Η μάχη στο Κερατσίνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στις 2 Μαρτίου 1827 οι ελληνικές δυνάμεις αποφάσισαν να επιτεθούν στους Οθωμανούς. Προχώρησαν προς την περιοχή του Κερατσινίου, έχοντας πίσω τους τις ακτές της Σαλαμίνας και εκεί οργάνωσαν τις αμυντικές τους θέσεις καταλαμβάνοντας και μετατρέποντας ένα ερειπωμένο μετόχι σε οχυρό. Εκείνη την μέρα 250 υπερασπιστές δέχθηκαν πιέσεις από τα Οθωμανικά στρατεύματα, αλλά κατάφεραν να αντέξουν. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για αρκετή ώρα χωρίς ορατό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των Ελλήνων ήταν τρεις νεκροί και 20 τραυματίες. Στην συνέχεια, οι δυνάμεις του Κιουταχή, βλέποντας την έκβαση της μάχης, διέκοψαν τις προσπάθειες εκτόπισης των ελληνικών δυνάμεων από το Κερατσίνι. Η επιτυχία αυτή προκάλεσε ένα κύμα αυτοπεποίθησης στην ελληνική πλευρά και αμέσως άρχισαν τις προετοιμασίες για γενικότερη επίθεση που θα απωθούσε τις εχθρικές δυνάμεις από τον Πειραιά.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 22 Απριλίου μια ομάδα Κρητών στρατιωτών έκριναν σκόπιμο (πιθανόν έπειτα από οινοποσία) να προσβάλουν τα τρία οχυρώματα του εχθρού, που βρίσκονταν εκεί. Το αιφνίδιο ξέσπασμα έντονου τυφεκιοβολισμού προκάλεσε γενική κινητοποίηση και αναταραχή. Πολλοί έσπευσαν προς το μέρος της σύρραξης για να πάρουν μέρος σε αυτή ή για να την σταματήσουν. Οι Οθωμανοί από την άλλη πλευρά, περιμένοντας από ώρα σε ώρα τις ελληνικές κινήσεις, έσπευσαν να προωθήσουν προς την περιοχή τις εφεδρείες τους. Η επέμβαση του ιππικού εκατέρωθεν έδωσε νέα ένταση στην μάχη. Εκείνη την ώρα ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος και υπό την επήρεια φαρμάκων κοιμόταν στην σκηνή του. Ο θόρυβος της μάχης, όμως, ξύπνησε και φοβούμενος τα χειρότερα, αρματώθηκε και ξεκίνησε έφιππος για τον χώρο της συμπλοκής. Εκεί, στην προσπάθειά του να βάλει σε τάξη το χάος που επικρατούσε, τραυματίστηκε από σφαίρα στην βουβωνική χώρα. Κατά την σύγκρουση αυτή, οι Έλληνες είχαν 17 νεκρούς και τραυματίες, πολλούς από το ιππικό, το οποίο έσπευσε και πάλι να επανορθώσει τα δεινά που η απειθαρχία προκαλούσε. Μόλις διαγνώστηκε η σοβαρότητα του τραύματος του Καραϊσκάκη, τον μετέφεραν στη ναυαρχίδα του Κόχραν, στο πλοίο Ελλάς. Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Ζήτησε να εξομολογηθεί, να κοινωνήσει και αφού ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να τον συγχωρήσουν για τα λάθη του, άφησε τις τελευταίες εντολές και επιθυμίες του. Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώματα της 23ης Απριλίου πέθανε. Η σορός του μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα και τάφηκε στον εκεί ναό του Αγίου Δημητρίου σύμφωνα με την επιθυμία του. Οι Έλληνες ήσαν συγκλονισμένοι από το απροσδόκητο τραγικό γεγονός. Τελέστηκε μεγαλοπρεπές και επιβλητικό μνημόσυνο και φάνηκε ότι η συμφορά είχε ενώσει τις πλέον αντιφατικές δυνάμεις στο επαναστατικό στρατόπεδο, έστω και για λίγες στιγμές. Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε από όλους προμήνυμα δεινών και σημείο δυσαρέσκειας της θείας πρόνοιας απέναντι στο επαναστατημένο Γένος.

Οι φήμες για τον θάνατο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία πως ο δράστης ήταν Έλληνας. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ιστοριοδίφης που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν άνθρωποι του Μαυροκορδάτου. Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο οποίος όμως εκτός από τον Μαυροκορδάτο βλέπει σαν ηθικούς αυτουργούς τους δύο Βρετανούς αξιωματικούς. Σύμφωνα μάλιστα με τον αγωνιστή Νι­κόλαο Κασομούλη, ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, λίγες ώρες πριν πεθάνει, άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες. Παρ’ όλα αυτά, νεότεροι ερευνητές και ιστορικοί είναι πολύ επιφυλακτικοί στο να μιλήσουν για δολοφονία και πολύ περισσότερο να αποδώσουν ευθύνες στην Βρετανία. Οι επόμενες ώρες μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη Οι Έλληνες, καθώς είχαν χάσει τον χαρισματικό αρχηγό τους, πενθούσαν βαριά. Ο Κόχραν, χωρίς να υπολογίσει τον ψυχολογικό παράγοντα από τον θάνατο του Καραϊσκάκη και το κλονισμένο ηθικό των πολεμιστών, επέμενε στην άμεση πραγματοποίηση της επίθεσης κατά του Κιουταχή, εκβιάζοντάς τους με αποχώρηση στην αντίθετη περίπτωση. Έτσι, η έφοδος κατά του τουρκικού στρατοπέδου στην περιοχή Ανάλατος πραγματοποιήθηκε το πρωί της 24ης Απριλίου 1827. Η μάχη κατέληξε σε συντριπτική ήττα των Ελλήνων, καθώς έγιναν έρμαιο των διαθέσεων του τουρκικού ιππικού, που εκμεταλλεύτηκε το πεδινό του εδάφους και τους καταδίωξε μέχρι τη θάλασσα. Έπεσαν υπέρ αγώνος περί τους 2.000, σχεδόν το ήμισυ της ελληνικής δύναμης, οι περισσότεροι Σουλιώτες και Κρητικοί. Ανάμεσά τους επίλεκτοι οπλαρχηγοί, όπως οι Ιωάννης Νοταράς, Λάμπρος Βέικος, Γιώργος Τζαβέλας, Αθανάσιος Μπότσαρης, Φώτος Φωτομάρας, Γεώργιος Δράκος και ο συνταγματάρχης Ιγγλέσης. 250 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν, ενώ ο Μακρυγιάννης σώθηκε ως εκ θαύματος, χάρις στα γρήγορα πόδια και «τα γερά πνευμόνια» του. Η ατυχής έκβαση της μάχης προκάλεσε νέα διχόνοια στο ελληνικό στρατόπεδο που στηρίχτηκε στις αλληλοκατηγορίες για τους υπευθύνους της ήττας. Η υπό τον Γκούρα φρουρά της Ακρόπολης αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί τελικά στις 24 Μαΐου 1827. Μετά από αυτές τις εξελίξεις ο Κιουταχής εδραίωσε τη θέση του και η Στερεά Ελλάδα υποτάχθηκε πλήρως στους Οθωμανούς. Από πολλούς ιστορικούς, η μάχη του Ανάλατου χαρακτηρίστηκε ως ομαδική αυτοκτονία και ως αποτέλεσμα της αγγλικής πολιτικής, που με την εξουδετέρωση των επαναστατικών κινημάτων της Στερεάς Ελλάδας επεδίωκε το περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]