Ελληνικός ορυκτός πλούτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος)
Χάρτης μεταλλευμάτων και ορυκτών της Ελλάδος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1934
Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1934
Μεταλλείο "Ιλαρίων", Καμάριζα, Λαύριο. Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας)

Σχετικά με την ύπαρξη ορυκτού πλούτου στην Ελλάδα έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις, μερικές φορές διαμετρικά αντίθετες[1]. Έτσι, ενώ σε αποσπάσματα από την έκθεση της ειδικής επιτροπής της UNRRA τού έτους 1947 διαβάζουμε: «Τόσον ή γενική γεωλογική και κοιτασματολογική εικόνα περί τού Ορυκτού Πλούτου, όσον και ή αναλυτική περιγραφή της Ελληνικής μεταλλείας, οδη­γεί αναγκαίως τον μελετητήν εις το συμπέρασμα ότι ή Ελλάς εγκλείει ποικιλίαν χρησίμων ορυκτών και μεταλλευμάτων εκ των οποίων μερικά είναι και σήμερον γνωστά εις αξιόλογους ποσότητας», σε έκθεση τού διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Κυρ. Βαρβαρέσου τού έτους 1951 αναφέρεται ότι: «Δεν μπορεί και δεν έχει κανένα νόημα να επιδιωχθεί ή εκβιομηχάνιση της 'Ελλάδος, γιατί είναι χώρα πτωχή εις φυσικούς πόρους».

Η έρευνα τού ορυκτού πλούτου της χώρας σημείωσε σημαντική πρόοδο τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι πλέον αποδεκτό ότι η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που διαθέτει σημαντικό και έντονα διαφοροποιημένο ορυκτό πλούτο τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα και ποικιλία ορυκτών και μεταλλευμάτων µε εξίσου σημαντικό βιομηχανικό ενδιαφέρον. Στην ΕΕ ελάχιστες χώρες μπορούν να χαρακτηριστούν ότι έχουν σημαντικό ορυκτό πλούτο και μπορούν να στηρίξουν την οικονομία τους σε αυτόν[2][3][4]. Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, τροφοδοτεί µε τη βασική υποδομή σε πρώτες ύλες µια σειρά άλλων επίσης σημαντικών κλάδων όπως η παραγωγή ενέργειας, η τσιμεντοβιοµηχανία, η οκοδομική/κατασκευαστική βιομηχανία, η βιοµηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων (αλουμινίου, νικελίου, κλπ), η βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα κ.ά. Επίσης, έχει επάρκεια σε αδρανή δομικά υλικά και παράλληλα είναι σημαντική παραγωγός βασικών μετάλλων αλλά και βιομηχανικών ορυκτών, ορισμένων με περγαμηνές σε παγκόσμιο επίπεδο[5].

Η χώρα διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα λιγνίτηβωξίτηνικελίουπερλίτηχουντίτημαγνησίτη, κ.α[6][7][8]. Επίσης υπάρχουν κοιτάσματα χαλκού-χρυσού ακόμη και εμφανίσεις κοιτασμάτων σπάνιων γαιών. Αντλείται πετρέλαιο στην περιοχή της Καβάλας-Θάσου ενώ η έρευνα και αξιοποίηση υδρογονανθράκων έχει προχωρήσει στο Ιόνιο Πέλαγος, τον Πατραϊκό κόλπο και νότια της Κρήτης. Το σύνολο των ενεργών λατομικών και μεταλλευτικών χώρων που χρησιμοποιούνται για την εξορυκτική δραστηριότητα καταλαμβάνουν λιγότερο από το 0.3% (περίπου 400 χιλ.στρέμματα) της επικράτειας της Χώρας των 132 εκατ. στρεμμάτων [9].

Ο εξορυκτικός κλάδος, είναι ισχυρά εξωστρεφής, αφού οι εξαγωγές πρωτογενών και επεξεργασμένων υλικών αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεών του, ενώ παράλληλα εταιρείες του κλάδου κατέχουν ηγετικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή αλλά και στη διεθνή αγορά σε προϊόντα όπως βωξίτης, αλουμίνα, αλουμίνιο, νικέλιο, καυστική μαγνησία, μπεντονίτης, περλίτης, ελαφρόπετρα και μάρμαρα.

Το Μουσείο Ορυκτών και Πετρωμάτων του Ι.Γ.Μ.Ε. (Ολυμπιακό Χωριό, Θρακομακεδόνες). Mineralogical museum of IGME

Στον ελληνικό εξορυκτικό τομέα (μεταλλεία, λατομεία και βασικές μεταλλουργίες της χώρας) απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας 18-20 χιλ. εργαζόμενοι, ενώ έμμεσα από την εξορυκτική/ μεταλλουργική δραστηριότητα, εξαρτάται η απασχόληση περίπου άλλων 80 χιλ. ατόμων[10].

Εντούτοις, η μεταλλευτική έρευνα υστερεί ακόμη στο να καταδείξει επακριβώς τις θέσεις και τα αποθέματα των κοιτασμάτων, ποια ελληνικά κοιτάσματα είναι εκμεταλλεύσιμα και ποια όχι, με τις σημερινές οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ή εκμετάλλευση, και γενικότερα ή αξιοποίηση, τού ορυκτού μας πλούτου γίνεται κυρίως από πολυεθνικές επιχειρήσεις και από λίγα μόνο ελληνικά οικονομικά συ­γκροτήματα.

Η καθετοποίηση στον κλάδο είναι σχετικά περιο­ρισμένη. Μόνο ένα μικρό ποσοστό πρώτης ύλης μετασχηματίζεται σε τελικά προϊόντα. Το υπόλοιπο εξάγεται είτε όπως είναι είτε μετά από κάποιο εμπλουτισμό. Ή συμμετοχή του κλάδου του ορυκτού πλού­του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.) είναι πολύ περιορισμένη (της τάξης του 2% για την εξαετία 2009-2014 αν συμπεριληφθεί και ο συσχετιζόμενος μεταποιητικός τομέας) και η επίδραση στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών αρνητική. Εάν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση τον εγχώριο λιγνίτη, η οποία δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη στήριξη του εξορυκτικού τομέα, η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 3,4% του ΑΕΠ [11].

Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό, 30-35% των βεβαιωμένων ή υπό έρευνα ορυκτών πρώτων υλών στον τόπο μας εμπεριέχονται στο διαρκώς διευρυνόμενο οικολογικό δίκτυο «Natura 2000».Δηλαδή το 30-35% της έκτασης του αποθεματικού δυναμικού ΟΠΥ που προορίζεται για έρευνα ή/και αξιοποίηση είναι μέσα στο δίκτυο «Natura 2000»[12].

Εντούτοις, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης (2009-2014), η εξορυκτική βιομηχανία -παρά την ύφεση- διατήρησε τις θέσεις εργασίας και τις παραγωγικές του δομές σταθερές, επιτυγχάνοντας αθροιστικά για την εξαετία κύκλο εργασιών περί τα 18-20 δισ. € και εξαγωγές που υπερβαίνουν τα 10 δισ. €. Στο ίδιο διάστημα έχει πραγματοποιήσει συνολικές επενδύσεις σε νέα έργα, εξοπλισμό, εκσυγχρονισμό μεθόδων παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων ή αξιοποίησης παραπροϊόντων που υπερβαίνουν τα 2 δις. €, ενώ για έργα αποκατάστασης περιβάλλοντος δαπανήθηκαν 100 εκατ. € [13].

Στην Ελλάδα, κάθε χρόνο η 4η Δεκεμβρίου εορτάζεται ως Ημέρα των Μεταλλωρύχων, ημέρα που ταυτόχρονα εορτάζεται και η Αγία Βαρβάρα, οποία μάλιστα θεωρείται προστάτιδα των εργαζομένων στα Μεταλλεία και Ορυχεία από το μεσαίωνα[14].

Γεωλογική κατασκευή και Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωλογική κατασκευή μιας χώ­ρας έχει μεγάλη σημασία για την αναζήτηση και έρευνα των ορυκτών πρώτων υλών. Και τούτο διότι δεν μπορεί να γίνει συστηματική μεταλλευτική έρευνα, αν δεν έχει προηγηθεί ή ανάλυση της γεωλογικής και τεκτονικής δομής της όλης επικράτειας της Χώρας. Στον γνωστικό αυτό τομέα, ή Ελλάδα είναι αρκετά καλά ερευνημένη τόσο από Έλληνες όσο και από ξέ­νους γεωλόγους και έχει διαπιστωθεί ότι ή γεωλο­γική κατασκευή του ελλαδικού χώρου είναι κυρίως αποτέλεσμα της αλπικής ορογένεσης αλλά και της προαλπικής και μεταλπικής γεωλογικής ιστορίας της[1][15]

Ο Ελλαδικός χώρος ανήκει στις αλπικού τύπου μεταλλογενετικές επαρχίες. Τα αλπικά ιζήματα αποτέθηκαν με επίκληση και ασυμφωνία πάνω στα ιζήματα της "Ερκυνίου Χέρσου" η οποία οφείλει τη γένεσή της στις καληδόνιες και ερκύνιες ορογενετικές κινή­σεις. Τα ιζήματα αυτά προήλθαν από τη διάβρωση της «Έρκυνίου Χέρσου» ή οποία κατακλύστηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού αιώνα από τα νερά της «Τηθύος» θάλασσας, πού κάλυπτε ολόκληρο το χώρο του αλπικού γεωσυγκλίνου από τον Ειρηνικό ως τον Ατλαντικό ωκεανό. Τμήμα του αλπικού γεωσυγκλί­νου υπήρξε ο Ελλαδικός χώρος, ο οποίος απετέλεσε το λεγόμενο «ελληνικό γεωσύγκλινο». Από την εν συνεχεία πτύχωση των αλπικών ιζημάτων δημιουργήθηκαν οι Ελληνίδες Οροσει­ρές. 

Ο πυθμένας του ελληνικού αλπικού γεωσυγκλί­νου διατρέχονταν από επιμήκεις υποθαλάσσιες ράχες, τις οποίες διαχώριζαν επίσης επιμήκεις βα­θύτερες αύλακες. Στην κάθε αύλακα ή ράχη ή πα­ρυφή ράχης αποτέθηκαν ιζήματα της ίδιας σειράς διαδοχής, από κάτω προς τα πάνω, και του ίδιου τεκτονικού ρυθμού. Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν οι λεγό­μενες ισοτοπικές ζώνες. Μέσα στις αύλακες αποτέθηκαν ιζήματα μεγά­λου βάθους, όπως πελαγικοί ασβεστόλιθοι και ραδιολαρίτες. Πάνω στις ράχες αποτέθηκαν μεγάλου πάχους ιζήματα πιθανότατα νηριτικής φάσης, όπως υφαλογενείς ασβεστόλιθοι. Στις παρυφές των ράχεων έγιναν ολισθήσεις νηριτικών ιζημάτων, με αποτέλεσμα το σχηματισμό κροκαλο-λατυποπαγών πετρωμάτων.

Από την πτύχωση των παράλληλων ισοτοπικών ζωνών του ελληνικού αλπικού γεωσυγκλίνου προέ­κυψαν στρωματογραφικές - τεκτονικές ενότητες, οι γνωστές ως «γεωτεκτονικές ζώνες του ελλαδικού χώ­ρου». Οι ζώνες αυτές, εκτείνονται σε μεγάλο μήκος, χαρα­κτηρίζονται από όμοια λιθολογικά χαρακτηριστικά και έχουν γενικά τη διεύθυνση των οροσειρών.

Κατά τη διάρκεια της αλπικής ορογένεσης, αλλά και αργότερα, εκδηλώθηκε πλουτώνεια και ηφαιστειακή δραστηριότητα με προϊόντα όξινα πλουτώνεια, ηφαιστειακά, υπερβασικά και βασικά πετρώματα, μέσα στα οποία φιλοξενούνται πολλά μεταλλοφόρα κοιτάσματα. Μεταλπικά ιζήματα αποτέθηκαν μέσα στις εξωτερικές τάφρους (μεσοελληνική αύλακα) ή στις νεογενείς και τεταρτογενείς λεκάνες, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά την πε­ρίοδο των διαρρήξεων πού ακολούθησαν την αλπική ορογένεση[1].

Γένεση και κατηγορίες κοιτασμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α. Μαγματικά Κοιτάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιό φρέαρ "Σερπιέρι", Λαύριο, Λαυρεωτική

Πρόκειται για κοιτάσματα με γενεσιουργό αιτία τη μαγματική ενέργεια. Η διαδικασία σχηματισμού των κοιτασμάτων αυτών περιλαμβάνει την κλασματική κρυστάλλωση και διαφοροποίηση του μάγματος. Μέσα στο λιωμένο τήγμα του μάγματος δύνανται να αποχωρίζονται διάφορες μεταλλοφόρες φάσεις και να δίδουν μαγματικά κοιτάσματα. Εν συνεχεία και κατά την προοδευτική κρυστάλλωση του μάγμα­τος τα περιεχόμενα πτητικά συστατικά συμπυκνώνονται βαθμιαία στο κατάλοιπο πού παραμένει, κάτω από ορισμένες συνθήκες πίεσης, είτε εκφεύγουν στην επιφάνεια, οπότε σχηματίζουν ατμιδικά κοιτάσματα (π.χ. θείου), είτε οδεύοντας στις διόδους της μαγματικής μάζας σχηματίζουν πνευματολυτικά κοιτάσματαΠολλά κοιτάσματα σιδήρου και θειούχων ενώσεων τού μολύβδου, ψευδαργύ­ρου και χαλκού έχουν σχηματιστεί με τον ανωτέρω τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα περιεχόμενα στο μάγμα μεταλλικά στοιχεία και ενώσεις συγκεντρώνονται σε υγρά θερμά διαλύματα, τα οποία διεισδύουν μέσα από τις διάφορες ασυνέχειες του στερεοποιημένου μάγματος και αποθέτουν τελικά το φορτίο τους σχηματίζοντας τα λεγόμενα υδροθερμικά κοιτάσματα. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα πορφυριτικού τύπου στον ελλαδικό χώρο, όπου συμπεριλαμβάνονται τα πολυμεταλλικά μεικτά θειούχα κοιτάσματα που αποτελούν πηγές χαλκού ή και χρυσού ή και μολυβδαινίου, ανήκουν στην κατηγορία αυτή[16].

