Επιστήμη της πληροφόρησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η επιστήμη της πληροφόρησης (μετάφραση του αγγλικού όρου: «Library and Information Science- LIS»)[1] είναι ένα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο το οποίο αφορά τη συλλογή, ανάλυση και διαχείριση πληροφοριών. Ενσωματώνει στοιχεία από ποικιλία επιστημονικών κλάδων, όπως η βιβλιοθηκονομία, η πληροφορική, η γνωσιακή επιστήμη, η μουσειολογία κλπ. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συγκλίνει σε σημαντικό βαθμό με τη σύγχρονη βιβλιοθηκονομία, με αποτέλεσμα την ανάδυση του ενιαίου, σύνθετου γνωστικού πεδίου της βιβλιοθηκονομίας και επιστήμης της πληροφόρησης.

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μια αρχαιότερη μορφή αποθήκευσης της πληροφορίας

Οι γνώστες του κλάδου, στα πλαίσια της μελέτης πεδίου εφαρμογής του, και της χρήσης της γνώσης αυτής σε οργανισμούς, που συμπεριλαμβάνουν επίσης κράτη και επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων, των οργανώσεων και των τυχόν υφιστάμενων πληροφοριακών συστημάτων, λειτουργούν με στόχο τη δημιουργία, την αντικατάσταση, βελτίωση, ή την κατανόηση των και πρακτική εφαρμογή των συστημάτων πληροφοριών. Η επιστήμη πληροφόρησης παρερμηνεύεται ορισμένες φορές ταυτόσημη με την πληροφορική. Ωστόσο, στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ διαφορετικό και ευρύ διεπιστημονικό πεδίο, που ενσωματώνει όχι μόνο ορισμένες πτυχές της επιστήμης υπολογιστών, αλλά και επιπλέον στοιχεία από επιπρόσθετους τομείς, όπως η αρχειακή επιστήμη, γνωσιακή επιστήμη, το εμπόριο, τις επικοινωνίες, το δίκαιο, τη βιβλιοθηκονομία, τη μουσειολογία, τη διαχείριση, τα (εφαρμοσμένα) μαθηματικά, τη φιλοσοφία, τη δημόσια τάξη, και τις κοινωνικές επιστήμες.


Η προσέγγιση της επιστήμης της πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστήμη πληροφόρησης εστιάζει πρώτα στην κατανόηση των προβλημάτων από την προοπτική των εμπλεκόμενων φορέων, και στη συνέχεια, επεξεργάζεται τις πληροφορίες εφαρμόζοντας και τυχόν άλλες επιστήμες ή τεχνολογίες, αν και όπως απαιτείται. Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζει συστημικά τα προβλήματα πρώτα και όχι απλά μεμονωμένα τα κομμάτια της επιστήμης και της τεχνολογίας στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Από αυτήν τη σκοπιά, η επιστήμη πληροφόρησης μπορεί να θεωρηθεί ως μια απάντηση στο λεγόμενο «τεχνολογικό ντετερμινισμό», δηλαδή στην πίστη ότι «η τεχνολογία αναπτύσσεται με τους δικούς της νόμους, ότι συνειδητοποιεί τις δυνατότητές τους, ότι περιορίζεται μόνο από το υλικό της, τους διαθέσιμους πόρους και την δημιουργικότητα των ανθρώπων που την αναπτύσσουν. Ότι δηλαδή πρέπει (η τεχνολογία) τελικά να θεωρείται ένα αυτόνομο σύστημα που ελέγχει και τελικά διαπερνά τα άλλα υποσυτήματα της κοινωνίας»[2].

Πολλά πανεπιστήμια σ' ολόκληρο τον πλανήτη μας έχουν ολόκληρα κολλέγια, τμήματα ή σχολές αφιερωμένα στη μελέτη της επιστήμης πληροφόρησης, ενώ πολλοί μελετητές της μπορούν να βρουν απασχόληση σε θέματα όπως οι επικοινωνίες, η επιστήμη των υπολογιστών, στη βιβλιοθηκονομία, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Αρκετά ιδρύματα έχουν δημιουργηθεί ως «I-Schools», αλλά υπάρχουν παραδίπλα και άλλα που εστιάζουν στην ανάλυση της πληροφορίας.

