Εντόλωμα το κολπωτό
Εντόλωμα το Κολπωτό | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
![]() | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Entoloma sinuatum | ||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||
Agaricus sinuatus Περσούν (1801) |
Το Εντόλωμα το κολπωτό είναι ένα δηλητηριώδες μανιτάρι, το οποίο εντοπίζεται σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Αποτελεί το μεγαλύτερο μανιτάρι του γένους μυκήτων με τα ροζ σπόρια, γνωστό ως Εντόλωμα, και αποτελεί και το τυπικό είδος του γένους. Τα καρποσώματα εμφανίζονται στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο, σε δάση φυλλοβόλων δέντρων, σε πηλώδη εδάφη ή ασπροχώματα. Είναι αρκετά συμπαγή στο σχήμα, και θυμίζουν μέλη του γένους Τριχόλωμα. Το πηλίδιο έχει χρώμα κρεμ-ωχρό, συνοδευόμενο από γκριζωπή έως καφετιά-κίτρινη απόχρωση, με μέγεθος που φτάνει τα 20 εκατοστά σε διάμετρο, με ένα περιθώριο στο άκρο που περιστρέφεται εσωτερικά. Τα ελάσματα είναι πλατιά και σχεδόν ελεύθερα, ξεκινούν με ωχροκίτρινη απόχρωση και καταλήγουν ροζ- κίτρινα κατά την ωρίμανση. Ο στύπος είναι λευκός έως κρεμ-γκρι, αλευρωμένος στην κορυφή και στο υπόλοιπο τμήμα καλυμμένος με επιμήκη ινίδια. Επίσης δεν διαθέτει δακτύλιο.[1]
Όταν είναι νεαρό, μπορεί να μπερδευτεί με το εδώδιμο αγιωργίτικο μανιτάρι ή μοσχομανίταρο (Καλοκύβη η κοντόποδη - Calocybe gambosa) ή το Clitopilus prunulus. Είναι υπεύθυνo για πολλές περιπτώσεις δηλητηρίασης από μανιτάρια στην Ευρώπη. Το Εντολώμα το κολπωτό προκαλεί κυρίως γαστροεντερικά προβλήματα, τα οποία αν και γενικά δεν είναι απειλητικά για τη ζωή, περιγράφονται ως ιδιαιτέρως δυσάρεστα. Άλλες λιγότερο συνηθισμένες επιπτώσεις είναι το ντελίριο και η κατάθλιψη. Γενικά δεν θεωρείται θανατηφόρο, αν και έχουν αναφερθεί θανατηφόρες επιπτώσεις από την κατανάλωση αυτού το μανιταριού σε περιορισμένες περιπτώσεις.[2]
Ονομασία και συσχετίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ταραχώδης ιστορία του ονόματος αυτού του είδους ξεκινά το 1788 με την έκδοση του 8ου μέρους των Βοτάνων της Γαλλίας του Ζαν Μπαπτίστ Μπουγιάρντ. Στην απεικόνιση 382 αναπαρίστατο ένα μανιτάρι το οποίο ο ίδιος ονόμασε Agaricus Lividus[3]. To 1872, o Λουσιέν Κελέτ περιέγραψε ένα είδος, το οποίο ο ίδιος το ονόμασε "Entoloma Lividus Bull.",[4][5] για το οποίο αν κατά γενική ομολογία αποτελούσε αναφορά στο όνομα του Μπουγιάρντ, ο Κελέτ έδωσε μια περιγραφή η οποία θεωρείται ότι αφορά ένα διαφορετικό είδος από αυτό που απεικόνισε ο Μπουγιάρντ.[5] Ενδιάμεσα, το 1801 ο Κριστιάν Περσούν περιέγραψε το Agaricus sinuatus στην Μεθοδική Σύνοψη των Μυκήτων.[6] Το όνομα βασίστηκε σε άλλη απεικόνιση, με αριθμό 579, δημοσιευμένη στο τελευταίο μέρος του έργου του Μπουγιάρντ, με το όνομα "agaric sinué" (ελικοειδές αγαρικό).[7] Ο Γερμανός μυκητιολόγος Πωλ Κούμερ το επανακατέταξε ως Entoloma sinuatum (Εντόλωμα το Κολπωτό) το 1871.[8]
