Η Κυρία με την Ερμίνα (Ντα Βίντσι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Κυρία με την Ερμίνα
ΟνομασίαΗ Κυρία με την Ερμίνα
ΔημιουργόςΛεονάρντο ντα Βίντσι
Έτος δημιουργίας1489–1491
ΕίδοςΕλαιογραφία σε πάνελ καρυδιάς
Ύψος54
Πλάτος39
Διαστάσειςεκ.
ΠόληΚρακοβία, Πολωνία
ΜουσείοΜουσείο Τσαρτορίσκι
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα
Λεπτομέρεια.
Λεπτομέρεια.
η ζωγραφική
Θέση του πίνακα στο μουσείο.

Η Κυρία με την ερμίνα είναι πίνακας προσωπογραφίας που αποδίδεται ευρέως στον Ιταλό καλλιτέχνη της Αναγέννησης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Χρονολογείται περίπου στο 1489–1491, το έργο είναι ελαιογραφία ένα πάνελ από ξύλο καρυδιάς. Το θέμα του είναι η Τσετσίλια Γκαλεράνι, ερωμένη του Λουδοβίκου Σφόρτσα ("Il Moro"), δούκα του Μιλάνου. Ο Λεονάρντο ήταν ζωγράφος στην αυλή του Σφόρτσα στο Μιλάνο την εποχή της εκτέλεσής του. Είναι το δεύτερο από τα τέσσερα μόνο σωζόμενα πορτρέτα γυναικών που ζωγράφισε ο Λεονάρντο, με τα άλλα να είναι τα Ginevra de' Benci, La Belle Ferronnière και Μόνα Λίζα.

Ο πίνακας στεγάζεται τώρα στο Μουσείο Τσαρτορίσκι στην Κρακοβία και είναι ένας από τους εθνικούς θησαυρούς της Πολωνίας.[1] Αποτελεί μέρος της Συλλογής του Πρίγκιπα Τσαρτορίσκι, η οποία πουλήθηκε για 100 εκατομμύρια ευρώ στις 29 Δεκεμβρίου 2016 στην πολωνική κυβέρνηση από το Ίδρυμα του Πρίγκιπα Τσαρτορίσκι, εκπροσωπούμενο από τον Άνταμ Κάρολ Τσαρτορίσκι, τον τελευταίο άμεσο απόγονο της Ιζαμπέλα Τσαρτορίσκα και του Άνταμ Γέζι Τσαρτορίσκι, ο οποίος έφερε τον πίνακα στην Πολωνία από την Ιταλία το 1798.[2][3][4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για έναν από τους πίνακες σύμβολο του εξαιρετικού καλλιτεχνικού επιπέδου στο οποίο έφτασε ο Λεονάρντο κατά την πρώτη περίοδο της διαμονής του στο Μιλάνο, μεταξύ 1482 και 1499. Το έργο, του οποίου οι συνθήκες ανάθεσης στον καλλιτέχνη είναι άγνωστες, χρονολογείται λίγο μετά το 1488, όταν ο Λουδοβίκος Σφόρτσα έλαβε από τον βασιλιά της Νάπολης τον αριστοκρατικό τίτλο του ιππότη στο Τάγμα της Ερμίνας. 

Η ταύτιση του πορτρέτου με τη νεαρή ερωμένη του Σφόρτσα, Τσετσίλια Γκαλεράνι, βασίζεται στην έμμεση αναφορά που θα μπορούσε να εκπροσωπεί για ακόμα μια φορά το ζώο: η ερμίνα πράγματι, εκτός από σύμβολο αγνότητας και τιμιότητας, στα ελληνικά λέγεται και γαλή πράγμα το οποίο θα παρέπεμπε στο επώνυμο της κοπέλας. Και όπως σημείωσε και ο ίδιος ο Λεονάρντο «προτιμά να πιαστεί από τους κυνηγούς παρά να κηλιδώσει την αγνότητά της, δηλαδή τη λευκή της γούνα, προσπαθώντας να ξεφύγει από την λασπωμένη της φωλιά».

Η μη αυθεντική επιγραφή («ΛΑ ΜΠΕΛ ΦΕΡΡΟΝΙΕΡ/ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ») έκανε μερικούς να υποθέσουν ότι το πορτρέτο απεικονίζει την Μαντάμ Φερρόν, ερωμένη του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας, υπόθεση που σήμερα έχει ξεπεραστεί.