Στη πλήροφορική, τα τελευταία χρόνια, η προσοχή έχει εστιαστεί στην αλληλεπίδραση ανθρώπου-υπολογιστή, στη δημιουγία συνεργατικών εργαλείων, στο σημασιολογικό ιστό, στην αξία του ευαίσθητου σχεδιασμού, στην επαναληπτική διαδικασία σχεδιασμού, και στη χρήση των τρόπων που οι άνθρωποι παράγουν, βρήσκουν και χρησιμοποιούν τις πληροφορίες.

Ορισμοί της επιστήμης πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας από τους πρώτους ορισμούς της επιστήμης πληροφόρησης (που χρονολογείται από το 1968, το έτος κατά το οποίο το Αμερικανικό Ίδρυμα Τεκμηρίωσης (American Documentation Institute) χρησιμοποίησε την ονομασία «Επιστήμη και Τεχνολογία της Πληροφορίας» (Information Science and Technology) στην «Αμερικανική Κοινωνία» (American Society), ήταν:

«Η επιστήμη πληροφόρησης είναι η ενασχόληση που ερευνά τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των πληροφοριών, τις δυνάμεις που διέπουν τη ροή των πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της επεξεργασίας πληροφοριών για τη βέλτιστη προσβασιμότητα και τη χρηστικότητα. Δίνεται ενδιαφέρον με αυτό το «σώμα» της γνώσης σχετικά με την προέλευση, τη συλλογή, την οργάνωση, την αποθήκευση, την ανάκτηση, την ερμηνεία, τη μεταφορά, τη μετατροπή και χρήση των πληροφοριών. Αυτό περιλαμβάνει τη διερεύνηση των αναπαραστάσεων πληροφοριών σε τόσο φυσικά όσο και τεχνητά συστήματα, η χρήση των κωδικών για την αποδοτική μετάδοση μηνύματος, και η μελέτη των συσκευών επεξεργασίας πληροφοριών και τεχνικές όπως οι υπολογιστές και τα συστήματα προγραμματισμού τους. Πρόκειται για μια συνδυαστική επιστήμη που προέρχεται και σχετίζεται με τομείς όπως τα μαθηματικά, η λογική, η γλωσσολογία, η ψυχολογία, η τεχνολογία των υπολογιστών, η επιχειρησιακή έρευνα, οι γραφικές τέχνες, οι επικοινωνίες, η βιβλιοθηκονομία, η διαχείριση, και άλλα παρόμοια πεδία. Έχει τόσο μια ακαδημαϊκή συνιστώσα επιστήμης, που ερευνά το θέμα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή του, όσο και μια άλλη εφαρμοσμένη επιστήμη συνιστώσα, η οποία αναπτύσσει (άμεσα εφαρμόσημα) προϊόντα και υπηρεσίες.»[3] "(Borko, 1968, σ.3)

Έχουν προκύψει διάφορες τοπικές και διεθνείς διαφορές στη σχετική ορολογία που περιπλέκουν το πρόβλημα του ακριβούς ορισμού της επιστήμης πληροφόρησης. Για παράδειγμα, κάποιοι βιβλιοθηκονόμοι επιστήμονες άρχισαν να χρησιμοποιούν και για τον δικό τους τομέα και έργο τον όρο «επιστήμη της πληροφορίας», όπως και τον όρο «πληροφορική», τον οποίο θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνει. Παραδείγματα:

  1. Στις ΗΠΑ, γίνεται η αναφορά του όρου «επιστήμονες υπολογιστών» για να τους διαχωρίσουν από τους «βιβλιοθηκονόμους επιστήμονες».
  2. Στη Μεγάλη Βρετανία, χρησιμοποιείται όρος «επιστήμη της πληροφορίας» για τις σπουδές πάνω τόσο σε φυσική, όσο και σε τεχνιτή ή και μηχανική επεξεργασία της πληροφορίας και των (σχετικών) συστημάτων.

