Επιχείρηση Bodyguard

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Επιχείρηση Bodyguard (Σωματοφύλακας) ήταν το κωδικό όνομα ενός ευρέος σχεδίου αποπροσανατολισμού κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που είχε ως αντικειμενικό σκοπό να πείσει τη γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Βέρμαχτ (OKW, Oberkommando Wehrmacht) ότι οι Σύμμαχοι επρόκειτο να πραγματοποιήσουν απόβαση σε κάποιο άλλο σημείο της βορειοδυτικής Ευρώπης και όχι στη Νορμανδία, όπως είχε αποφασιστεί, καθώς και σε διαφορετικό χρόνο. Η όλη επιχείρηση αποτελούνταν από έναν αριθμό υποεπιχειρήσεων, που τελικά κατέληξαν στον αιφνιδιασμό των γερμανικών δυνάμεων κατά την απόβαση στη Νορμανδία (δεν πίστεψαν ότι ήταν η "τελική" απόβαση). Αυτό είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση αποστολής ενισχύσεων στα πεδία απόβασης της Νορμανδίας.

Η γραμμή άμυνας των Ναζί ήταν ήδη αποδυναμωμένη, καθώς είχαν αποφασίσει να υπερασπίσουν ολόκληρη την ακτογραμμή της βόρειας Ευρώπης, έκταση για την οποία δεν διέθεταν ούτε τα απαραίτητα υλικά, ούτε τις υποδομές ούτε τις απαραίτητες δυνάμεις. Εν τω μεταξύ οι Σύμμαχοι είχαν ήδη αρχίσει να καταστρώνουν επιχειρήσεις αποπροσανατολισμού των Γερμανών, δεδομένου ότι γνώριζαν σχεδόν το σύνολο των Γερμανών πρακτόρων που δρούσαν στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι στο οποίο τους βοήθησε και η συστηματική αποκρυπτογράφηση των γερμανικών επικοινωνιών μέσω των συσκευών Enigma. Όταν οριστικοποιήθηκε η Νορμανδία ως τόπος απόβασης, αποφασίστηκε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε οι Γερμανοί να εξαπατηθούν και να πιστέψουν ότι η πραγματική απόβαση θα γινόταν αλλού.

Ο σχεδιασμός της επιχείρησης άρχισε το 1943 υπό την αιγίδα του London Controlling Section (LCS). Το αρχικό, πρόχειρο σχέδιο, με την επωνυμία "Σχέδιο Γιάελ" (Plan Jael) παρουσιάστηκε στην Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση κατά τη διάσκεψη της Τεχεράνης περί τα τέλη Νοεμβρίου και έλαβε την τελική έγκριση στις 6 Δεκεμβρίου 1943. Αντικειμενικός σκοπός του σχεδίου ήταν να κάνει τους Γερμανούς να πιστέψουν ότι η συμμαχική εισβολή στη βορειοδυτική Ευρώπη θα πραγματοποιούνταν χρονικά αργότερα απ' όσο περίμεναν, ενώ παράλληλα έπρεπε να αναμένονται συμμαχικές επιθέσεις σε θέσεις όπως το Πα-ντε-Καλαί, τα Βαλκάνια, τη νότια Γαλλία και τη Νορβηγία, ενώ οι Σοβιετικοί θα επιτίθονταν στη Βουλγαρία και τη βόρεια Νορβηγία.

Η επιχείρηση Σωματοφύλακας πέτυχε και η απόβαση στη Νορμανδία αιφνιδίασε τους Γερμανούς. Η παραπλάνηση που πέτυχε είχε ως αποτέλεσμα ο Χίτλερ να καθυστερήσει την αποστολή ενισχύσεων από την περιοχή του Πα-ντε-Καλαί επί επτά σχεδόν εβδομάδες (το αρχικό σχέδιο προέβλεπε καθυστέρηση 14 ημερών).

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν την επιχείρηση Σωματοφύλακας οι Σύμμαχοι είχαν κάνει εκτεταμένη χρήση παραπλανήσεων του αντιπάλου, αναπτύσσοντας νέες θεωρίες και τεχνικές. Πρωταγωνιστές σε αυτές τις παραπλανήσεις ήταν η Δύναμη "Α" ('A' Force), η οποία δημιουργήθηκε το 1940, την οποία ανέλαβε ο Ντάντλεϊ Κλάρκε (Dudley Clarke) και το London Controlling Section, το οποίο συστάθηκε το 1942 υπό τον έλεγχο του Τζων Μπέβαν (John Bevan)[1][2]

