Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
|προκάτοχος = αξίωμα που δημιουργήθηκε
|προκάτοχος = αξίωμα που δημιουργήθηκε
|διάδοχος = αξίωμα που καταργήθηκε
|διάδοχος = αξίωμα που καταργήθηκε
|αξίωμα2 = [[Πρωθυπουργός της Ελλάδας|Πρόεδρος του Υπουργικού συμβουλίου (Πρωθυπουργός)]]
|αξίωμα2 = [[Πρωθυπουργός της Ελλάδας|Αρχιγραμματέας της Επικράτειας (Πρωθυπουργός)]]
|έναρξη2 = 9 Μαΐου 1835
|έναρξη2 = 9 Μαΐου 1835
|λήξη2 = 2 Φεβρουαρίου 1837
|λήξη2 = 2 Φεβρουαρίου 1837

Έκδοση από την 16:57, 17 Σεπτεμβρίου 2020

Ιωσήφ Λουδοβίκος
Αντιβασιλέας της Ελλάδος
Περίοδος
25 Ιανουαρίου 1833 – 20 Μαΐου 1835
Μαζί μεΓεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (μέχρι Ιούλιο 1834) και Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ
Έγκιντ φον Κόμπελ (από Ιούλιο 1834)
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη Φεβρουαρίου 1833 και Κυβέρνηση Σπυρίδωνος Τρικούπη Απριλίου 1833 και Κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 1833 και Κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη 1834 και Κυβέρνηση Άρμανσπεργκ 1835 και Κυβέρνηση Ιγνάτιου φον Ρούντχαρτ 1837
ΜονάρχηςΌθων Α΄
Προκάτοχοςαξίωμα που δημιουργήθηκε
Διάδοχοςαξίωμα που καταργήθηκε
Αρχιγραμματέας της Επικράτειας (Πρωθυπουργός)
Περίοδος
9 Μαΐου 1835 – 2 Φεβρουαρίου 1837
ΜονάρχηςΌθων Α΄ της Ελλάδας
ΠροκάτοχοςΚυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη 1834
ΔιάδοχοςΚυβέρνηση Ιγνάτιου φον Ρούντχαρτ 1837
Υπουργός Εξωτερικών της Βαυαρίας
Περίοδος
1828 – 1831
ΜονάρχηςΛουδοβίκος Α΄
ΠροκάτοχοςΓκέοργκ βον Ζέντνερ
ΔιάδοχοςΦρειδερίκος βον Γκίσε
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση16 Φεβρουαρίου 1787 (1787-02-16), Κάιντζιν, Κάτω Βαυαρία
Θάνατος22 Μαρτίου 1853 (66 ετών)
Μόναχο, Βαυαρία
ΕθνότηταΒαυαρική
ΣπουδέςUniversity of Landshut
Commons page Σχετικά πολυμέσα

O Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Άρμανσπεργκ (γερμανικά: Joseph Ludwig Graf von Armansperg) (16/28 Φεβρουαρίου 1787 - 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1853) ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να συνοδεύσει τον μέλλοντα Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία ως την ενηλικίωσή του.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Άρμανσπεργκ γεννήθηκε στο Καίτζτινγκ (Kötzting) της Κάτω Βαυαρίας και πέθανε στη έπαυλή του στο Ντίγκεντορφ. Καταγόταν από σπουδαίο παλαιό οίκο ευγενών και από 26 ετών εισήλθε σε κρατικές διοικητικές υπηρεσίες όταν έμπλεος υπέρ της γερμανικής ελευθερίας έσπευσε το 1813 να συναντήσει τον Βαυαρικό στρατό και να προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες. Μετά τη συνομολόγηση ειρήνης στο Παρίσι ανατέθηκε σ' αυτόν η διοίκηση του διαμερίσματος των Βοσγίων και στη συνέχεια όλων των μεταξύ του Ρήνου και Μεύση χωρών.
Όταν κλήθηκε στο συνέδριο της Βιέννης, υπερασπίσθηκε με πάθος τα συμφέροντα της Βαυαρίας.

Το 1816 και 1817 μετείχε στο έργο των επιτροπών του Ρήνου και του Δούναβη απ' όπου και άρχισε να ασχολείται με διεθνή θέματα. Αργότερα διορίστηκε νομάρχης, θέση από την οποία οποία επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός το οποίο, το 1820, τον οδήγησε στον διορισμό του ως διευθυντή του γενικού λογιστηρίου του κράτους. Στη συνέχεια εξελέγη βουλευτής, όμως για ελάχιστες ψήφους δεν εξελέγη πρόεδρος της βουλής, πέτυχε όμως τη θέση του αντιπροέδρου, όπου και διακρίθηκε ως σπουδαίος ρήτορας. Υπό την ειδικότητα αυτή ετέθη επικεφαλής της αντιπολίτευσης των συντηρητικών φιλελεύθερων υποστηρίζοντας ένθερμα τη δημιουργία δημοτικών συμβουλίων για πρώτη φορά στη χώρα.