Ένας άλλος όρος που είναι υπό συζήτηση (επομένως και αμφισβήτηση) ως ένα συνώνυμο για τον όρο «μελέτες πληροφορίας» είναι ο όρος «πληροφοριακά συστήματα». Σύμφωνα με τον Μπράιαν Κάμπελλ Βίκερυ (Brian Campbell Vickery), το 1973, ο όρος «πληροφοριακά συστήματα» είναι μέρος του όρου «μελέτες πληροφορίας», ενώ από την άλλη μεριά οι Ellis, Allen και Wilson, το 1999, μια «βιβλιομετρική έρευνα» περιγράφει τη σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών πεδίων, της «επιστήμης της πληροφορίας» και των «συστημάτων πληροφορίας».

Φιλοσοφία της πληροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «φιλοσοφία της πληροφορίας» (Philosophy of information, PI) μελετά εννοιολογικά ζητήματα που προκύπτουν από τη διασταύρωση της επιστήμης υπολογιστών, της τεχνολογίας των πληροφοριών, και της φιλοσοφίας. Περιλαμβάνει τη διερεύνηση του εννοιολογικού χαρακτήρα και τις βασικές αρχές της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης της δυναμικής της, της χρηστικότητάς της και της επιστημονικότητάς της, αλλά επίσης την εκπόνηση και εφαρμογή της επιστήμης πληροφόρησης και των υπολογιστικών μεθόδων για τα (δικά της) φιλοσοφικά προβλήματα[4].

Οντολογία της πληροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην επιστήμη υπολογιστών, μια τυπική οντολογία τυπικά αντιπροσωπεύει τη γνώση ως ένα σύνολο εννοιών εντός ενός τομέα, και τις σχέσεις μεταξύ των εννοιών της. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογήσει τις ενότητες μέσα στον τομέα αλλά και για να περιγράψει τον τομέα.

Πιο συχνά, μια οντολογία σαν ένα μοντέλο για την περιγραφή του κόσμου που αποτελείται από ένα σύνολο τύπων, ιδιοτύτων και σχέσεων μεταξύ τους. Ακριβώς οτιδήποτε υπάρχει γύρω τους ποικίλλει, αλλά είναι τα βασικά σημεία της οντολογίας. Υπάρχει, επίσης, γενικά η προσδοκία ότι θα υπάρξει μια στενή ομοιότητα μεταξύ του πραγματικού κόσμου και των χαρακτηριστικών του μοντέλου σε μια οντολογία[5].

Οι οντολογίες είναι τα δομικά πλαίσια για την οργάνωση της πληροφορίας και χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη, στο σημασιολογικό ιστό, στη μηχανική συστημάτων, στη βιοϊατρική πληροφορική, στη βιβλιοθηκονομία, στη σελιδοδείκτηση επιχειρήσεων και στην αρχιτεκτονική της πληροφορίας, ως μια μορφή αναπαράστασης της γνώσης γύρω από τον κόσμο ή τμήματά του. Η δημιουργία ενός οντολογικού τομέα είναι επίσης θεμελιώδης για τον ορισμό και τη χρήση ενός επιχειρισιακού αρχιτεκτονικού πλαισίου.

Επιστήμονας πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας επιστήμονας πληροφόρησης είναι ένα άτομο, συνήθως με ένα πτυχίο σχετικού θέματος ή υψηλού επιπέδου γνώσης του αντικειμένου, παρέχοντας εστιασμένη πληροφόρηση για το επιστημονικό ή και το τεχνικό προσωπικό της έρευνας στη βιομηχανία, ένας ρόλος αρκετά διαφορετικός αλλά και συμπληρωματικός σε σχέση με ένα βιβλιοθηκάριο. Ο τίτλος «επιστήμονας πληροφόρησης» ισχύει επίσης και για ένα άτομο που διεξάγει ανεξάρτητη έρευνα στον κλάδο.

