Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εποχή Σάκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νόμισμα του Δυτικού Σατράπη ηγεμόνα Νταμασένα. Η ημερομηνία κοπής, εδώ το έτος 153 (100-50-3 σε αριθμούς γραφής Βράχμι) τής εποχής Σάκα, επομένως το 231 μ.Χ., εμφανίζεται σαφώς πίσω από το κεφάλι τού βασιλιά.

Η εποχή Σάκα, Śaka, Śāka, είναι μία ιστορική ινδουιστική ημερολογιακή περίοδος (αρίθμηση ετών), η εποχή (το έτος μηδέν) τής οποίας αντιστοιχεί στο 78 μ.Χ. Η εποχή των Σακών χρησιμοποιεί ληγμένα, παρελθόντα ή πλήρη έτη, όπου πρέπει να έχει περάσει ένα έτος, πριν μπορέσει να μετρηθεί. Αυτό είναι παρόμοιο με τη δυτική μέθοδο προσδιορισμού τής ηλικίας ενός ατόμου, τού οποίου το πρώτο έτος πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν το άτομο αυτό πει ότι είναι ενός έτους. Το μη προσμετρημένο πρώτο έτος τής εποχής, αριθμείται ως έτος μηδέν. [1]

Η εποχή έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως σε διάφορες περιοχές της ινδικής υποηπείρου, καθώς και στη Νοτιοανατολική Ασία. Σύμφωνα με την κυβέρνηση της Ινδίας, αναφέρεται ως Εποχή Σαλιβαχάνα (Śālivāhana).

Μοχάρ τού βασιλιά Γκορχάλι Πρίθβι Nαραγιάν Σαχ χρονολογείται το έτος τής εποχής Σάκα 1685 (1763 μΧ).

Η προέλευση τής εποχής Σάκα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. [2] Υπάρχουν δύο συστήματα εποχής Σάκα σε επιστημονική χρήση, το ένα ονομάζεται Παλαιά Εποχή Σάκα, τής οποίας η εποχή είναι αβέβαιη, πιθανώς κάποια στιγμή στην 1η χιλιετία π.Χ., επειδή χρησιμοποιείται σε αρχαίες βουδιστικές και τζαϊνικές επιγραφές και κείμενα, αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των μελετητών. Το άλλο ονομάζεται Εποχή Σάκα τού 78 μ.Χ., ή απλώς Εποχή των Σακών, ένα σύστημα που είναι κοινό σε επιγραφικά στοιχεία από τη νότια Ινδία. Ένα παράλληλο σύστημα στη βόρεια Ινδία είναι η Εποχή τού Βικράμα, η οποία χρησιμοποιείται από το ημερολόγιο Βικράμι, που συνδέεται με τον Βικραμαντίτγια. [3]

Η αρχή τής εποχής Σάκα πλέον ταυτίζεται ευρέως με την άνοδο του Ινδοσκύθη βασιλιά Τσαστάνα το 78 μ.Χ. [4] [1] Οι επιγραφές του, που χρονολογούνται στα έτη 11 και 52, έχουν βρεθεί στο Aντάου της περιοχής Kουτς. Αυτά τα έτη ερμηνεύονται ως έτη Σάκα 11 (89 μ.Χ.) και 52 (130 μ.Χ.). [5] Μία προηγουμένως πιο κοινή άποψη ήταν, ότι η αρχή τής εποχής Σάκα αντιστοιχεί στην άνοδο τού Kανίσκα Α΄ το 78 μ.Χ. [2] Ωστόσο, η τελευταία έρευνα του Χένρυ Φαλκ έδειξε ότι ο Kανίσκα Α΄ ανέβηκε στον θρόνο το 127 μ.Χ. [6] Επιπλέον, ο Kανίσκα δεν ήταν Σάκα, αλλά ηγεμόνας των Kουσάν. [7] Άλλοι ιστορικοί υποψήφιοι περιλαμβάνουν ηγεμόνες όπως ο Βήμα Καδφίσης, ο Βονώνης Β΄ και ο Nαχαπάνα. [7]

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντινεστσάντρα Σιρκάρ, η ιστορικά ανακριβής έννοια της «εποχής Σαλιβαχάνα» φαίνεται να βασίζεται στη νίκη τού ηγεμόνα Σαταβαχάνα Γκαουταμιπούτρα Σατακάρνι επί ορισμένων βασιλέων Σακών (Δυτικών Σατραπών). Ο Σιρκάρ υποστήριξε επίσης ότι η σύνδεση τού βόρειου βασιλιά Βικραμαντίτγια με την εποχή Βικράμα μπορεί να οδήγησε τούς νότιους μελετητές να κατασκευάσουν έναν παρόμοιο μύθο. [8] Μία άλλη παρόμοια εκδοχή υποστηρίζει ότι ο αυτοκράτορας Σαλιβαχάνα, [9] [10] εγγονός τού θρυλικού αυτοκράτορα Βικραμαντίτγια, νίκησε τούς Σάκες το 78 μ.Χ., και η εποχή Σάκα σηματοδοτεί την ημέρα αυτής τής κατάκτησης. Αυτός ο μύθος έχει αναφερθεί στα γραπτά τού Βραχμαγκούπτα (7ος αι. μ.Χ.), του Αλ-Μπιρουνί (973–1048 μ.Χ.) και άλλων. Ωστόσο, είναι προφανώς μία κατασκευή. [2] Με την πάροδο τού χρόνου, η λέξη «Σάκα» έγινε γενική, και άρχισε να σημαίνει «μία εποχή». Έτσι, η εποχή έγινε γνωστή ως «Σαλιβαχάνα Σάκα». [11]

