Ομέρ Βρυώνης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==Βιογραφία==
==Βιογραφία==
Αλβανός (Τόσκης) στρατιωτικός και διοικητής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το χωρίο Βριόνι (Vrion) κοντά στο [[Μπεράτι]]. Μεγάλωσε στην αυλή του [[Αλή Πασάς|Αλή Πασά]] στα [[Ιωάννινα]]. Ξεκίνησε την καριέρα του ως διοικητής των δυνάμεων του προκρίτου του [[Ελμπασάν]]. Συμμετείχε στην καταστολή της εξέγερσης του [[Οσμάν Πασβάνογλου]], πασά του [[Βιδίνιο|Βιδινίου]], το 1797, και αργότερα πήγε στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], όπου πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα Βοναπάρτη μεταξύ 1798 και 1801. Στη συνέχεια βοήθησε τον [[Μεχμέτ Αλή Πασάς|Μωχάμετ Άλη]] στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των [[Μαμελούκοι|Μαμελούκων]]. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα [[Ιωάννινα]], χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του [[Σουλτάνος|σουλτάνου]]. Αιχμαλώτησε τον Ιμπραήμ πασά Βλιόρα (της Αυλώνας) το 1810 και ενσωμάτωσε την επικράτειά του σε εκείνη του Αλή Πασά. Διετέλεσε θησαυροφύλακας (χασνατάρης) του Αλή μέχρι την εκδήλωση της αποστασίας του Αλή. Προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον Σεπτέμβριο του 1820 τον πρόδωσε, προσχωρώντας στο σουλτανικό στρατόπεδο, και ανταμείφθηκε με το σαντζάκι της [[Αυλώνα|Αυλώνας]] τον Ιανουάριο του 1821.
Αλβανός (Τόσκης) στρατιωτικός και διοικητής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το χωρίο Βριόνι (Vrion) κοντά στο [[Μπεράτι]]. Μεγάλωσε στην αυλή του [[Αλή Πασάς|Αλή Πασά]] στα [[Ιωάννινα]]. Ξεκίνησε την καριέρα του ως διοικητής των δυνάμεων του προκρίτου του [[Ελμπασάν]]. Συμμετείχε στην καταστολή της εξέγερσης του [[Οσμάν Πασβάνογλου}|Πασβάνογλου]], πασά του [[Βίντιν|Βιδινίου]], το 1797, και αργότερα πήγε στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], όπου πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα Βοναπάρτη μεταξύ 1798 και 1801. Στη συνέχεια βοήθησε τον [[Μεχμέτ Αλή Πασάς|Μωχάμετ Άλη]] στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των [[Μαμελούκοι|Μαμελούκων]]. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα [[Ιωάννινα]], χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του [[Σουλτάνος|σουλτάνου]]. Αιχμαλώτησε τον Ιμπραήμ πασά Βλιόρα (της Αυλώνας) το 1810 και ενσωμάτωσε την επικράτειά του σε εκείνη του Αλή Πασά. Διετέλεσε θησαυροφύλακας (χασνατάρης) του Αλή μέχρι την εκδήλωση της αποστασίας του Αλή. Προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον Σεπτέμβριο του 1820 τον πρόδωσε, προσχωρώντας στο σουλτανικό στρατόπεδο, και ανταμείφθηκε με το σαντζάκι της [[Αυλώνα|Αυλώνας]] τον Ιανουάριο του 1821.


