Εισβολή των Αββασιδών στη Μικρά Ασία (806)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Β΄ εισβολή των Αββασιδών στη Μικρά Ασία το 806 ήταν η μεγαλύτερη από μία μακρά σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων, που ξεκίνησε το xαλιφάτο των Αββασιδών εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε στη νοτιοανατολική και κεντρική Μικρά Ασία, όπου η αυτοκρατορία των Αββασιδών και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μοιράζονταν μακρά χερσαία σύνορα.

Όταν ανέβηκε στον θρόνο, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ (βασ. 802–811) σταμάτησε να πληρώνει το φόρο, που είχαν συμφωνήσει οι προκάτοχοί του με το χαλιφάτο και εξαπέλυσε επιθέσεις στις συνοριακές περιοχές των Αββασιδών. Ο χαλίφης των Αββασιδών Χαρούν αλ-Ρασίντ (βασ. 786–809), ο οποίος προσπάθησε να προβληθεί ως πρωτεργάτης της τζιχάντ, αποφάσισε να οδηγήσει αυτοπροσώπως μίας επίθεσης αντιποίνων, με στόχο να τιμωρήσει τους Ρωμαίους και να εντυπωσιάσει η ισχύς των Αββασιδών τον Αυτοκράτορά τους.

Ο Χαρούν συγκέντρωσε τον στρατό του στη Ράκα στη βόρεια Συρία. Οι ιστορικοί του Μεσαίωνα καταγράφουν αριθμούς, που φτάνουν τους 135.000 ή και τους 300.000 άνδρες. Αν και αυτά είναι ξεκάθαρα υπερβολικά, είναι σαφές, ότι η δύναμη των Αββασιδών που συγκεντρώθηκε για την εισβολή, ήταν πολύ μεγαλύτερη από οτιδήποτε είχε υπάρξει πριν. Ο στρατός των Αββασιδών ξεκίνησε από τη Ράκα στις 11 Ιουνίου 806, διέσχισε την παράκτια περιοχή της Κιλικίας και τα βουνά του Ταύρου και εισέβαλε στη Ρωμαϊκή επαρχία της Καππαδοκίας. Οι Αββασίδες δεν συνάντησαν καμία αντίθεση και έκαναν επιδρομές κατά βούληση, καταλαμβάνοντας πολλές πόλεις και φρούρια. Στις Αραβικές ιστορίες εορτάστηκε η πολιορκία, η πτώση και η λεηλασία της πόλης της Ηράκλειας. Το όνομά της δόθηκε αργότερα σε ένα μνημείο νίκης, που έστησε ο χαλίφης κοντά στη Ράκα. Οι Ρωμαϊκές απώλειες ανάγκασαν τον Νικηφόρο Β΄ να επιδιώξει όρους ειρήνης, με τους οποίους πρόσφερε την επανέναρξη των πληρωμών φόρου με αντάλλαγμα την αποχώρηση των Αββασιδών. Ωστόσο αυτή τη φορά ο Χαρούν επέβαλε έναν πρόσθετο προσωπικό φόρο, που επιβλήθηκε στον Αυτοκράτορα και στον γιο και διάδοχό του, Σταυράκιο, ως ένδειξη της υποταγής τους στον χαλίφη.

Σχεδόν αμέσως μετά την αναχώρηση του Χαρούν, ο Νικηφόρος Α΄ παραβίασε τους όρους ειρήνης, ενισχύοντας τα λεηλατημένα συνοριακά οχυρά και σταματώντας τις πληρωμές φόρου. Όμως η ενασχόληση του Χαρούν με μία εξέγερση στο Χορασάν και το τέλος του τρία χρόνια αργότερα, απέτρεψαν τα αντίποινα παρόμοιας κλίμακας με το 806. Μικρότερης κλίμακας επιδρομές συνεχίστηκαν και στις δύο πλευρές, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος των Αββασιδών, που ξεκίνησε μετά το 809, και η Ρωμαϊκή ενασχόληση με τους Βουλγάρους συνέβαλαν στην παύση της μεγάλης Ρωμαιο-αραβικής σύγκρουσης για τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καθαίρεση της Ρωμαίας Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας τον Οκτώβριο του 802 και η άνοδος του Νικηφόρου Α΄ του Λογοθέτη στη θέση της, σηματοδότησε την έναρξη μίας πιο βίαιης φάσης στη μακρόχρονη ιστορία των Ρωμαιο-αραβικών πολέμων. Μετά από μία σειρά καταστροφικών ετήσιων επιδρομών στη Ρωμαϊκή Μικρά Ασία από το χαλιφάτο των Αββασιδών, η Ειρήνη προφανώς εξασφάλισε ανακωχή με τον χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ το 798 με αντάλλαγμα την ετήσια πληρωμή φόρου, επαναλαμβάνοντας τους όρους που συμφωνήθηκαν για τριετή ανακωχή μετά την παλαιότερη, πρώτη μεγάλης κλίμακας εκστρατεία του Χαρούν στη Μ. Ασία το 782. [1] [2] [3] Ο Νικηφόρος Α΄ από την άλλη πλευρά ήταν πιο πολεμικός: μία Συριακή πηγή αναφέρει, ότι όταν έμαθε την ανάρρηση του Νικηφόρου Α΄, ένας Ρωμαίος αποστάτης, προειδοποίησε τον Αββασίδη κυβερνήτη της Άνω Μεσοποταμίας (Τζαζίρα) να «πετάξει τα μεταξωτά του και να φορέσει την πανοπλία του». Επιπλέον, ο νέος Αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να ξαναγεμίσει το θησαυροφυλάκιο με -μεταξύ άλλων μέτρων- τη διακοπή του φόρου. [4]