Σε αυτό το στάδιο του Πολέμου, οι δραστηριότητες των Συμμαχικών και των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών ήταν σε μεγάλο βαθμό αναντίστοιχες. Μέσω της επεξεργασίας που γινόταν στα τηλεπικοινωνιακά σήματα των Γερμανών στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, πολλές από τις τηλεπικοινωνιακές γραμμές των Ναζί ήταν εκτεθειμένες - η Επιχείρηση Ultra, χάρη στην οποία τα γερμανικά σήματα αποκρυπτογραφούνταν, έδωσε τη δυνατότητα στους Συμμάχους να αποτιμούν κατά πόσον οι παραπλανητικές κινήσεις τους ήταν αποτελεσματικές. Στην Ευρώπη, οι Σύμμαχοι είχαν πολύ καλή πληροφόρηση, χάρη στα αντιστασιακά κινήματα που είχαν αναπτυχθεί στις κατεχόμενες χώρες αλλά και χάρη στις από αέρος αναγνωρίσεις. Αντίθετα, η μεγάλη πλειονότητα των κατασκόπων των Γερμανών που είχαν σταλεί στη Βρετανία είχε συλληφθεί (ορισμένοι είχαν παραδοθεί μόνοι τους). Οι περισσότεροι από αυτούς κατέληξαν να αποτελούν διπλούς πράκτορες (σύστημα ΧΧ, από τον όρο double-cross = προδοσία). Ορισμένοι από αυτούς τους πράκτορες θεωρήθηκαν τόσο έμπιστοι, ώστε από το 1944 η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών σταμάτησε να αποστέλλει νέους προς διείσδυση πράκτορες. Λόγω της δομής της γερμανικής διοίκησης, των υποψιών και την συνεπαγόμενη κακή διοίκηση των υπηρεσιών αυτών, οι μυστικές υπηρεσίες είχαν σημαντικά μειωμένη αποτελεσματικότητα.[3][4]

Το 1943 ο Χίτλερ υπερασπιζόταν ολόκληρη τη δυτικοευρωπαϊκή ακτή, χωρίς να έχει σαφή γνώση για τη θέση που θα αποβιβάζονταν οι Σύμμαχοι. Η τακτική που ακολουθούσε ήταν η υπεράσπιση της ακτής σε όλο της το μήκος και στηριζόταν στην ταχεία αποστολή ενισχύσεων ως απάντηση σε οποιαδήποτε απόβαση. Στη Γαλλία οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει δύο ομάδες Στρατιών: Εξ αυτών, η ομάδα Στρατιών Β είχε αναπτυχθεί για την άμυνα των ακτών, η 15η Στρατιά κάλυπτε το Πα-ντε-Καλαί και η 7η Στρατιά τη Νορμανδία.[5]

Επιχείρηση Cockade[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1943, ύστερα από την απόφαση αναβολής της επιχείρησης Overlord (απόβαση στη Νορμανδία) για το επόμενο έτος, οι Σύμμαχοι πραγματοποίησαν μια σειρά από παραπλανήσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να στρέψουν την απειλή απόβασής τους στη Νορβηγία και τη Γαλλία. Η Επιχείρηση Cockade (= κονκάρδα) είχε ως στόχο να προκαλέσει σύγχυση στη γερμανική Ανώτατη Διοίκηση ως προς τις συμμαχικές προθέσεις και να την παρασύρει σε αερομαχίες πάνω από τη Μάγχη. Από την άποψη αυτή, η επιχείρηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις μόλις και μετά βίας αντιδρούσαν, ακόμη κι όταν μια ψευδής αποβατική δύναμη διέσχισε τη Μάγχη (επέστρεψε λίγο πριν φθάσει τον "στόχο" της).[6]

Το σχέδιο "Jael"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σχεδιασμός της επιχείρησης Bodyguard είχε αρχίσει πριν τεθεί σε πλήρη εφαρμογή η Επιχείρηση Cockade, σύμφωνα με την τελική απόφαση περί απόβασης στη Νορμανδία. Τα υπεύθυνα για την παραπλάνηση τμήματα ήταν η 'A' Force, το τμήμα Ops (B) του COSSAC και το London Controlling Section. Αυτά άρχισαν να επεξεργάζονται το πρόβλημα του τακτικού αιφνιδιασμού της επιχείρησης Overlord. Στις 14 Ιουλίου 1943 δημιούργησαν ένα έγγραφο με τίτλο "First Thoughts" (= πρώτες σκέψεις), στο οποίο σκιαγραφούνταν πολλά από τα θέματα που αργότερα να σχημάτιζαν την Bodyguard. Ωστόσο, καθώς η Cockade εξελισσόταν με όχι την αναμενόμενη επιτυχία, η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην Ανώτατη συμμαχική Διοίκηση ήσαν διστακτικοί ως προς το κατά πόσον ένα νέο σχέδιο παραπλάνησης θα είχε δυνατότητες επιτυχίας.[7][8]

