Επιχείρηση Κοτσύφι
Η Επιχείρηση Κοτσύφι (αγγλικά:Operation Mockingbird) ήταν ένα υποτιθέμενο πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών (CIA) που ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και προσπάθησε να χειραγωγήσει τα μέσα ενημέρωσης για σκοπούς προπαγάνδας.[1]
Σύμφωνα με την συγγραφέα Ντέμπορα Ντέιβις, η Επιχείρηση Κοτσύφι στρατολόγησε κορυφαίους Αμερικανούς δημοσιογράφους σε ένα δίκτυο προπαγάνδας και επηρέασε τις επιχειρήσεις των ομάδων βιτρίνας. Η υποστήριξη της CIA των ομάδων βιτρίνας εκτέθηκε όταν ένα άρθρο του περιοδικού Ramparts του 1967 ανέφερε ότι η Εθνική Φοιτητική Ένωση έλαβε χρηματοδότηση από τη CIA. Το 1975, έρευνες του Κογκρέσου της Επιτροπής Τσερτς αποκάλυψαν συνδέσεις του Οργανισμού με δημοσιογράφους και πολιτικές ομάδες. Καμία από τις αναφορές, ωστόσο, δεν αναφέρει ονομαστικά μια Επιχείρηση Κοτσύφι που να συντονίζει ή υποστηρίζει αυτές τις δραστηριότητες.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, καταβλήθηκαν προσπάθειες από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη διεθνώς. Αφού η Επιτροπή Γουοτεργκέιτ της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών το 1973 αποκάλυψε παραβιάσεις εγχώριας παρακολούθησης που κατευθύνθηκαν από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι The New York Times το 1974 δημοσίευσαν ένα άρθρο του Σέιμουρ Χερς ισχυριζόμενοι ότι η CIA είχε παραβιάσει το καταστατικό της παρακολουθώντας αντιπολεμικούς ακτιβιστές, πρώην αξιωματούχους της CIA και ορισμένους νομοθέτες. Το Κογκρέσο ανταποκρίθηκε άμεσα ιδρύοντας μια Επιτροπή Έρευνας που έγινε γνωστή ως η Επιτροπή Τσερτς.[2] Το πόρισμα της Επιτροπής που δημοσιεύθηκε το 1976, επιβεβαίωσε μερικές προηγούμενες αναφορές που κατηγορούσαν την CIA ότι είχε καλλιεργήσει σχέσεις με ιδιωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου.[3] Χωρίς να υπάρξουν αναγνώριση ονομάτων ατόμων, η Επιτροπή Τσερτς δήλωσε ότι βρήκε πενήντα δημοσιογράφους που είχαν επίσημες, αλλά μυστικές, σχέσεις με τη CIA.[3] Σε ένα άρθρο του περιοδικού Rolling Stone του 1977, με τίτλο "Η CIA και τα ΜΜΕ", ο δημοσιογράφος Καρλ Μπερνστάιν επεκτάθηκε στο πόρισμα της Επιτροπής Τσερτς και είπε ότι περίπου 400 μέλη του Τύπου θεωρήθηκαν αμοιβόμενοι από τη CIA.[3]
Στο βιβλίο The Rising Clamour: The American Press ο Ντέιβιντ Χάντλεϊ, αναφέρει πως η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και ο Ψυχρός Πόλεμος καθώς και η «συνεχιζόμενη έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών (που παρέχεται από την Επιτροπή Τσερτς και την έκθεση του Μπερνστάιν) απέδειξε ένα έδαφος αναπαραγωγής για κάποιους εξωφρενικούς ισχυρισμούς σχετικά με τη CIA και τον τύπο» για παράδειγμα, προσέφερε ανεκπλήρωτες αξιώσεις από τη δημοσιογράφο Ντέμπορα Ντέιβις.[3] Η Ντέιβις ισχυρίστηκε στη βιογραφία της Κάθριν Γκράχαμ, ιδιοκτήτρια της The Washington Post του 1979, ότι η CIA διοργάνωσε την «Επιχείρηση Κοτσύφι» κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[4] Η Ντέιβις έγραψε ότι ο Διεθνής Οργανισμός Δημοσιογράφων με έδρα την Πράγα (IOJ) «έλαβε χρήματα από τη Μόσχα και έλεγχε δημοσιογράφους σε κάθε μεγάλη εφημερίδα στην Ευρώπη, διαδίδοντας ιστορίες που προωθούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία», [5] και ότι ο Φρανκ Βίσνερ, διευθυντής του Γραφείου Συντονισμού Πολιτικής (μια μυστική επιχειρησιακή μονάδα που δημιουργήθηκε το 1948 από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών) είχε δημιουργήσει την Επιχείρηση Κοτσύφι ως απάντηση στον IOJ, με την πρόσληψη του Φιλ Γκράχαμ από την Washington Post για τη διαχείριση του έργου στον κλάδο. Σύμφωνα με την Ντέιβις, «Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βίσνερ ανήκε σε σεβαστούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς όπως οι New York Times, το περιοδικό Newsweek, το τηλεοπτικό δίκτυο CBS και άλλων μέσα επικοινωνίας».