Μετά την έκρηξη της [[Επανάσταση του 1821|Ελληνικής Επανάστασης]] πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική [[Ελλάδα]], να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]]. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις [[9 Απριλίου]] [[1821]] και προσπάθησε να [[Συνθηκολόγηση|συνθηκολογήσει]] με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά στη Χαλκομάτα, όπως και του [[Αθανάσιος Διάκος|Αθανασίου Διάκου]] στην [[Αλαμάνα]], τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε. Στη συνέχεια προχώρησε προς την [[Άμφισσα]], για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Στο [[Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς|Χάνι της Γραβιάς]] συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα [[Έλληνες|Ελλήνων]] υπό την αρχηγία του [[Οδυσσέας Ανδρούτσος|Οδυσσέα Ανδρούτσου]], χάνοντας μεγάλο τμήμα του στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη μάχη αυτή φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]], οπότε πέρασε στα ορεινά χωριά της [[Γκιώνα]]ς, στη [[Λιβαδειά]] και έπειτα στην [[Εύβοια]]. Στα [[Μάχη των Βρυσακίων|Βρυσάκια]] συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστη περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της [[Αθήνα]]ς και στις 30 Ιουνίου διέλυσε την πολιορκία της [[πολιορκία των Αθηνών (1821)|Ακρόπολης]]. Μετά την πτώση του Αλή, τον Ιανουάριο του 1822, και έπειτα από ένθερμη σύσταση του Χουρσίτ Πασά, τα σαντζάκια των Ιωαννίνων, της [[Αυλώνα|Αυλώνας]] και του [[Δέλβινο|Δέλβινου]] ενώθηκαν υπό την διοίκηση του Ομέρ.
Μετά την έκρηξη της [[Επανάσταση του 1821|Ελληνικής Επανάστασης]] πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική [[Ελλάδα]], να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]]. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις [[9 Απριλίου]] [[1821]] και προσπάθησε να [[Συνθηκολόγηση|συνθηκολογήσει]] με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά στη Χαλκομάτα, όπως και του [[Αθανάσιος Διάκος|Αθανασίου Διάκου]] στην [[Αλαμάνα]], τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε. Στη συνέχεια προχώρησε προς την [[Άμφισσα]], για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Στο [[Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς|Χάνι της Γραβιάς]] συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα [[Έλληνες|Ελλήνων]] υπό την αρχηγία του [[Οδυσσέας Ανδρούτσος|Οδυσσέα Ανδρούτσου]], χάνοντας μεγάλο τμήμα του στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη μάχη αυτή φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]], οπότε πέρασε στα ορεινά χωριά της [[Γκιώνα]]ς, στη [[Λιβαδειά]] και έπειτα στην [[Εύβοια]]. Στα [[Μάχη των Βρυσακίων|Βρυσάκια]] συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστη περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της [[Αθήνα]]ς και στις 30 Ιουνίου διέλυσε την πολιορκία της [[πολιορκία των Αθηνών (1821)|Ακρόπολης]]. Μετά την πτώση του Αλή, τον Ιανουάριο του 1822, και έπειτα από ένθερμη σύσταση του Χουρσίτ Πασά, τα σαντζάκια των Ιωαννίνων, της [[Αυλώνα|Αυλώνας]] και του [[Δέλβινο|Δέλβινου]] ενώθηκαν υπό την διοίκηση του Ομέρ.
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
Το 1822 οι Τούρκοι με αρχηγούς τον [[Κιουταχής|Κιουταχή]] και τον Βρυώνη πολιόρκησαν το [[Μεσολόγγι]]. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης της πόλης, τη νύχτα των [[Χριστούγεννα|Χριστουγέννων]] του 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του σουλτάνου. Οθωμανικές και βρετανικές πηγές αποδίδουν την ήττα στο Μεσολόγγι στις ραδιουργίες του Βρυώνη. Το 1824, σε νέα εκστρατεία, ακολούθησε παρελκυστική τακτική. Κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά, αρνούμενος να επιτεθεί στην Αθήνα, και μη υπακούντας στις διαταγές της Υψηλής Πύλης, ενώ δεν δίστασε να προκαλέσει την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα [[Ιωάννινα]] και από εκεί στο [[Μπεράτι|Μπεράτι]]. Τον Δεκέμβριο του 1824 διορίστηκε διοικητής της [[Θεσσαλονίκη|Θεσσαλονίκης]], κυρίως για να παραμείνει απομακρυσμένος από την Αλβανία, ώστε να μη μηχανορραφεί. Αρχικά αντιστάθηκε στον διορισμό αυτό, αλλά καθώς δεν βρήκε υποστήριξη στην υπόθεσή του μεταξύ των Αλβανών, αναγκάστηκε να αναλάβει το αξιωμά του τον Φεβρουάριο του 1825.
Το 1822 οι Τούρκοι με αρχηγούς τον [[Κιουταχής|Κιουταχή]] και τον Βρυώνη πολιόρκησαν το [[Μεσολόγγι]]. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης της πόλης, τη νύχτα των [[Χριστούγεννα|Χριστουγέννων]] του 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του σουλτάνου. Οθωμανικές και βρετανικές πηγές αποδίδουν την ήττα στο Μεσολόγγι στις ραδιουργίες του Βρυώνη. Το 1824, σε νέα εκστρατεία, ακολούθησε παρελκυστική τακτική. Κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά, αρνούμενος να επιτεθεί στην Αθήνα, και μη υπακούντας στις διαταγές της Υψηλής Πύλης, ενώ δεν δίστασε να προκαλέσει την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα [[Ιωάννινα]] και από εκεί στο [[Μπεράτι|Μπεράτι]]. Τον Δεκέμβριο του 1824 διορίστηκε διοικητής της [[Θεσσαλονίκη|Θεσσαλονίκης]], κυρίως για να παραμείνει απομακρυσμένος από την Αλβανία, ώστε να μη μηχανορραφεί. Αρχικά αντιστάθηκε στον διορισμό αυτό, αλλά καθώς δεν βρήκε υποστήριξη στην υπόθεσή του μεταξύ των Αλβανών, αναγκάστηκε να αναλάβει το αξιωμά του τον Φεβρουάριο του 1825.