Τον Αύγουστο ο συνταγματάρχης Τζων Χένρυ Μπέβαν, επικεφαλής του "London Controlling Section" παρουσίασε ένα πρόχειρο σχέδιο, με κωδικό όνομα "Jael" (αναφορά στην ηρωίδα της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία εφόνευσε τον διοικητή του εχθρού παραπλανώντας τον), προέβλεπε παραπλάνηση των Γερμανών ώστε αυτοί να νομίσουν ότι οι Σύμμαχοι είχαν αναβάλλει για ένα επιπλέον έτος την πραγματοποίηση της απόβασης και επιπλέον μετάθεση των δραστηριοτήτων τόσο στο βαλκανικό μέτωπο όσο και στις αεροπορικές επιδρομές κατά της Γερμανίας κατά το 1944. Το σχέδιο έτυχε ανάμεικτης υποδοχής από πλευράς Ανώτατης Διοίκησης και η απόφαση σχετικά με αυτό αναβλήθηκε μέχρι τη διάσκεψη της Τεχεράνης, ένα μήνα αργότερα.[8]

Εν τω μεταξύ, η COSSAC εργαζόταν πάνω στη δική της τακτική παραπλάνησης, όπως εμφανίζεται στο "Παράρτημα Υ" ("Appendix Y") του σχεδίου Overlord. Το σχέδιο, γνωστό και ως Torrent, είχε συλληφθεί από την COSSAC και προέβλεπε μια ψευδή εισβολή στην περιοχή του Καλαί, λίγο πριν την D-Day, εξελισσόμενο, ύστερα από την αποτυχία παρόμοιας απόπειρας κατά τη διάρκεια της Cockade, σε σχέδιο απόσπασης της προσοχής των Γερμανών από τη συγκέντρωση δυνάμεων στη νοτιοδυτική Αγγλία.[9] Οι σπερματικές αυτές ιδέες, οι οποίες αργότερα αποτέλεσαν την Επιχείρηση Bodyguard, είχαν λάβει υπόψη τους ότι οι Γερμανοί ανέμεναν μιαν απόβαση. Αντ 'αυτού ο πυρήνας του σχεδίου πρότεινε την παραπλάνηση του εχθρού ως προς την ακριβή ημερομηνία/ώρα και τον τόπο της εισβολής, ώστε να τον καθυστερήσει κατά την πραγματοποίηση της πραγματικής απόβασης.[7]

Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου 1943 οι ηγέτες των Συμμάχων συναντήθηκαν δύο φορές, μια στο Κάιρο (23 - 27 Νοεμβρίου) και μία στην Τεχεράνη (28 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου) προκειμένου να αποφασίσουν για τη στρατηγική κατά το επόμενο έτος. Ο Μπέβαν παρακολούθησε τη συνάντηση και έλαβε τις τελικές του εντολές στις 6 Δεκεμβρίου. Αφού ενημερώθηκε αναλυτικά για τις λεπτομέρειες του Overlord, ο Μπέβαν επέστρεψε στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει το πρόχειρο σχέδιό του. Η στρατηγική παραπλάνησης, η οποία επονομάστηκε Bodyguard, έλαβε την τελική έγκριση την ημέρα των Χριστουγέννων του 1943. Το όνομα αυτό επιλέχτηκε βασισμένο σε σχόλιο του Ουίνστον Τσώρτσιλ προς τον Στάλιν στη διάσκεψη της Τεχεράνης: "Σε περίοδο πολέμου, η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη, ώστε θα πρέπει πάντα να παρακολουθείται από σωματοφύλακα ψευδών".[10][11]

Αρχές 1944: Αντικειμενικοί σκοποί και σχεδιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημόνιο επί του Bodyguard που ετοιμάστηκε για την SHAEF τον Φεβρουάριο του 1944
"Φουσκωτά" άρματα μάχης χρησιμοποιήθηκαν κατά την Επιχείρηση Fortitude, μια από τις τρεις μεγάλες επιχειρήσεις που απάρτιζαν την Bodyguard

Αντικειμενικοί σκοποί της επιχείρησης ήταν η παραπλάνηση του εχθρού ως προς τον ακριβή χρόνο, τις δυνάμεις και τις κατευθύνσεις της επικείμενης απόβασης στη Γαλλία. Είχε τρεις βασικούς σκοπούς: Να εμφανίσει την περιοχή του Πα-ντε-Καλαί ως βασική περιοχή απόβασης, να καλύψει την πραγματική ημερομηνία και ώρα του εγχειρήματος και να διατηρήσει τις γερμανικές ενισχύσεις στην περιοχή του Πα-ντε-Καλαί (και άλλες περιοχές της Ευρώπης) επί τουλάχιστον 14 ημέρες ύστερα από την απόβαση.[12]

