Ευστάθιος Αργυρός (ναύαρχος του Λέοντα ΣΤ΄)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ευστάθιος Αργυρός (ναύαρχος επί Λέοντα ΣΤ΄)
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας[1]
Θάνατος10ος αιώνας[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμοναχός
Περίοδος ακμής894 - 904
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΔρουγγάριος[3]

Ο Ευστάθιος Αργυρός ήταν Βυζαντινός μέγας δουξ (ναύαρχος) υπό τον Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (βασ. 886–912).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοεμφανίζεται κατά το ξεκίνημα τού πολέμου με τη Βουλγαρία το 894, υπό τη γενική διοίκηση τού Νικηφόρου Φωκά τού Πρεσβύτερου. Εκείνη την εποχή, ήταν ήδη πατρίκιος και αρχηγός τού αυτοκρατορικού στόλου (δρουνγκάριος του πλωίμου) και στάλθηκε στον Δούναβη για να διαπεράσει τους συμμάχους Μαγυάρους και να ασκήσει πίεση στη Βουλγαρία από τα μετόπισθεν. Η στρατηγική λειτούργησε και ο τσάρος Συμεών Α΄ ζήτησε ειρήνη. Μόλις όμως οι Βυζαντινοί αποχώρησαν για να γίνουν διαπραγματεύσεις, ο Συμεών Α΄ απώθησε τους Μαγυάρους και ανανέωσε τον πόλεμο με το Βυζάντιο. [4] [5] [6]

Το 902 ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός είχε στείλει στόλο υπό τον Ευστάθιο για να βοηθήσει την Ταορμίνα στη Σικελία, η οποία απειλείτο από τους Άραβες. Η πόλη έπεσε την 1η Αυγούστου 902 και κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Ευστάθιος και ο διοικητής της φρουράς της πόλης, Κωνσταντίνος Καραμάλλος, κατηγορήθηκαν από τον διοικητή Μιχαήλ Χαρακτό για ακραία αμέλεια, ακόμη και για προδοσία. Και οι δύο αντιμετώπισαν την εκτέλεση, αλλά σώθηκαν με την παρέμβαση τού Πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικού. Ο Ευστάθιος περιορίστηκε στη Μονή Στουδίου. [4] [6] [7] Η φύση της «προδοσίας» τού Ευστάθιου είναι ασαφής από τις πηγές, και το όλο επεισόδιο περιπλέκεται από το γεγονός, ότι καμία πηγή δεν αναφέρει ρητά την παρουσία του στη Σικελία ή στη νότια Ιταλία. Οι σύγχρονοι μελετητές υποθέτουν, ότι η αναχώρηση τού στόλου καθυστέρησε μοιραία, ίσως, όπως ισχυρίζεται ο Συνεχιστής τού Θεοφάνη, επειδή ο ίδιος ο Αυτοκράτορας χρησιμοποίησε τους ναύτες του στην κατασκευή εκκλησιών. [6]

Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχία τού Ευστάθιου δεν μπορεί να ήταν πολύ σοβαρή, διότι μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 904, εμφανίζεται ξανά ως αρχηγός τού στόλου. [6] Τού ανέθεσαν και πάλι να αντιμετωπίσει τον Σαρακηνό στόλο τού Λέοντος της Τρίπολης, αλλά δίστασε να εμπλακεί σε ναυμαχία και επέτρεψε στους Σαρακηνούς να εισέλθουν στον Ελλήσποντο, σε κοντινή απόσταση από τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Λέων τον αντικατέστησε με τον Ιμέριο, αλλά και αυτός δεν μπόρεσε να αντιταχθεί αποτελεσματικά στους Σαρακηνούς, οι οποίοι συνέχισαν και λεηλάτησαν τη δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. [4] [6] [5]

Ταυτίζεται με τον ομώνυμο στρατηγό;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Romilly-James-Heald Jenkins (Η διαφυγή τού Σαμώνα),ο R.H. Dolley (Ο δρουγγάριος τού πλωίμου Ευστάθιος Αργυρός και η προδοσία της Ταορμίνας στους Αφρικανούς Άραβες το 902) και ο Ekkehard Eickhoff (Θαλάσσιος πόλεμος και θαλάσσια πολιτική μεταξύ Ισλάμ και Δύσης), θεωρούν ότι ο ναύαρχος Ευστάθιος ταυτίζεται με τον σύγχρονο στρατηγό Ευστάθιο Αργυρό, κυρίως λόγω της αναφοράς τού ιστορικού τού 11ου αι. Ιωάννη Σκυλίτζη, ότι ο τελευταίος ακολούθησε σταδιοδρομία στο στρατό καθώς και στον στόλο. Αυτή η ταύτιση απορρίπτεται από άλλους μελετητές, όπως ο J.-F. Vannier (Βυζανιτνές Οικογένειες: οι Αργυροί (9ος–12ος αι.)) και ο R. Guilland (Έρευνες για τους Βυζαντινούς θεσμούς). Περαιτέρω, ο ναύαρχος φέρει το επώνυμο «Αργυρός» ακόμη και σε ορισμένα σύγχρονα έργα, που τον διακρίνουν από το στρατηγό, ενώ άλλα απορρίπτουν πλήρως το επώνυμο. Σύμφωνα με την Προσωπογραφίες της μεσο-Βυζαντινής περιόδου, «δεν μπορεί πλέον να ληφθεί οριστική απόφαση», και το κύριο επιχείρημα για τα δύο διαφορετικά πρόσωπα είναι το ασυμβίβαστο της σταδιοδρομίας τους: όπως ο ναύαρχος, έτσι και ο στρατηγός Ευστάθιος Αργυρός γνώρισε μία ταραχώδη καριέρα με δυσμένεια και αποκατάσταση μετά το 904, κάτι που δύσκολα θα ήταν δυνατό αν είχε ήδη υποβιβαστεί δύο φορές. [6]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les institutions byzantines [Studies on the Byzantine Institutions]. Berliner byzantinische Arbeiten 35 (in French). Vol. I. Berlin and Amsterdam: Akademie-Verlag & Adolf M. Hakkert. OCLC 878894516.
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
  • Tougher, Shaun (1997). The Reign of Leo VI (886-912): Politics and People. Leiden: Brill. ISBN 978-9-00-410811-0. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  3. Ανακτήθηκε στις 8  Δεκεμβρίου 2021.
  4. 4,0 4,1 4,2 Guilland 1967, σελ. 537.
  5. 5,0 5,1 Tougher 1997.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 PmbZ.
  7. Tougher 1997, σελ. 212.