Obverse and reverse of a medieval gold coin, showing the busts of a bearded crowned man and of a younger crowned man
Χρυσό νόμισμα του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (αριστερά) και του γιου και συμβασιλιά του, Σταυράκιου (δεξιά). Επιγρ.: NICIFOROS bASILE / STAVRACIS DESPOTE.

Σε αντίποινα για τη διακοπή του φόρου και την παραβίαση της ειρηνευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την Ειρήνη, ο Χαρούν εξαπέλυσε επιδρομή υπό τον γιο του αλ-Κασίμ την άνοιξη του 803. [5] [6] Ο Νικηφόρος Α΄ δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό, καθώς αντιμετώπισε μεγάλης κλίμακας εξέγερση στον Ρωμαϊκό στρατού της Μ. Ασίας υπό τον διοικητή του Βαρδάνη Τούρκο. [4] Αφού κατέβαλε τον Βαρδάνη, ο Νικηφόρος Α΄ συγκέντρωσε τον στρατό του και βγήκε για να συναντήσει μία δεύτερη, μεγαλύτερη εισβολή υπό τον Χαλίφη αυτοπροσώπως. Μετά την επιδρομή του Χαρούν στην περιοχή των συνόρων, οι δύο στρατοί ήταν απέναντι ο ένας με τον άλλο για δύο μήνες στην κεντρική Μ. Ασία, αλλά δεν ήρθαν σε μάχη: ο Νικηφόρος Α΄ και ο Χαρούν αντάλλαξαν επιστολές, [α] έως ότου ο Αυτοκράτορας κανόνισε την αποχώρηση και ανακωχή για το υπόλοιπο του έτους, με αντάλλαγμα μία εφάπαξ πληρωμή φόρου. [10]

Τον επόμενο χρόνο, το 804, μία δύναμη των Αββασιδών υπό τον Ιμπραήμ ιμπν Τζιμπρίλ διέσχισε τα βουνά του Ταύρου στη Μ. Ασία. Ο Νικηφόρος Α΄ ξεκίνησε να αντιμετωπίσει τους Άραβες, αλλά αιφνιδιάστηκε και νικήθηκε βαριά στη μάχη του Κράσου, όπου μετά βίας γλίτωσε τη ζωή του. [1] [3] [13] Απασχολημένος με τα προβλήματα στο Χορασάν, του οποίου ο κυβερνήτης, Αλί ιμπν Ισά ιμπν Μαχάν είχε προκαλέσει την αντίθεση των ντόπιων κατοίκων, ο Χαρούν δέχθηκε για άλλη μία φορά τον φόρο τιμής και έκανε ειρήνη. [3] [13] [5] Μία ανταλλαγή αιχμαλώτων κανονίστηκε επίσης και πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα σύνορα των δύο αυτοκρατοριών στον Λάμο ποταμό στην Κιλικία: περίπου 3700 Μουσουλμάνοι ανταλλάχθηκαν με τους Ρωμαίους, που αιχμαλωτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια. [13] [14]