Η επιχείρηση Bodyguard καθόρισε ένα λεπτομερές σενάριο, το οποίο οι παραπλανώντες θα προσπαθούσαν να κάνουν τους Γερμανούς να πιστέψουν. Σε αυτό περιλαμβανόταν και η πεποίθηση των Συμμάχων ότι αποτελεσματικός τρόπος για να κερδίσουν τον πόλεμο ήταν οι αεροπορικές επιδρομές κατά της Γερμανίας: Το 1944 εστίαζαν στη δημιουργία στόλων βομβαρδιστικών για κτήρια. Στη συνέχεια καθόριζε "αποβάσεις" κατά μήκος ολόκληρης της ευρωπαϊκής ακτογραμμής, τόσο στη Νορβηγία όσο και στη Γαλλία και στις μεσογειακές ακτές. Τον Ιανουάριο του 1944 οι δημιουργοί του σχεδίου άρχισαν να προσθέτουν λεπτομέρειες στο βασικό σχέδιο, δημιουργώντας έτσι τις ποικίλες υποεπιχειρήσεις που θα κάλυπταν τις εικονικές αποβάσεις και τον γερμανικό αποπροσανατολισμό.[13]

Η εφαρμογή του σχεδίου αναλήφθηκε από δύο κυρίως τμήματα: Την 'A' Force, υπό τον Ντάντλεϊ Κλάρκε, το πρότερο έργο της οποίας κρίθηκε ικανοποιητικό, και ανέλαβε την περιοχή της Μεσογείου. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όμως, η LCS ανέλαβε μόνο συντονιστικό ρόλο: Πριν την ανάθεση της αρχηγίας των αποβατικών επιχειρήσεων στον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ για την όλη σχεδίασή τους ήταν υπεύθυνος ο επικεφαλής της COSSAC Φρέντερικ Μόργκαν (Frederick E. Morgan). Υπό τη διοίκησή του το τμήμα παραπλάνησης (Ops B) λάμβανε περιορισμένους πόρους, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος του σχεδιασμού στην LCS. Με την άφιξη του Αϊζενχάουερ, ο βοηθός του Κλάρκε στην 'A' Force Νόελ Ουάϊλντ τέθηκε επικεφαλής. Έχοντας έτσι περισσότερες δυνατότητες, το τμήμα αυτό μπόρεσε να αναλάβει το τελευταίο και μεγαλύτερο σκέλος της Bodyguard: Ήταν η Επιχείρηση Fortitude. [13]

Η Επιχείρηση Fortitude[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διακριτικό της Πρώτης Ομάδας Στρατιών Ηνωμένων Πολιτειών, σχηματισμός κλειδί στην Επιχείρηση Fortitude
Κύριο λήμμα: Επιχείρηση Fortitude

Η Επιχείρηση Fortitude είχε ως αντικειμενικό σκοπό να κάνει τους Γερμανούς να πειστούν ότι η στρατιωτική δύναμη των Συμμάχων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη της πραγματικής και έτσι θα γινόταν δυνατή η ταυτόχρονη απόβαση και στη Νορβηγία και στην περιοχή του Πα-ντε-Καλαί. Και αυτή η επιχείρηση ενσωμάτωνε χαρακτηριστικά της προηγηθείσας Cockade: Φανταστικές στρατιές, ψευδείς επιχειρήσεις, ηθελημένες "διαρροές" πληροφοριών σχετικά με τα συμμαχικά σχέδια.

Η υποεπιχείρηση Fortitude North εστίαζε στη φανταστική βρετανική Τέταρτη Στρατιά, η οποία είχε ως βάση το Εδιμβούργο. Η "στρατιά" αυτή είχε πρωτοενεργοποιηθεί το προηγούμενο έτος, ως τμήμα του σχεδίου Cockade ώστε να "απειλεί" τη Νορβηγία, προκαλώντας έτσι την παραμονή των γερμανικών μεραρχιών στη χώρα. Η ψευδαίσθηση της ύπαρξης της "στρατιάς" αυτής δημιουργήθηκε με την (υπο)-επιχείρηση Skye, που βασίστηκε σε ανταλλαγή ψευδών μηνυμάτων και σε διαρροές πληροφοριών μέσω διπλών πρακτόρων.[14][15]

Ως κάλυψη στην εξαπάτηση χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, πολιτικές διαπραγματεύσεις με την ουδέτερη Σουηδία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η "συναίνεσή" της, η οποία κρινόταν "χρήσιμη" στην περίπτωση συμμαχικής απόβασης στη Νορβηγία. Η Σουηδία διατηρούσε ακόμη οικονομικές σχέσεις με τη Ναζιστική Γερμανία και από συμμαχικής πλευράς εκφραζόταν η ελπίδα ότι οι πολιτικές και οικονομικές πιέσεις θα "περνούσαν" μέσω των κατασκοπευτικών δικτύων στα διοικητικά κλιμάκια του Άξονα.[16]

Η υποεπιχείρηση Fortitude South υιοθέτησε παρόμοιες τακτικές παραπλάνησης στη νότια Αγγλία, με επαπειλούμενη απόβαση στην περιοχή του Πα-ντε-Καλαί από την ανύπαρκτη 1η Αμερικανική Στρατιά (FUSAG), υπό την ηγεσία του στρατηγού Τζορτζ Πάτον.