Β. Ιζηματογενή Κοιτάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λατομείο παραγωγής αδρανών υλικών

Τα κοιτάσματα αυτά συνδέονται με τη διαδικασία της αποσάθρωσης (weathering). Ο σχηματισμός τους λαμβάνει χώρα κατόπιν αποσάθρωσης και διάβρωσης της χέρσου και της εν συνεχεία μεταφοράς και απόθεσης των υλικών αποσάθρωσης είτε επί της χέρσου (προσχώσεις) είτε επί των πυθμένων των λιμνών και των θαλασσών (ιζήματα). Τα πετρώματα που μεταφέρονται από τα βάση του στερεού φλοιού ή από τον μανδύα στην επιφάνεια, εκτίθενται στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα τα χρήσιμα συστατικά τους να υφίστανται διεργασίες «αποσάθρωσης». Σε αυτό το φυσικοχημικό περιβάλλον δεν δύνανται να διατηρηθούν ως έχουν οπότε με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου μετασχηματίζονται σε νέα ορυκτά, τα οποία έρχονται σε ισορροπία με τα νέα δεδομένα. Τα χρήσιμα συστατικά των πετρωμάτων που αποσαθρώνονται μπορεί να είτε να μεταφερθούν, είτε να παραμείνουν επί τόπου (in situ) και να δώσουν κοιτάσματα αποσάθρωσης - διάλυσης (residual deposits). Βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία των κοιτασμάτων αυτών είναι ή ύπαρξη κατάλληλων κλιματολογικών συνθηκών, όπως υψηλή υγρασία κτλ. Επίσης καθοριστικοί παράγοντες για την αναζήτηση τους είναι ή εύρεση στρωματογραφιών ασυμφωνιών και ο εντοπισμός επικλύσεων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα κοιτάσματα των βωξιτών, των ελληνικών σιδηρονικελιούχων μεταλλευ­μάτων (διαδικασία λατεριτίωσης), κοιτάσματα χαλαζία, ελουβιακά κοιτάσματα (eluvial deposits) π.χ. προσχωματικού χρυσού κ.ά. Επίσης κοιτάσματα μαγγανίου, φωσφορίτη, αλατιού, γύψου κτλ. έχουν ιζηματογενή προέλευση. Ειδική κατηγορία κοιτασμάτων ιζηματογενούς προέλευσης αποτελούν και τα κοιτάσματα ενεργειακών ορυκτών (γαιάνθρακες, λιγνίτες, τύρφη, λιθάνθρακες κτλ.) καθώς και οι υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κτλ.)[17][18].

Γ. Μεταμορφωσιγενή ή μεταμορφωμένα κοιτάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κοιτάσματα αυτά συνδέονται με τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Η διαδικασία αυτή γενικά μετασχηματίζει προϋπάρχοντα κοιτάσματα. Πρόκειται για την υπό ειδικές φυσικοχημικές συνθήκες (θερμότητα, πίεση, ρευστά συστατικά κλπ) μετατροπή του ιστού και της ορυκτολογικής σύστασης πετρώματος, το οποίο έτσι μεταπίπτει στο λεγόμενο μεταμορφωμένο πέτρωμα.Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται πολλά σημαντικά κοιτάσματα της Ελλάδος όπως π.χ. σμύρις, γραφίτης, αμίαντος, τάλκης, μάρμαρα, σχιστόλιθοι, κτλ.

Τα κοιτάσματα της Ελλάδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύντομη ιστορική αναδρομή της Ελληνικής Μεταλλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκμετάλλευση του Ελληνικού Ορυκτού Πλούτου χάνεται στα βάθη των αιώνων, από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα. Τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο. Η μεταλλευτική δραστηριότητα σε αυτά χρονολογείται πριν από το 3.000 π.Χ., (στοές εξορύξεως στην περιοχή Θορικού)[19][20] ενώ υπάρχουν περιοχές στη Θάσο (θέση Τζίνες) όπου γινόταν εξόρυξη ώχρας, οι οποίες θεωρούνται πολύ παλαιότερες[21]. Μεταξύ 10.000 και 20.000 π.Χ. στην αρχαία Τροιζηνία οι πρωτόγονοι έφτιαχναν εργαλεία και όπλα από πυρόλιθο ενώ στο Φράχθι της Ερμιονίδας βρέθηκαν εργαλεία από οψιδιανό που εξορυσσόταν από τη Μήλο και χρονολογούνται γύρω στα 7.500 π.Χ. Ο οψιδιανός (ή οψιανός) της Μήλου χρησιμοποιήθηκε εξαιτίας της σκληρότητάς του από τους κατοίκους του Αιγαίου στην εποχή του Λίθου και στην εποχή του Χαλκού για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. 

Στην προϊστορική και πρωτοϊστορική Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ο χρυσός (Μακεδονία, Θράκη, Θάσο) και χαλκός (Κύπρος, νησιά του Αιγαίου), που η εξόρυξη κι εν συνεχεία καμίνευσή τους επέτρεψε την επινόηση μεταλλουργικών τεχνικών. Η παραγωγή ορειχάλκου (μπρούτζος) επέτρεψε επίσης την κατασκευή όπλων, εργαλείων, καρφιών κ.α. αντικειμένων. Ακολούθησαν ο άργυρος, ο κασσίτερος,ο μόλυβδος, ο σίδηρος κ.α. με ευρύτατες εφαρμογές στην κοσμηματοποιία, τις εργαλειοκατασκευές, την οικοδομική και τη γλυπτική.

Πλυντήριο για εμπλουτισμό του μεταλλεύματος στον αρχαιολογικό χώρο του Δρυμού Λαυρεωτικής (Σούριζα), 4-5ος αι. π.Χ.

Κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους αναπτύχθηκαν σπουδαία μεταλλευτικά κέντρα, όπως προκύπτει και από τις γραπτές πηγές της εποχής («Ορυκτολογία» του Θεοφράστου (372/369-288/285 π.Χ), τμήμα «Περί λίθων»): η Ροδόπη, η Σκαπτή Ύλη και η περιοχή του Παγγαίου, η Θάσος, η Λαυρεωτική, η Κύθνος, η Σέριφος, η Σίφνος, η Λακωνία κ.α.Πληροφορίες για την αρχαιοελληνική μεταλλεία παρέχουν τόσο οι δυο μεγάλοι ποιητές, Όμηρος (από τη Μικρασιατική Ιωνία, στα έργα του Ιλιάδα και Οδύσσεια) και Ησίοδος (από τη Βοιωτία στο έργο του «Έργα και Ημέραι») καθώς και οι Παυσανίας, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Ζήσιμος κ.α. που μας παρέχουν και αρκετές λεπτομέρειες για τα ορυκτά, τα μέταλλα και την επεξεργασία τους. Η ευρεία χρήση των δούλων ήταν βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της μεταλλείας κατά την περίοδο αυτή. Περισσότερα για τη δουλεία και ειδικότερα στο αρχαίο μεταλλευτικό Λαύριο δείτε στον επόμενο σύνδεσμο:

Η δουλεία στο αρχαίο μεταλλευτικό Λαύριο!

Τα μεταλλεύματα/μέταλλα που εξορύσσονταν/παράγονταν την περίοδο αυτή ήταν:

Χρυσός στη Σκαπτή ύλη και στην ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου όρους, στη Θάσο, στον Γαλλικό Ποταμό, στο Αγκιστρο, στη Σίφνο κ.α.

Χαλκός (μαζί με χρυσό και Αργυρο) στην Κύπρο, στο Παγγαίο, στην Εύβοια, στη Θάσο και στη Χαλκιδική.

Σίδηρος στην περιοχή (κρυσταλλοσχιστώδη μάζα) της Ροδόπης, τη λίμνη Βόλβη, στην Κύθνο, στη Σέριφο ( μαγνητίτης), στη Λακωνία,στην Κρήτη κ.α.

Άργυρος και μόλυβδος στο Λαύριο, στη Σίφνο, στην περιοχή της λίμνης Πρασιάδας (σημερινή Δοϊράνη) και το όρος Δύσωρο (σημερινά Κρούσσια) και ψευδάργυρος στη Ροδόπη.

Μάρμαρα στην Αττική (Πεντελικό όρος), το Λαύριο [22] στη Νάξο, στην Πάρο, τη Θάσο κ.α.[23]

Θείο, τραχείτης και καολίνης στη Μήλο, επίσης ασβεστόλιθοι και γρανίτες σε όλη σχεδόν την ελλαδική επικράτεια.

Τα αρχαία λατομεία της Αγριλέζας Λαυρίου, περίπου 4 km βόρεια από το ακρωτήριο του Σουνίου, από τα οποία εξορύχθηκε το μάρμαρο για την οικοδόμηση του ναού του Ποσειδώνα Σουνίου[24]

Η κατάληψη του Ελλαδικού χώρου από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το 2ο αιώνας π.Χ., οδήγησε σε διακοπή εργασιών στο σύνολο σχεδόν των μεταλλείων που λειτουργούσαν στην Ελληνική Επικράτεια πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι Ρωμαίοι επαναλειτούργησαν τα μεταλλεία σε όλη την Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής με δούλους από τις κατακτημένες χώρες, που δε έδωσαν «γη και ύδωρ» στους κατακτητές. Εντούτοις, η λειτουργία ήταν αποσπασματική και αναφερόταν κυρίως στη λατομική δραστηριότητα η οποία συνεχίστηκε από τους Ρωμαίους[25][26]. Όσο αφορά τη μεταλλευτική δραστηριότητα, εκτός από τη Μακεδονία (περιοχή Παγγαίου) και της Κύπρου, όλα τ’ άλλα μεταλλεία σίγασαν. Στο Λαύριο τα ορυχεία είχαν ήδη σταματήσει τη λειτουργία τους από πολύ καιρό, διότι είχαν εξαντληθεί τα μεταλλοφόρα αποθέματα της περιοχής και η εκμετάλλευση είχε περιορισθεί στην εκκαμίνευση των εκβολάδων και των σκωριών προηγούμενων εκμεταλλεύσεων. Δεν συνέβη, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ίδιο και με τα λατομεία. Τα μάρμαρα και τ’ άλλα λατομικά προϊόντα (γρανίτης, ασβεστόλιθοι, τραχείτες κλπ.), που απαιτούσαν η γλυπτική, η αρχιτεκτονική και οι άλλες τέχνες που ανέπτυξε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν πολυάριθμα στην Ελλάδα και ακόμη ασυναγώνιστα σε ποιότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η κατανάλωσή τους την περίοδο αυτή να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, επιπλέον γιατί οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες (π.χ. Ο Αδριανός) και αξιωματούχοι φιλοδοξούσαν να στολίσουν την Αθήνα με μεγάλα έργα κι ανοικοδόμησαν ή έκτισαν νέες πόλεις[27]

Ο επελθών, με τη διάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.), Μεσαίωνας μέχρι και το 1453 (πτώση της Κωνσταντινούπολης και κατάληψή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η 400ετής τουρκική σκλαβιά που επακολούθησε σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια και όχι μόνο, συνδέθηκαν με την υποβάθμιση ή και διακοπή της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, που μόνο περιπτωσιακά, με πρωτοβουλία κάποιων Πασάδων – Τοπαρχών, για καθαρά προσωπικούς ή τοπικούς λόγους, επέτρεπαν εγχειρήματα κάποιων υποτυπωδών εκμεταλλεύσεων, για διακοσμητικούς κυρίως σκοπούς. Εντούτοις, παρά τα προβλήματα, πολυάριθμα ήσαν τα μεταλλεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Α. Σίδερης, αναλύοντας την οικονομία του Βυζαντίου[28], αναφέρει, ότι υπήρχαν μεταλλεία: Χρυσού στη Δακία (περιοχή Ρουμανίας), στη Θράκη, στη Δαλματία και την Αίγυπτο. Αργύρου στην Τρανσυλβάνια και στο Λαύριο. Χαλκού στην Κύπρο και τη Δαλματία. Σιδήρου στη Βοσνία. Μόλυβδου στην Καππαδοκία. Επίσης ορυχεία μαρμάρου στην Αττική, στην Πάρο και την Προκόννησο. Ορυχεία Θείου στα νησιά του Αιγαίου και ορυχεία Στυπτηρίας γης (alum) στην Κύπρο, στην Αρμενία και στη Μακεδονία. Ο Α. Σίδερης, ίσως, παρέλειψε από την απαρίθμηση αυτή τα μεταλλεία του Πόντου, που ήταν άφθονα κι έδιναν χρυσό και προπάντων άργυρο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία[28].

Στα νεώτερα χρόνια, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, ως τη σύνταξη του νόμου «Περί μεταλλείων» το 1861[29], δεν παρουσιάζεται καμία σοβαρή προσπάθεια εκμεταλλεύσεως του μεταλλευτικού πλούτου της χώρας. Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου δεν γίνεται καμία αναφορά ως το 1860. Στις 22 Αυγούστου 1861 υπογράφτηκε εν ονόματι του βασιλέως, ο πρώτος νόμος «Περί μεταλλείων ορυχείων και λατομείων».Ο νόμος αυτός, ανεξάρτητα από μεταγενέστερες τροποποιήσεις ή βελτιώσεις, αποτελεί σταθμό στη μεταλλευτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας διότι διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα πολλών μεταλλείων και την επαναλειτουργία του Λαυρίου και την ανάπτυξη μεταλλουργικών μονάδων[29]

Σύντομα οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές: Ηδη από το 1863 βρίσκεται στο Λαύριο ο Ιωάννης Σερπιέρης ως εκπρόσωπος γαλλικών κεφαλαίων και προσπαθεί να εγκαταστήσει εργοστάσιο μεταλλουργίας στη περιοχή. Το 1864 ιδρύεται το πρώτο μεταλλουργικό εργοστάσιο με την επωνυμία Ιλαρίων Roux και Σία. Το 1873-74 δημιουργείται η ελληνική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου και το 1876 η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ), αλλά και η «Γαλλική Εταιρία των Μεταλλείων Σουνίου», που ιδρύθηκε στα 1875. Το 1880 γεννιέται η εταιρεία "Σέριφος-Σπηλιαζέζα" (1880-1904) που αναλαμβάνει εργασίες στη Σέριφο. Τέλος η εταιρεία «Σίφνος – Εύβοια» που λειτούργησε το 1882 και αγόρασε και τα μεταλλεία Μήλου.Την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα πληθώρα αιτήσεων για παραχωρήσεις σε όλη την τότε επικράτεια: Αττική, Πελοπόννησος, Στερεά, Επτάνησα και Κυκλάδες. Σύμφωνα με την εφημερίδα ‘Αιών’(14/ 3/1874), «το άρτι συσταθέν Περί Μεταλλείων Συμβούλιον» υπέγραψε πάνω από 352 παραχωρήσεις, ενώ μόνο το 1873 πραγματοποιήθηκε ρεκόρ παραχωρήσεων[29].

Οι περισσότερες βέβαια από τις μεταλλευτικές εταιρείες που ιδρύθηκαν μετά τον ανωτέρω νόμο ήταν μικρές, διάσπαρτες και τελικά βραχύβιες, ενώ οι παραχωρήσεις που δόθηκαν μέσα σε αυτά τα χρόνια, εξέπεσαν, δηλαδή καταργήθηκαν με Β.Δ. γιατί δεν απέδωσαν (παρά μόνο το 10% περίπου) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα όπως όριζε ο νόμος. Ως προς τους μεταλλευτικές περιοχές, δύο ήταν που η διάρκειά τους, η αποδοτικότητά τους και η παραγωγικότητά τους κράτησαν για αρκετά χρόνια και αποτέλεσαν το επίκεντρο συζητήσεων, ανταγωνισμού, αντιπαλότητας και πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής διαμάχης. Το Λαύριο και η Σέριφος, ενώ σε μικρότερο βαθμό αναπτύχθηκαν τα ανθρακωρυχεία Κύμης και τα μικρότερα, αλλά σημαντικότατα, ορυχεία του Αιγαίου[29].

