Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της
Σκηνή από πρόβα παράστασης του Μπερλίνερ Ανσάμπλ το 1978 | |
| Συγγραφέας | Μπέρτολτ Μπρεχτ |
|---|---|
| Τίτλος | Mutter Courage und ihre Kinder |
| Γλώσσα | Γερμανικά |
| Ημερομηνία δημιουργίας | 1938 |
| Ημερομηνία δημοσίευσης | 1949 |
| Μορφή | θεατρικό έργο |
| Θέμα | Τριακονταετής Πόλεμος πόλεμος |
| Χαρακτήρες | Γραφιάς, Νεαρός στρατιώτης, Ηλικιωμένος στρατιώτης, Χωρικός, Χωρικιά, Νεαρός άνδρας, Γριά, Άλλος χωρικός, Άλλη Χωρικιά, Υπολοχαγός, Συνταγματάρχης, Λοχίας, Άλλος Λοχίας, Μονόφθαλμος, Διοικητής, μάγειρας, Ιεροκήρυκας, Υβέτ, στρατολόγος, Σβάιτσερκαζ, Άιλιφ, Κατρίν και Μάνα Κουράγιο |
| δεδομένα () | |
Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της (γερμανικά: Mutter Courage und ihre Kinder) είναι θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ που γράφτηκε το 1938/1939 από τον Γερμανό δραματουργό σε συνεργασία με τη Γερμανίδα ηθοποιό και συγγραφέα Μαργκαρέτε Στέφιν, ενώ αυτός βρισκόταν σε εξορία στη Σουηδία. Έκανε πρεμιέρα το 1941 στη Ζυρίχη.[1]
Διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου μεταξύ 1624 και 1636 και αφηγείται την ιστορία της Μάνας Κουράγιο, η οποία ακολουθεί με την άμαξά της τον στρατό και προσπαθεί να βγάλει κέρδος από τον πόλεμο. Τελικά, στον πόλεμο από τον οποίο προσπάθησε να επωφεληθεί, χάνει και τα τρία παιδιά της.
Το όνομα της ηρωίδας βασίζεται στη Βιογραφία της αρχιαπατεώνισσας και τυχοδιώκτριας Κουράγιο, ιστορία από το μυθιστόρημα του 17ου αιώνα Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος (1669) του Χανς Γιάκοπ Κριστόφελ φον Γκρίμελσχαουζεν, που περιγράφει την εξαπάτηση και την περιπλάνηση στα πεδία των μαχών σε καιρούς πολέμου.[2]
Γραμμένο ως κραυγή αγωνίας για τον επερχόμενο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κείμενο αποτελεί μια διαχρονική καταγγελία του πολέμου και των δεινών που προκαλεί.[3]
Υπόθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Άννα Φίρλινγκ είναι μια γυρολόγος που ακολουθεί με τον αραμπά της τον στρατό μεταξύ Πολωνίας, Σουηδίας και Γερμανίας μεταξύ 1624 και 1636, κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου. Προσπαθεί να κερδίσει τα προς το ζην πουλώντας προϊόντα στις εμπόλεμες περιοχές, κάτι που της αποφέρει καλά κέρδη, καθώς οι στρατιώτες είναι οι μόνοι που έχουν χρήματα για να αγοράζουν την πραμάτεια της, οπότε ταξιδεύει, ακολουθώντας άλλοτε τον καθολικό είτε τον προτεσταντικό στρατό, όπως τη βολεύει. Η Άννα αποκαλείται Μάνα Κουράγιο επειδή μεγαλώνει τρία παιδιά από διαφορετικούς άντρες μόνη της: ο Άιλιφ, ο μεγάλος γιος, είναι βίαιη και ορμητική φύση. Ο μεσαίος γιος, ο Σβάιζερκας, είναι ειλικρινής μέχρι σημείου αφέλειας. Η Κατρίν, τέλος, είναι μια μουγκή και υποτακτική κοπέλα. Παρά τον απότομο τρόπο με τον οποίο τους φέρεται, η Άννα αγαπάει πολύ τα παιδιά της και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τα προστατεύσει από τους κινδύνους του πολέμου.[4]