Η Γαλλία αποτελούσε τον "κόμβο" του σχεδίου της επιχείρησης Bodyguard: Ως η πλέον λογική επιλογή για επικείμενη απόβαση, η συμμαχική Ανώτατη Διοίκηση έπρεπε να παραπλανήσει τις γερμανικές αμυντικές δυνάμεις, διαθέτοντας όμως περιορισμένη γεωγραφική έκταση. Η περιοχή του Πα-ντε-Καλαί προσέφερε αρκετά πλεονεκτήματα έναντι της επιλεγείσης περιοχής στη Νορμανδία, όπως μικρότερη απόσταση από τις αγγλικές ακτές καθώς και συντομότερο δρόμο προς την ίδια τη Γερμανία. Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση - και ιδιαίτερα ο Έρβιν Ρόμμελ - είχαν σε μεγάλη υπόληψη τον στρατηγό Πάτον και αυτό είχε ως συνέπεια να ενισχύσει την περιοχή αυτή με ακόμη περισσότερες οχυρώσεις. Οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να ενισχύσουν τη γερμανική πεποίθηση περί απόβασης στην περιοχή αυτή.[17]

Ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, αρχηγός των χερσαίων αποβατικών δυνάμεων, γνώριζε ότι ο βασικός στόχος οποιασδήποτε απόβασης ήταν να μετασχηματιστεί η αρχική απόβαση στην ακτή σε πλήρες μέτωπο. Διέθετε περιορισμένο αριθμό μεραρχιών, 37 εν συνόλω, απέναντι σε σχεδόν 60 γερμανικούς σχηματισμούς. Οι κύριοι στόχοι της Fortitude South ήταν αφενός μεν να δοθεί η εντύπωση ότι η αποβατική δύναμη των Συμμάχων που βρισκόταν στη νοτιοανατολική Αγγλία ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη της πραγματικής, ώστε να επιτευχθεί τακτικός αιφνιδιασμός και, όταν πραγματοποιούνταν η απόβαση, να παραπλανήσει τους Γερμανούς ώστε να πιστέψουν ότι αυτή ήταν "εικονική" και η πραγματική απόβαση θα γινόταν στο Πα-ντε-Καλαί. [17]

Επιχείρηση Graffham[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιχείρηση Graffham ήταν η πολιτική εξαπάτηση της Σουηδίας, η οποία αποτελούσε "συνοδή επιχείρηση" της Fortitude North. Αντικειμενικός της στόχος ήταν να πειστεί η γερμανική υπηρεσία κατασκοπείας ότι οι Σύμμαχοι δημιουργούσαν ενεργούς πολιτικούς δεσμούς με τη Σουηδία, προκειμένου να διευκολυνθεί η επικείμενη απόβαση στη Νορβηγία. Περιλάμβανε συναντήσεις Βρετανών και Σουηδών αξιωματούχων καθως και την προμήθεια νορβηγικών χρεογράφων, ενώ ανάλογες οδηγίες είχαν λάβει και οι διπλοί πράκτορες προκειμένου να "διασπείρουν" σχετικές πληροφορίες. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου, η Σουηδία είχε τηρήσει ουδέτερη στάση και υπήρχε η ελπίδα ότι αν η σουηδική κυβέρνηση πειθόταν ότι επίκειτο απόβαση των Συμμάχων στη Νορβηγία, αυτό θα μπορούσε να φθάσει ως τις γερμανικές κατασκοπευτικές υπηρεσίες.[18][19]

Ο σχεδιασμός αυτής της επιχείρησης άρχισε τον Φεβρουάριο του 1944. Ο Μπέβαν ήταν σχεδόν πεπεισμένος ότι από μόνη της η επιχείρηση Fortitude North δεν επαρκούσε για να πείσει τους Γερμανούς ότι η Νορβηγία αποτελούσε "απειλούμενη ζώνη" και πρότεινε, ως πρόσθετο μέτρο, την επιχείρηση Graffham. Σε αντίθεση με τις άλλες πτυχές της ευρύτερης επιχείρησης Bodyguard, η επιχείρηση αυτή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε εξ ολοκλήρου από τους Βρετανούς, χωρίς ανάμειξη των Αμερικανών.[18] Η επιχείρηση Graffham αντιμετωπίστηκε ως επέκταση της ήδη υπάρχουσας πίεσης των Συμμάχων προς τη Σουηδία να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της. Παράδειγμα αυτής της πίεσης ήταν τα συμμαχικά αιτήματα διακοπής των εξαγωγών ενσφαίρων τριβέων (ρουλεμάν, σημαντικό εξάρτημα για την πολεμική βιομηχανία) προς τη Ναζιστική Γερμανία. Αυξάνοντας αυτή την πίεση με ψευδή επιπλέον αιτήματα, ο Μπέβαν ήλπιζε ότι θα έπειθε τους Γερμανούς ότι η Σουηδία ετοιμαζόταν να προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο. [19]