Οι πρώτοι γνωστοί χρήστες τής εποχής είναι οι Δυτικοί Σατράπες, οι Σάκες (Ινδοσκύθες) ηγεμόνες τής Οζηνής (Ουτζάιν). Από τη βασιλεία τού Ρουντρασίμχα Α΄ (178–197), κατέγραφαν την ημερομηνία κοπής των νομισμάτων τους στην εποχή των Σάκα, συνήθως γραμμένη στην εμπρόσθια όψη, πίσω από το κεφάλι τού βασιλιά με αρίθμηση Βράχμι.

Η χρήση τής ημερολογιακής εποχής επέζησε μέχρι την περίοδο των Γκούπτα, και έγινε μέρος τής ινδουιστικής παράδοσης μετά την παρακμή τού Βουδισμού στην ινδική υποήπειρο. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον 6ο έως τον 7ο αι., π.χ. στα έργα των Βαραχαμιχίρα και Βραχμαγκούπτα, και μέχρι τον 7ο αι. εμφανίζεται επίσης στις επιγραφές στην ινδουιστική Νοτιοανατολική Ασία.

Η ημερολογιακή εποχή παρέμεινε σε χρήση στην Ινδία και τη Νοτιοανατολική Ασία καθ' όλη τη μεσαιωνική περίοδο, με την κύρια εναλλακτική εποχή στην παραδοσιακή ινδουιστική χρονομέτρηση να είναι η εποχή Βικράμ Σαμβάτ (56 π.Χ.). Χρησιμοποιήθηκε από τις αυλές τής Ιάβας μέχρι το 1633, όταν αντικαταστάθηκε από το Έτος Ιάβας, ένα υβριδικό ιαβο-ισλαμικό σύστημα. [12] Συνεχίζει να χρησιμοποιείται στο ημερολόγιο Σάκα του Μπαλί. Υιοθετήθηκε ως η εποχή του ινδικού εθνικού ημερολογίου (γνωστού και ως "ημερολόγιο των Σακών") το 1957.

Η εποχή Σάκα είναι η εαρινή ισημερία του έτους 78 μ.Χ. Το έτος τού επίσημου ημερολογίου των Σακών συνδέεται με τη Γρηγοριανή ημερομηνία της 22ας Μαρτίου κάθε έτους, εκτός από τα Γρηγοριανά δίσεκτα έτη, όπου ξεκινά στις 21 Μαρτίου. Το Lunisolar Shalivaahana Saka συνεχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως στη Νότια και Δυτική Ινδία για πολλούς θρησκευτικούς και ορισμένους κοσμικούς σκοπούς, όπως η σπορά και η γεωργία.

  1. 1 2 Government of India (1955), «The Saka Era», Report of the Calendar Reform Committee, Council of Scientific and Industrial Research, New Delhi, σελ. 255–256, https://dspace.gipe.ac.in/xmlui/handle/10973/39692
  2. 1 2 3 Richard Salomon 1998, σελ. 182–184.
  3. Richard Salomon 1998, σελ. 181–183.
  4. Shailendra Bhandare (2006). «Numismatics and History: The Maurya-Gupta interlude in the Gangetic Plains». Στο: Patrick Olivelle, επιμ. Between the Empires : Society in India 300 BCE to 400 CE: Society in India 300 BCE to 400 CE. Oxford University Press. σελ. 69. ISBN 9780199775071.
  5. Adalbert J. Gail, επιμ. (2006). Script and Image: Papers on Art and Epigraphy. Motilal Banarsidass. σελ. 193. ISBN 9788120829442.
  6. Ladislav Stančo (2012). Greek Gods in the East. Karolinum Press. σελ. 18. ISBN 9788024620459.
  7. 1 2 Krishna Chandra Sagar (1992). Foreign Influence on Ancient India. Northern Book Centre. σελίδες 135–136. ISBN 9788172110284.
  8. D. C. Sircar (1965). Indian Epigraphy. Motilal Banarsidass. σελίδες 262–266. ISBN 9788120811669.
  9. kamlesh kapur (2010). History of Ancient India. Sterling Publishers Pvt Ltd. σελ. 321. ISBN 978-81-207-5212-2.
  10. RajendraSingh Kushwaha (2003). Glimpses of Bhartiya History. Ocean books. σελ. 184. ISBN 9788188322404.
  11. P. V. Jagadisa Ayyar (1982). South Indian Shrines: Illustrated. Asian Educational Services. σελίδες 80–81. ISBN 978-81-206-0151-2.
  12. Ricklefs, Merle Calvin (1993). A history of modern Indonesia since c. 1300 (2nd έκδοση). Stanford University Press and Macmillans. σελίδες 5 and 46. ISBN 9780804721950.