Για πολλά χρόνια η ονομασία και περιγραφή του Κελέτ υπερίσχυαν, καθώς η ονομασία του Μπουγιάρντ προϋπήρχε αυτής του Περσούν. Ωστόσο, το 1950, μια αλλαγή στον Διεθνή Κώδικα Βοτανικής Ονοματολογίας (που ονομάστηκε Κώδικας της Στοκχόλμης, από την πόλη όπου διεξήχθη το Διεθνές Βοτανικό Συνέδριο), είχε ως αποτέλεσμα ότι μόνο τα ονόματα των μυκήτων που δημοσιεύτηκαν μετά το 1801 ή το 1821 (ανάλογα με τον τύπο) να είναι έγκυρα.[9] Αυτό σήμαινε ότι ξαφνικά το όνομα του Μπουγιάρντ δεν ήταν πλέον ένα έγκυρο όνομα, και τώρα ήταν το όνομα του Περσούν που είχε προτεραιότητα. Παρ' όλα αυτά, η ονομασία ήταν ήδη γνωστή, και η ήδη χαοτική κατάσταση που προκλήθηκε από την αλλαγή σε μια διάσημη λατινική ονομασία, έγινε πιο περίπλοκη από μια άλλη από τις προτάσεις του Κελέτ. Το 1886 είχε προτείνει ένα νέο, ευρύτερο γένος που συμπεριλάμβανε όλους τους μύκητες με τα ροζ μεροστυπικά ελάσματα και γωνιώδη σπόρια : το γένος Ροδόφυλλος[10]. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις στην ονομασία του γένους χρησιμοποιώντας είτε το Ροδόφυλλος είτε το Εντόλωμα, συνυπάρχουν για πολλές δεκαετίες, με τους μυκητιολόγους και τα εγχειρίδια να ακολουθούν και τις δύο[5]. Ο Γάλλος μυκητιολόγος Ανρί Ρομανιέσι, ο οποίος μελέτησε το γένος για πάνω από σαράντα χρόνια, προτιμούσε το Ροδόφυλλος, όπως έκανε αρχικά και ο Γερμανός Ρόλφ Ζίνγκερ[5]. Ωστόσο, άλλες αυθεντίες έτειναν προς το Εντόλωμα[11] και ο Ζίγκερ παραδέχτηκε ότι το όνομα αυτό ήταν πιο ευρέως γνωστό και το υιοθέτησε τελικά στη δημοσίευση του Αγαρικώδη στη Σύγχρονη Ταξονομία το 1986.[5]
Εν τω μεταξύ, είχε γίνει ευρέως αποδεκτό ότι η αλλαγή του 1950 του Κώδικα της Στοκχόλμης προκάλεσε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε, και το 1981 ο Κώδικας του Σίδνεϊ επανέφερε την ισχύ των ονομάτων προ από το 1801, αλλά δημιούργησε το καθεστώς της "αποδεκτής ονομασίας" για όσα ονόματα καθιερώθηκαν από τα θεμελιώδη έργα του Περσούν και του Ηλία Μάγκνους Φρις[12]. Έτσι, το Entoloma sinuatum, το οποίο σαν ονομασία είχε εγκριθεί από τον Φρις[13], έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για το είδος που περιγράφεται από τον Κελέτ, παρόλο που το όνομα του Μπουγιάρντ ήταν το παλαιότερο. Την ίδια στιγμή, ο Ολλανδός Μακίελ Νόρντελος επανεξετάζοντας το όνομα του Μπουγιάρντ με μεγαλύτερη προσοχή, ανακάλυψε ότι όχι μόνο ήταν παράτυπο (και άρα μη διαθέσιμο προς χρήση) επειδή ο Βρετανός βοτανολόγος Γουίλιαμ Χάντσον το είχε ήδη χρησιμοποιήσει δέκα χρόνια νωρίτερα για ένα διαφορετικό είδος, αλλά η απεικόνιση του Μπουγιάρντ σαφώς δεν αφορούσε ένα Εντόλωμα, αλλά ένα είδος Πλουτεύς (Pluteus)[14], ένα γένος μόνο μακρινά συγγενικό με το Εντόλωμα[5]. Αφού αυτό καθιστούσε