Ωστόσο, ο αντίκτυπος της επιχείρησης ήταν ελάχιστος. Η σουηδική Κυβέρνηση συμφώνησε σε ελάχιστα από τα σημεία κατά τη διάρκεια των συναντήσεων και επίσης ελάχιστοι υψηλόβαθμοι Σουηδοί αξιωματούχοι πείστηκαν ότι οι Σύμμαχοι θα αποβιβάζονταν στη Νορβηγία. Συνολικά, η επιρροή και των δύο επιχειρήσεων στη γερμανική στρατηγική είναι αμφισβητήσιμη.[18]

Επιχείρηση Ironside[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γερμανικά μηνύματα που λαμβάνονταν κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1944 καταδείκνυαν ότι η γερμανική Ανώτατη Διοίκηση φοβόταν την πιθανότητα απόβασης κοντά στο Μπορντώ και, ιδιαίτερα, στην περιοχή κοντά στον Βισκαϊκό κόλπο. Τον επόμενο μήνα διατάχθηκε η διεξαγωγή ασκήσεων αντιμετώπισης πιθανής απόβασης από τα στρατεύματα της περιοχής. Προς ενίσχυση των γερμανικών αυτών φόβων οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν την επιχείρηση Ironside.[20] Το σχέδιο αυτής της επιχείρησης προέβλεπε την (ψευδή) απόβαση δύο μεραρχιών, που θα προέρχονταν από την αγγλική ακτή, στις εκβολές του ποταμού Γκαρόν δέκα ημέρες μετά την "D-Day. Αφού σταθεροποιούσαν ένα παράκτιο προγεφύρωμα, προβλεπόταν η άφιξη έξι επιπλέον μεραρχιών, που θα προέρχονταν απευθείας από τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις αυτές θα καταλάμβαναν το Μπορντώ, πριν ενωθούν με τις δυνάμεις της επιχείρησης Vendetta (άλλης παραπλανητικής επιχείρησης) στα νότια της Γαλλίας.[20][21]

Η επιχείρηση στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στους διπλούς πράκτορες και ειδικότερα στους Βουλφ Σμιτ (Wulf Schmidt, προσωνύμιοTate), Bronx και Χοάν Πουγιόλ Γκαρθία (Joan Pujol Garcia, προσωνύμιο Garbo).[20] Η "επιτροπή των είκοσι" , που ήταν επιφορτισμένη με τις επιχειρήσεις αντικατασκοπείας και παραπλάνησης των βρετανικών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, ήταν ιδιαίτερα προσεκτική με την αληθοφάνεια που θα εμφάνιζε η όλη ιστορία κι έτσι δεν την προώθησε με ιδιαίτερο βάρος μέσω των πρακτόρων της. Τα μηνύματα των πρακτόρων προς τους Γερμανούς "χειριστές" τους περιλάμβαναν πολλά στοιχεία αβεβαιότητας.[22] Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό ότι το Μπορντώ ήταν σχετικά απίθανος στόχος για τους Συμμάχους (η περιοχή απόβασης ήταν κατά πολύ εκτός ακτίνας δράσης των αεροσκαφών υποστήριξης που θα εξορμούσαν από την Αγγλία), σήμαινε ότι οι Γερμανοί πολύ λίγη σημασία έδιναν σε φήμες και μάλιστα προχώρησαν στην εκτίμηση ότι επρόκειτο για παραπλάνηση. Παρά ταύτα, η Άμπβερ συνέχισε να ρωτά τους πράκτορές της σχετικά με την εκεί επικείμενη απόβαση ως τις αρχές Ιουνίου και ακόμη και μετά την απόβαση στη Νορμανδία οι Γερμανοί διατήρησαν κατάσταση εγρήγορσης των δυνάμεών τους στην περιοχή.[20]

Επιχείρηση Zeppelin[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Black and white photograph of a middle aged man dressed in British Army uniform
Ο Κλίφτον Τζέιμς εν στολή, προσποιούμενος τον Μοντγκόμερυ