Στην αρχή του έργου, ένας αξιωματικός στρατολόγησης και ένας λοχίας προσπαθούν να στρατολογήσουν τους δύο γιους στον προτεσταντικό στρατό. Η Μάνα Κουράγιο προσπαθεί να τους παρουσιάσει ως ανάπηρους, αλλά ο Άιλιφ σαγηνεύεται και δελεάζεται από τη φήμη και τα χρήματα που του υπόσχονται και κατατάσσεται εθελοντικά. Παρά τις προειδοποιήσεις της Άννας να μείνει μακριά από ηρωισμούς, το αγόρι διακρίνεται στον στρατό για τις βίαιες πράξεις του, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δολοφονία αγροτών και των κοπαδιών τους για να παρέχει χρήματα και φαγητό στους στρατιώτες. Για να προσέχει τον γιο της, η Άννα ακολουθεί τον στρατό και συναντά έναν μάγειρα, αδίστακτο άνθρωπο με εξαιρετικά διφορούμενη προσωπικότητα, και έναν ιερέα, ο οποίος δικαιολογεί το προσωπικό του όφελος χρησιμοποιώντας τη θρησκεία. Και οι δύο άνδρες αναπτύσσουν ενδιαφέρον για την Άννα, η οποία απορρίπτει τις προτάσεις γάμου και των δύο, εκμεταλλευόμενη το ενδιαφέρον τους για δικό της όφελος.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Σβάιζερκας κατατάσσεται ως ταμίας του προτεσταντικού στρατού. Η Άννα είναι χαρούμενη επειδή πιστεύει ότι αυτό θα κρατήσει το δεύτερο παιδί της ασφαλές. Οι τρεις τους συναντούν την Ιβέτ, μια πόρνη που ακολουθεί τον στρατό, και η Άννα την παρουσιάζει στην κόρη της ως παράδειγμα προς αποφυγήν, ώστε να μένει μακριά από τους στρατιώτες. Καθολικοί στρατιώτες πλησιάζουν, έχοντας νικήσει τον προτεσταντικό στρατό. Ενώ η Άννα και τα παιδιά της της αλλάζουν τα διακριτικά τους ώστε να φαίνονται Καθολικοί, ο Σβάιζερκας κρύβει τον θησαυρό των Προτεσταντών, αλλά συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο επειδή αρνείται να αποκαλύψει πού έκρυψε το σεντούκι. Η Άννα, με τη βοήθεια της Ιβέτ, προσπαθεί να δωροδοκήσει έναν αξιωματικό για να τον απελευθερώσει: το σχέδιό της είναι να ενεχυριάσει την άμαξα και στη συνέχεια να τον εξαγοράσει. Ενόσω η Άννα διαπραγματεύεται την πώληση της άμαξας προσπαθώντας να πετύχει καλύτερη τιμή, ο Σβάιζερκας αποκαλύπτει ότι πέταξε το σεντούκι στο ποτάμι όταν πλησίαζε ο στρατός. Η καθυστέρηση που προκαλείται από το παζάρεμα οδηγεί στην εκτέλεση του γιου της. Η Άννα αναγκάζεται επίσης να προσποιηθεί ότι δεν τον αναγνωρίζει για να αποφύγει να κατηγορηθεί ως συνεργός.[5]

Λίγο καιρό αργότερα, ο Καθολικός στρατηγός Τίλι σκοτώνεται στη μάχη, οι Καθολικοί αποχωρούν και η Μάνα Κουράγιο ακολουθεί πάλι τους Προτεστάντες. Ο ιερέας της λέει ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί για πολύ καιρό και την πείθει να επενδύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε προμήθειες. Στη συνέχεια, της προτείνει γάμο, αλλά εκείνη αρνείται. Λίγο αργότερα, η Κατρίν βιάζεται και παραμορφώνεται από έναν στρατιώτη, βάζοντας τέλος στις ελπίδες της Άννας να την παντρέψει. Όταν πεθαίνει ο βασιλιάς της Σουηδίας, κηρύσσεται προσωρινά ειρήνη, κάτι που εκτροχιάζει την επιχείρηση της Άννας. Ενώ πηγαίνει στην αγορά για να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά της πριν πέσουν οι τιμές τους, φτάνει ο Άιλιφ, ο οποίος συλλαμβάνεται για τη δολοφονία κάποιων χωρικών, την ίδια πράξη που τον είχε κάνει ήρωα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο μάγειρας και ο ιερέας, που ήταν παρόντες, αποφασίζουν να μην το πουν στην Άννα, η οποία πιστεύει ότι ο γιος της αγνοείται. Η εκεχειρία στη συνέχεια διακόπτεται, ο πόλεμος αρχίζει πάλι και η Μάνα Κουράγιο ξεκινά ξανά: ο ιερέας την εγκαταλείπει, ενώ ο μάγειρας την ακολουθεί.