την ονομασία του Κελέτ σαφώς ακατάλληλη για το Εντόλωμα, και επειδή εκείνη την εποχή ο Νόρντελος και ο Ρομανιέσι πίστευαν ότι τα Entoloma lividum του Κελέτ και τα Entoloma sinuatum του Περσούν έπρεπε να αντιμετωπιστούν σαν ξεχωριστά είδη, ο Νόρντελος δημιούργησε μια τρίτη ονομασία για το είδος που περιέγραψε πρώτος ο Κελέτ : Entoloma eulividum[5][15]. Παρόλα αυτά αργότερα άλλαξε πάλι γνώμη, συνδυάζοντας τα Entoloma eulividum και τα Entoloma sinuatum, έτσι ώστε το όνομα του Περσούν να είναι πλέον καθολικά αποδεκτό[16][17]. Λόγω της μέχρι πρότινος ευρείας χρησιμοποίησης της ονομασίας που πρότεινε ο Κελέτ "Entoloma lividum" και της καλής του περιγραφής και απεικόνισης, προτάθηκε η διατήρηση και επαναφοράς της το 1999 (μιας και θα μπορούσε να θεωρηθεί περιγραφή νέου είδους και όχι επανάληψη της απεικόνισης του Μπουγιάρντ).[5] Η πρόταση δεν ευοδώθηκε όμως επειδή η ονομασία Entoloma sinuatum ήταν πλέον σε χρήση, αν και όχι καθολικά, για πολλά χρόνια και ήταν ευρέως γνωστό όνομα για το εν λόγω είδος.[18] Το επίθετο του είδους sinuatum σημαίνει στα Λατινικά "κυματιστό", αναφερόμενο στο σχήμα του πηλιδίου, ενώ το όνομα του είδους Entoloma προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ἐντός και λῶμα,[19] (άκρη ρούχου, στρίφωμα) από την άκρη του πηλιδίου που περιστρέφεται προς τα μέσα. Το παλαιότερο επίθετο του είδους lividum προέρχεται από τη λατινική λέξη līvǐdus "χρωματισμένο με μόλυβδο".[20]
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μεγαλύτερο μέλος του γένους του[21], το Εντόλωμα το κολπωτό έχει ένα εντυπωσιακό επίγειο καρπόσωμα, το οποίο φέρει πηλίδιο 6-20 εκ σε πλάτος, αν και έχουν αναφερθεί διάμετροι έως 30 εκ[22]. Είναι κυρτό προς επίπεδο, συχνά με μια στρογγυλεμένη θηλή στο κέντρο του και κυματιστό άκρο, λευκωπό έως ανοικτό γκριζοκαφέ στο χρώμα, τα οποίο σκουραίνει με την ηλικία. Τα αραιά ελάσματα είναι μεροστυπικά (μερικώς προσφυόμενα από τον στύπο) έως πλήρως ελεύθερα, γενικά (αλλά όχι πάντα) υποκίτρινα πριν σκουρύνουν σε ροζ και μετά σε κόκκινα. Ανάμεσα στα κυρίως ελάσματα υπάρχουν διεσπαρμένα μικρότερα ελάσματα τα οποία δεν φτάνουν εντελώς μέχρι το στύπο.[23] Γύρω από την ένωση με το στύπο υπάρχει μια χαρακτηριστική υποχώρηση πάνω στο μοτίβο των ελασμάτων σαν "τάφρος".[22] Υπάρχει μια σπάνια αλλά διαδεδομένη παραλλαγή χωρίς κίτρινο χρώμα στα ελάσματα, η οποία έχει καταγραφεί σε Αυστρία, Γαλλία και Ολλανδία.[16]
Ο χοντρός λευκός στύπος δεν έχει δακτύλιο και κυμαίνεται ανάμεσα στα 4 με 20 εκ. σε ύψος και 0,5 με 4 εκ σε διάμετρο. Ενδέχεται να είναι βολβώδης προς τη βάση. Έχει ήπια γεύση, αν και μπορεί να είναι δυσάρεστη. Η οσμή του μανιταριού είναι δυνατή και ασυνήθιστη, περιγράφεται σαν την μυρωδιά χαλασμένου αλευριού. Το αποτύπωμα των σπορίων είναι κοκκινωπό-καφέ, με γωνιώδη σπόρια με διαστάσεις 8-11 έως 7-9,5 μm, περίπου εξάγωνα και σφαιρικά στο σχήμα. Τα βασίδια διαθέτουν τέσσερα σπόρια. Το άκρο των ελασμάτων χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή και απουσιάζουν τα κυστίδια.[16]
