Ευστάθιος Αργυρός (στρατηγός του Λέοντα ΣΤ΄)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ευστάθιος Αργυρός (στρατηγός του Λέοντα ΣΤ΄)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας[1]
Θάνατος910 (περίπου)[2]
Αιτία θανάτουδηλητήριο
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΛέων Αργυρός
Πόθος Αργυρός (Δομέστικος των Σχολών)
ΓονείςΛέων Αργυρός (9ος αι.)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρωτοστράτωρ

Ο Ευστάθιος Αργυρός (απεβ. π. 910) ήταν Βυζαντινός αριστοκράτης και ένας από τους πιο εξέχοντες στρατηγούς υπό τον Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (βασ. 886–912). Το πρώτο μέλος της οικογένειας των Αργυρών που ανέβηκε σε υψηλά αξιώματα, πολέμησε με διάκριση κατά των Αράβων στα ανατολικά, πριν ντροπιαστεί περί το 907, πιθανώς σε σχέση με τη φυγή τού Ανδρόνικου Δούκα στους Άραβες. Αποκαταστάθηκε αμέσως μετά, διορίστηκε στρατηγός του θέματος Χαρσιανόν, από το οποίο επόπτευε την εγκατάσταση των Αρμενίων αρχόντων ως φυλάκων κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας. Προήχθη σε διοικητή της βίγλας (αυτοκρατορικής σωματοφυλακής) στα τέλη του 908, έπεσε πάλι σε δυσμένεια λίγο αργότερα και απεβίωσε από δηλητήριο (προφανώς αυτοκτονία) στον δρόμο του προς τα κτήματά του.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος του τουρμάρχη Λέοντος Αργυρού, τού ιδρυτή της οικογένειας των ευγενών Αργυρών. [3] [4]

Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του ή πριν από την αλλαγή τού 10ου αι., αν και μπορεί να βρισκόταν στην αυτοκρατορική υπηρεσία ήδη από το 866, όταν ένας ομώνυμος καταγράφεται ως πρωτοστράτωρ τού Καίσαρα Βάρδα σε σχέση με τη δολοφονία τού τελευταίου στις 21 Απριλίου. [4] [5] [6] Οι Βυζαντινοί ιστορικοί επαινούν τον Ευστάθιο Αργυρό ως έξυπνο, γενναίο, συνετό και δίκαιο άνθρωπο και τον θεωρούν, μαζί με τον Ανδρόνικο Δούκα, ως τον καλύτερο από τους στρατηγούς του Λέοντα ΣΤ΄. [7] [8] Οι ιστορικοί Jean-Claude Cheynet και Jean-François Vannier, ειδικοί στη βυζαντινή βιογραφία, τον θεωρούν «τον αληθινό ιδρυτή της δόξας της οικογένειας». [5]

Χάρτης της αραβο-βυζαντινής συνοριακής ζώνης

Αν και μερικές φορές ταυτίζεται με ναύαρχο, που δραστηριοποιείται περί το 902–904 (βλ. παρακάτω), η ζωή του μαρτυρείται με ασφάλεια μόνο μετά το 904. [5] [6] Αυτή τη στιγμή, προφανώς μετά από μία διαδοχή —άγνωστων— στρατιωτικών διοικητών, ο Ευστάθιος είχε φτάσει, σύμφωνα με τον Συνεχιστή τού Θεοφάνη, στον βαθμό τού πατρίκιου και υποστράτηγου τού Ανατολικού Θέματος. Η σημασία τού όρου «υποστράτηγος» έχει συζητηθεί: κανονικά θα όριζε τον δεύτερο στη διοίκηση μετά τον στρατηγό (το στρατιωτικό κυβερνήτη ενός θέματος), αλλά ο Βάνιερ πρότεινε ότι λόγω τού υψηλού τίτλου τού πατρίκιου, ο Αργυρός ήταν στην πραγματικότητα ο στρατηγός. [4] [5] [6] Ο Συνεχιστής τού Θεοφάνη εξυμνεί περαιτέρω τον Αργυρό και αναφέρει ότι σημείωσε αρκετές επιτυχίες εναντίον των Αράβων στα ανατολικά, πιθανότατα μία αναφορά στη μεγάλη βυζαντινή νίκη επί των Αράβων της Ταρσού και της Μοψουεστίας στη Γερμανίκεια τον Δεκέμβριο του 904, υπό τη γενική διοίκηση του Ανδρόνικου Δούκα. [4] [5] Στη συνέχεια έπεσε σε ατιμία και εξορίστηκε. Αν και δεν παρέχονται λεπτομέρειες ή λόγοι για την εξορία του, αυτό έχει ερμηνευτεί από τους σύγχρονους μελετητές ότι συνδέεται με την αποτυχημένη εξέγερση και τη φυγή τού Ανδρόνικου Δούκα στους Άραβες το 906-907. Ο Ευστάθιος αποκαταστάθηκε αμέσως μετά. Αν όντως η ντροπή του σχετιζόταν με τη φυγή τού Ανδρόνικου Δούκα, αυτό συνέβη πιθανότατα το 907/8, όταν ο γιος του Ανδρόνικου Δούκα, ο Κωνσταντίνος, δραπέτευσε από την αραβική εξορία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τού χάρισε χάρη ο Αυτοκράτορας Λέων. [5] [7] [8]