 Το 1911 κυκλοφόρησε μια εργασία του Επιθεωρητού Μεταλλείων Γούναρη με τίτλο «Η Εκμετάλλευσις των Μεταλλείων της Ελλάδος κατά το 1910». Μια εμπεριστατωμένη έκθεση για τα μεταλλεία, που δυστυχώς δεν επαναλήφθηκε σε αυτή την έκταση και πληρότητα. Το 1946 και 1947, ο ίδιος καθηγητής του ΕΜΠ τότε, δημοσίευσε σε 4 άρθρα στη Βιομηχανική Επιθεώρηση για τον εθνικό μας πλούτο με τον τίτλο, «τα μεταλλεία της Ελλάδος»[30]

Ο νόμος ΓΦΚΔ/1910(Περί µεταλλείων, ΦΕΚ 11/Α/13-1-1910) αποτέλεσε τομή στην αξιοποίηση του ορυκτού δυναμικού της νεώτερης Ελλάδας. Ωστόσο, άρχισε να εφαρμόζεται και να αποδίδει θετικά αποτελέσματα 20 και πλέον έτη από τη θέσπισή του, δηλαδή μετά το έτος 1930, αφού στα 20 αυτά έτη έπρεπε να προηγηθεί η εξέταση, η κρισιολόγηση και η εκκαθάριση 2230 αιτήσεων χορήγησης Αδειών Μεταλλείων, που είχαν υποβληθεί υπό το καθεστώς της προϋφιστάμενης νομοθεσίας. Συνολικά δηλαδή και συμπερασματικά 100 έτη περίπου από την αποτίναξη του Τουρκικού Ζυγού πήγαν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητα για τον ορυκτό πλούτο της χώρας μας, όταν στις χώρες της Ευρώπης συντελούνταν κοσμογονία στην αξιοποίηση του ορυκτού δυναμικού τους και βρισκόταν εκεί σε πλήρη εξέλιξη η Βιομηχανική επανάσταση. Αντίθετα, στη χώρα μας άρχισε ουσιαστικά να αποδίδει καρπούς, το 1955, αφού μεσολάβησαν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος σπαραγμός που εξουθένωσαν αυτή τη χώρα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.

Η πιο πρόσφατη περίοδος αρχίζει με την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή και μέχρι το 1980, κρίνεται δε πολύ σημαντική στη νεότερη μεταλλευτική πορεία της χώρας. Πολλοί επιστήμονες και τεχνικοί είχαν οραματισθεί την απελευθέρωση σε συνδυασμό με την οικονομική ανόρθωση τής χώρας μας, και σκέφτηκαν την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ιδιαίτερα τού ορυκτού πλούτου, πού όπως είχαν δείξει μελέτες τα τελευταία χρόνια ήταν σημαντικός. Ενδεικτικά αναφέρονται το σχέδιο Marshall και η UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), που το αρμόδιο κλιμάκιο της για την ελληνική μεταλλεία πείσθηκε για τη μεταλλοφορία του ελλαδικού χώρου. Συνέστησε μάλιστα, τη συστηματική οργανωμένη έρευνα και κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη μελέτη «Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδος»[31].

Η κρατική πολιτική στον τομέα της έρευνας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Εντούτοις, η πρωτοβουλία που επέδειξαν τότε οι μεγάλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, ήταν πράγματι αξιέπαινη. Πρόκειται κυρίως για τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις Μποδοσάκη, Σκαλιστήρη, Ηλιόπουλου, Μπάρλου και τις επιχειρήσεις λευκολίθου. Το 1952 ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους» (Ι.Γ.Ε.Υ) η ίδρυση του οποίου ήταν μια ανάγκη για τη χώρα και με τον τρόπο αυτό άρχισε η συστηματική μελέτη της γεωλογίας και γενικότερα του ορυκτού δυναμικού της. Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί το 1946 στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο και το Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων - Μεταλλουργών, που κάλυψε αργότερα τις ανάγκες της χώρας σε μηχανικούς μεταλλείων και μεταλλουργούς μηχανικούς. Το 1952, στο Στρατώνι Χαλκιδικής, άρχισε να λειτουργεί το πρώτο εργοστάσιο εμπλουτισμού μεταλλευμάτων. Έτσι το 1953 αξιοποιήθηκαν και τα φτωχά μικτά θειούχα μεταλλεύματα της ανατολικής Χαλκιδικής, από τα οποία παράγονται τα συμπυκνώματα σφαλερίτη και γαληνίτη, που εξάγονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί και το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής του Αλιβερίου, με ισχύ 80.000 KW. Το 1959 ιδρύεται η εταιρία «Ελληνικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική Βιομηχανική, Ναυτιλιακή και Εμπορική Εταιρία», με αξιόλογη στη συνέχεια δραστηριότητα στην αξιοποίηση των μεταλλευμάτων λευκολίθου του μεταλλείου Γερακινής Χαλκιδικής.Ενδεικτικά, το 1960 οι πωλήσεις μεταλλευμάτων στο εξωτερικό απέφεραν 572 περίπου εκατ. δρχ. με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές βωξίτη, βαριτίνης και σιδηρομεταλλευμάτων.

Μετά το 1960, η παραγωγή μεταλλευμάτων και ορυκτών αυξάνει με γοργό ρυθμό και τα προϊόντα της εξάγονται πλέον μεταποιημένα στις αγορές του εξωτερικού. Έτσι, στη χώρα εισέρχεται περισσότερο συνάλλαγμα χαρακτηρίζοντας τον μεταλλευτικό τομέα ως πρώτο εξαγωγικό τομέα της χώρας (από το 1969 ξεπέρασε τον καπνό).Παράλληλα, οι επενδύσεις κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αυξάνονται τάχιστα ενώ παράλληλα αρχίζουν να παίρνονται αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η επιστημονική και η τεχνική κατάρτιση του προσωπικού, που απασχολείται στις μεταλλευτικές και τις μεταλλουργικές επιχειρήσεις, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε τους ξένους. Το 1961 ιδρύεται η εταιρία «Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.Β.Ε.» η οποία καθετοποιεί τον ελληνικό βωξίτη παράγοντας αλουμίνα και αλουμίνιο. Το 1963 η «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» ιδρύει ανεξάρτητο φορέα για την εκμετάλλευση και τη μεταλλουργική επεξεργασία των νικελιούχων μεταλλευμάτων στη Λάρυμνα και στην Εύβοια. Είναι η γνωστή «ΛΑΡΚΟ», που με αλματώδη ρυθμό ανέπτυξε μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κι αξιοποίησε τους φτωχούς σε περιεκτικότητα νικελίου λατερίτες, με ελληνική τεχνολογία, παράγοντας απ΄ αυτούς σιδηρονικέλιο (Fe-Ni). Από τον Δεκέμβριο του 1975 η ΛΙΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τα μεγάλα λιγνιτωρυχεία Πτολεμαίδας, συγχωνεύτηκε με τη ΔΕΗ που εκμεταλλευόταν τα λιγνιτωρυχεία της Μεγαλουπόλεως και του Αλιβερίου, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 70, η ΔΕΗ αρχίζει να αξιοποιεί και τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη της περιοχής Αμυνταίου. Το 1973 και το 1976 αναπροσαρμόζεται η μεταλλευτική νομοθεσία και το 1977 η λατομική. Η νομοθεσία αυτή για τα λατομικά ορυκτά θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τις αρχές του 2018[32].

Από το 1980 και μετά, οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων κυρίως αλλά και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ΄ αυτές, οδήγησαν μία σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές σε κλείσιμο.Σημαντική εξέλιξη που δημιούργησε θεμελιώδεις ανακατατάξεις σ΄ όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας και φυσικά επηρέασε και την ελλαδική μεταλλεία ήταν η πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα.Την ίδια δεκαετία γίνεται φανερή η αύξηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών έναντι των μεταλλευμάτων και γίνεται στροφή προς αυτή την κατεύθυνση.Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις, προωθούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας για την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τους με έκδηλα όμως τα σημάδια της ύφεσης που πλήττει τον κλάδο, πάνω σ΄ αυτές του τις προσπάθειες.

Με την έλευση του 21ου αιώνα, η αύξηση της ζήτησης των πρώτων υλών στις παγκόσμιες αγορές, η οικονομική ανάκαμψη των αναπτυγμένων χωρών αλλά προπαντός οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας, της Ινδίας και άλλων Ασιατικών χωρών, επαναφέρουν στο προσκήνιο εντονότερα από ποτέ τη στρατηγική σημασία των ορυκτών πρώτων υλών. Η ραγδαία αύξηση που παρατηρείται μέχρι και το 2008 σε ζήτηση ενέργειας και βασικών μετάλλων (σίδηρος, χαλκός, νικέλιο, αλουμίνιο κ.α.) αλλά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας (2004) με μεγάλα κατασκευαστικά έργα αλλά και άνθηση των οικοδομικών δραστηριοτήτων, οδήγησαν σε σημαντική ανάκαμψη τον εξορυκτικό τομέα.

Το 2009, η Ελληνική Οικονομία εισήλθε σε ύφεση ακολουθώντας τη διεθνή τάση. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν τόσο στην Ελληνική, όσο και στη διεθνή οικονομία επηρέασαν σημαντικά το εμπόριο των μεταλλευτικών-μεταλλουργικών προϊόντων που σε συνδυασμό με την καθίζηση του κατασκευαστικού κλάδου στο εσωτερικό, οδήγησαν σε μείωση της δραστηριότητας του κλάδου στη χώρα μας. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η ύφεση στο εσωτερικό λόγω έντονης εγχώριας κρίσης στον οικοδομικό-κατασκευαστικό τομέα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη στις αγορές εξωτερικού, με αποτέλεσμα οι εξαγωγικές δραστηριότητες της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, σε πρώτες ύλες και μεταλλεύματα να παρουσιάσουν σύντομα σημαντική ανάκαμψη, επιστρέφοντας στα προ της διεθνούς κρίσης επίπεδα, ενώ οι δραστηριότητες που απευθύνονται στην εγχώρια αγορά, να διατηρούνται με πολύ μεγάλη δυσκολία. Επίσης χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η σημαντική αύξηση των εξαγωγών των μαρμαρικών προϊόντων[33], ειδικότερα προς τις αγορές της Κίνας-Ασίας, γεγονός που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σημειολογία[34]

Νομικό Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιβαλλοντική αποκατάσταση σε λατομείο αδρανών της Βορείου Ελλάδας

Σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας, άρθρο 106 παρ. 1, τα υπόγεια και υποθαλάσσια κοιτάσματα χαρακτηρίζονται εθνικός πλούτος, θεσπίζονται ειδικοί νόμοι γι’ αυτά, το δε κράτος πρέπει να λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα για την εκμετάλλευσή τους μέσα στο πλαίσιο της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, καθώς με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται και διασφαλίζονται η κοινωνική ειρήνη και η προστασία του κοινού οικονομικού συμφέροντος.Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 του Συντάγματος «Ειδικοί Νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπογείων υδάτων και γενικά του υπογείου πλούτου»[35].

Λατομικά Ορυκτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα λατομικά ορυκτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες[36] :α) τα αδρανή υλικά, β) μάρμαρα, σχιστολιθικές πλάκες και λοιπά διακοσμητικά πετρώματα και γ) τα βιομηχανικά ορυκτά.Τα λατομικά ορυκτά ανήκουν στον ιδιοκτήτη του εδάφους, ο οποίος δικαιούται αποκλειστικά να τα ερευνά και εκμεταλλεύεται με τις προϋποθέσεις και περιορισμούς της λατομικής νομοθεσίας, που απαιτεί τη λήψη ειδικής αδείας, που χορηγείται εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν προκαλούνται προβλήματα και οχλήσεις σε περιοίκους, αρχαιολογικούς χώρους, κτίσματα οικισμούς, δημόσια έργα και περιβάλλον και εφόσον υποβληθούν και αξιολογηθούν ειδικές τεχνικές και περιβαλλοντικές μελέτες. Η χορήγηση των ως άνω αδειών εκμετάλλευσης για τα λατομικά ορυκτά διενεργείται με ειδικότερη νομοθεσία α) για τα μάρμαρα και βιομηχανικά ορυκτά [37] και β) για τα αδρανή υλικά[38]. Για την πληρέστερη ενημέρωση προτείνεται το ειδικότερο λήμμα περί Λατομείων και Λατομικών Ορυκτών.

N. 4512/2018: The licensing system for Mining and Quarrying works in Greece

Με τον Ν.4512/2018 (ΦΕΚ Α' 5)(Μέρος Β: Έρευνα και Εκμετάλλευση Λατομικών Ορυκτών και άλλες διατάξεις, άρθρα 43-72) [39] έγινε προσπάθεια ένταξης όλου του προϋφιστάμενου πλαισίου σε ενιαία επίκαιρη διάταξη ενώ σε συνδυασμό με τον Ν.4442/2016 (Α’ 230, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), για την απλοποίηση της αδειοδότησης, καταργήθηκε η άδεια εκμετάλλευσης. Η άδεια αυτή αντικαταστάθηκε απο το καθεστώς έγκρισης εκμετάλλευσης (σύμβαση μίσθωσης) και σε ορισμένες περιπτώσεις από τη "γνωστοποίηση" εκμετάλλευσης που διενεργείται ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα Notify Business.

Μεταλλευτικά ορυκτά ή Μεταλλεύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταλλεύματα σύμφωνα με τον Μεταλλευτικό Κώδικα ( (Ν.Δ. 210/1973, ΦΕΚ 277/Α/73) είναι τα μέταλλα και οι ενώσεις τους, τα ραδιενεργά και ενεργειακά ορυκτά, οι πολύτιμοι λίθοι, το θειάφι, ο τάλκης, ο φθορίτης,ο αμίαντος, οι άστριοι, το ορυκτό αλάτι, το αέριο ήλιο, τα γηγενή αέρια, τα φυσικά λιπάσματα κ.ά.[40]. Οσα από τα ανωτέρω «Μεταλλευτικά Ορυκτά» χρησιμοποιούνται και για την παραγωγή ενέργειας χαρακτηρίζονται ως «ενεργειακά» ορυκτά («γεωθερμικά ρευστά», «ορυκτοί άνθρακες», «φυσικό αέριο», «πετρέλαιο» και τα "ραδιενεργά ορυκτά" (π.χ. το ουράνιο)[41]. Το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης μεταλλευμάτων δεν ανήκει στον ιδιοκτήτη του εδάφους (όπως στα λατομικά ορυκτά) αλλά είτε ανήκει στο δημόσιο και εκμισθώνεται ή στις περισσότερες περιπτώσεις παραχωρείται τελικά, με Προεδρικό διάταγμα, με το οποίο συνιστάται το δικαίωμα κυριότητος επί μεταλλείου ή δικαίωμα μεταλλειοκτησίας. Το δικαίωμα μεταλλειοκτησίας είναι ένα εμπράγματο δικαίωμα το οποίο ρυθμίζεται με το Ν.Δ. 210/73 (άρθρο 65) και είναι διαφορετικό από την κυριότητα επάνω στο έδαφος[42].

Στο δημόσιο ανήκει το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των ραδιενεργών και ενεργειακών ορυκτών, της σμύριδας, του ορυκτού άλατος, των γηγενών αερίων και των φυσικών λιπασμάτων τα οποία θεωρούνται ως "εξηρημένα υπέρ του δημοσίου" ορυκτά. Ακόμη στο δημόσιο ανήκει το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των λοιπών μεταλλευμάτων που εντοπίζονται στον Ελληνικό υποθαλάσσιο χώρο (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), στους πυθμένες των λιμνών καθώς και σε ορισμένες περιοχές που καλούνται "μεταλλευτικές περιοχές του δημοσίου" και που περιήλθαν σε αυτό με διάφορους τρόπους: α) βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες το Δημόσιο έχει διενεργήσει έρευνες κατ' αποκλειστικότητα (π.χ. με τις διατάξεις του Ν.Δ. 4433/1964) β) προέρχονται από έκπτωση μεταλλειοκτητών στους οποίους είχε παραχωρηθεί στο παρελθόν το δικαίωμα έρευνας κι εκμετάλλευσης.Το Δημόσιο ασκεί τα μεταλλευτικά του δικαιώματα είτε δι’ αυτεπιστασίας είτε με εκμίσθωση κατόπιν διαγωνισμού ή με σύμβαση που κυρώνεται με ειδικό νόμο ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με απευθείας σύμβαση.