Παρόμοια είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σύγχυση του με το εδώδιμο Clitopilus prunulus αποτελεί συχνή αιτία δηλητηρίασης στη Γαλλία. Αυτό το τελευταίο διαθέτει γκριζωπό-λευκό αφράτο πηλίδιο με λευκωπά κατερχόμενα ελάσματα, τα οποία γίνονται ροζ με την ωριμότητα.[24] Τα νεαρά καρποσώματα του Εντολώματος του κολπωτού μπορούν επίσης να μπερδευτούν με την Καλοκύβη την κοντόποδη ή αγιωργίτικο (Calocybe gambosa)[21]: τα ελάσματα του τελευταίου είναι πυκνά και έχουν χρώμα κρεμ. Για να κάνει τα πράγματα ακόμη πιο περίπλοκα συχνά μεγαλώνει κοντά σε αυτά τα εδώδιμα είδη[25]. Το μέγεθος τους και σχήμα τους μοιάζει με μέλη του γένους Τριχόλωμα, αν και το χρώμα των σπορίων (λευκό στο Τριχόλωμα, ροζ στο Εντόλωμα) και το σχήμα των σπορίων (γωνιώδες στο Εντόλωμα) βοηθούν στο διαχωρισμό.[26] Ένας μη έμπειρος συλλέκτης ενδέχεται να το μπερδέψει με το εδώδιμο Αγαρικό το πεδινό (Agaricus campestris)[27], αλλά αυτό το είδος έχει ένα δαχτυλίδι στον στύπο, ροζ ελάσματα, τα οποία γίνονται σοκολατί-καφέ στην ωριμότητα και σκούρο καφέ αποτύπωμα σπορίων.[28]
Διανομή και οικοτόπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Εντόλωμα το κολπωτό είναι πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και τις βρετανικές νήσους και την Ιρλανδία[29], αν και είναι πιο κοινό στην νότια και κεντρική Ευρώπη, από ότι στα βορειοδυτικά[16] . Επιπλέον είναι διαδεδομένο σε όλη τη Βόρεια Αμερική[26] Στην Ασία έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας[30], στην επαρχία Αντιγιαμάν στην Τουρκία[31], στο Ιράν [32] και στο βόρειο Γιουνάν στην Κίνα.[33]
Τα καρποσώματα του Εντολώματος του κολπωτού εντοπίζονται μεμονωμένα ή σε ομάδες[26]. Καμιά φορά σχηματίζουν δακτύλιους μανιταριών στο έδαφος[25]. Τα καρποσώματα εμφανίζονται κυρίως το φθινόπωρο, αλλά και το καλοκαίρι στη Βόρεια Αμερική[26], ενώ στην Ευρώπη εμφανίζονται στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο[16]. Εντοπίζονται σε δάση φυλλοβόλων κάτω από βελανιδιές, οξιές και λιγότερο συχνά σημύδες, συχνά σε αργιλώδη εδάφη ή ασπροχώματα, αλλά μπορεί να εξαπλωθούν σε κοντινά πάρκα, αγρούς και λειμώνες.[16] Τα περισσότερα μέλη του γένους είναι σαπροτροφικά, αλλά το συγκεκριμένο είδος έχει καταγραφεί να σχηματίζει και εκτομυκορριζικές σχέσεις με την ιτιά.[34]
Τοξικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό το μανιτάρι έχει αναφερθεί ότι είναι υπεύθυνο για το 10% των δηλητηριάσεων από μανιτάρια στην Ευρώπη[35]. Για παράδειγμα, 70 άτομα χρειάστηκαν νοσοκομειακή περίθαλψη μόνο στη Γενεύη το 1983[36], και ήταν υπεύθυνο για τις 33 από τις 145 περιπτώσεις δηλητηρίασης μανιταριών σε μια περίοδο 5 ετών σε ένα και μοναδικό νοσοκομείο στην Πάρμα[37]. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης είναι κυρίως γαστροεντερικά: διάρροια, εμετός και πονοκέφαλος ξεκινούν περίπου 30 λεπτά με 2 ώρες μετά την κατανάλωση και διαρκούν μέχρι και 48 ώρες. Έχουν αναφερθεί οξεία τοξική ηπατίτιδα και ψυχιατρικά συμπτώματα όπως διαταραχές της διάθεσης ή ντελίριο. Πιο σπάνια, τα συμπτώματα της κατάθλιψης μπορούν να κρατήσουν για μήνες.[38] Υπάρχει τουλάχιστον μια πηγή που αναφέρει απώλειες σε ζωές ενηλίκων και παιδιών[39]. Η νοσοκομειακή αντιμετώπιση της δηλητηρίασης από αυτό το μανιτάρι συνήθως αντιμετωπίζει τα συμπτώματα : χορηγούνται σπασμολυτικά για να μειώσουν τους κολικούς του εντέρου και ενεργός άνθρακας χορηγείται νωρίς για να δεσμεύσει την υπολειπόμενη τοξίνη. Επίσης χορηγούνται υγρά ενδοφλέβια, εάν απαιτείται λόγω εκτενούς αφυδάτωσης, ειδικά στα παιδιά και τους ηλικιωμένους[38]. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν αντιεμετικά σε περίπτωση εμετών που επιμένουν. Η τοξίνη δεν έχει ταυτοπιηθεί αλλά η χημική ανάλυση έχει διαπιστώσει την ύπαρξη αλκαλοϊδών στο μανιτάρι.[40]
Μία μελέτη μανιταριών στην ανατολική περιοχή της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία έδειξε ότι το Εντόλωμα το κολπωτό έχει τα υψηλότερα επίπεδα χαλκού (64,8 ± 5,9 μg/g αποξηραμένου υλικού - όχι αρκετά για να γίνει τοξικός) και ψευδάργυρου (198 mg/g)[41]. Έρευνα στα πηλίδια και στους στύπους σε μια περιοχή με υψηλή συγκέντρωση υδραργύρου στη βορειοανατολική Πολωνία έδειξε ότι το μανιτάρι συγκεντρώνει πολύ υψηλότερη ποσότητα υδραργύρου από ότι άλλα μανιτάρια. Το στοιχείο βρέθηκε σε υψηλές συγκεντρώσεις και στο υπόστρωμα.[42] Το Εντόλωμα το κολπωτό επίσης συγκεντρώνει ενώσεις πλούσιες σε αρσενικό, περίπου 40 μg αρσενικού ανά g φρέσκου μανιταριού.[43]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Αθανασίου, Ζαχαρίας Θ. Οδηγός Αναγνώρισης : Άγρια Μανιτάρια. Αθήνα: Ψυχάλου. σελ. 212. ISBN 978-960-8455-92-4.
- ↑ Joseph F. Ammirati (1985). Poisonous Mushrooms of the Northern United States and Canada. Minnesota Press. σελ. 81. ISBN 9780816614073.
- ↑ Bouillard, Pierre (1782). Herbier de la France (στα Γαλλικά). 8. Paris: Chez l'auteur, Didot, Debure, Belin. σελ. plate 382.
- ↑ Quélet, Lucien (1872). "Les Champignons du Jura et des Vosges". Mémoires de la Société d'Émulation de Montbéliard (στα Λατινικά). 5. σελ. 116.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 Redeuilh, Guy. «Proposal to conserve the name Entoloma lividum (Fungi, Agaricales) against three earlier synonyms». Taxon (48 (1)): 145–46. doi:. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.2307/1224635.