Καθώς τα χρόνια περνούν, ο πληθυσμός έχει αποδεκατιστεί, η χώρα είναι κατεστραμμένη και οι άνθρωποι λιμοκτονούν. Η Άννα, η Κατρίν και ο μάγειρας καταλήγουν να ζητιανεύουν και να τραγουδούν για τους λίγους εναπομείναντες ευγενείς. Ο μάγειρας μαθαίνει ότι έχει κληρονομήσει ένα πανδοχείο στην Ουτρέχτη και καλεί την Άννα να τον ακολουθήσει, υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλείψει την Κάτριν. Εκείνη αρνείται και ο μάγειρας φεύγει: μητέρα και κόρη συνεχίζουν το ταξίδι τους με το ολοένα και πιο ετοιμόρροπο κάρο τους. Οι δυο τους φτάνουν στα περίχωρα του Χάλε, όπου φιλοξενούνται από μια οικογένεια αγροτών. Εκείνο το βράδυ, η Άννα πηγαίνει στην πόλη, αφήνοντας την Κατρίν με την οικογένεια. Ο καθολικός στρατός εισβάλλει, αναγκάζοντας τους αγρότες να τους δείξουν τον δρόμο για την πόλη, ώστε να μπορέσουν να εξαπολύσουν αιφνιδιαστική επίθεση. Η Κατρίν αρχίζει να χτυπάει το τύμπανό της για να ξυπνήσει τους κατοίκους της πόλης, να αποτρέψει την επίθεση και να σώσει τη μητέρα της. Τη σκοτώνουν.
Την αυγή, η Μάνα Κουράγιο επιστρέφει και σοκαρισμένη βρίσκει την κόρη της άψυχη. Αφού της τραγουδάει ένα σπαρακτικό νανούρισμα και ακολουθεί την ταφή της, η γυναίκα παίρνει την άμαξα και συνεχίζει μόνη το ταξίδι της.[6]
Κύριοι χαρακτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άννα Φίρλινγκ (Μάνα Κουράγιο): Η κεντρική ηρωίδα. Μια γυναίκα σκληραγωγημένη από τον πόλεμο, ενσαρκώνει τον διττό ρόλο της αδίστακτης επιχειρηματία και της προστατευτικής μητέρας. Βρήκε έναν τρόπο να ξεφύγει από τη φτώχεια ακολουθώντας τον στρατό κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, πουλώντας τρόφιμα και διάφορα είδη. Καταφέρνει να επωφεληθεί από τον πόλεμο, ο οποίος κάνει τα αγαθά της περιζήτητα και απαραίτητα. Ακούγεται να λέει ότι σχεδόν εύχεται να συνεχιζόταν ο πόλεμος για να μπορέσει να συνεχίσει να πλουτίζει. Η προσκόλλησή της στο κέρδος θα της κοστίσει τη ζωή των τριών παιδιών της, τονίζοντας ένα από τα θέματα του έργου: ότι οι φτωχοί σε περιόδους πολέμου, στον αγώνα τους για επιβίωση, τείνουν να βλέπουν τα υλικά αγαθά πιο σημαντικά από τα συναισθήματα και τις σχέσεις με την οικογένεια. Δεν μαθαίνει τίποτε από τα βάσανά της: αν και χάνει τα παιδιά της στον πόλεμο, ως επιχειρηματίας τον προτιμά από την ειρήνη. Η Άννα αποτελεί παράδειγμα της τεχνικής της αποστασιοποίησης στο επικό θέατρο του Μπρεχτ: το κοινό δεν ταυτίζεται μαζί της, αλλά διαμορφώνει τη δική του γνώμη.[4]
Άιλιφ: ο μεγαλύτερος γιος, που στρατολογείται στην πρώτη πράξη. Ένας βίαιος νεαρός, κατάλληλος για στρατιωτική θητεία, θα διακριθεί στο πεδίο της μάχης με τις «ηρωικές» του πράξεις (σκοτώνει αγρότες και κλέβει ζώα), που θεωρούνται φυσιολογικές σε καιρό πολέμου, όπου επιβιώνουν μόνο οι πιο βίαιοι. Πεθαίνει σε μια ανακωχή του πολέμου, καταδικασμένος για πράξεις που δεν θεωρούνταν εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά τιμωρούνται ξανά σε καιρό ειρήνης.