Λατομική/Μεταλλευτική Νομοθεσία

Η νομοθεσία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση και λειτουργία των εξορυκτικών δραστηριοτήτων

The licensing system for Mining and Quarrying works in Greece, 2018

Ο Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ)[43], YA υπ. αρθ. Δ7/Α/οικ.12050/2223/14.06.11 (ΦEK 1227 Β), αποτελεί το βασικό θεσμικό εργαλείο που διέπει τη λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας αναφορικά με τις συνθήκες ασφάλειας, ορθολογικής εκμετάλλευσης και αποκατάστασης. Αναμορφώθηκε εντός του 2011, ενώ ο προηγούμενος ΚΜΛΕ εφαρμόστηκε με επιτυχία από το 1984 μέχρι το 2011.

Το θεσμικό πλαίσιο για την ασφάλεια και την υγεία της εργασίας

Το νομοθετικό Πλαίσιο για τις Εκρηκτικές Υλες

Υδρογονάνθρακες και Γεωθερμία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, κατά το άρθρο 143 και 148 παρ. 1 του Μεταλλευτικού Κώδικα, ανήκει αποκλειστικά στο δημόσιο και εφαρμόζεται το ειδικό αδειοδοτικό καθεστώς των Ν.2289 /1995, Ν.4001/ 2011 Κεφάλαιο Β και η οδηγία 94/22/ΕΚ1994, όπως ισχύει[44].Ομοίως, το δικαίωμα έρευνας και διαχείρισης του γεωθερμικού δυναμικού και των γεωθερμικών πεδίων ανήκει, κατά την έννοια του άρθρου 143 του Ν.Δ. 210/ 1973, μόνο στο Δημόσιo.

Νομοθετικό πλαίσιο για το Γεωθερμικό Δυναμικό (ΓΘΔ) και τις αντλίες Θέρμανσης-Ψύξης (ΑΘΨ)

Κανονισμός Γεωθερμικών Εργασιών (ΚΓΕ)

Θεσμικό Πλαίσιο για έρευνα και εκμετάλλευση Υδρογονανθράκων στην Ελλάδα

Ως ιαματικοί φυσικοί πόροι θεωρούνται ψυχρά ή θερμά ύδατα, ατμοί, φυσικά αέρια ή πηλοί, που έχουν ιαματικές ιδιότητες, αναγνωρισμένες σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις[45]. Ο Ιαματικός τουρισμός αποτελεί ειδικότερη μορφή τουριστικών υπηρεσιών σε περιοχές με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση αρμοδίως αναγνωρισμένων ιαματικών φυσικών πόρων σε ειδικές εγκαταστάσεις[46][47].

Το θεσμικό πλαίσο για τις ιαματικές πηγές

Στοιχεία παραγωγής πρωτογενών και επεξεργασμένων Ορυκτών Πρώτων Υλών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια, σταχυολογούνται, οι βασικές ορυκτές πρώτες ύλες που παράγονται στον τόπο μας και παρατίθενται ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία παραγωγής και πωλήσεων, κατά κλάδο και υλικό.

Μεταλλουργία-Μεταλλευτικά Ορυκτά.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εχει μέλλον η εξαγωγική Μεταλλουργία στον τόπο μας;

Νικέλιο-Νικελιούχοι Λατερίτες. [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραγωγή νικελίου από τη ΛΑΡΚΟ ΓΜΜΑΕ

Στον τομέα του νικελίου, η παραγωγή σιδηρονικελίου (FeNi) από τη ΛΑΡΚΟ ΓΜΜΑΕ, καλύπτει το 7% σχεδόν των αναγκών της ευρωπαϊκής αγοράς (2-3% του δυτικού κόσμου), καθιστώντας την μια από τις μεγαλύτερες παραγωγούς της Ευρώπης και μάλιστα τη μοναδική παραγωγό εντός ΕΕ από ίδιες (εγχώριες) πρώτες ύλες (ελληνικά σιδηρονικελιούχα κοιτάσματα-λατερίτες)[48]. Το σύνολο δε της παραγωγής (17-20 χιλιάδες τόνοι νικελίου στο παραγόμενο κράμα) εξάγεται στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες ανοξείδωτου χάλυβα κι αυτό γιατί το κύριο προϊόν δηλ. το νικέλιο, αποτελεί τη βασική πρώτη ύλη, μαζί με το σιδηροχρώμιο, για την παραγωγή του ανοξείδωτου χάλυβα. Η μεταλλουργική μονάδα στη Λάρυμνα (4 Περιστρoφικές κάμινοι, 5 Ηλεκτροκάμινοι sodeberg, δύο Μεταλλάκτες ΟΒΜ) τροφοδοτείται σε πρώτη ύλη αποκλειστικά με εγχώριο σιδηρονικελιούχο μετάλλευμα (λατερίτη) από τα μεταλλεία Ευβοίας, Αγίου Ιωάννη και Καστοριάς, η δε συνολική ετήσια παραγωγή σιδηρονικελιούχου μεταλλεύματος ανέρχεται σε 2-2.5 εκατ. τον. Επισημαίνεται ότι η «ΛΑΡΚΟ» που έχει τις βιομηχανικές και λοιπές εγκαταστάσεις της στους νομούς Φθιώτιδας, Βοιωτίας, Εύβοιας, Κοζάνης και Αττικής, ανήκει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στο Ελληνικό Δημόσιο ( έχει μεταβιβαστεί στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΪΠΕΔ)), ενώ σημαντικά ποσοστά μετοχών της ανήκουν στη ΔΕΗ και την Εθνική Τράπεζα. Αποτελεί μία εκ των βασικότερων προμηθευτών των χαλυβουργείων ανοξείδωτου χάλυβα της ΕΕ και είναι η πρώτη σε όλον τον κόσμο που εισήγαγε στη διεθνή αγορά το κοκκοποιημένο σιδηρονικέλιο (από το 1976) κι έκτοτε το διαθέτει επί δεκαετίες σε «Τhyssen-Krupp”, “Glencore”, Outokumpu κ.α.

Βωξίτης-Αλουμίνα-Αλουμίνιο.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραγωγή βωξίτη στην Ευρώπη

Στο τομέα του βωξίτη, που αποτελεί την πρώτη ύλη παραγωγής αλουμινίου, η Χώρα μας κατέχει σημαντική θέση παγκοσμίως μεταξύ των περιοχών με τα μεγαλύτερα αποθέματα βωξίτη και είναι η μεγαλύτερη βωξιτοπαραγωγός Χώρα της ΕΕ (σταθερά πάνω από 2 εκατ. τόνους ετησίως από τις μεταλλευτικές παραχωρήσεις κυρίως στους νομούς Φωκίδας και Φθιώτιδας). Με την παραγωγή αυτή καλύπτει το σύνολο των αναγκών σε πρώτη ύλη της πολύ σημαντικής εγχώριας βιομηχανίας αλουμίνας-αλουμινίου, ενώ παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής χρησιμοποιείται σε άλλες χρήσεις (χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία, παραγωγή πετροβάμβακα, λειαντικών μέσων κλπ.) είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό. Ο ελληνικός βωξίτης έχει σημαντικές χρήσεις τόσο μεταλλουργικού τύπου (μεταλλουργία αλουμινίου) όσο και μη μεταλλουργικές εφαρμογές, όπως η παραγωγή αλουμινούχων και portland τσιμέντων καθώς και ορυκτών ινών (πετροβάμβακας).

Παραγωγή Αλουμινίου στην Ευρώπη

Στον τομέα του μετάλλου αλουμινίου, το Αλουμίνιο της Ελλάδος ΑΕ[49], αποτελεί τον σημαντικότερο καταναλωτή του ελληνικού βωξίτη, και τον μοναδικό στην Ελλάδα παραγωγό αλουμίνας και πρωτόχυτου αλουμινίου (σταθερά πάνω από 150 χιλιάδες τόνους ετησίως, με εξαγωγές πάνω από το 1/3 του παραγόμενου αλουμινίου για διάφορες χρήσεις π.χ. προϊόντα έλασης και διέλασης. Η αλουμίνα είναι το βιομηχανικό προϊόν που παράγεται από το μετάλλευμα του βωξίτη και χρησιμοποιείται για την παραγωγή πρωτόχυτου αλουμινίου, αλλά και άλλων μη μεταλλουργικών προϊόντων (λειαντικά και μονωτικά υλικά, πυρίμαχα, απορρυπαντικά φάρμακα και για την επεξεργασία του νερού). Η αλουμίνα, μπορεί να είναι ένυδρη ή άνυδρη, ανάλογα με το βαθμό επεξεργασίας της. Η άνυδρη, γνωστή ως μεταλλουργική αλουμίνα, προκύπτει από το ψήσιμο της ένυδρης και την αφαίρεση των περιεχόμενων ποσοτήτων νερού.

Το εργοστασιακό συγκρότημα της ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε. στον Αγ. Νικόλαο Βοιωτίας απασχολεί άμεσα πάνω από 1000 άτομα και έμμεσα περισσότερα από 400 ενώ τα εργοτάξια της εταιρείας που προμηθεύει με βωξίτη το εργοστάσιο αλουμινίου, βρίσκονται στην περιοχή της Άμφισσας και απασχολούν περίπου 100 εργαζομένους.

Συνολικά η βιομηχανία αλουμινίου (πρωτόχυτο, δευτερόχυτο αλουμίνιο, προϊόντα έλασης, τελικά προϊόντα κλπ) στην Ελλάδα αποτελεί το σημαντικότερο βιομηχανικό κλάδο μη-σιδηρούχων μετάλλων στη χώρα μας με 2,5 χιλιάδες εμπλεκόμενες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, χιλιάδες θέσεις εργασίας και ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 2,5 δις. € που αντιστοιχεί σε μια συνεισφορά 1% περίπου στο εθνικό προϊόν και πάνω από 8% στις εξαγωγές της χώρας.

Μεικτά θειούχα μεταλλεύματα. Χρυσός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα διαθέτει κοιτάσματα μικτών θειούχων μεταλλευμάτων (με προϊόντα συμπυκνώματα θειούχου μολύβδου και θειούχου ψευδαργύρου μετά από διαφορική επίπλευση) με σημαντική παραγωγή από τα μεταλλεία των Μαύρων Πετρών και της Στρατωνίκης Ν. Χαλκιδικής. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων γίνεται υπόγεια με τη μέθοδο των λιθογομούμενων μετώπων. Η παραγωγή κυμαίνεται σε 200-220 χιλ. τον. μεικτού θειούχου μεταλλεύματος από την οποία παράγονται με τη διαδικασία του εμπλουτισμού συμπυκνώματα μολύβδου και ψευδαργύρου που εξάγονται σε Ιταλία, Κίνα, Ισπανία, Βουλγαρία κλπ (από την ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε.). Η μέθοδος της κατεργασίας του εμπλουτισμού συνίσταται στη διαφορική επίπλευση των μικτών θειούχων μεταλλευμάτων με την προσθήκη διαφόρων αντιδραστηρίων (ξανθογονικά άλατα, Ca(OH)2, ZnSO4, NaCn, CuSO4, κ.τ.λ.) με τα οποία επιτυγχάνεται ο σταδιακός διαχωρισμός των περιεχόμενων στο μετάλλευμα ορυκτών.

Επίσης υπάρχουν κοιτάσματα χρυσού της ΒΑ Χαλκιδικής (πορφυρικό κοίτασµα χαλκού/χρυσού των Σκουριών), του Περάματος Θράκης και των Σαπών Ροδόπης, τα οποία βρίσκονται είτε στην προπαρασκευαστική φάση εκμετάλλευσης είτε τα επενδυτικά σχέδια που έχουν προταθεί βρίσκονται στη φάση αξιολόγησης από την Πολιτεία. Το κοίτασµα χαλκού/χρυσού των Σκουριών εκτιμάται σε 150 εκ. τόνους µεταλλεύµατος µε μέση περιεκτικότητα 0,8 gr./tn. χρυσό και 0,56 % χαλκό ενώ εκτείνεται από την επιφάνεια κατακόρυφα προς τα κάτω σε ένα βάθος 800 μ. Σύμφωνα με τις μελέτες αξιοποίησης του κοιτάσματος κι εφόσον λειτουργήσει εργοστάσιο εμπλουτισμού και μεταλλουργίας χαλκού, προβλέπεται παραγωγή συμπυκνώματος χαλκού-χρυσού κι εν συνεχεία καθαρού χαλκού και χρυσού: 30.000 τόνοι χαλκού/έτος και 140.000 ουγκιές χρυσού/έτος για τα πρώτα 7 έτη επιφανειακής εκμετάλλευσης και 22.000 τόνοι χαλκού/έτος και 100.000 ουγκιές χρυσού/έτος, για τα επόμενα μέχρι τα 30 έτη υπόγειας εκμετάλλευσης. Η πρώτη φάση – επιφανειακή, υπολογίζεται σε διάρκεια 7 χρόνια, ενώ η δεύτερη φάση - υπόγεια, κατά τη διάρκεια της οποίας θα γίνει η απόληψη του μεγαλύτερου μέρους του κοιτάσματος (των 2/3), υπολογίζεται σε διάρκεια 21 χρόνια. Επισημαίνεται ότι η κατασκευή μεταλλουργικής μονάδας παραγωγής χρυσού προβλέπεται στον Ν.3220/04 που κύρωσε τη μεταβίβαση των Μεταλλείων Κασσάνδρας από το ελληνικό δημόσιο στην Ελληνικός Χρυσός ΑΕ, αλλά η υλοποίησή της δεν έχει καταστεί δυνατή μέχρι το 2016.

Τα μεταλλευτικά έργα που έχουν προταθεί για το Πέραμα και τις Σάπες βρίσκονται στο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

Η συνολική μικτή αξία του μεταλλικού περιεχομένου στις Σκουριές, Ολυμπιάδα, Στρατώνι, Σάπες και Πέραμα προσεγγίζει τα 18-20 δις [2016]. Συνολικά βέβαια και δυναμικά αποθέματα χρυσού ανέρχονται σε περίπου 420 τόνους.Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν τα προαναφερόμενα οικονομικά μεγέθη. Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο η Βόρεια Ελλάδα είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης[50].

Μαγνησίτης (λευκόλιθος)-Μαγνησιακά προϊόντα.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαγνησίτης (ή όπως συνηθίζεται να λέγεται ο λευκόλιθος) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεύματα του Ελλαδικού χώρου. Εχει υποστεί έντονη ερευνητική και παραγωγική δραστηριότητα, ιδιαίτερα στις δεκαετίες '70 και '80, ενώ η καθετοποιημένη εκμετάλλευσή του παρέχει διάφορα εμπορεύσιμα προϊόντα, όπως μαγνησίτη (ως εξορύσσεται), καυστική και δίπυρο μαγνησία καθώς και πυρίμαχες μάζες. Όλα τα παραπάνω προϊόντα είναι εξαιρετικής ποιότητας, περιζήτητα στη διεθνή αγορά. Η διεθνής κατανάλωση στηρίζεται στη δίπυρο, γιατί αποτελεί το κύριο συστατικό στα βασικά πυρίμαχα στη μεταλλουργία και την τσιμεντοβιομηχανία.