Υπάρχει επίσης μια εκδοχή, μια ερμηνεία όχι και τόσο αποδεκτή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα, για να γίνει κατανοητή η πολυπλοκότητα των απόψεων που προκάλεσε το πορτρέτο, σύμφωνα με την οποία το έργο υποτίθεται ότι είναι η αναφορά της συνωμοσίας ενάντια στον Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα. Η Αικατερίνη Σφόρτσα (1463 - 28 Μαΐου 1509) ήταν κόρη του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, μέλος της ηγετικής οικογένειας των Σφόρτσα του Μιλάνου, με το περιδέραιο από μαύρα μαργαριτάρια στο λαιμό της να παραπέμπουν στο πένθος, και την ερμίνα ως υπενθύμιση του οικόσημου του Τζοβάννι Αντρέα Λαμπουνιάνι, πληρωμένου δολοφόνου του Σφόρτσα το 1476

Ο πίνακας, μαζί με το Πορτρέτο Μουσικού και την λεγόμενη Μπελ Φερρονιέρ του Μουσείου του Λούβρου, ανανέωσε βαθύτατα το καλλιτεχνικό περιβάλλον του Μιλάνου και ανέβασε πιο ψηλά την ποιότητα της τοπικής παράδοσης των πορτρέτων. Σχετικά με το έργο είναι γνωστό ότι είχε σύντομα αξιοσημείωτη επιτυχία∙ απαθανατίστηκε από ένα σονέτο του Μπερνάρντο Μπελλιντσόνι (XLV) και παρουσιάστηκε από την ίδια την Τσετσίλια στη μαρκησία της Μάντοβα, Ιζαμπέλλα ντ' Έστε, που προσπάθησε με την σειρά της να αποκτήσει ένα πορτρέτο της από τον Λεονάρντο, όμως χωρίς επιτυχία (διασώζεται μονάχα ένα προσχέδιο (cartone= χαρτόνι,) στο Λούβρο). 

Τα ίχνη του πίνακα στους προσεχείς αιώνες είναι πιο συγκεχυμένα. Καθώς λησμονήθηκε η απόδοσή του στον Λεονάρντο, το έργο αποδόθηκε ξανά στον δάσκαλο μόνο στο τέλος του 18ου αιώνα. Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το έκρυψαν στα υπόγεια του Κάστρου Βάβελ, όπου βρέθηκε από τους Ναζί που είχαν εισβάλλει στην Πολωνία. Όταν ξαναβρέθηκε έφερε στην κατώτερη δεξιά γωνία ένα αποτύπωμα τακουνιού, πράγμα το οποίο επιδιορθώθηκε με αποκατάσταση. 

Περιγραφή και στυλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το έργο το πρότυπο της προσωπογραφίας του 15ου αιώνα, με τη μορφή να εικονίζεται ως τη μέση και στα τρία τέταρτα, είχε ξεπεραστεί από τον Λεονάρντο, που επινόησε μια διπλή περιστροφή, με το μπούστο στραμμένο στα αριστερά και το κεφάλι στα δεξιά. Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην οπτική γωνία της Τσετσίλια και της ερμίνας. Το ζώο μοιάζει πράγματι να ταυτίζεται με την κοπέλα, εξ’ αιτίας μια λεπτής γραμμής κοινών σημείων και εξ αιτίας των βλεμμάτων τους, που είναι έντονα και την ίδια στιγμή ειλικρινή. Η λεπτή σιλουέτα της Τσετσίλια αντανακλάται αρμονικά στο ζώο.

Η νεαρή αριστοκράτισσα φαίνεται στραμμένη σαν να παρακολουθεί κάποιον που έρχεται στο δωμάτιο, και την ίδια στιγμή έχει την επίσημη αταραξία ενός αρχαίου αγάλματος. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο πλανάται στα χείλη της: για να εκφράσει ένα συναίσθημα ο Λεονάρντο προτιμούσε να το υπαινίσσεται την συγκίνηση παρά να την καθιστά εμφανή. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο χέρι, που λούζεται στο φως, με τα μακριά και κομψά δάχτυλα που χαϊδεύουν το ζώο, μαρτυρώντας την λεπτότητα και την χάρη της κοπέλας. Το ντύσιμο της κοπέλας είναι εξαιρετικά φροντισμένο, όμως όχι υπερβολικά επιδεικτικό, εξαιτίας της έλλειψης κοσμημάτων, εκτός από το μακρύ περιδέραιο με μαύρα μαργαριτάρια. Όπως συνηθιζόταν στα ενδύματα της εποχής, τα μανίκια είναι τα πιο περίτεχνα σημεία, σε αυτή την περίπτωση με δύο διαφορετικά χρώματα, στολισμένα με κορδέλες, που κατά περίπτωση μπορούσαν να λυθούν και να αντικατασταθούν (ένα φόρεμα μπορούσε να φορεθεί με διάφορα μανίκια ανάλογα με την περίσταση και την ώρα της ημέρας). Μια μαύρη ταινία στο μέτωπο κρατά σταθερό το πέπλο που έχει ίδιο χρώμα με τα μαζεμένα μαλλιά της. 

