Ερνστ Λούμπιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ερνστ Λιούμπιτς)
Ερνστ Λούμπιτς
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ernst Lubitsch (Γερμανικά)
Γέννηση28 Ιανουαρίου 1892
Βερολίνο, Γερμανική ΑυτοκρατορίαCountry flag
Θάνατος30 Νοεμβρίου 1947 (55 ετών)
Χόλιγουντ, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, Ηνωμένες Πολιτείες ΑμερικήςCountry flag
Αιτία θανάτουέμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΦόρεστ Λόουν Μεμόριαλ Παρκ
ΕθνικότηταΓερμανός
Ιδιότητασκηνοθέτης κινηματογράφου, ηθοποιός, σεναριογράφος, παραγωγός ταινιών, συγγραφέας, μοντέρ, ηθοποιός ταινιών και σκηνοθέτης[1]
ΤέκναNicola Lubitsch
Είδος τέχνηςσκηνοθέτης
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ερνστ Λούμπιτς (γερμανικά: Ernst Lubitsch), (28 Ιανουαρίου 1892 - 30 Νοεμβρίου 1947)[2] ήταν Γερμανός, μετέπειτα πολιτογραφημένος Αμερικανός, σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Οι κωμωδίες του σατίριζαν τα κακώς κείμενα των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς και διάφορες εθνικές ομάδες, τον κατέστησαν ως έναν από τους πιο οξυδερκείς σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Αποκαλούνταν Ο Μάγος της Κωμωδίας και τα έργα του χαρακτηρίζονταν από το άγγιγμα του Λούμπιτς. Μερικές από τις σημαντικότερές του ταινίες είναι: Ερωτική Παρέλαση (The Love Parade, 1930), Φασαρία στον Παράδεισο (Trouble in paradise, 1932), Ερωτικές καντρίλιες (Design for loving, 1933), Νινότσκα (Ninotchka, 1939), Να ζει κανείς ή να μη ζει (To Be or Not to Be, 1942) και Ο ουρανός ας περιμένει (Heaven Can Wait, 1943). Ο σκηνοθέτης προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και το 1947 του απένειμαν Τιμητικό Όσκαρ[3].

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερνστ Λούμπιτς γεννήθηκε στο Βερολίνο και είχε ρωσοεβραϊκή καταγωγή. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών σπούδασε την τέχνη της υποκριτικής πλάι στον Μαξ Ράινχαρντ και αποτέλεσε μέλος του γερμανικού θεάτρου. Την επόμενη χρονιά γύρισε την πρώτη του ταινία ως ηθοποιός και μέχρι και το 1920 γύρισε 30 ταινίες. Έπειτα αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στη σκηνοθεσία. Το 1918 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία με τίτλο Die Augen der Mumie Ma και με πρωταγωνίστρια την Πόλα Νέγκρι. Την επόμενη χρονιά γύρισε τη Μαντάμ Ντυμπαρύ (Madame Du Barry, 1919) επίσης με τη Νέγκρι. Οι ταινίες του είχαν απήχηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα χρήματα τα οποία έβγαλε από την προβολή τους του έδωσαν τη δυνατότητα να κάνει την παραγωγή της ταινίας Η Γυναίκα του Φαραώ (Das Weib des Pharao, 1922), η οποία γνώρισε επιτυχία. Το 1922 ο σκηνοθέτης έφυγε από τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Χόλιγουντ όπου σκηνοθέτησε τη Μαίρη Πίκφορντ στην ταινία Ροζίτα, η Τραγουδίστρια του Δρόμου (Rosita, 1922), το οποίο γνώρισε καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Έπειτα υπέγραψε συμβόλαιο τριών χρόνων με τη Warner Bros. Το συμβόλαιο του εξασφάλιζε καλλιτεχνική ελευθερία και έλεγχο πάνω στο μοντάζ, αλλά οι ταινίες που γύρισε με το στούντιο δεν είχαν εμπορική επιτυχία. Στη συνέχεια υπέγραψε συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer. Έπειτα μετά την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο άρχισε να σκηνοθετεί μιούζικαλ όπως το Ερωτική Παρέλαση (The Love Parade, 1929) που επαινέθηκε από τους κριτικούς και του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Το 1932 γύρισε την ταινία Φασαρία στον Παράδεισο (Trouble in paradise, 1932) η οποία χαρακτηρίστηκε ανήθικη, λόγω του έντονου σεξουαλικού της θέματος και η λογοκρισία που ασκήθηκε από τον Κώδικα Χέιζ από εκείνη τη χρονιά κι έπειτα, η ταινία αποσύρθηκε και δεν ξαναπροβλήθηκε μέχρι και το 2003 που κυκλοφόρησε σε DVD. Την ίδια χρονιά γύρισε και τη μοναδική του δραματική ταινία Ο άνθρωπος που σκότωσα (Broken Lullaby, 1932) με τον Λάιονελ Μπάριμορ. Το 1935, ο Λούμπιτς έγινε διευθυντής παραγωγής της εταιρίας Paramount Pictures και τέσσερα χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε τη Γκρέτα Γκάρμπο στην ταινία Νινότσκα (Ninotchka, 1939) για λογαριασμό της Metro-Goldwyn-Mayer. Το σενάριο της ταινίας υπέγραψε ο άσημος ακόμα τότε Μπίλι Γουάιλντερ και ο Λούμπιτς έλαβε τη δεύτερή του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Ακολούθησαν οι ταινίες Να ζει κανείς ή να μη ζει (To Be or Not to Be, 1942) και Ο ουρανός ας περιμένει (Heaven Can Wait, 1943). Το 1945 ενώ γύριζε την ταινία A Royal Scandal (1945) αρρώστησε και αντικαταστήθηκε από τον Ότο Πρέμινγκερ. Γύρισε ακόμη δυο ταινίες: το Τολμηρός Εραστής (Cluny Brown, 1946) πριν βραβευτεί με τιμητικό βραβείο Όσκαρ το 1947. Την ίδια περίοδο ετοίμαζε την ταινία That Lady in Ermine (1947), αλλά πέθανε από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αντικαταστήθηκε για άλλη ακόμα φορά από τον Πρέμινγκερ[4]. Στην επιστροφή από την κηδεία του, ο Μπίλι Γουάιλντερ είπε στον Γουίλιαμ Γουάιλερ Λούμπιτς τέλος και ο Γουάιλερ του απάντησε: Ακόμη χειρότερα. Ταινίες του Λούμπιτς, τέλος. Ο Γουάιλντερ είχε μια επιγραφή πάνω από την πόρτα του γραφείου του που έγραφε Πώς θα το έκανε ο Λούμπιτς;.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.acmi.net.au/creators/19453.
  2. «Ernst Lubitsch zum 100. Geburtstag | Hans Helmut Prinzler». www.hhprinzler.de (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2018. 
  3. «The Official Academy Awards® Database». Academy of Motion Picture Arts and Sciences. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2014. 
  4. Obituary Variety, 3 Δεκεμβρίου 1947, σελίδα 55.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]