Τα σημαντικότερα κοιτάσματα μαγνησίτη βρίσκονται στην Εύβοια και στη Χαλκιδική. Η Μυτιλήνη επίσης παρουσιάζει κοιτασματολογικό ενδιαφέρον για μαγνησίτη, ενώ μικρότερης σημασίας είναι οι περιοχές Ερμιονίδας, Γρεβενών και Κοζάνης, οι οποίες δεν έχουν ερευνηθεί ακόμα. Στον παρακάτω πίνακα δίνονται τα αποθέματα στις περιοχές Εύβοιας και Χαλκιδικής.

Αποθέματα λευκόλιθου (τον) Εύβοια          Χαλκιδική
Βέβαια                        25.000.000      10.000.000
Πιθανά                        35.000.000     15.000.000
Δυνατά                        50.000.000     15.000.000

Στην υπόλοιπη Ελλάδα (Μυτιλήνη, Νιγρίτα κ.α.) τα αποθέματα υπολογίζονται γύρω στους 500.000 τόνους.

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λευκολίθου της ΤΕΡΝΑ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ στη Βόρειο Εύβοια

Στον τομέα του λευκόλιθου και των µαγνησιακών προϊόντων δραστηριοποιούνται οι εταιρείες ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ ΑΕ και ΤΕΡΝΑ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ (πρώην ΒΙΟΜΑΓΝ). Η πρώτη, διαθέτοντας κοιτάσματα λευκολίθου και εγκαταστάσεις επεξεργασίας κυρίως στην περιοχή Χαλκιδικής, είναι αμιγώς εξαγωγική (σε ποσοστό πάνω από 90%) και επιτυγχάνει παρά τον σημαντικό διεθνή ανταγωνισμό να διατηρείται ως η μεγαλύτερη εξαγωγική επιχείρηση προϊόντων λευκολίθου και καθετοποιημένων προϊόντων (δίπυρης και καυστικής μαγνησίας καθώς και πυρίμαχων μαζών) εντός της ΕΕ εστιάζοντας παράλληλα σε θέματα ποιότητας και αποκατάστασης περιβάλλοντος. Στην παραγωγή μαγνησιακών προϊόντων δραστηριοποιείται επίσης η ΤΕΡΝΑ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ (TERNA MAG), η οποία εξαγόρασε την παλαιά ΒΙΟΜΑΓΝ στην περιοχή της Β. Ευβοίας και στοχεύει στην εκμετάλλευση των γνωστών κοιτασμάτων λευκολίθου του Γερορέματος και του Κακάβου Ευβοίας και την περαιτέρω αξιοποίησή τους για παραγωγή μαγνησίας (δίπυρης, καυστικής και Magflot) στις εγκαταστάσεις των Φούρνων Μαντουδίου μετά από σχετικό εκσυγχρονισμό.

Αναφορικά με τον κλάδο του μαγνησίου/μαγνησίτη στην Ελλάδα, επισημαίνεται ότι ήδη στη λίστα των κρίσιμων μετάλλων και ορυκτών για την ΕΕ (20 ορυκτά και μέταλλα) συμπεριλαμβάνεται και το μαγνήσιο/μαγνησίτης. Πλήρης πρόσβαση στην ιστοσελίδα: The European Critical Raw Materials review

Σμύριδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σμύριδα απαντάται στη νήσο Νάξο, και μάλιστα σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα και υψηλή ποιότητα ως λειαντικό και αποξεστικό υλικό, ενώ παρά την πτώση της ζήτησης τα τελευταία χρόνια, λόγω αντικατάστασής του στην αγορά από το τεχνητό κορούνδιο και το καρβίδιο του πυριτίου, υπάρχουν πλέον σήμερα αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες αξιοποίησης του ορυκτού. Οι παραγωγές των σμυριδωρυχείων Νάξου την πενταετία 2010-2014 ήταν[13]:

Έτος 2010 2011 2012 2013 2014
Παραγωγή

σμύριδας (τον)

7.000 5.900 4.250 4.250 4.800

Τα Σμυριδωρυχεία Νάξου χωροθετούνται εντός του Δημόσιου Μεταλλευτικού Χώρου Σμύριδας Νάξου, η δε εξόρυξη διενεργείται τόσο σε επιφανειακές όσο και υπόγειες εκμεταλλεύσεις[51].

Η σμύριδα είναι μετάλλευμα που αποτελείται κυρίως από κρυσταλλικό κορούνδιο (58 ως 66%) και μαγνητίτη σε αναλογία περίπου 2 προς 1 και περιέχει ως δευτερεύοντα ορυκτά σταυρόλιθο, τουρμαλίνη, αιματίτη κλπ. Απαντά με τη μορφή φλεβοειδών κοιτών μέσα σε μάρμαρο. Στο παρελθόν και μέχρι την ανάπτυξη τεχνητών αποξεστικών /λειαντικών υλικών, οπότε και μειώθηκε το εμπορικό ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων σμύριδας ως λειαντικού, η σμύριδα κατείχε ξεχωριστή θέση στη διεθνή αγορά ως λειαντικό και στιλβωτικό υλικό για την επεξεργασία σκληρών επιφανειών μετάλλων, λίθων, γυαλιού κλπ. με τη μορφή σκόνης, κόκκων, σμυριδοτροχών, σμυριδόπανων και σμυριδόχαρτων.

Η ποιότητα της παραγόμενης σμύριδας είναι κυρίως συνάρτηση του περιεχομένου κορουνδίου και η διάκρισή της σε ποιότητες γίνεται μακροσκοπικά ανάλογα με την ομοιογένεια και της τις αποχρώσεις της μάζας της. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σμύριδας της νήσου Νάξου απαντούν κυρίως με τη μορφή φλεβοειδών φακών εντός των μαρμάρων στις περιοχές Απειράνθου και Κορώνου και τα βέβαια αποθέματα εκτιμώνται σε περισσότερο από 1 εκατ. τον.

Η εκμετάλλευση της ελληνικής σμύριδας τις τελευταίες δεκαετίες μετά την ανάπτυξη των τεχνητών ανταγωνιστικών αποξεστικών/λειαντικών υλικών είχε αυξημένο κόστος παραγωγής που υπερέβαινε την τιμή πώλησης των παραγομένων προϊόντων. Σημαντικοί παράγοντες για το υψηλό κόστος και τη μειωμένη βιωσιμότητα της πρωτογενούς παραγωγής είναι το αυξημένο κόστος εξόρυξης όσο και η μη επεξεργασία για την παραγωγή και εμπορία προϊόντων με υψηλότερη αξία. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια η ζήτηση έχει αυξηθεί ως αποτέλεσμα κυρίως της ανάπτυξης νέων χρήσεων σμύριδας. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική σμύριδα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί: ως προσθετική ύλη στην κατασκευή βιομηχανικών δαπέδων, αντιολισθητικών πλακών πεζοδρομίου κλπ όπου τα συνθετικά υλικά δεν μπορούν να ανταγωνισθούν τη σμύριδα λόγω του υψηλού κόστους ακόμη και ως ειδικό αδρανές υλικό σε αντιολισθηρά οδοστρώματα, γεγονός που θα αυξήσει σημαντικά τα σημερινά επίπεδα παραγωγής και διάθεσης της σμύριδας συμβάλλοντας στην προσπάθεια επανένταξής της στην εγχώρια αλλά και τη διεθνή αγορά.

Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες. Σπάνιες Γαίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συντάξει[52] κατάλογο με με 27 πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ, ο οποίος υπόκειται σε τακτική επικαιροποίηση τουλάχιστον κάθε τρία έτη, ώστε να αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στην παραγωγή, την αγορά και την εξέλιξη της τεχνολογίας. Ο κατάλογος των 27 (2017) ακολουθεί τις δύο προηγούμενες ανακοινώσεις, με τις οποίες καταρτίστηκε ένας κατάλογος με 14 πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας το 2011 και ένας αναθεωρημένος κατάλογος με 20 πρώτες ύλες το 2014.

Ο κατάλογος των πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ

Η οικονομική σημασία (economic importance) και οι εφοδιαστικοί κίνδυνοι (supply risk) παραμένουν οι δύο βασικές παράμετροι για τον προσδιορισμό της κρισιμότητας των πρώτων υλών εντός της ΕΕ. Εννέα πρώτες ύλες κρίσιμης σημασίας για την ΕΕ συμπεριλαμβάνονται στον πλέον πρόσφατο κατάλογο του 2017 σε σχέση με τον κατάλογο του 2014 (Βαρίτης, Βισμούθιο, Άφνιο, Ήλιο, Φυσικό καουτσούκ, Φωσφόρος, Σκάνδιο, Ταντάλιο, Βανάδιο) ενώ τρεις πρώτες ύλες (χρώμιο, άνθρακας οπτανθρακοποίησης και μαγνησίτης) δεν θεωρούνται πλέον κρίσιμης σημασίας με βάση την αξιολόγηση του 2017. Εντούτοις, στον επικαιροποιημένο κατάλογο περιλαμβάνεται τό μαγνήσιο [53][54] αλλά και το αντιμόνιο[55], κοιτάσματα των οποίων υφίστανται στον Ελλαδικό χώρο. Επισημαίνεται εδώ, ότι οι πρώτες ύλες, ακόμη και εκείνες που δεν χαρακτηρίζονται κρίσιμης σημασίας, είναι σημαντικές για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς βρίσκονται στην αρχή των αλυσίδων αξίας της μεταποιητικής βιομηχανίας. Άλλωστε οι πρώτες ύλες αυτές μπορεί να είναι σημαντικές και "κρίσιμες" για την εκάστοτε εθνική οικονομία, ακριβώς λόγω της σημαντικής συνεισφοράς σε αυτήν, ανεξάρτητα από την κρισιμότητά τους με βάση τον ορισμό της ΕΕ.

Στην Ελλάδα έχουν εντοπισθεί «εμφανίσεις» σπανίων γαιών και πιθανολογούνται (αξιολογώντας γεωλογικά και κοιτασματολογικά δεδομένα) ότι υπάρχουν ενδεχομένως αξιοποιήσιμα κοιτάσματα. Τα πολυμεταλλικά κοιτάσματα επιθερμικού και πορφυριτικού τύπου της Σερβομακεδονικής μεταλλογενετικής ζώνης καθώς και της ζώνης Ροδόπης στη Βορειοανατολική Ελλάδα είναι τα πλέον ελπιδοφόρα για μελλοντική παραγωγή σπανίων γαιών και μετάλλων[56]. Επίσης, τα κοιτάσματα βωξιτών και λατεριτών της Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος, τα οποία ήδη υφίστανται εκμετάλλευση για την παραγωγή Al και Ni, περιέχουν σημαντικές ποσότητες σπάνιων γαιών και μπορούν να ενταχθούν στα μελλοντικά σχέδια των μεταλλευτικών βιομηχανιών. Οι «εμφανίσεις» πιθανών κοιτασμάτων θα πρέπει να ερευνηθούν συστηματικά και να οριοθετηθούν ως προς το μέγεθος και τις περιεκτικότητες σε χρήσιμα μέταλλα και εν συνεχεία να συζητήσουμε για παραγωγικές δυνατότητες[57][58].

Europe's REE: the EURARE project is completed (2013–2017)

Για το θέμα των σπανίων γαιών προτείνεται το ειδικότερο λήμμα περί Σπανιών Γαιών.

Ενεργειακά ορυκτά, Γεωθερμία και Υδρογονάνθρακες. [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λιγνίτης.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα "εκμεταλλεύσιμα" αποθέματα λιγνίτη της Ελλάδος, πηγή ΙΓΜΕ

Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς λιγνίτη/άνθρακα στην ΕΕ, 3η στη σειρά, μετά τη Γερμανία (192 Μt) και την Πολωνία (143 Mt),με παραγωγή περί τους 50-60 Mt (πηγή Euracoal). Συγκριτικά αναφέρεται η δεσπόζουσα παγκοσμίως παραγωγή της Kίνας με 3.577 Μt άνθρακα σε σύγκριση με την ΕΕ όπου παράγονται ετησίως συνολικά 407 Mt λιγνίτη και 114 Mt σκληρού γαιάνθρακα (στοιχεία 2013). Μόνο τα βεβαιωμένα αποθέματα των ορυχείων της περιοχής Φλώρινας (Βεύη, Μελίτη, Αχλάδα, Κομνηνά, Κλειδί, Αμύνταιο, Λακιά) υπερβαίνουν τα 450-500 εκατ. τον λιγνίτη. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΓΜΕ, τα γεωλογικά αποθέματα λιγνίτη σε επίπεδο επικράτειας ανέρχονται σε 6,7 δισ. τόνους, από τα οποία τα 3-3,2 δισ. εκτιμώνται ως δυνητικά εκμεταλλεύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι σημαντικό ότι, πέρα των επενδύσεων που προγραμματίζονται να γίνουν στις παλαιές μονάδες, η νέα μονάδα “Πτολεμαΐδα 5”, συμβατικής αξίας περίπου € 1,4 δις ευρώ, η οποία θα ενταχθεί στο σύστημα το 2019, αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγική, αλλά και ενεργειακή επένδυση, που έχει γίνει στη Χώρα τα τελευταία χρόνια και η οποία θα ενισχύσει την εθνική οικονομία, κυρίως την ελληνική περιφέρεια, δημιουργώντας υπεραξίες για τις τοπικές κοινωνίες στη Δυτική Μακεδονία.

Λιγνιτωρυχείο και σταθμός παραγωγής ενέργειας στη Μεγαλόπολη, ΔΕΗ ΑΕ

Η εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα πραγματοποιείται κυρίως από τη ΔΕΗ ΑΕ σε επιφανειακές εκσκαφές με τη μέθοδο των ορθών βαθμίδων κλειστής εκσκαφής χρησιμοποιώντας ηλεκτροκίνητα μηχανήματα συνεχούς λειτουργίας και μαζικής εκσκαφής, μεταφοράς και απόθεσης (καδοφόροι εκσκαφείς, ταινιόδρομοι, αποθέτες). Ο φυσικός λιγνίτης που μεταφέρεται από τα ορυχεία αποθηκεύεται αρχικά σε σιλό, θραύεται, ξηραίνεται και εν συνεχεία οδεύει προς καύση στους ΑΗΣ. Ένα μέρος της όλης διαδικασίας εκμετάλλευσης γίνεται με ενταγμένες εργολαβίες. Η ΔΕΗ AE διαθέτει μεγάλη υποδομή σε εγκαταστάσεις όχι μόνο ορυχείων λιγνίτη αλλά και παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, με εγκατεστημένη ισχύ τάξης 10-13 GW, στην οποία συμπεριλαμβάνονται εκτός από τους λιγνιτικούς, πετρελαϊκοί, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, σταθμοί φυσικού αερίου καθώς και μονάδες ΑΠΕ.

Η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής υπερέβη το 54,6 % για το 2014 (το ποσοστό για το 2013 ήταν 56,8 %) ενώ η αντίστοιχη συμμετοχή στο σύνολο της Χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των μη διασυνδεδεμένων νησιών) ήταν 50,3 % (51,8% περίπου το 2013). Επισημαίνεται ότι την τελευταία δεκαετία (από το 2004 και μετά) η συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής έχει μειωθεί από το 66% το 2004 στο επίπεδο του 50% περίπου τη διετία 2013-2014 κι αυτό σχετίζεται και με το ζήτημα του Ευρωπαϊκού και Εθνικού στόχου για την κάλυψη του 20% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας από ΑΠΕ το 2020, ειδικά δε της ηλεκτροπαραγωγής κατά 40%.

