Επίσκοπος Ακαρνανίας Πορφύριος
Πορφύριος Βιθυνός | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Θάνατος | 19 Αυγούστου 1838 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας πολιτικός |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | πληρεξούσιος |
Ο Πορφύριος ( - 1838) ήταν επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τα επαναστατικά και πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής του.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πορφύριος καταγόταν από τη Βιθυνία (ίσως από τα Μουδανιά), γι'αυτό και συχνά αναφέρεται ως «Βιθυνός[1]». Διετέλεσε Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τον Απρίλιο του 1806, επί Πατριάρχου Καλλινίκου Ε΄, εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης. Τον Ιούνιο του 1808 επαύθη και η επαρχία του συγχωνεύτηκε με τη Μητρόπολη Ιωαννίνων[1] κατ' απαίτηση του Αλή Πασά. Τον Μάρτιο του 1809 εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος (αμέσως μετά την προαγωγή της ως τότε Αρχιεπισκοπής Ελασσώνος σε Μητρόπολη). Στις 28 Ιουνίου 1813, μετά την ανασύσταση της Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης, εξελέγη εκ νέου Μητροπολίτης της.
Ο Πορφύριος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μύησε πολλούς, μεταξύ αυτών και τον Ιωάννη Τρικούπη[2]. Κατά τη διάρκεια των διενέξεων της Υψηλής Πύλης με τον Αλή Πασά, οι Σουλιώτες διαπραγματεύονταν συμμαχία μαζί του, εναντίον της Πύλης. Στα πλαίσια της δίωξης των Σουλιωτών, ο Πορφύριος διατάχτηκε να πράξει ό,τι μπορούσε εναντίον τους. Μετά την αποτυχία των προσπαθειών του, φοβισμένος από τις απειλές των Σουλιωτών, επέστρεψε κοντά στον Αλή, στα Ιωάννινα. Τότε κατηγορήθηκε ως φίλα προσκείμενος στον αποστάτη πασά, με αποτέλεσμα να παυθεί τον Σεπτέμβριο του 1820 και να εξοριστεί στο Άγιο Όρος[2].
Το 1821, μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, έλαβε έγγραφη πρόσκληση από την Ύδρα και μετέβη στην επαναστατημένη Ελλάδα, αρχικά στο Μεσολόγγι[3] και από εκεί στο Αγρίνιο στη γενική συνέλευση των επαρχιών[1]. Την 1η Φεβρουαρίου του 1822 έστειλε από το Αιτωλικό επιστολή στην υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ζητώντας αποκατάστασή του στις απελευθερωμένες περιοχές της πρώην Μητροπόλεώς του[4]. Πράγματι, στις 25 Φεβρουαρίου 1822, η Γερουσία τον όρισε αρμόδιο για τα εκκλησιαστικά θέματα, δίνοντάς του (αντικανονικώς)[5] τον τίτλο «θείῳ ἐλέει ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἐλευθέρας Δυτικῆς Ἑλλάδος[1]». Ο ίδιος δεν αποδέχτηκε τον τίτλο αυτό και συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Ναυπάκτου καί Ἄρτης ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Αἰτωλίας»[6], θεωρώντας ότι αποκαταστάθηκε στις ελεύθερες περιοχές της πρώην επαρχίας του, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε εκλέξει άλλον Μητροπολίτη Άρτης στις περιοχές που βρίσκονταν εντός της Οθωμανικής επικράτειας.
Μετά τον διορισμό του αμέσως μετά τον διορισμό του δραστηριοποιήθηκε έντονα στο στρατιωτικό σκέλος του αγώνα. Στις αρχές Μαρτίου του 1822, πήγε από το Μεσολόγγι στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη που πολιορκούσε τότε την Πάτρα και ζήτησε τη βοήθειά του για την αντιμετώπιση των Οθωμανών που, έχοντας νικήσει τον Αλή Πασά, απειλούσαν τη Δυτική Ελλάδα. Έτυχε εκεί στην περίφημη μάχη της 9ης Μαρτίου. Οι παρακλήσεις του Πορφυρίου είχαν ως αποτέλεσμα να επιστρέψει στο Μεσολόγγι στις 12 Μαρτίου, με τον γιο του Κολοκοτρώνη, Γενναίο, επικεφαλής μιας δύναμης 300 ανδρών[7]. Το 1823, ο Πορφύριος κήδεψε στο Μεσολόγγι τον Μάρκο Μπότσαρη[7] και το 1824 τον Λόρδο Βύρωνα[8].