Η επιχείρηση αυτή ήταν το ανάλογο της Fortitude για την περιοχή της Μεσογείου και αποσκοπούσε στην παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή, υπό την απειλή απόβασης στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Κρήτη ή στη Ρουμανία. Η 'A' Force χρησιμοποίησε ίδια τακτική με την προηγούμενη, προσποιούμενη την ύπαρξη της 9ης, 10ης και 12ης Στρατιάς στην Αίγυπτο μέσω ασκήσεων και ανταλλαγής ραδιομηνυμάτων. Αν και η γερμανική Ανώτατη Διοίκηση είχε πιστέψει ότι οι δυνάμεις αυτές πραγματικά υφίσταντο, μόνο τρεις όχι πλήρους ισχύος μεραρχίες βρίσκονταν στην περιοχή.[23]

Επιχείρηση Copperhead[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιχείρηση Copperhead ήταν μια μικρής έκτασης επιχείρηση - δόλωμα, ακριβώς πριν την "D-Day" που αποσκοπούσε στον αποπροσανατολισμό της γερμανικής κατασκοπείας σχετικά με την τύχη του Μπ. Μποντγκόμερυ. Ο ηθοποιός Κλίφτον Τζέιμς (M.E. Clifton James), ο οποίος εμφάνιζε σαφή ομοιότητα με τον στρατηγό, έκανε δημόσιες εμφανίσεις στο Γιβραλτάρ και τη βόρεια Αφρική. Οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι οι εμφανίσεις αυτές θα παραπλανούσαν τους Γερμανούς καθώς θα καταδείκνυαν απόβαση κάπου στη Μεσόγειο. Δεν είναι γνωστή κάποια σοβαρή επίδραση αυτής της επιχείρησης στους Γερμανούς. Σύμφωνα με Γερμανούς στρατηγούς που συνελήφθησαν μετά τον Πόλεμο, η γερμανική αντικατασκοπεία πίστεψε ότι πράγματι επρόκειτο για τον Μοντγκόμερυ, αλλά κατάφερε να μαντέψει ότι επρόκειτο περί παραπλάνησης.[24]

Κατά την απόβαση στη Νορμανδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψευδοαλεξιπτωτιστής του τύπου που χρησιμοποιήθηκε κατά την επιχείρηση Titanic

Κατά τη διάρκεια της απόβασης στη Νορμανδία, ορισμένα στοιχεία της επιχείρησης Bodyguard χρησιμοποιήθηκαν προς υποστήριξη της επιχείρησης Neptune (Ποσειδών), της επιχείρησης δηλ. διάσχισης της Μάγχης.[25] Οι (υπο)επιχειρήσεις Glimmer, Taxable και Big Drum αποτέλεσαν τμήμα της ευρύτερης επιχείρησης: Μικρά πλοία και αεροσκάφη προσομοίωσαν αποβατικούς στόλους κατευθυνόμενους προς τις περιοχές του Πα-ντε-Καλαί, του ακρωτηρίου Αντιφέρ (Cap d'Antifer) και γενικότερα προς τη δυτική πτέρυγα της πραγματικής αποβατικής δύναμης. Ταυτόχρονα, με την επιχείρηση Titanic της RAF ερίφθησαν ψευτο-αλεξιπτωτιστές τόσο ανατολικά όσο και δυτικά των περιοχών της πραγματικής απόβασης.

Ο Χοάν Πουγιόλ Γκαρθία, Ισπανός διπλός πράκτορας που εργαζόταν με το κωδικό όνομα "Garbo" για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και ο οποίος ήταν σε επαφή με υψηλά γερμανικά κλιμάκια, μετέδιδε ραδιομηνύματα σχετικά με την επικείμενη απόβαση επισημαίνοντας ότι η απόβαση στη Νορμανδία δεν ήταν εγχείρημα αντιπερισπασμού. Η μετάδοση αυτών των μηνυμάτων έγινε με την έγκριση των Βρετανών, οι οποίοι ήθελαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία του απέναντι στους Γερμανούς "εργοδότες" του, αλλά πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν πλέον πολύ αργά για να ενισχυθούν οι οχυρώσεις της Νορμανδίας.

Μεθοδολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χοάν Πουγιόλ Γκαρθία, "Garbo"

Οι παραπλανήσεις της επιχείρησης πραγματοποιήθηκαν με ποικίλους τρόπους, όπως οι διπλοί πράκτορες, η ανταλλαγή ραδιομηνυμάτων και η οπτική παραπλάνηση. Όταν ο σχεδιασμός κάθε σταδίου ολοκληρωνόταν, η παραπλάνηση ανατίθονταν σε διάφορες μονάδες. Σε μερικές περιπτώσεις οι μονάδες αυτές ήταν επί τούτου συσταθείσες, όπως η "R Force", αλλά σε άλλες περιπτώσεις ανατίθονταν σε κανονικές μονάδες.