Γεωθερμία.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την αξιοποίηση της γεωθερμίας στην Ελλάδα προτείνεται το ειδικότερο λήμμα περί Γεωθερμίας.

Υδρογονάνθρακες.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μοναδική παραγωγή της χώρας (Πρίνος, Βόρειος Πρίνος) για το 2016 σε αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Energean Oil & Gas, στην οποία ανήκει η ΚΑΒΑΛΑ OIL, αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2015 και, συγκεκριμένα, στα 3.490 βαρέλια ημερησίως από τα 1.464 έναν χρόνο πριν, ενώ το κοίτασμα φυσικού αερίου στη Νότια Καβάλα είναι σχεδόν εξαντλημένο και παράγει πλέον μόνο περιοδικά. Η συγκεκριμένη εταιρεία, μοναδική εταιρία εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, έχει προγραμματίσει σημαντικές επενδύσεις γεωτρήσεων με σκοπό την περαιτέρω αύξηση της παραγωγής από το υφιστάμενο κοίτασμα του Πρίνου και του Βόρειου Πρίνου, καθώς και για την ανάπτυξη του Πεδίου Έψιλον. Τα βεβαιωμένα (2P) από ανεξάρτητο εκτιμητή αποθέματα στον Κόλπο της Καβάλας, ανέρχονται στα 37 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Για την έρευνα και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και τις παρεμβάσεις της πολιτείας ως προς τις διαγωνιστικές διαδικασίες προτείνεται το ειδικότερο λήμμα για την Έρευνα και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα

Βιομηχανικά Ορυκτά. [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορυχείο μπεντονίτη, Αγγεριά Μήλου, Κυκλάδες

Η Ελλάδα είναι σημαντική παραγωγός βιομηχανικών ορυκτών, ορισμένων με μεγέθη αποθεμάτων και ύψη παραγωγής που κατέχουν υψηλότατη θέση στη παγκόσμια κατάταξη[59][60]. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Ελλάδα, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η μοναδική χώρα παραγωγής χουντίτη-υδρομαγνησίτη, πρώτη χώρα παραγωγής περλίτη, δεύτερη χώρα παραγωγής κίσσηρης (ελαφρόπετρας) και μπεντονίτη καθώς και πρώτη στην εξαγωγή προϊόντων λευκόλιθου/μαγνησίτη στην ΕΕ[7]. Όλα τα παραπάνω ορυκτά είναι μοναδικά σε ποιότητα, με ευρεία χρήση σε πολλές βιομηχανικές εφαρμογές. Πολλά από τα ελληνικά βιομηχανικά ορυκτά αξιοποιούνται σε καινοτόμες εφαρμογές, εξειδικευμένες χρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και ακόμη έχουν περιβαλλοντικό προσανατολισμό δηλ. χρησιμοποιούνται με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. ατταπουλγίτης, αμφιβολίτης, ολιβινίτης, μπεντονίτης, περλίτης, ζεόλιθος, διατομίτης, ελαφρόπετρα, ανθρακικό ασβέστιο, βιομηχανικοί άργιλοι ειδικών χρήσεων κλπ)[61].

Στο τέλος του 2014, η S&B Βιομηχανικά Ορυκτά, μια από τις ιστορικότερες παραγωγικές εταιρείες της χώρας με εξειδίκευση στον εξορυκτικό τομέα των βιομηχανικών ορυκτών αλλά και του βωξίτη, απορροφήθηκε από ξένο επιχειρηματικό όμιλο, τον Γαλλικό όμιλο Imerys[13]. Για την πληρέστερη ενημέρωση προτείνεται το ειδικότερο λήμμα περί Βιομηχανικών Ορυκτών

Αδρανή και συναφή Υλικά. Κλάδος Τσιμέντου.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταυτότητα του τομέα αδρανών υλικών σε Ευρώπη και Ελλάδα
Η παραγωγή της Ελλάδος σε αδρανή υλικά

Η παραγωγή αδρανών υλικών και συναφών δομικών προϊόντων (ποζολάνη, πυριτικό, προϊόντα ανθρακικού ασβεστίου, γύψος κλπ.) αποτελεί ζωτικής σημασίας τομέα τόσο για την οικοδομική δραστηριότητα όσο και για τη βιομηχανία τσιμέντου και τον κλάδο των κατασκευών. Ο τομέας υπέστη μεγάλη πτώση τα έτη της εγχώριας οικονομικής καθίζησης (2009-2015) σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που η παραγωγή προσέγγιζε τα 100 εκατ. τον. ετησίως. Αντίστοιχη ήταν η συμπεριφορά των προϊόντων τσιμέντου όπου τα υψηλά της παραγωγής της προηγούμενης δεκαετίας (15-16 εκατ. τον.) έχουν περιοριστεί σημαντικά τα έτη της οικονομικής κρίσης. Εντούτοις, ο τομέας των αδρανών, παρουσίασε για το 2013 μια αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 8% και για το 2014 μια αύξηση 20-25%, κυρίως χάρις στην επανεκκίνηση των δημοσίων έργων. Ο τομέας του τσιμέντου επίσης επανάκτησε μέρος των απωλειών τόσο στο εσωτερικό όσο και στον διεθνή ανταγωνισμό, ο οποίος είναι μεγάλος κυρίως από χώρες με χαμηλό κόστος ενέργειας και χωρίς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με εκπομπές αερίου θερμοκηπίου.

Η εταιρεία ΤΙΤΑΝ ΑΕ διατηρεί τέσσερις μονάδες παραγωγής τσιμέντων στην Αχαΐα, τη Θεσσαλονίκη, τη Βοιωτία και την Αττική και κατά τα έτη 2014-2015 συνέχισε σε ικανοποιητικό βαθμό την παραγωγική λειτουργία τους, στηριζόμενη κυρίως στον εξαγωγικό προσανατολισμό της παραγωγής. Η δεύτερη ηγέτιδα εταιρεία του κλάδου, ο όμιλος εταιρειών ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, που ελέγχεται από τη γαλλική εταιρεία Lafarge, μεγαλύτερη τσιμεντοβιομηχανία παγκοσμίως, διατηρεί σε περιορισμένης έκτασης λειτουργία τις παραγωγικές μονάδες της στον Βόλο και στο Μηλάκι Εύβοιας, η πρώτη των οποίων αποτελεί το μεγαλύτερο από άποψη δυναμικότητας εργοστάσιο τσιμέντου της χώρας (το εργοστάσιο στη Χαλκίδα διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του). Η τρίτη σε μέγεθος τσιμεντοβιομηχανία της χώρας ΧΑΛΥΨ ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΑΕ διατηρεί εργοστάσιο τσιμέντου στον Ασπρόπυργο Αττικής και ανήκει στην ιταλική εταιρεία Italcementi, πέμπτη σε μέγεθος τσιμεντοβιομηχανία παγκοσμίως. Η εταιρεία, όπως άλλωστε και οι προαναφερθείσες, δραστηριοποιείται και στο λατομικό κλάδο με την επωνυμία "Λατομεία Χάλυψ” και στον κλάδο σκυροδέματος με την επωνυμία "Ετ Μπετόν"[13].

Οι αμμοληψίες φυσικών αποθέσεων θραυσμάτων, από τις κοίτες και εκβολές ποταμών, χειμάρρων και από τις θαλάσσιες και λιμναίες ακτές, επιτρέπεται μόνο για περιβαλλοντικούς λόγους (π.χ. διευθέτηση/προστασία της κοίτης) ή για έργα μεγάλης εθνικής σημασίας, π.χ. σε περίπτωση αντιπλημμυρικών έργων και άλλων έκτακτων αναγκών, που δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν διαφορετικά[62]. Το θεσμικό πλαίσιο των αμμοληψιών

Κλάδος Μαρμάρων και Φυσικών Λίθων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λατομείο μαρμάρου στην Εύβοια
Η ταυτότητα των λατομείων μαρμάρων στην Ελλάδα

Ο παραδοσιακός κλάδος του μαρμάρου με ουσιαστική συμβολή στην εθνική οικονομία, κατέχει σημαντική θέση στην παγκόσμια παραγωγή (στις πρώτες 10 θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης), την οποία προσπαθεί να διατηρήσει παρά τις αντίξοες συνθήκες των τελευταίων χρόνων από τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό[63]. Σε αντίθεση με τη συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς δομικών υλικών, η οποία εμφανίζει πτώση από το 2008 και μετά, ο τομέας του μαρμάρου και των φυσικών λίθων όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθεί την ανοδική του πορεία με βασικό στοιχείο τον εξαγωγικό προσανατολισμό του, μέχρι και 75-80% της συνολικής παραγωγής των παραγόμενων μαρμαρικών προϊόντων [64]. Από το προϊόν που εξάγεται, το 40% περίπου κατευθύνεται πλέον προς την Κίνα και το υπόλοιπο εξαγόμενο μάρμαρο διατίθεται σε χώρες της Μέσης Ανατολής, στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στην ευρωπαϊκή αγορά. Σε αυτό συμβάλει η ποιοτική ανωτερότητα του ελληνικού μαρμάρου (χρώματα, φυσικομηχανικά χαρακτηριστικά κλπ) που αποτελεί σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων του κλάδου στις εξαγωγικές δραστηριότητες[65].

Marble processing factory, Nafplion Greece

Οι εξαγωγές μαρμάρων προς την Κίνα, η οποία αποτελεί πλέον, τη σημαντικότερη μαζική αγορά για το ελληνικό μάρμαρο, ανέρχονται σε αξία στα 80-90 εκατ. €, αντιπροσωπεύοντας το 38-40% της συνολικής αξίας (αλλά και το 55-57 % της ποσότητας) των ελληνικών εξαγωγών μαρμάρου. Η τεράστια αγορά της Κίνας είναι μια σημαντική κατάκτηση για το ελληνικό μάρμαρο και παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας από τους φρενήρεις ρυθμούς των προηγούμενων ετών, αποτελεί εγγύηση για τη μελλοντική διάθεση των ελληνικών μαρμαρικών προϊόντων. Εκτός από την Κίνα, σημαντικές αγορές που απορροφούν το ελληνικό μάρμαρο είναι: οι ΗΠΑ (αξία εξαγωγών 14 εκατ. €), τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα (αξία εξαγωγών 10.8 εκατ. € ), η Σιγκαπούρη (8.1 εκατ. €), το Κατάρ (7.6 εκατ. €), η Ιταλία (6.6 εκατ. ) και η Τουρκία (6.5 εκατ.) (οικονομικά στοιχεία 2014)[13].

Η ποσοστιαία κατανομή της αξίας εξαγωγών για τις 20 πρώτες χώρες όπου εξάγεται το ελληνικό μάρμαρο (στοιχεία 2014)

Η ανάπτυξη του μαρμάρου εδράζεται στην Ελληνική Περιφέρεια αλλά είναι δυστυχώς ανισοβαρής, βασιζόμενη κύρια στις εξαγωγές των μεγαλύτερων εταιρειών του τομέα και σε προϊόντα περιοχών όπως Θάσος, Καβάλα, Δράμα, Δυτ. Μακεδονία και Πεντέλη που έχουν αξιοσημείωτη ζήτηση. Ενδεικτικά, στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, υφίστανται 5 ενεργά λατομικά κέντρα μαρμάρου όπου λειτουργούν περισσότερα από 135 λατομεία (200 άδειες εκμετάλλευσης στους νομούς Δράμας και Καβάλας της Θάσου συμπεριλαμβανομένης) καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αλλά και των εξαγωγών της χώρας σε ποσότητα και αξία (άνω του 90%), ενώ οι εργαζόμενοι της συγκεκριμένης περιφέρειας στον κλάδο εκτιμώνται σε 3.000-4.000 άτομα. Το λευκό μάρμαρο της Περιφέρειας αυτής αναδεικνύεται ως ο "Λευκός Χρυσός" για την τοπική αλλά και εθνική οικονομία[66]. Οι ηγέτιδες εταιρείες του κλάδου επιδεικνύουν εξωστρεφή συμπεριφορά και επιτυγχάνουν αυξημένους κύκλους εργασιών κυρίως λόγω του εξαγωγικού προσανατολισμού αλλά και επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων[67][68][69]. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία, μετά το 2010, η υπόγεια εξόρυξη μαρμάρου επιλέγεται πλέον ολοένα και συχνότερα από τις λατομικές επιχειρήσεις μαρμάρου εξυπηρετώντας συγκεκριμένες ανάγκες και αξιοποιώντας συγκριτικά πλεονεκτήματα[70].

Η υπόγεια εξόρυξη του ελληνικού μαρμάρου

Για τη διετία 2013-2014, η παραγωγή στο σύνολο των μαρμαρικών προϊόντων και υποπροϊόντων (ογκομάρμαρα, ξοφάρια και λατύπες) σε επίπεδο επικράτειας ξεπέρασε το 1,3 εκατ. τον. ετησίως. Ειδικότερα, η παραγωγή ογκομαρμάρων υπερέβη τα 220 χιλ. κυβ. μ. για το 2013 και τα 232 χιλ. κυβ. μ. για το 2014. Από την παραγωγή αυτή, το μεγαλύτερο μέρος εξάγεται κυρίως προς την Κίνα, χώρες της Μέσης Ανατολής, τις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στην ευρωπαϊκή αγορά[13]

Φυσικά δεν πρέπει να αγνοεί κανείς την πολιτιστική αξία του υλικού αυτού η οποία διαχρονικά έχει υπηρετήσει την τέχνη και τον πολιτισμό. Ενδεικτικά, από τα λατομεία μαρμάρων στο Διόνυσο Αττικής, εξορύσσεται ακόμη το μοναδικό πεντελικό μάρμαρο που κάποτε συνέβαλε στο θαύμα της Ακρόπολης και που σήμερα το ίδιο μάρμαρο συμβάλλει διαθέτοντας όγκους υψηλής ποιότητας για το επίσης μοναδικό έργο της αναστύλωσης του Παρθενώνα[71]. Επίσης, το γενικότερο ζήτημα της προέλευσης των μαρμάρων του αρχαίου κόσμου και ειδικότερα των γλυπτών και έργων τέχνης των μουσείων του εξωτερικού από τα ελληνικά μάρμαρα παραμένει ανοικτό για αρχαιολόγους, ιστορικούς και άλλους επιστήμονες[72].

Η παραγωγή σχιστολιθικών πλακών και γενικότερα διακοσμητικών πετρωμάτων (πλην μαρμάρου) είναι της τάξης των 80-100 χιλ. κυβ. μ. προϊόντων, με κυρίαρχη την περιοχή της Καρύστου, Νοτίου Ευβοίας. Ειδικότερα στην περιοχή αυτή, τα ενεργά λατομεία σχιστολιθικής πέτρας για το 2014 υπερέβησαν τα 30, με περισσότερους των 250 άμεσα εργαζόμενους, με παραγωγή που υπερέβη τα 1.5 εκατ. τ.μ πλακών (70 χιλ. κυβ. μ. περίπου) και κύκλο εργασιών που στο σύνολό του υπερέβη τα 10 εκατ. € για το 2014[13].