Επαγγελματίας πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας επαγγελματίας πληροφόρησης είναι ένας επαγγελματίας που διατηρεί, οργανώνει και διανέμει πληροφορίες (μέσω των ανάλογων εργαλείων πληροφορικής). Οι επαγγελματίες πληροφόρησης (πρέπει να) είναι ικανοί στην οργάνωση, την αποθήκευση και την ανάκτηση της γνώσης. Παραδοσιακά, η διάδοση της πληροφορίας γινόταν με έντυπα μέσα, αλλά πλέον γίνονται, με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, με τρόπο ηλεκτρονικό, εικονικό, ηχητικό και, ευρύτερα, ψηφιακό. Οι επαγγελματίες πληροφόρησης εργάζονται ως ιδιώτες ή και σε μια ποικιλία δημόσιων, ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών και ακαδημαϊκών οργανισμών.


Εξέλιξη της επιστήμης πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibniz, ένας γερμανός πολυμαθής που έγραψε κυρίως στα λατινικά και στα γαλλικά. Τα πεδία με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η Μεταφυσική, τα Μαθηματικά και η Θεοδικία.

Η επιστήμη πληροφόρησης, με την έννοια της μελέτης της συλλογής, της ταξινόμισης, της διαχείρισης, της αποθήκευσης, της ανάκτησης και της διανομής της πληροφορίας έχει τις ρίζες της στο κοινό απόθεμα γνώσης της ανθρωπότητας. Η ανάλυση της πληροφορίας γινόταν από μελετητές τουλάχιστον από την εποχή της Αβυσσιανής Αυτοκρατορίας και η καταγραφή της άρχησε να γίνεται με τη μορφή των βιβλιοθηκών και των αρχείων[6]. Ιδρυτικά, η επιστήμη πληροφόρησης ξεχώρισε το 19ο αιώνα ανάμεσα σε πολλές άλλες επιστημονικές ενασχολήσεις. Ως επιστήμη, ωστόσο, βρίσκει τις ρίζες της στην ιστορία της επιστήμης, αρχίζοντας με τη δημοσίευση των πρώτων θεμάτων των Φιλοσοφικών Συναλλαγών (Philosophical Transactions), που θεωρείται το πρώτο επιστημονικό περιοδικό, αρχίζοντας το 1665, από τη «Βασιλική Κοινωνία» (Royal Society) του Λονδίνου.

Η βιομηχανοποίηση της επιστήμης συνέβηκε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το 1731, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (Benjamin Franklin) ίδρυσε τη «Library Company of Philadelphia» (Εταιρεία - Βιβλιοθήκη της Φιλαδέλφειας), την πρώτη βιβλιοθήκη που ανήκε σε μια ομάδα κοινών πολιτών, που γρήγορα επεκτάθηκε πέρα από το «βασίλειο» των βιβλίων και έγινε ένα κέντρο επιστημονικού πειραματισμού και φιλοξενούσε δημόσιες επιδείξεις επιστημονικών πειραμάτων[7]. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος επένδυσε σε μια κωμόπολη της Μασαχουσέτης μια συλλογή βιβλίων που το δημοτικό της συμβούλιο ψήφισε να γίνει διαθέσιμη δωρεάν, για να γίνει η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη[8]. Η «Académie nationale de chirurgie» (Εθνική Ακαδημία Χειρουργικής) στο Παρίσι δημοσίευσε το 1736 το σύγγραμμα «Memoires pour les Chirurgiens» (δηλαδή «απομνημονεύματα των χειρουργών»), που θεωρείται το πρώτο ιατρικό περιοδικό. Η Αμερικανική Φιλοσοφική Κοινωνία (American Philosophical Society), στα χνάρια της Βασιλικής Κοινωνίας του Λονδίνου, ιδρύθηκε στη Φιλαδέλφεια το 1743. Πολλά άλλα επιστημονικά περιοδικά και «κοινωνίες» ιδρύθηκαν, κατόπιν, ενώ ο Αλόις Σενεδέλντερ (Alois Senefelder) ανέπτυξε την έννοια της λιθογραφίας για χρήση στην εργασία της μαζικής εκτύπωσης, στη Γερμανία το 1796.

19ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τζόζεφ Μαρί Τζακουάρ (Joseph Marie Jacquard)

Μέχρι το 19ο αιώνα, τα πρώτα σημάδια της επιστήμης πληροφόρησης αναδείχθηκαν (σταδιακά) ως διακριτά ξεχωριστή από τις άλλες επιστήμες, φυσικές και κοινωνικές, αλλά σε συνδυασμό με την επικοινωνία και τον υπολογισμό. Το 1801, ο Τζόζεφ Μαρί Τζακουάρ (Joseph Marie Jacquard εφεύρε ένα σύστημα διάτρητων καρτών για να ελέγχει (αυτόματα) τις διεργασίες σε ένα (μηχανικό) αργαλειό ύφανσης ρουχισμού, στη Γαλλία. Ήταν η πρώτη χρήση ενός «συστήματος αποθήκευσης σχεδίων»[9]. Καθώς τα περιοδικά χημείας αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1820 και του 1830[10], ο Τσαρλς Μπάμπατζ (Charles Babbage) ανέπτυξε το 1822 τη «διαφορική μηχανή» του, το πρώτο βήμα προς το σύγχρονο ηλεκτρονικό υπολογιστή[11], ενώ το 1834 προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, κατασκευάζοντας την «αναλυτική μηχανή» του. Το 1843 ο Ρίτσαρντ Μαρτς Χόε (Richard March Hoe) ανέπτυξε την «περιστροφική πρέσα» και το 1844 ο Σάμιουελ Μορς (Samuel Mors) έστειλε το πρώτο δημόσιο τηλεγραφικό μήνυμα. Το 1848 ο Γουΐλλιαμ Φρέντερικ Πουλ (William Frederick Poole) άρχησε τον «Κατάλογο της Περιοδικής βιβλιογραφίας» (Index to Periodical Literature), τον πρώτο κατάλογο του είδους στις ΗΠΑ.

Το 1854 ο Τζορτζ Μπουλ (George Boole) δημοσίευσε το σύγγραμμα «An Investigation into Laws of Thought» (δηλαδή «Μια έρευνα στους νόμους της σκέψης»), που θεωρείται ένα από τα θεμέλεια της αποκαλούμενης «Μπούλιας Άλγεβρας», που αργότερα χρησιμοποιήθηκε στην ανάκτηση πληροφοριών[12]. Το 1860 έγινε ένα συνέδρειο στο Κολέγιο Τεχνολογίας της Καρλσρούης (Karlsruhe Technische Hochschule) για να συζητηθεί η ίδρυση μιας συστηματικής και λογικής ονοματολογίας για τη χημεία. Το συνέδριο δεν έφτασε σε ολοκληρωμένα αποτελέσματα, αλλά αρκετοί βασικοί συμμετέχοντες επέστρεψαν στο σπίτι τους με το (σχετικό) περίγραμμα (του 1858) του Στανισλάο Κανιτζάρο (Stanislao Cannizzaro), που τελικά τους έπεισε για την εγκυρότητα της μεθόδου του για τον υπολογισμό των ατομικών βαρών[13].