[6] Η Ντέιβις έγραψε ότι μετά την ένταξη του Κορντ Μέγιερ στην CIA το 1951, έγινε ο «κύριος πράκτορας» της Επιχείρησης Κοτσύφι.[7] Ούτε η Επιτροπή Τσερτς ούτε κάποια από τις έρευνες που την ακολούθησαν διαπίστωσαν ότι υπήρξε μια επιχείρηση όπως περιγράφεται από την Ντέιβις.[3] Ο Χάντλεϊ συνοψίζει: «Η Επιχείρησης Κοτσύφι, όπως περιγράφεται από την Ντέιβις, παρέμεινε μια επίμονη σκοτεινή θεωρία» και πρόσθεσε, «Η θεωρία Ντέιβις/ Επιχείρηση Κοτσύφι, ότι η CIA λειτούργησε ένα σκόπιμο και συστηματικό πρόγραμμα ευρείας χειραγώγησης των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, δεν φαίνεται να στηρίζεται στην πραγματικότητα, αλλά δεν πρέπει να συγκαλύψει τον ενεργό ρόλο που διαδραμάτισε η CIA στην επιρροή ειδήσεων του εγχώριου τύπου».[3]
Σύγχρονη χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι υποστηρικτές του QAnon, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένα πρόγραμμα της CIA για χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης εξακολουθεί να υπάρχει και ότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι υπεύθυνα για τη διάδοση ψεύτικων ειδήσεων, ισχυρίζονται ότι οι αναφορές του τύπου που δεν τους αρέσουν αποτελούν μέρος της Επιχείρησης Κοτσύφι.[1][8]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία
- Προπαγάνδα στις Ηνωμένες Πολιτείες
- Ψυχολογικός πόλεμος
- Λευκή προπαγάνδα
Ιστορικές μελέτες της CIA
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Wilford, Hugh (2008). The Mighty Wurlitzer: How the CIA Played America. Cambridge: Harvard University Press. ISBN 978-0-674-02681-0.
- Saunders, Frances Stonor (1999). Who Paid the Piper?: CIA and the Cultural Cold War. London : Granta Books. ISBN 978-1-86207-029-5.
- Thomas, Evan (1995). The very best men, four men dared: the early years of the CIA. New York: Simon & Schuster. ISBN 978-0-684-81025-6.
- Ranelagh, John (1987). The agency: the rise and decline of the CIA. New York: Simon & Schuster. ISBN 978-0-671-63994-5.
- Weiner, Tim (2007). Legacy of ashes: the history of the CIA. New York: Doubleday. ISBN 978-0-385-51445-3.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Moore, McKenna (2018-08-01). «What You Need to Know About Far-Right Conspiracy QAnon, Which Was Present at the Tampa Trump Rally». Fortune. https://fortune.com/2018/08/01/qanon-conspiracy-trump-tampa-rally/. Ανακτήθηκε στις 2020-12-01.
- ↑ U.S. Senate Historical Office. Senate Select Committee to Study Governmental Operations with Respect to Intelligence Activities, Notable Senate Investigations (Report). Washington, D.C.. https://www.senate.gov/about/resources/pdf/church-committee-full-citations.pdf. Ανακτήθηκε στις 2020-12-02.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Hadley, David P. (2019). «Introduction». The Rising Clamor: The American Press, the Central Intelligence Agency, and the Cold War. Lexington, Kentucky: University Press of Kentucky. σελίδες 3–4, 10. ISBN 9780813177380. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2020.
- ↑ Davis, Deborah (1979). Katharine The Great: Katharine Graham and The Washington Post. Harcourt Brace Jovanovich. ISBN 0151467846.
- ↑ Deborah Davis (1979). Katharine the Great. σελίδες 138–140.
- ↑ Deborah Davis (1979). Katharine the Great. σελίδες 137–138.
- ↑ Deborah Davis (1979). Katharine the Great. σελ. 226.
- ↑ Trickey, Erick (2018-08-04). «Fact-checking QAnon conspiracy theories: Did J.P. Morgan sink the Titanic?». The Washington Post (Washington, D.C.). https://www.washingtonpost.com/news/retropolis/wp/2018/08/04/how-j-p-morgan-didnt-sink-the-titanic-and-other-qanon-conspiracy-theories-debunked/. Ανακτήθηκε στις 2020-11-3.)