Kώδικας φορολογίας εισοδήματος N. 4172/2013
![]() |
Το θέμα του παρόντος λήμματος μπορεί να μην ικανοποιεί τα κριτήρια της εγκυκλοπαιδικότητας σύμφωνα με τις οδηγίες της Βικιπαίδειας. |
Το καλοκαίρι του 2013 ψηφίστηκε ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) με το νόμο 4172/2013[1]. Με το νόμο αυτόν τροποποιήθηκε σημαντικά η φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων, ενώ ορίστηκε ότι η ισχύς του ξεκινάει για τα εισοδήματα που προκύπτουν από 1.1.2014. Η πρώτη σημαντική διαφορά του νέου νόμου σε σχέση με το παλαιότερο καθεστώς είναι ότι η φορολόγηση των εισοδημάτων υπολογίζεται χωριστά ανά κατηγορία πηγής εισοδήματος, και συγκεκριμένα οι πηγές μειώνονται πλέον από έξι σε τέσσερις, ως εξής:
- Εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις (π.χ. μισθός, σύνταξη)
- Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ελευθέρια επαγγέλματα (π.χ. κέρδος)
- Εισόδημα από κεφάλαιο (π.χ. τόκος, μέρισμα)
- Εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου
Ο φόρος επιβάλλεται στο εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών που έγιναν για την απόκτησή του. Συμψηφισμός ζημιών από εμπορικές, γεωργικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις γίνεται διαδοχικώς στα επόμενα 5 έτη. Δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το ακαθάριστο εισόδημα ο φόρος εισοδήματος, τα πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι. Ακολούθως παρέχονται βασικές πληροφορίες σ’ ό,τι αφορά τις νέες διατάξεις ανά πηγή εισοδήματος.
Φορολόγηση εισοδημάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τεκμαρτό εισόδημα προκύπτει από υπολογισμούς που γίνονται βάσει δεδομένων, όπως είναι οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες, η απόκτηση ενός περιουσιακού στοιχείου ή ακόμα και η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου. Αντιδιαστέλλεται λοιπόν με το πραγματικό εισόδημα.
Με τα τεκμήρια το κράτος προσπαθεί να προσδιορίσει τα πραγματικά εισοδήματα του πολίτη. Τα τεκμήρια διακρίνονται σε:
- τεκμήρια διαβίωσης :
Αφορούν κατοχή περιουσιακού στοιχείου, και εφαρμόζονται όσο διαρκεί η κατοχή του περιουσιακού στοιχείου. Τέτοιου είδους τεκμήριο είναι η κατοχή ΙΧ ή μικτής χρήσης αυτοκινήτου, μοτοσυκλέτας, σκάφους αναψυχής, ελικοπτέρου, αεροσκάφους, δεξαμενής κολύμβησης (πισίνας), ή χρήση δευτερεύουσας κατοικίας και η διατήρηση οικιακού προσωπικού και πληρώματος σκαφών αναψυχής.
- τεκμήρια από περιστασιακά γεγονότα:
Τα υπόλοιπα τεκμήρια συνίστανται. στην πραγματοποίηση μιας περιστασιακής πράξης, κατά την περίοδο για την οποία υπάρχει η υποχρέωση υποβολής δήλωσης, όπως είναι το ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά ενός αυτοκινήτου, ενός ακινήτου, μιας επιχείρησης κτλ.
Εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο φόρος σύμφωνα με το νέο κώδικα φορολογίας εισοδήματος σ’ ό,τι αφορά εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις υπολογίζεται με βάση την παρακάτω κλίμακα:
Ετήσιο εισόδημα (σε €) | φορολογικός συντελεστής |
---|---|
0 - 25.000 | 22% |
25.001 – 42.000 | 32% |
Πάνω από 42.000 | 42% |
Από την παραπάνω κλίμακα γίνεται αντιληπτό ότι πλέον δεν προβλέπεται ευθέως αφορολόγητο ποσό για εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Μειώσεις φορολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Για την στήριξη των χαμηλότερων εισοδημάτων προβλέπεται, ωστόσο, ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ο φόρος εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων μειώνεται κατά το ποσό των 2.100 €, εφόσον το εισόδημα δεν ξεπερνά τα 21.000 €. Για εισοδήματα ανώτερα των 21.000 €, το ποσό αυτό της μείωσης μειώνεται κατά 100 € για κάθε 1.000 € εισοδήματος, μέχρι και την πλήρη εξάντληση του ποσού των 2.100 €. Εφόσον το ποσό εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις ξεπερνά το ποσό των 42.000 €, δεν παρέχεται η συγκεκριμένη μείωση. Πρακτικά, η συγκεκριμένη μείωση φόρου σημαίνει ότι το ετήσιο εισόδημα από μισθούς και συντάξεις είναι αφορολόγητο εφόσον δεν ξεπερνά τα 9.500 € και εφόσον κατατεθούν με την φορολογική δήλωση οι απαιτούμενες αποδείξεις δαπανών. Εισοδήματα άνω των 42.000 € φορολογούνται ωστόσο πλήρως χωρίς μείωση φόρου. Παράδειγμα: Εισόδημα φυσικού προσώπου από εξαρτημένη εργασία ανέρχεται σε 15.000 €. Ο φόρος βάσει της ανωτέρω κλίμακας ισούται με 3.300 €. Ο νόμος προβλέπει 2.100 € μείωση φόρου, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, και επομένως ο πληρωτέος φόρος ανέρχεται σε 1.200 €. Εισόδημα φυσικού προσώπου από εξαρτημένη εργασία ανέρχεται σε 29.000 €. Η μείωση φόρου, συντρεχουσών των λοιπών προϋποθέσεων, ανέρχεται σε 1.200 €. Επομένως, ο πληρωτέος φόρος ανέρχεται σε 5.480 €.
Συλλογή αποδείξεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο νομοθέτης διατήρησε την υποχρέωση συλλογής αποδείξεων που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος, ώστε να μπορεί ο αποκτών εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις να απολαύσει της παραπάνω μείωσης φόρου.
Ο φορολογούμενος θα πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις από αγορές προϊόντων και υπηρεσιών σε ύψος 10% (το 2013 ήταν 25%) του εισοδήματός του και μέχρι του ποσού των 10.500 €. Αποδείξεις μπορούν να προσκομιστούν σχετικά με αγορές οιωνδήποτε προϊόντων και υπηρεσιών, με εξαίρεση:
- Των αγορών αντικειμένων μεγάλης αξίας, που συνιστούν και τεκμήριο
- Τιμολόγια παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ρεύματος και ύδατος
- Παραστατικά όλων των εξόδων τα οποία βάσει του νόμου υπολογίζονται για την μείωση του εισοδήματος ή εκπίπτουν από τον φόρο, όπως τιμολόγια ιατρών, μισθώματα, ασφαλιστικές εισφορές κλπ
Εφόσον το ύψος του συνόλου των αποδείξεων δεν ξεπερνά το 10% της αξίας του εισοδήματος και επομένως δεν μπορεί να γίνει χρήση της ανωτέρω μείωσης φόρου, ο φορολογούμενος φορολογείται σε ποσοστό 22% επί του ποσού αποδείξεων που υπολείπεται.
Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ελευθέρια επαγγέλματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εισοδήματα από τη λειτουργία επιχείρησης συνιστούν κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως εμπόρους/ατομικές επιχειρήσεις καθώς και ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόρους, μηχανικούς, λογιστές κλπ) που δεν τελούν σε εξαρτημένη σύμβαση εργασίας. Οι διατάξεις σχετικά με την έκπτωση δαπανούν έχουν τροποποιηθεί σημαντικά με το νέο κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Ως εκπεστέα έξοδα θεωρούνται πλέον όλα τα έξοδα της επιχείρησης, τα οποία είναι εύλογα και ρεαλιστικά, δεν αφορούν σε υπο- ή υπερτιμολογημένες συναλλαγές και εφόσον καταχωρούνται στα βιβλία της αντίστοιχης περιόδου και συνοδεύονται από νόμιμα παραστατικά. Όσον αφορά τα έξοδα που δεν εκπίπτουν, αυτά εξαιρούνται βάσει των διατάξεων περί τόκων δανείων, υποχρεώσεων και τραπεζικών πιστώσεων. Τα έξοδα για επιστημονική και τεχνολογική έρευνα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα σε ποσοστό 30%. Ο προηγούμενος νόμος 2238/1994 προέβλεπε πολύ ειδικές διατάξεις για έξοδα που μπορούν να εκπέσουν (π.χ. οχήματα, κινητά τηλέφωνα), που όμως είχε οδηγήσει σε πλειάδα εγκυκλίων για την ερμηνεία του νόμου. Το εισόδημα από τη συγκεκριμένη πηγή προσδιορίζεται μέσω εμμέσων ελέγχων. Εφόσον δεν τηρούνται τα λογιστικά πρότυπα που απαιτούνται, τα παραστατικά δεν εξετάζονται υπό τον κώδικα φορολογίας. Το ίδιο ισχύει και εφόσον δεν παραδίδονται τα παραστατικά κατόπιν σχετικής κλήσης της εφορίας. Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα ή από ελευθέριο επάγγελμα φορολογούνται με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ μέχρι του ποσού των €50.000, και με συντελεστή 33% από το ποσό αυτό και πάνω. Για νέους επιχειρηματίες προβλέπεται μείωση φόρου κατά 50% για τις τρεις πρώτες χρήσεις και εφόσον η φορολογική έναρξη έγινε μετά την 1.1.2014. Προϋπόθεση είναι να μην ξεπερνούν τα κέρδη το ποσό των €10.000.
Εισόδημα από κεφάλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μια περαιτέρω πηγή εισοδήματος είναι το εισόδημα από κεφάλαιο. Ως τέτοιο θεωρείται το εισόδημα φυσικών προσώπων που προέρχεται από μερίσματα, τόκους, άδειες χρήσης (αγγλ.: royalties) και ακίνητα. Τα μερίσματα φορολογούνται με συντελεστή 10%, και γι’ αυτά διενεργείται παρακράτηση στην πηγή. Επιπλέον, ο όρος μερίσματα χρησιμοποιείται στο νόμο βάσει των προβλέψεων του ΟΟΣΑ. Οι τόκοι (π.χ. από τραπεζικές καταθέσεις) φορολογούνται με συντελεστή 15% που παρακρατείται στην πηγή, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Τα δικαιώματα (royalties) φορολογούνται με 20%. Το εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων φορολογείται με 11% για ποσό έως και 12.000 €, και με 33% από το ποσό αυτό και πάνω. Το εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση χρήσης ή από ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτων τεκμαίρεται ότι ισούται με το 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επιπλέον πηγή εισοδήματος συνιστά η υπεραξία από μεταβίβαση κεφαλαίου, η οποία φορολογείται με συντελεστή 15%. Στην πηγή αυτή υπάγεται η μεταβίβαση ακινήτου καθώς και η μεταβίβαση μετοχών και εταιρικών μεριδίων. Σημειωτέον ωστόσο ότι η φορολογία υπεραξίας μεταβίβασης ακινήτων ανεστάλη έως και τις 31.12.2016, με νομοθετική διάταξη που εκδόθηκε στις 24.12.2014. Κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης με επαχθή αιτία ακίνητης περιουσίας ή ιδανικών μεριδίων αυτής ή εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακίνητης περιουσίας ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή συμμετοχών οι οποίες έλκουν άνω του 50% της αξίας τους άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία και δεν συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Ως υπεραξία θεωρείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης ή της αξίας του ανταλλάγματος που καταβάλλεται σ’ αυτόν και λαμβάνεται αποπληθωρισμένη όπως ορίζει ο νόμος. Σημειωτέον επίσης ότι κατά την μεταβίβαση ακινήτων προβλέπει ο νόμος 4223/2013 μια φορολογία υπεραξίας, η οποία ωστόσο είναι διαφορετική απ’ αυτήν που ορίζει ο κώδικας φορολογίας εισοδήματος.
Υποβολή φορολογικών δηλώσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από το έτος 2011 όλες οι φορολογικές δηλώσεις στην Ελλάδα υποβάλλονται ηλεκτρονικά.