Ειδικά μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης Bodyguard χρησιμοποιήθηκαν ευρέως διπλοί πράκτορες. Η βρετανική επιχείρηση που σχετιζόταν με τους διπλούς πράκτορες, με την επωνυμία Double Cross, είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα επιτυχής από την αρχή του Πολέμου.[26] Η LCS είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους διπλούς πράκτορες προκειμένου να τροφοδοτεί τις γερμανικές υπηρεσίες με παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με το σχέδιο απόβασης.[27]

Σε αντιδιαστολή, η αντικατασκοπεία των Συμμάχων σημείωνε σημαντικές επιτυχίες: Η Επιχείρηση Ultra ήταν σε θέση, αποκρυπτογραφώντας τα γερμανικά σήματα, να επιβεβαιώνει στους σχεδιάζοντες την επιχείρηση ότι οι Γερμανοί πίστευαν τις παραπλανήσεις της Bodyguard, ενώ παράλληλα τους έδινε τη διάταξη μάχης των εχθρικών δυνάμεων.[28][29]

Οπτικές παραπλανήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρακτική χρήσης ψεύτικων αρμάτων μάχης και άλλου πολεμικού υλικού είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη βόρεια Αφρική και ιδιαίτερα κατά την επιχείρηση Bertram, για την επίθεση κατά του Ελ Αλαμέιν. Στην Bodyguard οι Σύμμαχοι στηρίχτηκαν λιγότερο σε παρόμοιες τεχνικές παραπλάνησης, λόγω της πεποίθησης ότι η γερμανική απευθείας αναγνώριση βρετανικού εδάφους ήταν περιορισμένη. Εν τούτοις, κατασκευάστηκαν κάποια ψεύτικα υλικά, ιδιαίτερα ψεύτικα αποβατικά σκάφη, τα οποία "αποθηκεύτηκαν" στην υποτιθέμενη περιοχή εκκίνησης.

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές η επιχείρηση χαρακτηρίστηκε ως τακτική επιτυχία, αφού κατάφερε να καθυστερήσει τη 15η γερμανική στρατιά καθηλώνοντάς τη επί επτά εβδομάδες στην περιοχή του Πα-ντε-Καλαί, επιτρέποντας έτσι στους Συμμάχους να εγκαταστήσουν προγεφύρωμα και, τελικά, να κερδίσουν τη μάχη της Νορμανδίας. Στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Όμαρ Μπράντλεϊ (Omar Bradley) αποκαλεί την Bodyguard ως "τη μεγαλύτερη απάτη του Πολέμου".[30]

Ο Ταντέους Χολτ (Thaddeus Holt) στο βιβλίο του "The Deceivers" (Οι παραπλανητές) αποδίδει την επιτυχία της Fortitude στη δοκιμαστική επιχείρηση Cockade του 1943: "Η Fortitude δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί τόσο ομαλά, αν το London Controlling Section και οι συνεργάτες του δεν είχαν εξασκηθεί τόσο καλά με την επιχείρηση Cockade το προηγούμενο έτος".[31]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Latimer (2004), σσ. 148–149
  2. Cruickshank (2004)
  3. Latimer (2001), σσ. 207–208
  4. Holt (2004)
  5. Latimer 2001, σελ. 206
  6. Holt 2004, σσ. 478 – 480
  7. 7,0 7,1 Holt 2004, σσ. 494 – 496
  8. 8,0 8,1 Crowdy 2008, σσ. 226 – 228
  9. Holt 2004, σσ. 502 -503
  10. Holt 2004, σσ. 504 – 505
  11. Cave Brown 1975, σσ. 1–10
  12. Hesketh 2000, σελ. 12
  13. 13,0 13,1 Crowdy 2008, pg. 229 – 230
  14. Holt 2004, σελ. 486
  15. Cave Brown 1975, σσ. 464 – 466
  16. Sexton 1983, σελ. 112
  17. 17,0 17,1 Latimer 2001, σελ. 218 – 232
  18. 18,0 18,1 18,2 Barbier (2007), σελ. 52
  19. 19,0 19,1 Levine (2011), σελ. 219
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Holt (2005), σελ. 560–561
  21. Hesketh (1999), p. 103
  22. Howard (1990), σελ. 125
  23. Latimer 2001, σελ. 215
  24. Niv by Graham Lord, Orion Books, 2003. σελ.123
  25. Barbier (2007), σσ. 70–71
  26. Masterman 1972
  27. Ambrose 1981, pg. 269
  28. Cave Brown 1975
  29. Lewin 2001, σ. 292
  30. Latimer 2001, pg. 238
  31. Holt 2004, pg. 493

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιοδικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστότοποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]