Όταν ανήλθε στον Βαυαρικό θρόνο ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος Α΄, τον κάλεσε να αναλάβει την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών του κράτους Έτσι όλοι σχεδόν οι διοργανωτικοί νόμοι που ακολούθησαν ήταν έργο του Άρμανσπεργκ, με συνέπεια να καταλάβει τη θέση του συμβούλου επικρατείας αναλαμβάνοντας και υπουργός των Οικονομικών και των Εσωτερικών. Ως υπουργός των Οικονομικών πέτυχε την τελωνειακή ένωση όλων των τότε γερμανικών χωρών, που θεωρείται και η πρώτη που σημειώθηκε στην Ευρώπη, και ταυτόχρονα την οικονομική ανόρθωση της Βαυαρίας.
Παρά ταύτα αντιδρώντας συστηματικά στις διάφορες απαιτήσεις της Παπικής Αυλής της Ρώμης προκάλεσε το μίσος της παπικής καμαρίλας, του Μονάχου και του συνόλου σχεδόν του καθολικού κλήρου, που αντιδρούσαν σε κάθε φιλελεύθερο νέο θεσμό που εισήγαγε. Κατάληξη αυτού του συνεχή πολέμου ήταν η απώλεια του χαρτοφυλακίου του. Ο βασιλιάς όμως για να τον ανταμείψει για το τεράστιο έργο που είχε επιτελέσει τον διόρισε πρέσβη στο Λονδίνο, θέση που τελικά ο Άρμανσπεργκ δεν αποδέχθηκε προτιμώντας την οριστική απόσυρσή του από τα δημόσια πράγματα, ιδιωτεύοντας στα κτήματά του.
Από το 1828 διατελούσε ισόβιος σύμβουλος επικρατείας, καθώς και ισόβιο μέλος της Γερουσίας της Βαυαρίας.

Το 1832 μετά από παράκληση του Βασιλέως της Βαυαρίας δέχθηκε να μεταβεί στην Ελλάδα ως μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας, της οποίας του ανατέθηκε η προεδρία. Άλλα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν ο καθηγητής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ και ο υποστράτηγος Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ.

Αντιβασιλεία

Το Μέγαρο Βλαχούτση όπου κατοίκησε ο Άρμανσμπεργκ στην Αθήνα

Ο Άρμανσπεργκ έφθασε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και τα άλλα μέλη στις 6 Φεβρουαρίου 1833 στο Ναύπλιο, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τις ωραίες κόρες του, με τη μεγαλύτερη εκ των οποίων ο Όθωνας δημιούργησε και ερωτική σχέση, επιτήδεια προστατευόμενη από τη μητέρα της. Όταν όμως αυτό έγινε γνωστό, ο Άρμανσπεργκ κατηγορήθηκε έντονα από τους πολιτικούς του αντιπάλους για προσβολή στο πρόσωπο του Βασιλέως, καθώς υποκίνησε τον ιατρό του στέμματος Βίτμερ να πιστοποιήσει ότι η διανοητική και οργανική ιδιοσυστασία του Όθωνα δεν επέτρεπαν γάμο, προκειμένου αυτός να παραμείνει κυρίαρχος της διοίκησης της Ελλάδας.

Παρόλα αυτά και για όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τις επιτυχείς δραστηριότητες στη πατρίδα του, ο Άρμανσπεργκ ούτε τόσο ευγενής στους τρόπους του ήταν ούτε διπλωμάτης και βεβαίως ούτε υποστηρικτής των γραμμάτων και των τεχνών υπήρξε. Ο απολυταρχικός τρόπος της διακυβέρνησής του δημιούργησε έντονες αντιδράσεις. Αφενός εντός του νεοσύστατου Βασιλείου, ειδικότερα όταν στράφηκε εναντίον των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης που διαφωνούσαν με την πολιτική του, ανάμεσα σε αυτούς και τον Κολοκοτρώνη, που φυλάκισε και οδήγησε σε μία σκηνοθετημένη δίκη με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Αφετέρου εκτός της Ελλάδας δημιουργώντας πλείστα διπλωματικά επεισόδια, κυρίως εθιμοτυπικά με την έκδηλη φιλοαγγλική πολιτική του. Μάλιστα ο Μάουρερ έφθασε στο σημείο δημόσια να τον καταγγείλει ως "διδάσκαλον της ραδιουργίας".

Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα ανέλαβε πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (αρχικαγκελάριος) στις 20 Μαΐου 1835. Κατά την μετάβαση του Όθωνα στη Βαυαρία προκειμένου να νυμφευθεί την Αμαλία, η διακυβέρνησή του ήταν ακόμη πιο απολυταρχική. Έτσι όταν ο Όθωνας επέστρεψε συνοδευόμενος από τον Ρούντχαρτ αμέσως παύθηκε από τη θέση του 1837 και του αξιώματός του, προς κατευνασμό τόσο των Ελλήνων όσο και εκ των έντονων, εναντίον του, διαβημάτων της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας για την υπέρμετρα αγγλόφιλη πολιτική του. Ο Άρμανσπεργκ στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαυαρία με την οικογένειά του τον Μάρτιο του 1837 και τελώντας υπό τη δυσμένεια του στέμματος ιδιώτευσε μέχρι τον θάνατό του το 1853.

Επιπλέον βιβλιογραφία

  • Δέσποινα Κατηφόρη, «Σχέσεις J.-G.Eynard- J. von Armansperg », Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.27, σελ.134-153