Στη συνέχεια ο Ευστάθιος διορίστηκε ως στρατηγός τού συνοριακού θέματος Χαρσιανό, θέση σημαντικά κατώτερη σε βαθμό από εκείνη των Ανατολικών, που είχε προηγουμένως. [5] Η οικογένεια Αργυρών όμως είχε ισχυρούς δεσμούς με το Χαρσιανό, από το οποίο καταγόταν. [9] Εκεί έλαβε την επιστροφή στην αυτοκρατορική υπηρεσία αρκετών Αρμενίων αρχόντων, του Μελία, των τριών αδελφών Μπαασάκιου, Κρηγορίκιου και Παζούνη, και Ισμαήλ, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν ως φύλακες κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας. [4] [5] [10] Από αυτούς, ιδιαίτερα ο Μελίας θα γίνει ο ιδρυτής τού θέματος της Λυκανδού και ένας από τους κύριους Βυζαντινούς ηγέτες στους πολέμους κατά των Αράβων τα επόμενα 30 χρόνια. [11]

Στα τέλη τού 908 ο Ευστάθιος Αργυρός προήχθη στον βαθμό τού μάγιστρου —την ανώτατη αυλική διάκριση, που είναι ανοιχτή σε κάποιον, που δεν είναι μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας— και στη θέση του Δρουγγάριου της Βίγλας, δηλαδή διοικητή της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής, και αντικαταστάθηκε ως στρατηγός του Χαρσιανών από τον Κωνσταντίνο Δούκα. [4] [3] Περίπου ένα χρόνο αργότερα, έπεσε ξανά υπό την υποψία τού Λέοντα ΣΤ΄ και διατάχθηκε να επιστρέψει στα κτήματα της οικογένειάς του στο Χαρσιανό. Και πάλι ο λόγος είναι άγνωστος. Ίσως, σύμφωνα με τον Cheynet και τον Vannier, ήταν αποτέλεσμα της αναξιοπιστίας των Αρμενίων αρχόντων, που είχαν γίνει δεκτοί στην Αυτοκρατορία, οι οποίοι συχνά πήγαιναν στους Άραβες. [4] [12] Στον δρόμο απεβίωσε, αφού πήρε δηλητήριο από έναν από τους υπηρέτες του και τάφηκε στο Σπυνίν, την κορυφή του όρους Αράν. [4] [10] [12] Ενώ ο ιστορικός Romilly-James-Heald Jenkins έχει προτείνει ότι η δηλητηρίαση τού Αργυρού έγινε μέσω ενός πράκτορα τού ισχυρού και δόλιου ευνούχου της αυλής Σαμονά, το πιθανότερο ήταν ότι ήταν αυτοκτονία. [8] Οι δύο γιοι του, ο Πόθος και ο Λέων, που υπηρέτησαν στο παλάτι ως μαγκλαβίτες (προσωπικοί σωματοφύλακες τού Αυτοκράτορα), κανόνισαν να μεταφερθεί το σώμα τού πατέρα τους για ταφή στο μοναστήρι της Αγίας Ελισάβετ στην περιοχή Χαρσιανού, που ίδρυσε ο πατέρας τού Ευστάθιου. [4] [10] [12]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γιοι τού Ευσταθίου, Πόθος και Λέων, θα κατείχαν ανώτερες στρατιωτικές διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένης της θέσης τού Δομέστικου των Σχολών (αρχηγού τού στρατού). [10] [3] Ένας άλλος γιος, ο Ρωμανός, είναι γνωστός μόνο από τη συμμετοχή του στη μάχη τού Αχελώου το 917. [13] Ο Λέων Αργυρός νυμφεύτηκε μία κόρη τού Αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού (βασ. 920–944), και πιθανότατα ήταν ο παππούς ή προπάππους τού Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (βασ. 1028–1034). [14]