Στη συνέχεια ο Χαρούν αναχώρησε για το Ράυ για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο Χορασάν, αφήνοντας τον Αλ-Κασίμ να παρακολουθεί τα Ρωμαϊκά σύνορα. [13] [5] Την άνοιξη του 805 ο Νικηφόρος Α΄ χρησιμοποίησε αυτή την ευκαιρία, για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων τειχών των πόλεων της Σαφσάφ, Θήβασα, και Άγκυρα. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους εξαπέλυσε την πρώτη Ρωμαϊκή επιδρομή μετά από δύο δεκαετίες κατά των Αραβικών συνοριακών περιοχών (thughur) στην Κιλικία. Ο Ρωμαϊκός στρατός εισέβαλε στην περιοχή γύρω από τα φρούρια της Μοψουεστίας και της Αναζάρβου και συνέλαβε αιχμαλώτους καθώς προχωρούσε. Η φρουρά της Μοψουεστίας επιτέθηκε στη Ρωμαϊκή δύναμη και ανέκτησε τους περισσότερους αιχμαλώτους και τα λάφυρα, αλλά οι Βυζαντινοί βάδισαν στην Ταρσό, η οποία είχε οχυρωθεί και ξανακατοικηθεί με εντολή του Χαρούν το 786 για να ενισχυθεί τη Μουσουλμανική κατοχή στην Κιλικία. Η πόλη έπεσε και ολόκληρη η φρουρά αιχμαλωτίστηκε. [1] [4] [5]

Ταυτόχρονα, μια άλλη Ρωμαϊκή δύναμη επιτέθηκε στο σύνορο (thughur) της Άνω Μεσοποταμίας και πολιόρκησε ανεπιτυχώς το φρούριο της Μελιτηνής, ενώ μία υποκινούμενη από τους Ρωμαίους εξέγερση ενάντια στην τοπική Αραβική φρουρά ξεκίνησε στην Κύπρο, η οποία για περισσότερο από έναν αιώνα ήταν Ρωμαιο-αραβική συγκυριαρχία . [β] [4]

Αυτή η ξαφνική επανέναρξη της Ρωμαϊκής επιθετικής δραστηριότητας ανησύχησε πολύ τον Χαρούν, ειδικά καθώς έλαβε αναφορές, ότι ο Νικηφόρος Α΄ σχεδίαζε παρόμοιες επιθέσεις για τον επόμενο χρόνο, που αυτή τη φορά θα στόχευαν στην πλήρη εκ νέου κατάληψη αυτών των παραμεθόριων εδαφών. Όπως γράφει ο ιστορικός Βάρεν Τρέντγκολντ, εάν οι Ρωμαίοι είχαν επιτύχει σε αυτή την προσπάθεια, «η φρουρά της Ταρσού και της Μελιτηνής θα είχε μερικώς αποκλείσει τις κύριες οδούς εισβολής των Αράβων μέσω του Ταύρου προς τη Ρωμαϊκή καρδιά, προς μεγάλο όφελος των Ρωμαίων». Από την άλλη πλευρά, ο Νικηφόρος Α΄ γνώριζε σίγουρα την τεράστια υπεροχή του Χαλιφάτου σε ανθρώπους και πόρους, και είναι πιο πιθανό ότι σκόπευε αυτή την εκστρατεία απλώς ως επίδειξη δύναμης και δοκιμή της αποφασιστικότητας τού εχθρού του. [16]

Η εκστρατεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας διευθετήσει τα ζητήματα στο Χορασάν με το να επιβεβαιώσει τον Ιμπν Μαχάν στην διακυβέρνησή του, [5] ο Χαρούν επέστρεψε στη δύση τον Νοέμβριο του 805 και προετοίμασε μία τεράστια εκστρατεία αντιποίνων για το 806, φέρνοντας άνδρες από τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Περσία και την Αίγυπτο . Σύμφωνα με τον αλ-Ταμπαρί, ο στρατός του αριθμούσε 135.000 στρατιώτες μόνιμους και επιπλέον εθελοντές και τυχοδιώκτες. [17] [18] Αυτοί οι αριθμοί είναι οι μεγαλύτεροι, που έχουν καταγραφεί ποτέ για ολόκληρη την εποχή των Αββασιδών, [18] και περίπου το μισό από την εκτιμώμενη δύναμη ολόκληρου του Ρωμαϊκού στρατού. [19] Αν και αυτοί —και οι ακόμη πιο φανταστικοί ισχυρισμοί του Ρωμαίου χρονικογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή για 300.000 άνδρες— είναι σίγουρα υπερβολικοί, εντούτοις είναι ενδεικτικοί του μεγέθους της δύναμης των Αββασιδών. [18] [20] Την ίδια περίοδο, μία ναυτική δύναμη υπό τον ναύαρχό του Χουμάιντ ιμπν Μαγιούφ αλ-Χατζουρί ετοιμάστηκε να επιδράμει στην Κύπρο. [17] [19]

Geophysical map of eastern Asia Minor and northern Syria, showing the main fortresses during the Arab–Byzantine frontier wars
Χάρτης της Ρωμαιο-αραβικής συνοριακής ζώνης στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, όπου έλαβε χώρα η εκστρατεία των Αββασιδών του 806.

