίμημα της ζωής του (άρπαξε την αράχνη με γυμνά χέρια και την έκλεισε στο πλαίσιο της πόρτας), έσωσε τα απομεινάρια της κοινότητας.[4]
Ολοκλήρωση της σύνθεσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εδώ ο ιδιοκτήτης τελειώνει την ιστορία του και λέει ότι αυτός ο γενναίος χωρικός ήταν ο προπάππους του. Από τότε, η οικογένεια έχει ανακαινίσει το σπίτι κατά καιρούς, αλλά το μαυρισμένο πλαίσιο της πόρτας μπαίνει πάντα στο νέο κτίριο. Η γιορτή της βάπτισης συνεχίζεται με χαρά μέχρι αργότερα εκείνο το βράδυ. Η νουβέλα τελειώνει με την υπενθύμιση ότι ο Θεός παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους και τα γεγονότα στον κόσμο.[2]
Διασκευές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ελβετός συνθέτης Χάινριχ Ζούτερμαϊστερ έγραψε μια μονόπρακτη όπερα βασισμένη στην ιστορία το 1936, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως ραδιοφωνική όπερα και το 1949 ανέβηκε στη σκηνή. Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά κυκλοφόρησε το 1921 ως βουβή ταινία. Το 1983, ο Ελβετός σκηνοθέτης Μαρκ Ρίσι σκηνοθέτησε μια ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα, αλλά στη σύγχρονη εποχή. Η ιστορία ήταν επίσης η βάση για μια ομώνυμη όπερα του 1983 της Τζούντιθ Γουέιρ.[5]
Μετάφραση στα ελληνικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Η μαύρη αράχνη, μετάφραση: Θεόδωρος Βότσος και Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015 [6]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . «oanagnostis.gr/ieremias-gkotchelf-mavri-arachni/».
- ↑ 2,0 2,1 . «studysmarter.de/schule/deutsch/epische-texte/die-schwarze-spinne/».
- ↑ . «getabstract.com/de/zusammenfassung/die-schwarze-spinne».
- ↑ . «projekt-gutenberg.org/gotthelf/spinne».
- ↑ . «imdb.com/de/Η Μαύρη Αράχνη/1983».
- ↑ . «politeianet.gr/books/gotthelf-jeremias-gabriilidis-i-mauri-arachni».