Για την πληρέστερη ενημέρωση προτείνεται το ειδικότερο λήμμα περί Μαρμάρων και Φυσικών διακοσμητικών πετρωμάτων.

Πολύτιμοι λίθοι και συλλεκτικά ορυκτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδαμίτης, προερχόμενος από την Καμάριζα Λαυρίου

Στα «εξοφλημένα» μεταλλεία της Λαυρεωτικής (ΘορικούΣουνίουΚαμάριζαςΠλάκας κλπ) έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα ανεκτίμητης αξίας ορυκτά. Δείγματα αυτών των ορυκτών είναι περιζήτητα από συλλέκτες, καθώς απαντούν σε μοναδικούς σχηματισμούς, όπως ο αγαρδίτης, ο σερπιερίτης, ο θορικοσίτης, ο λαυριονίτης, ο καμαριζαΐτης, ο (χ)ιλαριονίτης, ο αττικαίτης κ. ά. Πολλά από τα ορυκτά αυτά εκτίθενται στο Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου[73] και το Ορυκτολογικό-Μεταλλευτικό Μουσείο Καμάριζας Λαυρίου, ενώ άλλα συμπεριλαμβάνονται σε ιδιωτικές συλλογές[74]. Τα ορυκτά του Λαυρίου, σε όποιο μουσείο του κόσμου κι αν ευρίσκονται, αποτελούν σημαντικό τμήμα της Παγκόσμιας Ορυκτολογικής και γεωλογικής Κληρονομιάς[75]. Δυστυχώς το νομικό πλαίσιο για την αξιοποίηση των ορυκτών αυτών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα να καταγράφονται εξαιρετικά ανησυχητικά φαινόμενα εξαγωγής μεγάλου όγκου και σημαντικής αξίας ορυκτών, με στόχο την πώλησή τους. Θα πρέπει επίσης να γίνει καταγραφή των διαθεσίμων που εντοπίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές, είτε αυτές αφορούν επιφανειακές είτε υπόγειες θέσεις π.χ. εντός ανενεργών μεταλλευτικών στοών. Με βάση τις ανωτέρω καταγραφές πρέπει να καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα που δύναται να εξορυχθεί, χωρίς τον κίνδυνο μεγάλης μείωσης του κοιτάσματος, ανά θέση[76]

[δέον όπως συμπληρωθεί]

Στατιστικά Παραγωγής Λατομικών, Μεταλλευτικών και Μεταλλουργικών προϊόντων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον παρακάτω πίνακα περιλαμβάνονται τα συγκεντρωτικά στοιχεία των ποσοτήτων της παραγωγής ορυκτών πρώτων υλών καθώς και μεταλλουργικών προϊόντων της Ελλάδος την πενταετία 2011-2015[77][78].

ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔA

Παραγωγή Λατομικών/Μεταλλευτικών/Μεταλλουργικών Προϊόντων

Ποσότητα σε χιλιάδες τόνους (Metric tons) εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά

2011 2012 2013 2014 2015
Μεταλλευτικά Ορυκτά/Προϊόντα Μεταλλουργίας
Βωξίτης 2.300,00 1.815,33 1.844,00 1.872,71 1.831,66
Αλουμίνα ΑΙ2Ο3 (ένυδρη) 809,70 784,40 811,60 813,50 806,50
Αλουμίνα ΑΙ2Ο3 (άνυδρη) 683,03 653,01 664,51 674,04 674,42
Αλουμίνιο, πρωτόχυτο (παραγωγή χυτηρίου) 167,49 165,05 169,46 173,16 1 79,42
Διοξείδιο του άνθρακα C02 (υγρό) 10,20 10,76 10,04 10,34 5,83
Λευκόλιθος/Μαγνησίτης 541,81 351,27 383,00 360,27 383,23
Δίπυρη Μαγνησία 38,34 26,83 30,56 26,01 20,22
Καυστική Μαγνησία 59,84 60,63 57,39 70,66 86,80
Πυρίμαχες μάζες 45,20 44,82 41,99 41,02 33,66
Μεικτά θειούχα μεταλλεύματα (ξηροί τον.) 214,94 227,20 227,20 219,86 154,99
Αστριοι 10,56 13,00 0 0 0
Θειούχος Μόλυβδος, PbS (συμπύκνωμα, ξηροί τον.) 16,59 18,06 18,38 15,65 12,57
Θειούχος Ψευδάργυρος, ZnS (συμπύκνωμα, ξηροί τον.) 39,13 41,82 41,23 41,96 27,66
Χρυσοφόρος Αρσενοπυρίτης, FeS2 (συμπύκνωμα, ξηροί τον.) 0 4,26 64,84 58,33 39,52
Σιδηρονικελιούχο μετάλλευμα - Λατερίτης 2.235,97 2.256,69 2.220,79 2.382,49 2.340,38
Κράμα σιδηρονικελίου, FeNi 93,91 96,44 88,91 94,95 89,13
Περιεχόμενο Νί στο κράμα σιδηρονικελίου 18,53 18,63 16,89 18,48 17,11
Σκουριά Ηλεκτροκαμίνων 1920,80 1905,67 1873,74 1976,80 1,966,01
Σκουριά Μεταλλακτών 79,01 85,51 83,97 87,19  57,90
Σμύριδα 5,90 4,25 4,25 4,80 7,15
Χουντίτης/Υδρομαγνησίτης 23,80 24,20 15,20 5,34 15,66
Ενεργειακά Ορυκτά
Λιγνίτης 58.400,00 62.334,80 55.500,00 50.800,00  46.308,12
Αργό Πετρέλαιο (σε χιλιάδες βαρέλια) 675,50 661,51 609,39 514,2  532,62
Φυσικό Αέριο (σε χιλιάδες Nm3) 5.927,40 6.401,72 5.415,00 5.062,2 4.379,22
Βιομηχανικά Ορυκτά
Αμφιβολίτης (πρωτογενές ορυκτό) 23,26 10,40 19,36 22,92 18,73
Αργιλοπυριτικό τσιμεντοβιομηχανίας ΝΑ ΝΑ 1.400,00* 1.500,00 1.180,95
Ατταπουλγίτης 17,75 19,87 32,40 45,00 107,74
Αργιλοι Κεραμοποιίας ΝΑ ΝΑ ΝΑ 450,00 319,68
Ανθρακικό Ασβέστιο 95,14 128,04 183,03 180,67 169,76
Γύψος 590,00 621,33 760,00 664,29 649,28
Διοξείδιο του πυριτίου (Πυριτικό) 1,67 0 10,00 0 75,32
Ζεόλιθος ΝΑ 2,85 0 0,17 0,36
Καολίνης ΝΑ 0 0 0 0
Κίσσηρις (ελαφρόπετρα) 468,96 385,92 420,00 429,87 580,96
Μπεντονίτης (πρωτογενές ορυκτό) 1.188,44 1.235,10 1.000,00 1.011,48 1.123,32
Μπεντονίτης (ημικατεργασμένος) ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ 927,43
Μπεντονίτης (κατεργασμένος) ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ 807,55
Ολιβινίτης (πρωτογενές ορυκτό) 55,32 20,28 16,46 25,41 23,02
Ποζολάνη 350,00* 270,00 266,00 270,00 153,07
Περλίτης (πρωτογενές ορυκτό) 842,87 876,40 890,00 985,33 890,67
Περλίτης (ημικατεργαομένος) ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ 482,96
Περλίτης (κατεργασμένος) 507,23 450,00 435,00 507,34 376,67
Χαλαζίας και χαλαζίτης 11,24 0 0 0 0
Μάρμαρα και Σχιστολιθικές Πλάκες
Μάρμαρα σε όγκους (σε χιλιάδες m3) 285,00 200,00 220,00 232,00 199,63
Ξοφάρια (όγκοι ακανόνιστου σχήματος) 390,00 244,00 300,00* 335,00* 291,53
Σχιστολιθικές πλάκες (σε χιλιάδες m3) ΝΑ 160,00 180,00 100,00 89,90
Αδρανή Υλικά
Ασβεστολιθικά Αδρανή 38.000* 29.000* 30.000* 38.000* 35.603,02
Μαρμαρόσκονη- μαρμαροψηφίδα (ως λατομείο αδρανών υλικών) ΝΑ ΝΑ ΝΑ 6,07 4,08
Αλάτι (από τις Αλυκές) 174,50 191,97 189,50 146,402 121,537

ΝΑ: δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία *: στοιχείο κατ' εκτίμηση

Μισθώματα-Τέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μισθώματα από δημόσια λατομεία μαρμάρων και αδρανών υλικών

Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις εκτός από τους φόρους εισοδήματος επιχείρησης και λοιπούς φόρους σύμφωνα με τις οικείες σχετικές διατάξεις, επιβαρύνονται επίσης με μισθώματα, τέλη και εισφορές: μισθώματα επί των συμβάσεων μίσθωσης (πάγια και αναλογικά), ειδικά τέλη υπέρ ΟΤΑ, royalties, τέλη υπέρ του Πράσινου Ταμείου κλπ. καθώς και διάφορα έξοδα «γραφειοκρατικού» χαρακτήρα: έξοδα αδειοδότησης, αντάλλαγμα χρήση γης, έξοδα εγγυητικών για την αποκατάσταση περιβάλλοντος, εγγυητικές για συμβάσεις, παράβολα κλπ. Δυστυχώς, τα έσοδα από μισθώματα πάσης φύσεως είναι μικρά (αν όχι ελάχιστα) επειδή α) οι παραγωγές οι οποίες συναρτώνται με τα αναλογικά μισθώματα είναι επίσης μικρές, πολύ μικρότερες των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων του τόπου μας[79][80] και β) ένα μέρος των δημοσίων εσόδων αποδίδεται στα ταμεία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) π.χ. το 50% των μισθωμάτων για τα λατομεία μαρμάρων (ΦΕΚ 211 Β 1994). 

Περισσότερες πληροφορίες για το ζήτημα των μισθωμάτων-τελών στην ιστοσελίδα του Υπ. περιβάλλοντος και Ενέργειας, www.latomet.gr, όπου και δημοσιεύονται οι ετήσιες εκθέσεις του υπουργείου για την εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα τέλη (royalties) υπέρ του Δημοσίου για τα μεταλλευτικά ορυκτά θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά με τον Ν 4042/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4203/2013 και την Κ.Υ.Α. ΥΠΕΚΑ/Δ8/Δ/Φ1/ οικ.10697/2714/23.6.2014 που εξειδικεύει τον τρόπο και τα κριτήρια υπολογισμού[81].

Εθνική Πολιτική για την αξιοποίηση του Ελληνικού Ορυκτού Πλούτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντός του 2012 διακηρύχθηκε η Εθνική Πολιτική Αξιοποίησης των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) της Χώρας[82][83][84], η οποία ολοκληρώθηκε από Ομάδα Εργασίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος (τ ΥΠΕΚΑ) σε συν τους εμπλεκόμενους παραγωγικούς και κοινωνικούς φορείς, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες (RMI)[85]. Πρόκειται για μια διακήρυξη βασικών αξόνων πολιτικής που εξειδικεύεται περαιτέρω σε επιμέρους ενέργειες και παρεμβάσεις, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του βασικού στόχου. Κυριότερες είναι η ένταξη της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και του χωροταξικού σχεδιασμού στην εξορυκτική δραστηριότητα, η προώθηση τους τρίπτυχου εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία και η θεσμοθέτηση ενός θεσμικού πλαισίου, απλού, σταθερού και προβλέψιμου κατά το δυνατόν που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα εξασφαλίζει την πρόσβαση στα κοιτάσματα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξορυκτικής δραστηριότητας αλλά και τις τομεακές πολιτικές ανάπτυξης άλλων δραστηριοτήτων. 

Greek National Policy for the exploitation of Mineral Resources

NP for the Exploitation of Mineral Resources-Poster

Η πολιτική αυτή απαιτείται να θεσμοθετηθεί ώστε να πάψει να αποτελεί μια απλή διακήρυξη αρχών και προθέσεων. Επίσης θα πρέπει να δημιουργηθεί από την Πολιτεία "Παρατηρητήριο Εξορυκτικών Δραστηριοτήτων" που θα ασχοληθεί με τη σύνταξη και δημοσιοποίηση έκθεσης ("country profile") στατιστικών/συγκεντρωτικών στοιχείων σχετικά με τη μεταλλευτική και λατομική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει σχετικούς οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς δείκτες ("δείκτες βιωσιμότητας").Η Έκθεση αυτή θα αξιοποιείται από: α) την κυβέρνηση και τις δημόσιες αρχές σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, για την καλύτερη αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών της χώρας, β) τη βιομηχανία, για τη διερεύνηση επενδυτικών ευκαιριών, γ) την ακαδημαϊκή κοινότητα, για ερευνητικούς σκοπούς και δ) τις ΜΚΟ και το ευρύ κοινό για λόγους διαφάνειας και διάδοσης της πληροφορίας[86].

Την πεποίθηση ότι η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχει η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (85,9%) σύμφωνα με σχετική δημοσκόπηση[87].Μολαταύτα, σήμερα οι πολίτες εμφορούνται από αρνητική προδιάθεση για τη μεταλλευτική εξαιτίας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αλλά και των αδυναμιών είτε των ελεγκτικών μηχανισμών της πολιτείας είτε των επιχειρήσεων να δεχθούν τα σημεία των καιρών και να εκσυγχρονισθούν δίνοντας έμφαση στη διαφάνεια, την κοινωνία και το περιβάλλον[88].

Μεταλλευτική περιήγηση-Γεωτουρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Vagonetto - Fokis Mining Park
Το σύστημα GIS ΙΓΜΕ για Γεώτοπους, Γεωδιαδρομές και Γεωπάρκα

Στις περιοχές με παρόν αλλά και παρελθόν στη μεταλλευτική δραστηριότητα, όπου η μεταλλευτική κουλτούρα είναι ακόμη σε ορατή ή λανθάνουσα μορφή, η «μεταλλευτική περιήγηση» μπορεί να αποτελέσει ένα είδος «εναλλακτικού τουρισμού» σαν απάντηση στο καθιερωμένο πρότυπο του παθητικού μαζικού τουρισμού[89][90]. Επίσης, γεωλογικές−γεωμορφολογικές δομές που συνιστούν φυσικούς σχηματισμούς, σημαντικούς μάρτυρες της γεωλογικής ιστορίας της γης, μπορούν να αναδειχθούν ως γεώτοποι και γεωπάρκα, Στον Ν.3937/2011 (ΦΕΚ Α 60) "Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις" έχουν συμπεριληφθεί ως προστατευόμενα τοπία οι γεώτοποι, δηλ. γεωλογικές δομές που αντιπροσωπεύουν τη μακρά εξέλιξη της γεωλογικής ιστορίας της γης ή δείχνουν σύγχρονες φυσικές, γεωλογικές διεργασίες που συνεχίζουν να εξελίσσονται στην επιφάνεια της Γης. Η γεωδιατήρηση, η γεωκληρονομιά, η ερμηνεία της γεωλογικής ιστορίας του κάθε τόπου, η σχέση της τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τον τουρισμό και γενικότερα την ανάπτυξη, είναι μια αναπτυξιακή συνιστώσα που κερδίζει διαρκώς έδαφος στο Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι[91].