Ο τεράστιος στρατός εισβολής αναχώρησε από την κατοικία του Χαρούν στη Ράκα στη βόρεια Συρία στις 11 Ιουνίου 806, με επικεφαλής τον Χαλίφη. Ο αλ-Ταμπαρί αναφέρει, ότι ο Χαρούν φόρεσε έναν πίλο με την επιγραφή "Πολεμιστής για την πίστη και τον προσκυνητή" (αραβ.: "ghazi, hajj"). Οι Αββασίδες διέσχισαν την Κιλικία, όπου ο Χαρούν διέταξε να ανοικοδομηθεί η Ταρσός και εισήλθαν στη Ρωμαϊκή Καππαδοκία μέσω των Κιλικίων Πυλών. Ο Χαρούν βάδισε στα Τύανα, πόλη που εκείνη την εποχή φαίνεται να είχε εγκαταλειφθεί. Εκεί, άρχισε να ιδρύει τη βάση των επιχειρήσεων του, διατάζοντας τον Ουκμπάχ ιμπν Τζαφάρ αλ-Χουζαΐ να οχυρώσει την πόλη και να κτίσει ένα τζαμί. [4] [5] [3]

Ο υποδιοικητής του Χαρούν, ο Αμπντάλα ιμπν Μαλίκ αλ-Χουζαΐ κατέλαβε το Σιδηρόπαλο. [17] [21] Από εκεί, ο εξάδελφος του Χαρούν, ο Νταούτ ιμπν Ισά ιμπν Μουσά, μετακινήθηκε για να λεηλατήσει την κεντρική Καππαδοκία, με τον μισό στρατό των Αββασιδών, περίπου 70.000 άνδρες σύμφωνα με τον αλ-Ταμπαρί. [17] [22] Ένας άλλος από τους στρατηγούς του Χαρούν, ο Σαραχίλ ιμπν Μαν ιμπν Ζαΐντά, κατέλαβε το λεγόμενο "Φρούριο των Σλάβων" (Hisn al-Saqalibah ) και την πρόσφατα ανακατασκευασμένη πόλη Θήβασα, ενώ ο γιαζίντ ιμπν Μαχλάντ κατέλαβε το Οχυρό της Ιτιάς (al-Safsaf) και τη Mαλακοπεία. [17] [21] Η Άνδρασος καταλήφθηκε και τα Κύζιστρα τέθηκαν υπό πολιορκία, ενώ οι επιδρομείς έφτασαν μέχρι την Άγκυρα, την οποία δεν κατέλαβαν. [22] [20]

Ο ίδιος ο Χαρούν με το άλλο μισό των δυνάμεών του πήγε δυτικά και κατέλαβε την ισχυρά οχυρωμένη πόλη της Ηράκλειας μετά από πολιορκία ενός μήνα, τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο. Η πόλη λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της υποδουλώθηκαν και εκτοπίστηκαν στο Χαλιφάτο. [17] [21] Η πτώση της Ηράκλειας θεωρήθηκε από τους Άραβες χρονικογράφους το σημαντικότερο επίτευγμα των εκστρατειών του Χαρούν κατά των Ρωμαίων [23] και είναι το κεντρικό γεγονός στις αφηγήσεις της εκστρατείας αντιποίνων του Χαρούν κατά του Νικηφόρου Α΄. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Mάριους Κανάρ, «για τους Άραβες η κατάληψη της Ηράκλειας είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο, όσο η λεηλασία του Aμορίου το 838», κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική σημασία της πόλης. Πράγματι, οι Ρωμαϊκές πηγές δεν δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην άλωση της Ηράκλειας, σε σύγκριση με τα άλλα φρούρια που κατελήφθησαν κατά την εκστρατεία του Χαρούν το 806. [γ] [25]

Ταυτόχρονα στην Κύπρο ο Χουμαΐντ λαηλάτησε το νησί και πήρε αιχμάλωτους στη Συρία περίπου 16.000 Κυπρίους, συμπεριλαμβανομένου του τοπικού αρχιεπίσκοπου, όπου τους πώλησαν ως σκλάβους. [17] [22] [26]

