Η λογική της συλλογικής δράσης
Ο Μάρκους Όλσον (Marcur Olson) στο έργο του Η λογική της συλλογικής δράσης, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1965, ανέπτυξε μία πολιτική και οικονομική θεωρία, αναφορικά με τη δυσκολία να πεισθούν να άτομα να υπηρετήσουν και να επιδιώξουν το συλλογικό συμφέρον, έναντι της ατομικής τους ευημερίας[1] (Όστρομ, 2002).
Σε αντιδιαστολή, η θεωρία των ομάδων υποστηρίζει ότι οι ομάδες έχουν την έμφυτη τάση να λειτουργούν προς όφελος του συμφέροντος ολόκληρης της ομάδας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέλη της, έχουν ένα κοινό συμφέρον ή κάποιον αντικειμενικό σκοπό και εφόσον σκέφτονται ορθολογικά και ενεργούν με βάση το ατομικό συμφέρον, παράλληλα θα ενεργήσουν και προς την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού ή του κοινού συμφέροντος, από τη στιγμή που ταυτίζεται με το ατομικό.
Αυτή την υπόθεση αμφισβητεί στο έργο του ο Olson, με το επιχείρημα ότι εάν δεν είναι μικρός ο αριθμός των μελών της ομάδας ή εάν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός εξαναγκασμού ή άλλος μηχανισμός που θα οδηγεί τα άτομα να λειτουργούν προς το ομαδικό συμφέρον, τότε εφόσον ο σκοπός επιτυγχάνεται από την ομάδα, κάποιος που δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί από την κάρπωση αυτού του οφέλους, τότε δεν έχει κίνητρο να συμμετέχει εθελοντικά στη διαδικασία παραγωγής του. Αυτός ο «λαθρεπιβάτης», όπως απαντάται ο όρος, θα επιχειρήσει τελικά να επωφεληθεί από τις προσπάθειες και τις ενέργειες των υπόλοιπων μελών της ομάδας, ώστε να συμμετέχει και ο ίδιος στο όφελος, χωρίς όμως να έχει συνεισφέρει στην επίτευξη του κοινού συμφέροντος ή του αντικειμενικού σκοπού, από τη στιγμή που δεν είναι δυνατό να εξαιρεθεί από την απόλαυση και τη χρήση αυτού.
Επομένως, το ερώτημα που θέτει είναι εάν τελικά οι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ομάδες μπορούν να ικανοποιήσουν ένα συλλογικό σκοπό, με το μέγεθος της ομάδας να αξιολογείται όχι υπό το πρίσμα του αριθμού των μελών, αλλά του βαθμού σημαντικότητας των πράξεων του κάθε ατόμου εντός της ομάδας.
Η λογική της συλλογικής δράσης η τραγωδία των κοινών πόρων και το δίλημμα του φυλακισμένου είναι έννοιες, οι οποίες συνδέονται στενά με τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αποδεκτού τρόπου με τον οποίο εξετάζονται πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα όταν επιχειρούν να ικανοποιήσουν κοινά συμφέροντα. Εστιάζουν στο πρόβλημα της παραβατικής συμπεριφοράς, όταν δηλαδή τα άτομα επιλέγουν να εκμεταλλευτούν τις προσπάθειες των υπολοίπων, χωρίς να συμμετέχουν τα ίδια στην κοινή προσπάθεια, τη στιγμή που γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν από την απόλαυση του οφέλους, με αποτέλεσμα όμως όταν αυτή η συμπεριφορά γίνει η κυρίαρχη, το κοινό όφελος τελικά να μην παραχθεί[1] (Όστρομ, 2002).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Όστρομ, Έλινορ (2002). H διαχείριση των κοινών πόρων. Αθήνα. σελίδες 19–47.