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων

Σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο πολλά καινοτόμα σχέδια έχουν υλοποιηθεί στην αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων ορυχείων ή τη μετατροπή τους σε τουριστικά θέρετρα, αποδεικνύοντας ότι οι επιπτώσεις της εξόρυξης μπορούν να μετριαστούν ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- και να αντιστραφούν έστω και εκ των υστέρων, αν υπάρχει η έμπνευση, η εφευρετικότητα, η διάθεση αλλά και η ανάληψη ευθύνης προς το όφελος των τοπικών κοινωνιών[92][93]

Στην Ελλάδα, οι περιοχές του Λαυρίου (μεταλλεία μολυβδούχου αργύρου αλλά και πολλά ιστορικά γεγονότα)[94][95], η περιοχή των παλαιών λατομείων του Διονύσου Αττικής[96], της Σερίφου (μεταλλεία σιδήρου και αιματηρά γεγονότα του 1916 στο Μεγάλο Λιβάδι Σερίφου)[97][98], της Χαλκιδικής (μεικτά θειούχα, Μαντεμοχώρια), της Μήλου (ορυχεία βιομηχανικών ορυκτών, θειωρυχεία, κλπ), της Εύβοιας (Λάρκο, Μαντούδι, Κάρυστος), της Φωκίδας (βωξίτης, μεταλλευτικό πάρκο Φωκίδος)[99], της Νάξου (σμύριδα, περιοχή Μουτσούνα, Κούροι Νάξου), της Θάσου (προϊστορικά λατομεία ώχρας, Λιμενάρια κλπ.)[100] είναι ικανές να αποτελέσουν περιοχές μεταλλευτικής περιήγησης.

Το Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου λειτουργεί από το 2000, σε έκταση περίπου 250 στρεμμάτων των εγκαταστάσεων της πρώην Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου

Και πολλές ακόμη περιοχές του Αιγαίου στη Μήλο, στη Λέσβο (Απολιθωμένο Δάσος), στη Νίσυρο, στη Μύκονο[101], στην Κρήτη (Χανιά, Ν. Γαύδος), επίσης στην Ήπειρο (Βίκος-Αώος), στην Πελοπόννησο (πάρκο Χελμού – Βουραϊκού), στη Χαλκιδική, στα Γρεβενά κ.α., μπορούν να αποτελέσουν σημεία ανάδειξης της φυσικής γεωλογικής ομορφιάς, φυσικά μνημεία του τόπου αλλά και της ανθρωπότητας. Ήδη ορισμένες από αυτές έχουν συμπεριληφθεί[102] στα Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων Αρχειοθετήθηκε 2014-12-24 στο Wayback Machine.:το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου (2000), το Φυσικό Πάρκο Ψηλορείτη (2001), το Εθνικό Πάρκο Χελμού – Βουραϊκού (2009), η περιοχή του Εθνικού Δρυμού Βίκου – Αώου (2010) και το Γεωπάρκο της Σητείας Κρήτης (2015)[103] [104][105]. Δυστυχώς, η ένταξη μιας περιοχής με εξαιρετική ή μοναδική γεωλογική αξία στα αναγνωρισμένα γεωπάρκα του δικτύου της UNESCO, παρά το γεγονός ότι προσφέρει δυνατότητες χρηματοδοτήσεων μέσω προγραμμάτων για την υλοποίηση των δράσεων, εντούτοις δεν αποτελεί νομικό εργαλείο προστασίας[106][107]

Η Γεωκληρονομιά της Ελλάδας

 Για την πληρέστερη ενημέρωση προτείνεται τα ειδικότερα λήμματα περί Γεωπάρκων και Γεωτουρισμού.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Κ. Ρήγας, Ελλάδα, Ιστορία και Πολιτισμός, 8ος τόμος, Οικονομία, Ο Ορυκτός Πλούτος της Ελλάδας, Εκδόσεις Παγκόσμια Σύγχρονη Παιδεία-Μάλλιαρης, 1982, σελ.100-121.
  2. «Το μεταλλευτικό πρότυπο της Σουηδίας». 
  3. «Το μεταλλευτικό παράδειγμα της Ιρλανδίας». 
  4. «Η επιστροφή του "μεταλλείου" στην Ευρώπη». 
  5. Π. Γ. Τζεφέρης (2009). «"H Εξορυκτική/Μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Στατιστικά Δεδομένα 2007-2008"». Ορυκτός Πλούτος/Mineral wealth, 153, σελ.29-44. https://www.scribd.com/document/26158591/%CE%A4%CE%B6%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7-%CE%A0%CE%AD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%97-%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%81%CF%85%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%B4%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1-2007-2008-%CE%9F%CE%A1%CE%A5%CE%9A%CE%A4%CE%9F%CE%A3-%CE%A0%CE%9B%CE%9F%CE%A5%CE%A4%CE%9F%CE%A3-153-2009. [νεκρός σύνδεσμος]
  6. «Ananias Tsirambides, Anestis Filippidis: Metallic Mineral Resources of Greece» (PDF). 
  7. 7,0 7,1 ««Ελληνική Εξορυκτική Βιομηχανία. Διεθνές Περιβάλλον. Φυσιογνωμία-Προοπτικές (ΥΠΕΚΑ, www.latomet.gr)»». 
  8. «ΓΕΩ.Τ.Ε.Ε Αν. Μακεδονίας: προτάσεις για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της Ανατολικής Μακεδονίας». 
  9. «Πόση έκταση καταλαμβάνει η εξορυκτική δραστηριότητα στην Επικράτεια;». 
  10. «Η πύλη για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο». 
  11. «IOBE: Η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία». 
  12. «Πάνω από 30% του ελληνικού ορυκτού πλούτου εντός περιοχών του δικτύου Νatura 2000!». 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 «Έκθεση ΥΠΕΝ, (2015). Η εξορυκτική/Μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Στατιστικά δεδομένα για τη διετία 2013-2014. Συνταχθείσα υπό Δρ. Πέτρου Τζεφέρη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2015. 
  14. «Σήμερα, η ημέρα του Ελληνα Μεταλλωρύχου». 
  15. «Η γεωλογία και ο Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος». 
  16. «Τα πορφυρικά κoιτάσματα χαλκού και το κοίτασμα των Σκουριών». 
  17. «Γένεση και Κατηγορίες Κοιτασμάτων». 
  18. «www.orykta.gr». 
  19. Δερμάτης, Γιώργος Ν. (2010). Θορικός: το αρχαίο θέατρο. Αθήνα: Δήμος Λαυρεωτικής. σελ. 177. ISBN 978-960-99370-0-9. 
  20. «Πέτρου Τζεφέρη: Θορικός, η αρχαιότερη βιομηχανική πόλη της Ευρώπης». 
  21. «Προϊστορική Θάσος: σταθμός στην ανθρώπινη εξορυκτική δραστηριότητα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2017. 
  22. «Τα αρχαία λατομεία μαρμάρου του Λαυρίου». 
  23. «Τα μάρμαρα και οι φυσικοί λίθοι του αρχαίου κόσμου». 
  24. «Αγριλέζα Λαυρίου: το αρχαίο λατομείο των μαρμάρων του ναού του Ποσειδώνα Σουνίου». 
  25. «Τα μάρμαρα και οι φυσικοί λίθοι του αρχαίου κόσμου». 
  26. «Rosso antico και porfido verde antico: λίθοι λακωνικοί πλην πολυτελείς!». 
  27. «Τα "έγχρωμα" ελληνικά μάρμαρα και λίθοι του αρχαίου κόσμου». 
  28. 28,0 28,1 «Ιστορία Ελληνικής μεταλλείας». 
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 «Ο πρώτος περί μεταλλείων νόμος του 1861». 
  30. «Οι εκθέσεις του Ηλ. Γούναρη για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο». 
  31. UNRRA: Ο ορυκτός πλούτος τής Ελλάδος. Αθήναι. 1947. 
  32. «Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α' 5/17.01.2018) Μέρος Β: Ερευνα και Εκμετάλλευση Λατομικών Ορυκτών και άλλες διατάξεις». 
  33. «Ελληνικό μάρμαρο: ένας αναπτυξιακός τομέας με Α κεφαλαίο!». 
  34. «Η σημειολογία του τομέα εξόρυξης μαρμάρου μέσα στην κρίση!». 
  35. «Οι Ορυκτές Πρώτες Υλες και το Σύνταγμα». 
  36. «Ποιά είναι τα λατομικά ορυκτά;». 
  37. «Χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως λατομείων βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων (N.669/77, άρθρο 4)». 
  38. «Νομικό πλαίσιο για την αδειοδότηση των λατομείων αδρανών υλικών». 
  39. «Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α' 5/17.01.2018) Μέρος Β: Έρευνα και Εκμετάλλευση Λατομικών Ορυκτών και άλλες διατάξεις». 
  40. «Ποιά είναι τα μεταλλευτικά ορυκτά;». 
  41. «Ποιά είναι τα ενεργειακά ορυκτά;». 
  42. «Η διάκριση των ορυκτών πρώτων υλών σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία». 
  43. «Ο νέος Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ)». 
  44. «Αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση Υδρογονανθράκων στην Ελλάδα (II)». 
  45. «Ιαματικές πηγές στην Ελλάδα». 
  46. «Ο Ιαματικός Τουρισμός στην Ελλάδα και το λουτρικό επίδομα!». 
  47. «Ιαματικές Πηγές και Λουτρότοποι». 
  48. «ΓΜΜΑΕ ΛΑΡΚΟ: ο απολογισμός του 2016». 
  49. «Αλουμίνιον της Ελλάδος «ΑτΕ»: απολογισμός 2016, προοπτικές 2017». 
  50. «Επιστροφή στην εποχή του χαλκού για την Ελλάδα». 
  51. «Τα σμυριδορυχεία της Νάξου». 
  52. «European Commission, Brussels, 13.9.2017, COM(2017) 490 final» (PDF). 
  53. «Ο τομέας λευκολίθου στην Ελλάδα». 
  54. «Μαγνησίτης (Λευκόλιθος), orykta.gr». 
  55. «Το αντιμόνιο (Sb) και τα κοιτάσματα αντιμονίου της Ελλάδας». 
  56. «Geological, Mineralogical and Geochemical Aspects for Critical and Rare Metals in Greece». 
  57. «Υπάρχουν σπάνια μέταλλα/γαίες στην Ελλάδα;». 
  58. «Europe's REE: the EURARE project is completed (2013–2017)». 
  59. «Π. Γ. Tζεφέρης. «H Εξορυκτική/Μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Στατιστικά Δεδομένα 2007-2008, 2008-2009, 2009-2010, 2010--2011». Περιοδικό Ορυκτός Πλούτος/Mineral wealth, τεύχη 153/2009, 156/2010, 162/2010, 165/2012.». 
  60. «USGS: Mineral Commodity Summaries». 
  61. «Βιομηχανικά ορυκτά: ο απολογισμός του 2013-2014». 
  62. «Αδειοδότηση έργων που αφορούν σε αμμοληψίες». 
  63. «Το Ελληνικό Μάρμαρο». 
  64. «Η σημειολογία του τομέα εξόρυξης μαρμάρου μέσα στην κρίση!». 
  65. «Ελληνικό μάρμαρο: ένας αναπτυξιακός τομέας με Α κεφαλαίο!». 
  66. «Τα μάρμαρα ο «Λευκός Χρυσός» της Αν. Μακεδονίας-Θράκης». 
  67. «Διημερίδα στη Δράμα για το Ελληνικό Μάρμαρο-Παρουσιάσεις». 
  68. «F.H.L. Η. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Μάρμαρα & Γρανίτες AE: προς την έξοδο από το ΧΑ;». 
  69. «Μάρμαρα- Ερευνα Αγοράς». 
  70. «Η υπόγεια εξόρυξη του ελληνικού μαρμάρου». 
  71. «Mining Greece: The marbles of Parthenon». 
  72. «Η προέλευση των μαρμάρων στα μνημεία του αρχαίου κόσμου». 
  73. «Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου (Mineralogical Museum of Lavrion)». 
  74. «Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά περίπου 700 τα παγκοσμίως πρωτότυπα ορυκτά του Λαυρίου». 
  75. «Lav(u)rion minerals (wherever they may be found) are unique part of Greek mineralogical heritage!». 
  76. «Ο συνήγορος του πολίτη (ΣτΠ) για τα συλλεκτικά ορυκτά και απολιθώματα». 
  77. «Πύλη του ΥΠΕΝ». www.latomet.gr. 
  78. «Πύλη για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο». ww.oryktosploutos.net. 
  79. «Από το σύνολο του ορυκτού μας πλούτου, εμείς δυστυχώς εκμεταλλευόμαστε μόλις το 0,15%!». 
  80. «Ορυκτοί Πόροι της Ελλάδας (αποθέματα-αξία) και Προδιαγραφές-Χρήσεις Πολύ Υψηλής Ποιότητας Ζεολιθικών Τόφφων». 
  81. «Ταμείο Ορυκτού Πλούτου;». 
  82. «Εθνική Πολιτική της χώρας για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου». [νεκρός σύνδεσμος]
  83. «Εθνική Πολιτική για τους Ορυκτούς Πόρους από το ΥΠΕΚΑ: ελπίζουμε να μην μείνει κενό γράμμα.». 
  84. «Ερωτηματικά που "πονούν" για την αξιοποίηση του Ορυκτού Πλούτου». 
  85. «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ — ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩ∆ΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΜΑΣ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, Βρυξέλλες, 4.11.2008 COM(2008) 699 τελικό». 
  86. «Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!». 
  87. «Ψήφο εμπιστοσύνης στην εξορυκτική βιομηχανία δίνουν οι πολίτες». 
  88. «Ο δεκάλογος μείωσης της κοινωνικής βαρύτητας και αποδοχής του εξορυκτικού κλάδου». 
  89. «Μεταλλευτική Περιήγηση». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2017. 
  90. «Μεταλλευτική Περιήγηση ΑΕ». 
  91. «Η Γεωκληρονομιά της Ελλάδας». igmegeoheritage.weebly.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2016. 
  92. «101 πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς με μια τρύπα στο έδαφος!». 
  93. «Mining landscape: A cultural tourist opportunity or an environmental problem?» (PDF). 
  94. «Πρόταση για θεματικό μεταλλευτικό πάρκο στο Λαύριο!». 
  95. «Οδοιπορικό στο αρχαίο και νεότερο μεταλλευτικό Λαύριο». 
  96. «ΑΛΟΥΛΑ: ένα έργο ανάδειξης της λατομικής τέχνης της Πεντέλης». 
  97. «Η Σέριφος και η μεταλλευτική περιήγηση». 
  98. «Σέριφος: μια υπόγεια διαδρομή από το Μ. Λιβάδι στην παραλία Καλόγερου!». 
  99. «Μου άρεσε το vagonetto μπαμπά!». 
  100. «Το άλλοτε Μεταλλευτικό Συγκρότημα Λιμεναρίων Θάσου: γεωμεταλλευτικό πάρκο;». 
  101. «Στις διαδρομές των μεταλλωρύχων της Μυκόνου, των Κυκλάδων, του Κόσμου». 
  102. «Το Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων: δυνατότητες Βιώσιμης ανάπτυξης από τη φύση για τους ανθρώπους». 
  103. «Γεώτοποι και Γεωπάρκα. Τοπία Γεωτουρισμού και ανάδειξης της γεωποικιλότητας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2017. 
  104. «Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων». 
  105. «Η Γεωκληρονομιά της Ελλάδας». igmegeoheritage.weebly.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2016. 
  106. «Οι αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου των γεωπάρκων». 
  107. «Το πλαίσιο ανάδειξης και Προστασίας των Γεωτόπων». 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]