Ο Νικηφόρος Α΄, έχοντας υπερκεραστεί και απειλούμενος από τους Βούλγαρους στα μετόπισθεν του, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επίθεση των Αββασιδών. Εκστράτευσε επικεφαλής τού στρατού του και φαιίνεται ότι κέρδισε μερικές μικρές εμπλοκές ενάντια σε απομονωμένα αποσπάσματα, αλλά έμεινε πολύ μακριά από τις κύριες δυνάμεις των Αββασιδών. Στο τέλος, με την τρομακτική πιθανότητα να ξεχειμωνιάσουν οι Άραβες σε Ρωμαϊκό έδαφος στα Τύανα, έστειλε τρεις κληρικούς ως πρεσβευτές: τον Μιχαήλ επίσκοπο Συννάδων, τον Πέτρο ηγούμενο της μονής Γουλαίων και τον Γρηγόριο οικονόμο της μητρόπολης της Αμάστριδος. Ο Χαρούν συμφώνησε σε ειρήνη με αντάλλαγμα την πληρωμή ενός ετήσιου φόρου (30.000 χρυσά νομίσματα, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, 50.000 σύμφωνα με τον αλ-Ταμπαρί), αλλά ο Αυτοκράτορας και ο γιος και διάδοχός του, Σταυράκιος, έπρεπε να πληρώσουν έναν εξευτελιστικό προσωπικό φόρο. (jizya) από τρία χρυσά νομίσματα ο καθένας προς τον Χαλίφη (τέσσερα και δύο αντίστοιχα, στην έκδοση του Tαμπαρί), αναγνωρίζοντας έτσι τους εαυτούς τους ως υπηκόους του Χαλίφη. Επιπλέον, ο Νικηφόρος Α΄ υποσχέθηκε να μην ξανακτίσει τα διαλυμένα οχυρά. Στη συνέχεια ο Χαρούν ανακάλεσε τις δυνάμεις του από τις διάφορες πολιορκίες τους και εκκένωσε το Ρωμαϊκό έδαφος. [3] [26] [27] [4]

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη συμφωνία ειρηνευτικών όρων ακολούθησε φιλική ανταλλαγή μεταξύ των δύο ηγεμόνων, που αφηγείται ο αλ-Ταμπαρί: Ο Νικηφόρος Α΄ ζήτησε από τον Χαρούν μία νεαρή Ρωμαία γυναίκα, μία από τις υποψήφιες συζύγους τού γιου του Σταυράκιου, η οποία είχε αιχμαλωτιστεί όταν έπεσε η Ηράκλεια, και επίσης λίγο άρωμα. Σύμφωνα με τον αλ-Ταμπαρί,

Ο Νικηφόρος Α΄ ανταπέδωσε τη χάρη, στέλνοντας ένα άλογο φορτωμένο με 50.000 ασημένια νομίσματα, 100 μεταξωτά ενδύματα, 200 ενδύματα από εκλεκτό μπροκάρ, 12 γεράκια, τέσσερα κυνηγετικά σκυλιά και άλλα τρία άλογα. [28] [29] Αλλά μόλις οι Άραβες αποσύρθηκαν, ο Αυτοκράτορας αποκατέστησε ξανά τα συνοριακά οχυρά και στη συνέχεια σταμάτησε την καταβολή φόρου. Ο Θεοφάνης αναφέρει ότι ο Χαρούν επέστρεψε απροσδόκητα και κατέλαβε τη Θήβασα ως αντίποινα, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται αλλού. [1] [26] [29]

Οι Άραβες εξαπέλυσαν μία σειρά από επιδρομές αντιποίνων τον επόμενο χρόνο, αλλά η εαρινή επιδρομή υπό τον Γιαζίντ ιμπν Μαχλάντ αλ-Χουμπαγρί αλ-Φαζαρί ηττήθηκε βαριά, με τον ίδιο τον Γιαζίντ να πέφτει στο πεδίο. Η μεγαλύτερη καλοκαιρινή επιδρομή υπό τον Χαρταμά ιμπν Αγιάν αντιμετωπίστηκε από τον Νικηφόρο Α΄ αυτοπροσώπως και μετά από μία αναποφάσιστη μάχη, υποχώρησαν και οι δύο πλευρές. Οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στην περιοχή του Μαράς σε αντίπονα, ενώ στα τέλη του καλοκαιριού ο Χουμάυντ εξαπέλυσε μία μεγάλη ναυτική επιδρομή, η οποία λεηλάτησε τη Ρόδο και έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο, όπου μπορεί να υποκίνησε μία εξέγερση μεταξύ των ντόπιων Σλάβων. Ωστόσο κατά την επιστροφή του ο Χουμαγιάντ έχασε πολλά πλοία σε μία καταιγίδα, και στην Πελοπόννησο η Σλαβική εξέγερση κατεστάλη, αφού δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη της Πάτρας. [30] [4] [5] Η αποτυχία των προσπαθειών των Αββασιδών του έτους επιδεινώθηκε από το ξεκίνημα της εξέγερσης του Ραφί ιμπν αλ-Λαΰθ στο Χορασάν, το οποίο ανάγκασε τον Χαρούν να αναχωρήσει ξανά για την Ανατολή. Ο χαλίφης συνήψε νέα εκεχειρία και μία άλλη ανταλλαγή αιχμαλώτων έγινε στον Λάμο το 808. Έτσι ο Νικηφόρος Α΄ έμεινε άθικτος με τα κέρδη του: τις αναστηλωμένες συνοριακές οχυρώσεις και την παύση του φόρου. [31]

Επίπτωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Multi-color map of the Mediterranean and the Middle East, showing the phases of Muslim expansion to the 10th century
Χάρτης της εξάπλωσης του Ισλάμ κατά τον 7ο και 8ο αι. και του Μουσουλμανικού κόσμου από τα χαλιφάτα των Ομμεϋαδών και των πρώτων Αββασιδών, από τον "Γενικό Ιστορικό Άτλα χειρός" του Γ. Γκ. Ντρόυσεν (1886).