Ταυτίζεται με τον ομώνυμο ναύαρχο;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί σύγχρονοι μελετητές όπως ο R.J.H. Jenkins (Η διαφυγή του Σαμονά), ο R.H. Dolley (Ο μέγας δούκας Ευστάθιος Αργυρός και η προδοσία της Ταορμίνας στους Αφρικανούς Άραβες το 902 ) και ο Ekkehard Eickhoff (Θαλάσσιος πόλεμος και θαλάσσια πολιτική μεταξύ του Ισλάμ και του Αμπεντάθιου) ταυτίζουν τον Ευστάθιο Αργυρό με τον σύγχρονο ναύαρχο Ευστάθιο, που δραστηριοποιήθηκε στα χρόνια πριν το 904, κυρίως λόγω της αναφοράς τού ιστορικού τού 11ου αι. Ιωάννη Σκυλίτζη ότι ο Αργυρός ακολούθησε σταδιοδρομία στο στρατό, καθώς και στον στόλο. Αυτή η ταύτιση απορρίπτεται από άλλους μελετητές όπως ο J.-F. Vannier (Βυζαντινές οικογένειες: οι Αργυροί (9ος–12ος αι.)) και R. Guilland (Έρευνα για τα βυζαντινά ιδρύματα). Περαιτέρω, ο ναύαρχος έχει το επίθετο «Αργυρός» σε ορισμένα σύγχρονα έργα, που τον ξεχωρίζουν από τον στρατηγό, ενώ άλλα απορρίπτουν το επώνυμο εντελώς. Σύμφωνα με την Προσωπογραφίες της μεσοβυζαντινής περιόδου, «δεν μπορεί πλέον να ληφθεί οριστική απόφαση», και το κύριο επιχείρημα για τα δύο διαφορετικά πρόσωπα είναι η ασυμβατότητα της σταδιοδρομίας τους: ο ναύαρχος Ευστάθιος βίωσε επίσης μία ταραχώδη σταδιοδρομία με κατηγορίες για προδοσία, αποκατάσταση., και ανανέωσε τη δυσμένεια, και είναι απίθανο σε έναν τέτοιο άνθρωπο να ανατίθονταν ξανά ανώτερες θέσεις. [4]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Cheynet, J.-C.; Vannier, J.-F. (2003). «Les Argyroi» (στα γαλλικά). Zbornik Radova Vizantološkog Instituta 40: 57–90. doi:10.2298/ZRVI0340057C. ISSN 0584-9888. 
  • Guilland, Rodolphe (1957). «Les patrices byzantins sous le règne de Constantin VII Porphyrogénète (913–959)» (στα γαλλικά). Studi Bizantini e Neoellenici (Rome) 9: 188–221. 
  • Guilland, Rodolphe (1967). "Le Drongaire et le Grand drongaire de la Veille". Recherches sur les institutions byzantines [Studies on the Byzantine Institutions]. Berliner byzantinische Arbeiten 35 (in French). Vol. I. Berlin and Amsterdam: Akademie-Verlag & Adolf M. Hakkert. pp. 563–587. OCLC 878894516.
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften.
  • Tougher, Shaun (1997). The Reign of Leo VI (886-912): Politics and People. Leiden: Brill. ISBN 978-9-00-410811-0. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  3. 3,0 3,1 3,2 Cheynet & Vannier 2003.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 PmbZ.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 Cheynet & Vannier 2003, σελ. 59.
  6. 6,0 6,1 6,2 Tougher 1997, σελ. 210.
  7. 7,0 7,1 Guilland 1967.
  8. 8,0 8,1 8,2 Tougher 1997.
  9. Cheynet & Vannier 2003, σελ. 58.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Tougher 1997, σελ. 211.
  11. Guilland 1957.
  12. 12,0 12,1 12,2 Cheynet & Vannier 2003, σελ. 60.
  13. Cheynet & Vannier 2003, σελ. 62.
  14. Guilland 1957, σελ. 189.