- ↑ Christiaan Hendrik Persoon, Christiaan Hendrik (1801). Synopsis methodica fungorum (στα Λατινικά). Apud H. Dieterich. σελ. 329.
- ↑ Το οποίο σημαίνει ότι σύμφωνα με τις σύγχρονες αρχές της ονομοτολογίας, ο Περσούν και όχι ο Μπουγιάρντ, είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όνομα, μιας και μόνο ονόματα στα λατινικά λαμβάνονται υπόψη.
- ↑ Kummer, Paul (1871). Der Führer in die Pilzkunde (στα Γερμανικά) (1η έκδοση). Γερμανία: Zerbst. σελ. 98.
- ↑ Korf, Richard P. (1982). «Citation of Authors' Names and the Typification of Names of Fungal Taxa Published between 1753 and 1832 under the Changes in the Code of Nomenclature Enacted in 1981». Mycologia (Plant Pathology Herbarium, Cornell Univercity, Ithaca, New York) (74 (2)): 250-252. doi:. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59350/0074/002/0250.htm.
- ↑ Quélet, Lucien (1886). Enchiridion Fungorum in Europa media et praesertim in Gallia Vigentium, σελ. 56. https://books.google.gr/books?id=k2EVAAAAYAAJ&pg=PA57.
- ↑ Noordeloos. Fungi Europaei. σελ. 13.
- ↑ Korf, Richard P. (1982). «Citation of Authors' Names and the Typification of Names of Fungal Taxa Published between 1753 and 1832 under the Changes in the Code of Nomenclature Enacted in 1981». Mycologia (Plant Pathology Herbarium, Cornell Univercity, Ithaca, New York) (74 (2)): 250-252. doi:. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59350/0074/002/0250.htm.
- ↑ Fries, Elias Magnus (1821). Systema Mycologicum. 1. Lund: Officina Berlingiana. σελ. 197.
A.sunuatus
- ↑ Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η εν λόγω απεικόνιση αφορούσε το αποκαλούμενο σήμερα Pluteus cervinus.
- ↑ Noordeloos, Machiel E. (1985). «Notulae ad floram Agaricinam Neerlandicam X-XI. Entoloma». Persoonia (12 (4)): 457–62.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 Noordeloos. Fungi Europaei. σελίδες 13, 111–114.
- ↑ Breitenbach, Joseph; Kränzlin, Fred (1991). «Fungi of Switzerland 4: Agarics, 2nd Part». Verlag Mykologia Lucerne (Λουκέρνη): 104. ISBN 3-85604-24-7..
- ↑ Gams, Walter (2001). «"Report of the Committee for Fungi: 9». Taxon (50: 2): 269–72. doi: .
- ↑ «λῶμα». Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon.
- ↑ Simpson, D.P. (1979). Cassell's Latin Dictionary (5η έκδοση). Λονδίνο: Cassell Ltd. σελ. 349. ISBN 0-304-52257-0.
- ↑ 21,0 21,1 Nilson, Sven· Persson, Olle (1977). Fungi of Northern Europe 2: Gill-Fungi. Harmondsworth: Penguin. σελ. 98. ISBN 0-14-063006-6.
- ↑ 22,0 22,1 Haas, Hans (1969). The Young Specialist looks at Fungi. London: Burke. σελ. 126. ISBN 0-222-79409-7.
- ↑ Bresinsky, Andreas· Besl, Helmut (1989). A Colour Atlas of Poisonous Fungi: a Handbook for Pharmacists, Doctors, and Biologists. Λονδίνο: Manson Publishing Ltd. σελίδες 138–39. ISBN 0-7234-1576-5.
- ↑ Lamaison, Jean-Louis· Polese, Jean-Marie (2005). The Great Encyclopedia of Mushrooms. Königswinter, Γερμανία: Könemann. σελ. 116. ISBN 3-8331-1239-5.
- ↑ 25,0 25,1 Zeitlmayr, Linus (1976). Wild Mushrooms: An Illustrated Handbook. Hertfordshire, Ηνωμένο Βασίλειο: Garden City Press. σελ. 80. ISBN 0-584-10324-7.