Η τεράστια αποστολή του Χαρούν επέτυχε πολύ λίγα σε υλικούς όρους. Παρά την λεηλασία της Ηράκλειας και την εξέχουσα προβολή της στις Αραβικές πηγές, δεν επιτεύχθηκε μόνιμο αποτέλεσμα, καθώς ο Νικηφόρος Α΄ έσπευσε να παραβιάσει τους όρους της εκεχειρίας. [29] [3] Σύμφωνα με τον ιστορικό Βάρεν Τρέντγκολντ, εάν ο Χαρούν είχε λάβει τη συμβουλή ενός από τους υποδιοικητές του να προχωρήσει δυτικότερα και να λεηλατήσει μία μεγάλη πόλη, θα μπορούσε να είχε προκαλέσει πιο μακροχρόνιες ζημιές στη Ρωμανία, αλλά οι στόχοι του χαλίφη ήταν πιο περιορισμένοι: ο Χαρούν αρκέστηκε σε μία επίδειξη δύναμης, που θα εκφόβιζε τον Νικηφόρο Α΄ και θα τον εμπόδιζε να επαναλάβει την επίθεση του 805 και που ενίσχυε τα διαπιστευτήριά του ως πρωτεργάτη του Ισλάμ. [δ] [4] Από αυτή την άποψη, η εκστρατεία των Αββασιδών ήταν σίγουρα επιτυχημένη: μετά το 806, ο Ρωμαίος ηγεμόνας εγκατέλειψε όποια επεκτατικά σχέδια είχε για τα ανατολικά σύνορα και εστίασε την ενέργειά του στις δημοσιονομικές του μεταρρυθμίσεις, στην ανάκαμψη των Βαλκανίων και του πολέμου του εκεί εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίοι θα τελείωναν με τον θάνατό του στην καταστροφική μάχη της Πλίσκα το 811. [3] [4] [4]

Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός M. A. Shaban θεωρεί την εκστρατεία ως μία «περιορισμένη επιτυχία» στην καλύτερη περίπτωση και επικρίνει την «εμμονική» προσοχή του Χαρούν στους Ρωμαίουςς ως μία «εντελώς άστοχη προσπάθεια». Σύμφωνα με τον Σαμπάν, όχι μόνο οι Ρωμαίοι δεν είχαν καμία πραγματική πρόθεση (ή ικανότητα) να απειλήσουν σοβαρά το Χαλιφάτο, αλλά η προσπάθεια στρατολόγησης του Χαρούν οδήγησε στην εισροή ανατολικών στρατιωτών από το Χορασάν, η οποία ανταγωνίστηκε τις παραδοσιακές Συριακές-Ιρακινές στρατιωτικές ελίτ και δημιούργησε ρήγματα, που συνέβαλε στην Τέταρτη Φίτνα, τον εμφύλιο πόλεμο των Αβασιδών που ξεκίνησε μετά το τέλος του Χαρούν. [39] Αυτή η σύγκρουση, μεταξύ των γιων του Χαρούν αλ-Αμίν (βασ. 809–813 ) και αλ-Μαμούν (βασ. 813–833 ), σήμαινε ότι το χαλιφάτο των Αββασιδών δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί τις Ρωμαϊκές ανατροπές στα Βαλκάνια. Πράγματι, η εκστρατεία του 806 και οι αναποτελεσματικές επιδρομές του 807 σηματοδοτούν τις τελευταίες μεγάλες, κεντρικά οργανωμένες, εκστρατείες των Αββασιδών κατά της Ρωμανίας για περισσότερα από 20 χρόνια. [30] [40] Μεμονωμένες επιδρομές και αντεπιδρομές συνεχίστηκαν στη στεριά καθώς και στη θάλασσα, και -ανεξάρτητα από τους Αββασίδες- οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι ηγέτες κατέκτησαν την Κρήτη και ξεκίνησαν την κατάκτηση της Σικελίας τη δεκαετία του 820. [41] [4] Ωστόσο μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις επάνω από τα χερσαία σύνορα στην ανατολική Μ. Ασία μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών επανήλθαν μόνο μετά την επικράτηση του αυτοκράτορα Θεόφιλου (βασ. 829–842), των οποίων οι αντιπαραθέσεις με τους χαλίφηδες αλ-Μαμούν και αλ-Μουτασίμ (βασ. 833–842) κορυφώθηκαν με τις μεγάλες εισβολές του αλ-Μαμούν το 830-833 και τη λεηλασία του Aμορίου από τον αλ-Μουτασίμ το 838. [41] [4]