Τον Μάιο του 1823, ο Πορφύριος διορίστηκε από το Βουλευτικό ως μέλος πενταμελούς επιτροπής που θα μεριμνούσε, σε συνεννόηση με το Εκτελεστικό, για τη λήψη εσωτερικού δανείου ύψους περίπου 500.000 ταλλήρων[9]. Την ίδια χρονιά ο Πορφύριος συγκέντρωσε από μονές της επαρχίας του 50.000 γρόσια ως έκτακτη βοήθεια για τις ανάγκες του αγώνα[10]. Το 1826/7, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση τον όρισε μέλος επταμελούς επιτροπής που συνεστήθη για να μελετήσει τα εκκλησιαστικά ζητήματα και να προτείνει λύσεις[11].
Στις 30 Μαΐου 1829, μετά την αποχώρηση των Οθωμανών από την Στερεά Ελλάδα, ο κυβερνήτης Καποδίστριας του ζήτησε να επιστρέψει στην επαρχία του, από την οποία είχε αναγκαστεί να φύγει το 1825 μετά την εκεί εισβολή των Οθωμανικών στρατευμάτων[12]. Έκτοτε έφερε τον τίτλο «Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Μεσολογγίου». Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συμμετείχε στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους μαζί με άλλους Θράκες και Βιθυνούς[13]. Μετά τη μονομερή ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833 ορίστηκε από την Αντιβασιλεία στις 21 Νοεμβρίου 1833 «προεδρικώς» Μητροπολίτης της νεοσύστατης Επισκοπής Ακαρνανίας.
Ο Πορφύριος έζησε σε απόλυτη πενία, την οποία περιγράφει πολλές φορές σε επιστολές που ζητά οικονομική βοήθεια[14], ενώ και η κατάσταση στην οποία βρήκε την επαρχία του μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου και την αποχώρηση των Οθωμανών περιγράφεται από τον ίδιο ως απελπιστική:
Εἰς ὅλην τήν Ἀκαρνανίαν δέν ἐστάθη δυνατόν νά εὕρω ἐκκλησίαν σωζομένην, οὐδέ ἱερόν κατάστημα. Καί ὅσα ἐξ αὐτῶν ἦτον λιθόκτιστα, ἐκείνων μόνον διεσώθη ἡ οἰκοδομή, τό δέ ἐμβαδόν ὅλων κατατεφρωμένον καί αἱ ἱστορίαι τῶν ἁγίων κατάμαυραι, μόνον δέ δύο ἐκκλησίαι εὑρέθησαν σωζόμεναι, ἡ τῆς μονῆς τοῦ Λεσινίου, διά τό ἄβατον τῆς θέσεως, καί ἡ τῆς μονῆς τοῦ Ρόμπου, διά τό δύσβατον καί τήν προστασίαν τοῦ Γ. Βαρνακιώτη... Κατάλυμα ἀρχιερατικόν δέν ὑπάρχει εἰς ὅλην τήν ἐλευθέραν ἐπαρχίαν μου...[15]»
Απεβίωσε τη νύχτα της 18ης προς 19 Αυγούστου 1838 στο Μεσολόγγι και κηδεύτηκε στις 21 Αυγούστου[1].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Χαραλαμπόπουλος.
- ↑ 2,0 2,1 Προύζος 2016, σελ. 94.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 95.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 99.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 85.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 101.
- ↑ 7,0 7,1 Προύζος 2016, σελ. 119.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 219.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 215.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 216-217.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 146.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 354-355.
- ↑ Σοϊλεντάκης, Νικόλαος Π. «Οἱ Θρακιῶτες κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821» (PDF). Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ Λήμνου, Βασίλειος (01). «Ικετήριοι εξοικονομήσεως αρχιερέων». Εκκλησία ΚΖ΄ (9): 132. https://www.ecclesiagreece.gr/greek/press/ekklisia/material/1950_05_9.pdf. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ Προύζος 2016, σελ. 356.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1888). Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των εξώθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως. Αθήνα: Σταύρος Ανδρόπουλος, Τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2010.
- Χαραλαμπόπουλος, Χαράλαμπος Δ. «Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφυρίου Βιθυνοῦ ( ; -1838) Περιπέτειες». Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2025.
- Προύζος, Γεώργιος Εμμ. (2016). Η δράση των προσφύγων αρχιερέων στις επαναστατημένες περιοχές και στο νεοελληνικό κράτος (1821-1833), διδακτορική διατριβή (PDF). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.