Στα τέλη του 1827 ήταν φρούραρχος της Σόφιας, απ' όπου στάλθηκε στο [[Βιδίνιο]] ως διοικητής της εμπροσθοφυλακής με αποστολή να αντιμετωπίσει τον ρωσικό στρατό. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς (1828) στάλθηκε πρώτα στην [[Καλλίπολη]], και στη συνέχεια στην [[Κιουτάχεια]] όπου την ίδια χρονιά αποβίωσε.
Στα τέλη του 1827 ήταν φρούραρχος της Σόφιας, απ' όπου στάλθηκε στο [[Βίντιν|Βιδίνιο]] ως διοικητής της εμπροσθοφυλακής με αποστολή να αντιμετωπίσει τον ρωσικό στρατό. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς (1828) στάλθηκε πρώτα στην [[Καλλίπολη]], και στη συνέχεια στην [[Κιουτάχεια]] όπου την ίδια χρονιά αποβίωσε.


***Σύμφωνα με τον Κανέλο Δεληγιάννη, μετά την αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1822) καταγγέλθηκε στον Σουλτάνο από τον άλλον Πασσά των πολιορκητών Τούρκων, Ρεσίτ Πασσά (Κιουταχή) ως υπαίτιος της αποτυχημένης πολιορκίας. Συνεπεία τούτου ο Σουλτάνος αρχικά τον εξόρισε στο Διδυμότειχο όπου και διέταξε τον αποκεφαλισμό του (ΚΑΝΕΛΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, Έκδοση 1957, Επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλητη, Τόμος 2ος, σελ. 91). Το σχόλιο είναι του Γεωργίου Ευστρατιάδη.
***Σύμφωνα με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, μετά την αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1822) καταγγέλθηκε στον σουλτάνο από τον άλλον πασά των πολιορκητών Τούρκων, Ρεσίτ Πασσά (Κιουταχή), ως υπαίτιος της αποτυχημένης πολιορκίας. Συνεπεία τούτου ο σουλτάνος αρχικά τον εξόρισε στο Διδυμότειχο όπου και διέταξε τον αποκεφαλισμό του (Καννέλου Δεληγιάννη ''Απομνημονεύματα'', Έκδοση 1957, Επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλητη, Τόμος 2ος, σελ. 91). Το σχόλιο είναι του Γεωργίου Ευστρατιάδη.


{{ιστορία-επέκταση}}
{{ιστορία-επέκταση}}

Έκδοση από την 15:21, 7 Σεπτεμβρίου 2021


Ομέρ Βρυώνης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Omer Vrioni (Αλβανικά)
Γέννηση18ος αιώνας
Ullinjas
Θάνατος1828
Κιουτάχεια
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821 και Ρωσοτουρκικός Πόλεμος

Ο Πασόμπεης Ομέρ Βρυώνης

Βιογραφία

Αλβανός (Τόσκης) στρατιωτικός και διοικητής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το χωρίο Βριόνι (Vrion) κοντά στο Μπεράτι. Μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Ξεκίνησε την καριέρα του ως διοικητής των δυνάμεων του προκρίτου του Ελμπασάν. Συμμετείχε στην καταστολή της εξέγερσης του [[Οσμάν Πασβάνογλου}|Πασβάνογλου]], πασά του Βιδινίου, το 1797, και αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα Βοναπάρτη μεταξύ 1798 και 1801. Στη συνέχεια βοήθησε τον Μωχάμετ Άλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Αιχμαλώτησε τον Ιμπραήμ πασά Βλιόρα (της Αυλώνας) το 1810 και ενσωμάτωσε την επικράτειά του σε εκείνη του Αλή Πασά. Διετέλεσε θησαυροφύλακας (χασνατάρης) του Αλή μέχρι την εκδήλωση της αποστασίας του Αλή. Προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον Σεπτέμβριο του 1820 τον πρόδωσε, προσχωρώντας στο σουλτανικό στρατόπεδο, και ανταμείφθηκε με το σαντζάκι της Αυλώνας τον Ιανουάριο του 1821.

Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική Ελλάδα, να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου 1821 και προσπάθησε να συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά στη Χαλκομάτα, όπως και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα, τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε. Στη συνέχεια προχώρησε προς την Άμφισσα, για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα Ελλήνων υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, χάνοντας μεγάλο τμήμα του στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη μάχη αυτή φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στην Πελοπόννησο, οπότε πέρασε στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, στη Λιβαδειά και έπειτα στην Εύβοια. Στα Βρυσάκια συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστη περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και στις 30 Ιουνίου διέλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Μετά την πτώση του Αλή, τον Ιανουάριο του 1822, και έπειτα από ένθερμη σύσταση του Χουρσίτ Πασά, τα σαντζάκια των Ιωαννίνων, της Αυλώνας και του Δέλβινου ενώθηκαν υπό την διοίκηση του Ομέρ.

Στο μεταξύ είχε επαναστατήσει η Δυτική Στερεά οπότε ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς ανακάλεσε το Βρυώνη στα Ιωάννινα, όπου του ανέθεσε να δισπάσει τη συμμαχία των Σουλιωτών με ορισμένα άτακτα τμήματα Αλβανών και να αναγκάσει τους Σουλιώτες σε συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό. Μετά την πτώση του Σουλίου ο Βρυώνης άρχισε να ακολουθεί ανεξάρτητη πολιτική, παραμένοντας απαθής στις διαταγές της Υψηλής Πύλης. Παρουσιαζόταν ως ο προβεβλημένος, αν και ελάχιστα λαοφιλής, διοικητής της περιοχής των Τόσκηδων, συχνά ερχόμενος σε προστριβές τόσο με τα μέλη της στρατιωτικής ολιγαρχίας των Τόσκηδων (την οποία αποτελούσαν κυρίως οι χολωμένοι πρώην επιφανείς της αυλής του Αλή Πασά) όσο και με τους κληρονόμους της τοσκικής αριστοκρατίας της προ του Αλή εποχής.

Το 1822 οι Τούρκοι με αρχηγούς τον Κιουταχή και τον Βρυώνη πολιόρκησαν το Μεσολόγγι. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης της πόλης, τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του σουλτάνου. Οθωμανικές και βρετανικές πηγές αποδίδουν την ήττα στο Μεσολόγγι στις ραδιουργίες του Βρυώνη. Το 1824, σε νέα εκστρατεία, ακολούθησε παρελκυστική τακτική. Κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά, αρνούμενος να επιτεθεί στην Αθήνα, και μη υπακούντας στις διαταγές της Υψηλής Πύλης, ενώ δεν δίστασε να προκαλέσει την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα και από εκεί στο Μπεράτι. Τον Δεκέμβριο του 1824 διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης, κυρίως για να παραμείνει απομακρυσμένος από την Αλβανία, ώστε να μη μηχανορραφεί. Αρχικά αντιστάθηκε στον διορισμό αυτό, αλλά καθώς δεν βρήκε υποστήριξη στην υπόθεσή του μεταξύ των Αλβανών, αναγκάστηκε να αναλάβει το αξιωμά του τον Φεβρουάριο του 1825.

Στα τέλη του 1827 ήταν φρούραρχος της Σόφιας, απ' όπου στάλθηκε στο Βιδίνιο ως διοικητής της εμπροσθοφυλακής με αποστολή να αντιμετωπίσει τον ρωσικό στρατό. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς (1828) στάλθηκε πρώτα στην Καλλίπολη, και στη συνέχεια στην Κιουτάχεια όπου την ίδια χρονιά αποβίωσε.

      • Σύμφωνα με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, μετά την αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1822) καταγγέλθηκε στον σουλτάνο από τον άλλον πασά των πολιορκητών Τούρκων, Ρεσίτ Πασσά (Κιουταχή), ως υπαίτιος της αποτυχημένης πολιορκίας. Συνεπεία τούτου ο σουλτάνος αρχικά τον εξόρισε στο Διδυμότειχο όπου και διέταξε τον αποκεφαλισμό του (Καννέλου Δεληγιάννη Απομνημονεύματα, Έκδοση 1957, Επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλητη, Τόμος 2ος, σελ. 91). Το σχόλιο είναι του Γεωργίου Ευστρατιάδη.