Photo of a mound of ruins in a barren field
Άποψη των υπολειμμάτων του Hiraqla, ενός μνημείου νίκης, που κτίστηκε από τον Χαρούν μετά την εκστρατεία του 806.

Ο μακροβιότερος αντίκτυπος της εκστρατείας του Χαρούν βρίσκεται στη λογοτεχνία. Μεταξύ των Αράβων, αρκετοί θρύλοι ή ανέκδοτα, που σχετίζονται με πηγές όπως του αλ-Μασουντί και του Kitab al-Aghani, συνδέθηκαν με αυτό, δίνοντας έμφαση στις ισχυρές οχυρώσεις της πόλης, περιγράφοντας μία ενιαία μάχη μεταξύ ενός Ρωμαίου και ενός Άραβα πρωταθλητή, που αποφασίστηκε, όταν ο Άραβας αιχμαλώτισε τους Ρωμαίους χρησιμοποιώντας ένα λάσο, ή τον τρόμο που ενέπνευσε στους υπερασπιστές η χρήση μεγάλων καταπελτών από τον στρατό των Αββασιδών, που έριχναν υλικά που έμοιαζαν με ελληνικό πυρ. [42] Οι Οθωμανοί έδωσαν επίσης μεγάλη σημασία στις μάχες του Χαρούν με τους Ρωμαίους. Η αφήγηση του Οθωμανού περιηγητή του 17ου αι. Εβλιγιά Τσελεμπί αναμειγνύει τα γεγονότα της εκστρατείας του Χαρούν το 782, όταν ο Αραβικός στρατός είχε φτάσει στον Βόσπορο, με αυτά του 806, και εισάγει ξεκάθαρα φανταστικά στοιχεία, όπως ο τρόπος θανάτου του Νικηφόρου Α΄. Σύμφωνα με τον Εβλιά, ο Χαρούν πολιόρκησε δύο φορές την Κωνσταντινούπολη. Την πρώτη φορά ο Χαλίφης αποσύρθηκε, αφού εξασφάλισε όση γη μπορούσε να καλύψει ένα δέρμα βοός και έκτισε εκεί ένα φρούριο, σε μίμηση της αρχαίας ιστορίας της βασίλισσας Διδώς. Τη δεύτερη φορά, ο Χαρούν βάδισε στην Κωνσταντινούπολη για να εκδικηθεί τη σφαγή των Μουσουλμάνων που ζούσαν εκεί και διέταξε τον Νικηφόρο Α΄ να εκτελεστεί με απαγχονισμό στην Αγία Σοφία. [43]