Σβάιζερκας: ο δεύτερος γιος, το όνομά του σημαίνει ελβετικό τυρί και σε ελληνικές παραστάσεις συχνά αποκαλείται Έμενταλ. Η μητέρα του τον θεωρούσε έντιμο, αφελή και όχι πολύ έξυπνο. Κι αυτός κατατάσσεται στον προτεσταντικό στρατό και πεθαίνει αιχμάλωτος του καθολικού στρατού.
Κατρίν: η μικρότερη κόρη, που είναι μουγκή και στη συνέχεια παραμορφωμένη από τον πόλεμο. Θεωρείται από πολλούς κριτικούς η μοναδική ηρωίδα του έργου επειδή θυσιάζεται για να σώσει ένα ολόκληρο χωριό από μια αιφνιδιαστική επίθεση. Είναι ο μόνος χαρακτήρας που έχει αγνή καρδιά αλλά είναι ανίκανη να εκφραστεί, σχεδόν σαν να υπονοεί ότι σε περιόδους πολέμου, η καλοσύνη και ο αλτρουισμός επισκιάζονται από όλες τις φρικαλεότητες και τα δεινά που φέρνει ο πόλεμος.
Εφημέριος: εκπροσωπεί μια κατηγορία φοβισμένων ανθρώπων, που ενδιαφέρονται μόνο για την επιβίωση και τα συμφέροντά τους, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θυσιάσουν την τιμή τους για να επιβιώσουν.[7]
Υποδοχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που το έργο δεν ανταποκρινόταν στην αισθητική και ιδεολογική έννοια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής και στη μετέπειτα Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία αλλά και στη Δύση. Τέσσερις θεατρικές παραγωγές ανέβηκαν στην Ελβετία και τη Γερμανία από το 1941 έως το 1952, με τις τρεις τελευταίες να επιβλέπονται από τον Μπρεχτ, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ανατολική Γερμανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι το 1954 και στο Λονδίνο δύο χρόνια αργότερα. Πλέον θεωρείται από τα σπουδαιότερα θεατρικά έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και ίσως το σημαντικότερο αντιπολεμικό έργο όλων των εποχών. Παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές μέχρι σήμερα.[3]
Διασκευές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το 1961 το θεατρικό έργο διασκευάστηκε σε γερμανική ταινία με τον ίδιο τίτλο, με πρωταγωνίστρια τη Χελένα Βάιγκελ, χήρα του Μπρεχτ και κορυφαία ηθοποιό.[8]
Μεταφράσεις στα ελληνικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . «inhaltsangabe.de/brecht/mutter-courage-und-ihre-kinder/».
- ↑ . «librofilo.blogspot.com/2017/Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος».
- 1 2 . «n-t.gr/el/events/manakouragio».
- 1 2 . «getabstract.com/de/zusammenfassung/mutter-courage-und-ihre-kinder».
- ↑ . «getabstract.com/de/zusammenfassung/mutter-courage-und-ihre-kinder».
- ↑ . «studysmarter.de/schule/deutsch/drama/mutter-courage-und-ihre-kinder/».
- ↑ . «xlibris.de/Autoren/Brecht/Kurzinhalt/mutter courage und ihre kinder».
- ↑ . «imdb.com/de/title/Mutter Courage und ihre Kinder/1961».
- ↑ . «politeianet.gr/el/products/bertolt-brext-biblia-upsilon-h-mana-kouragio-kai-ta-paidia-ths-ena-xroniko-apo-ton-triakodaeth-polemo».
- ↑ . «politeianet.gr/el/products/bertolt-brext-ekdotikh-kapa-h-mana-kouragio-kai-ta-paidia-ths».