Μέχρι το 1865, το Σμιθόνιο Ίδρυμα (Smithsonian Institution) άρχησε έναν κατάλογο των (τότε) κυκλοφορούντων επιστημονικών εντύπων, που έγινε ο «Διεθνής Κατάλογος των Επιστημονικών Εντύπων» (International Catalogue of Scientific Papers) το 1902[14]. Το επόμενο χρόνο, η Βασιλική Κοινωνία (Royal Society) άρχησε τη δημοσίευση του «Κατάλογου των εντύπων ου Λονδίνου» (Catalogue of Papers in London). Το 1868, ο Κρίστοφερ Λάθαμ Σολς (Christopher Latham Sholes), ο Κάρλος Γκλίντεν (Carlos Glidden) και ο Σάμουελ Γ. Σουλ (Samuel W. Soule) έφτιαξαν την πρώτη πρακτική γραφομηχανή. Το 1872 ο Ουίλιαμ Τόμσον (Lord Kelvin) επινόησε έναμ αναλογικό υπολογιστή για να προβλέψει τις παλίρροιες, ενώ μέχρι το 1875 ο Φρανκ Στήφεν Μπάλντγουϊν (Frank Stephen Baldwin) κέρδησε την πρώτη πατέντα στις ΗΠΑ για μια πρακτική υπολογιστική μηχανή που μπορούσε να εκτελέσει τις τέσσερεις (4) βασικές αριθμητικές πράξεις[10]. Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ (Alexander Graham Bell) και ο Τόμας Έντισον (Thomas Edison) ανακάλυψαν (αντίστοιχα) το τηλέφωνο (1876) και το φωνογράφο (1877), ενώ ιδρύθηκε ο «Αμερικανικός Σύνδεσμος Βιβλιοθήκης» (American Library Association στη Φιλαδέλφεια (των ΗΠΑ). Το 1879 ο Ιατρικός Κατάλογος (Index Medicus) εκδόθηκε για πρώτη φορά από τη «Βιβλιοθήκη των Γενικών Χειρουργών»(Library of the Surgeon General), το στρατό των ΗΠΑ (United States Army), μαζί με τον Τζον Σάου Μπίλλινγκς (John Shaw Billings), ως βιβλιοθηκάριο, ενώ αργότερα η βιβλιοθήκη δημοσίευσε το «Εατάλογο ευρετηρίων» (Index Catalogue), που πέτυχε τη διεθνή φήμη ως ο πιο πλήρης κατάλογος της ιατρικής βιβλιογραφίας[15].

Αναφορές και παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. https://users.ionio.gr/~toraki/infosci_met/infosci_met0708_ergasies/1_Foundations_dimiropoulou_kouzinoglou_blana.pdf σελ.5
  2. «Web Dictionary of Cybernetics and Systems: Technological Determinism». Principia Cibernetica Web. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2011. 
  3. Borko, H. (1968). Information science: What is it? American Documentation, 19(1), 3¬5.
  4. Luciano Floridi, "What is the Philosophy of Information?", Metaphilosophy, 2002, (33), 1/2.
  5. Garshol, L. M. (2004). "Metadata? Thesauri? Taxonomies? Topic Maps! Making sense of it all". Retrieved 13 October 2008.
  6. Clark, John Willis. The Care Of Books: An Essay On The Development Of Libraries And Their Fittings, From The Earliest Times To The End Of The Eighteenth Century. Cambridge: Cambridge University Press, 1901
  7. Korty, Margaret Barton. "Benjamin Franklin and Eighteenth Century American Libraries." Transactions of the American Philosophical Society December vol. 55.9 (1965).
  8. "Town of Franklin - History of the Franklin Public Library". Franklinma.virtualtownhall.net. 2010-06-29. Retrieved 2011-05-28.
  9. Reichman, F. (1961). Notched Cards. In R. Shaw (Ed.), The state of the library art (Volume 4, Part 1, pp. 11–55). New Brunswick, NJ: Rutgers, The State University, Graduate School of Library Service.
  10. 10,0 10,1 Emard, J. P. (1976). An information science chronology in perspective. Bulletin of the American Society for Information Science , 2(8), 51–56.
  11. Αν και υπήρξαν και κάποια αρχαιότερα τεχνουργήματα, όπως για παράδειγμα ο γνωστός μηχανισμός των Αντικυθήρων, που όμως επειδή δεν έχουν βρεθεί ολόκληρα, ούτε έχουν βρεθεί σαφείς σχετικές αναφορές, στην ουσία μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τη λειτουργικότητα και τη χρησιμότητά τους.
  12. Smith, E. S. (1993). On the shoulders of giants: From Boole to Shannon to Taube: The origins and development of computerized information from the mid-19th century to the present. Information Technology and Libraries , 12(2), 217–226.
  13. Skolnik, H. (1976). Milestones in chemical information science: Award symposium on contributions of the Division of Chemical Literature (Information) to the Chemical Society. Journal of Chemical Information and Computer Science , 16(4), 187–193.
  14. Adkinson, B. W. (1976). Federal government’s support of information activities: A historical sketch. Bulletin of the American Society for Information Science, 2(8), 24–26.
  15. Schullian, D. M., & Rogers, F. B. (1958). The National Library of Medicine. I. Library Quarterly, 28(1), 1–17.