Το φόντο είναι σκούρο, όμως από την ανάλυση ακτίνων-Χ διαφαίνεται ότι πίσω από τον αριστερό ώμο της νέας υπήρχε αρχικά ζωγραφισμένο ένα παράθυρο. 

Η ερμίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ερμίνα είναι ζωγραφισμένη με ακρίβεια και ζωντάνια. Σε μία ανάλυση της μορφολογίας του ζώου όμως αυτό μοιάζει περισσότερο με νυφίτσα. Ίσως ο Λεονάρντο, πάντα ερευνητής της φύσης, να εμπνεύστηκε από κάποιο παγιδευμένο ζώο, απομακρυνόμενος από την καθόλα πιο ρεαλιστική εικονογραφική παράδοση (για παράδειγμα μπορεί κανείς να δει μια ερμίνα στην Προσωπογραφία ενός ιππότη του Βιττόρε Καρπάτσο, που χρονολογείται περίπου στο 1510). Εξάλλου, η ερμίνα είναι ένα άγριο ζώο που δαγκώνει και δύσκολα εξημερώνεται, κατά συνέπεια θα ήταν πολύ δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο, αντιθέτως η νυφίτσα που μπορεί να εξημερωθεί σχεδόν όπως η γάτα, καθώς επίσης ήταν σχετικά εύκολο να βρεθεί στην λομβαρδική εξοχή της εποχής. Με δεδομένο επίσης ότι η ερμίνα έχει κατά πολύ μικρότερες διαστάσεις, ξεπερνώντας σπάνια μόλις τα 30 εκ., ενώ η νυφίτσα στον πίνακα, υπολογίζεται με το μάτι να έχει διαστάσεις μεταξύ 40 και 60 εκ.

Το σονέτο του Μπερνάρντο Μπελιντσόνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Σχετικά με το ποτρέτο της Μαντόνα Τσετσίλια, που έκανε ο Λεονάρντο»

Τι σε θυμώνει; Ποιον ζηλεύεις Μητέρα Φύση ;

Τον Βίντσι που ζωγράφισε ένα δικό σου αστέρι:

την Τσετσίλια! Μα ναι πανέμορφη είναι αυτό το μεσημέρι,

 που μπρος στα όμορφά της μάτια ο ήλιος μοιάζει να ’χει σβήσει 
 Η τιμή είναι δική σου, μα με δική του πινελιά Μοιάζει να ακούει μα σωπαίνει 
Φαντάσου όσο θα ζωντανεύει και θα ομορφαίνει Τόσο εσένα θα δοξάζει κάθε μελλοντική γενιά.
Να ευχαριστήσεις λοιπόν το Λουδοβίκο πρέπει

Και την ευφυΐα και του Λεονάρντο την πινελιά,

Που θέλει στους επόμενους από εσένα να ζήσει.
Όποιος έτσι θα την δει, αν και σε ύστερη γενιά, -καθώς τη βλέπει ολοζώντανη, θα πει: για εμάς φτάνει 
Να καταλάβουμε τώρα τι είναι η τέχνη και φύση. (1493)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Da Vinci's Lady with an Ermine among Poland's "Treasures" – Event – Culture.pl». Culture.pl. Υπουργείο Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2017. 
  2. Berendt, Joanna (29 Δεκεμβρίου 2016). «Poland Buys Czartoryski Family Art Collection». New York Times. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2019. 
  3. «Leonardo da Vinci, "Dama z gronostajem"». Εθνικό Μουσείο της Κρακοβίας (στα Πολωνικά). 2017. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2017. 
  4. «Dlaczego warto było zapłacić 100 mln euro za kolekcję z "Damą z gronostajem"». Forbes.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2020. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλία

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Collinsworth, Eden (2022). What the Ermine Saw: The Extraordinary Journey of Leonardo Da Vinci's Most Mysterious Portrait (στα Αγγλικά). Νέα Υόρκη: Doubleday Books. ISBN 9780385546119. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]