Για να τιμήσει την επιτυχημένη εκστρατεία του, ο Χαρούν έκτισε ένα μνημείο νίκης περίπου 8 kilometres (5,0 mi) δυτικά της Ράκα, της κύριας κατοικίας του. Γνωστό ως Hiraqla [de] κατά την τοπική παράδοση, προφανώς από την Ηράκλεια, αποτελείται από μία τετράγωνη κατασκευή με πλευρές 100 metres (330 ft) μακριές, που περιβάλλεται από ένα κυκλικό τείχος περίπου 500 metres (1,600 ft) σε διάμετρο, διάτρητο από τέσσερις πύλες στις βασικές κατευθύνσεις. Η κύρια κατασκευή, κτισμένη από πέτρα από εκκλησίες που κατεδαφίστηκαν με εντολή του Χαρούν το 806–807, έχει τέσσερις θολωτές αίθουσες στο ισόγειο και ράμπες, που οδηγούν σε έναν επάνω όροφο, ο οποίος έμεινε ημιτελής κατά την αναχώρηση του Χαρούν για το Χορασάν και το επακόλουθο τέλος του. [44]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Al-Tabari and other Muslim sources record the texts, supposedly of Nikephoros' letter demanding the return of the tribute paid until then, and Harun's brief reply to Nikephoros, calling him "the dog of the Byzantines" (kalb al-Rum): "O son of an infidel woman, I have read your letter, and the reply is what you will see, without you having to hear it. Farewell!".[7][8][9] The Byzantine sources report nothing of such an exchange in 802 or 803.[10] Only the Byzantine writer George Hamartolos, reporting on the events of 804/5, insists that Nikephoros wrote to Harun in conciliatory terms, reminding him of Muhammad's injunction to treat Christians well, and suggested a truce, which the Caliph accepted, reciprocating the gifts that Nikephoros had sent to him.[10][11] The Orientalist Marius Canard generally dismisses the reported content of the letters from either side as most likely unhistorical, but stresses that the existence of a correspondence between the two monarchs should be considered as a fact.[12]
  2. In 688, Emperor Justinian II and the Umayyad caliph Abd al-Malik ibn Marwan concluded an agreement whereby Cyprus became a neutral territory, its tax revenue shared between Byzantium and the Caliphate, and its ports open to both powers, including for military purposes against one another. Apart from a brief Byzantine reoccupation under Basil I, this status lasted until 965, when the island was reincorporated into the Byzantine Empire.[15]
  3. There is at least some indication in the Arab sources that a different course was suggested to the Caliph: Harun is said to have asked two leaders from the frontier region on whether he should attack Herakleia. The first replied that it was the strongest fortress, and that if it fell, no-one would be able to oppose them, but the second replied that the city would yield little booty, and that he should attack a more important city. However, during the course of the siege he is said to have changed his mind and encouraged Harun to persist with the siege, when the Caliph was thinking of abandoning it.[24]
  4. In contrast with their Umayyad predecessors, the Abbasid caliphs pursued a conservative foreign policy. In general terms, they were content with the territorial limits achieved, and whatever external campaigns they waged were retaliatory or pre-emptive, meant to preserve their frontier and impress Abbasid might upon their neighbours.[32] At the same time, the campaigns against Byzantium in particular were important for domestic consumption. The annual raids were a symbol of the continuing jihad of the early Muslim state and were the only external expeditions where the Caliph or his sons participated in person. They were closely paralleled in official propaganda by the leadership by Abbasid family members of the annual pilgrimage (hajj) to Mecca, highlighting the dynasty's leading role in the religious life of the Muslim community.[33][34] Harun al-Rashid in particular actively strove to embody this duty: he was said to have alternated between leading the hajj one year and attacking Byzantium the next.[35] The hitherto unseen extent of his personal involvement in the jihad converted it into a central tenet of his conception of the caliphate, leading modern historians to consider Harun as the creator of a new type of model ruler, the "ghazi-caliph".[36][37][38]

 

Bιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Brooks 1923, σελ. 126.
  2. Treadgold 1988, σελ. 113.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Kiapidou 2002.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 Treadgold 1988.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 Bosworth 1989.
  6. Treadgold 1988, σελ. 131.
  7. Bosworth 1989, σελ. 240.
  8. El-Cheikh 2004, σελ. 96.
  9. Canard 1962, σελίδες 350, 362–363.
  10. 10,0 10,1 10,2 Treadgold 1988, σελ. 133.
  11. Canard 1962, σελ. 348.
  12. Canard 1962, σελ. 375.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Treadgold 1988, σελ. 135.
  14. Bosworth 1989, σελ. 257 (note 887).
  15. ODB, "Cyprus" (T. E. Gregory), pp. 567–569.
  16. Treadgold 1988, σελ. 139.
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 17,6 Bosworth 1989, σελ. 262.
  18. 18,0 18,1 18,2 Kennedy 2001.
  19. 19,0 19,1 Treadgold 1988, σελ. 144.
  20. 20,0 20,1 Mango & Scott 1997.
  21. 21,0 21,1 21,2 Mango & Scott 1997, σελ. 661.
  22. 22,0 22,1 22,2 Treadgold 1988, σελ. 145.
  23. Canard 1962, σελ. 356.
  24. Canard 1962, σελ. 364.
  25. Canard 1962, σελ. 378.
  26. 26,0 26,1 26,2 Mango & Scott 1997, σελ. 662.
  27. Bosworth 1989, σελ. 263.
  28. Bosworth 1989, σελ. 264.
  29. 29,0 29,1 29,2 Treadgold 1988, σελ. 146.
  30. 30,0 30,1 Brooks 1923, σελ. 127.
  31. Treadgold 1988, σελ. 155.
  32. El-Hibri 2010, σελ. 302.
  33. El-Hibri 2010, σελίδες 278–279.
  34. Kennedy 2001, σελίδες 105–106.
  35. El-Cheikh 2004, σελίδες 89–90.
  36. Bosworth 1989, σελ. xvii.
  37. Bonner 1996, σελίδες 99–106.
  38. Haug 2011, σελίδες 637–638.
  39. Shaban 1976.
  40. Treadgold 1988, σελ. 157.
  41. 41,0 41,1 Brooks 1923.
  42. Canard 1962.
  43. Canard 1926.
  44. Meinecke 1995, σελ. 412.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]