- ↑ 26,0 26,1 26,2 26,3 Ammirati, Joseph F.· Traquair, James A (1985). Poisonous Mushrooms of the Northern United States and Canada. Minneapolis, Minnesota: University of Minnesota Press. σελίδες 313–15. ISBN 0-8166-1407-5.
- ↑ Ramsbottom, John (1953). Mushrooms & Toadstools. Λονδίνο: Collins. σελ. 53. ISBN 1-870630-09-2.
- ↑ Miller, Hope H.· Miller, Orson K. (2006). North American Mushrooms: a Field Guide to Edible and Inedible Fungi. Guilford, Connecticut: Falcon Guide. σελ. 283. ISBN 0-7627-3109-5.
- ↑ «"Northern Ireland's Herbarium Specimens"». Northern Ireland Fungus Group. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ Sesli, Ertuğrul. «Preliminary checklist of macromycetes of the East and Middle Black Sea Regions of Turkey (PDF)». Mycotaxon (99): 71-74. https://www.mycotaxon.com/resources/checklists/sesli-v99-checklist.pdf.
- ↑ Kaya, Abdullah (2010). «Macrofungal diversity of Adıyaman Province (Turkey)». Mycotaxos (110): 43-46. doi:. https://www.mycotaxon.com/resources/checklists/kaya-v110-checklist.pdf.
- ↑ Asef Shayan, M.R. (2010). قارچهای سمی ایران (Qarch-ha-ye Sammi-ye Iran) [Poisonous mushrooms of Iran]. Iranshenasi. σελ. 214. ISBN 978-964-2725-29-8.
- ↑ Horak, Egon (1987). «Agaricales from Yunnan China I». Nippon Kingakukai Kaiho 28 (2): 171-188. ISSN 0029-0289.
- ↑ Agerer, Reinhard (2002). Colour Atlas of Ectomycorrhizae. Schwäbisch Gmünd: Einhorn-Verlag. σελίδες 116–117. ISBN 3-921703-77-8.
- ↑ Alder, A.E. (1961). «Erkennung und Behandlung der Pilzvergiftung [Recognition and treatment of mushroom poisoning]» (στα Γερμανικά). Deutsche Medizinische Wochenschrift 86 (23): 1121–27. doi: . PMID 13682210.
- ↑ Chapuis, J.-R. (1984). «Jahresbericht des Verbandstoxikologen für das Jahr 1983 [Annual Report of the SUSM Toxicologist for 1983]» (στα Γερμανικά). Schweizerische Zeitschrift für Pilzkunde 62: 196-197.
- ↑ Bocchi, Α. (1995). «"Segnalazioni di intossicazioni da funghi nel Parmense" [Report on mushroom poisoning in the Parma area].». Αnnali della Facolta di Medicina Veterinaria (Universita di Parma) 15: 251-256. ISSN 0393-4802.
- ↑ 38,0 38,1 Benjamin, Dennis R. (1995). Mushrooms: Poisons and Panaceas—A Handbook for Naturalists, Mycologists and Physicians. Νέα Υόρκη: WH Freeman and Company. σελίδες 188, 354–355, 361–362. ISBN 0-7167-2600-9.
- ↑ Benedict, Robert G. (1972). «Mushroom toxins other than Amanita». Microbial Toxins: A Comprehensive Treatise. Volume VIII. Fungal Toxins (Νέα Υόρκη): 281–320.
- ↑ Bastida, Jaume. «"Screening of higher fungi from Catalonia for alkaloids-II». International Journal of Crude Drug Research 25 (2): 129-132. doi: .
- ↑ Tuzen, Mustafa; Sesli, Ertugrul; Soylak, Mustafa (2007). «Trace element levels of mushroom species from East Black Sea region of Turkey». Food Control 18 (7): 806-810. doi: .
- ↑ Falandysz, Jerzy (2002). «Mercury in mushrooms and soil of the Tarnobrzeska Plain, south-eastern Poland». Journal of Environmental Science and Health, Part A 37 (3): 343-352.
- ↑ Byrne, A.R.; Slejkovec, Zdenka (1995). «Arsenobetaine and other arsenic species in mushrooms». Applied Organometallic Chemistry 9 (4): 305-313. doi: .