ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12: Γραμμή 12:


==Η διαδικασία==
==Η διαδικασία==
Στις 7 Νοεμβρίου 680 μόνο 37 επίσκοποι και ένας αριθμός πρεσβυτέρων συγκλήθηκαν στο [[Μέγα Παλάτιον]] στην αίθουσα με τον τρούλο, τη λεγόμενη ''Τρούλος''. Οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως και της Αντιόχειας συμμετείχαν προσωπικά, ενώ οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εκπροσωπήθηκαν από διορισμένους (καθώς οι περιοχές των δύο αυτών εδρών είχαν καταληφθεί από Μουσουλμάνους). Ο πάπας Ρώμης και το συνέδριο που είχε συγκληθεί στη Ρώμη εκπροσωπούντο από μερικούς επισκόπους και ιερείς, σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Αυτοκράτορας συμμετείχε και προήδρευσε στις πρώτες 11 συνεδρίες, έλαβε μέρος στις συζητήσεις και επέστρεψε στην τελική συνεδρία στις 16 Σεπτεμβρίου 681, στην οποία παρευρέθησαν 151 επίσκοποι.

Κατά τη Σύνοδο, αναγνώστηκε η επιστολή του πάπα Αγάθωνα, που αναφερόταν στην παραδοσιακή πίστη της Εκκλησίας, ότι ο χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη και οι πιο πολύ παρεστώτες επίσκοποι αποδέχθηκαν την επιστολή. Ο Πατριάρχης Μακάριος υπερασπίστηκε τον μονοθελητισμό, αλλά καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μαζί με δύο ομοϊδεάτες του. Η Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός κατείχε δύο ενέργειες και δύο θελήσεις και πως η ανθρώπινη βούληση "ήταν υποταγμένη στη θεϊκή και παντοδύναμη βούλησή του". Η Σύνοδος απέφυγε προσεκτικά να αναφερθεί στον Μάξιμο τον ομολογητή, που τον θεωρούσαν με υποψία. Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοενεργητισμό και τον μονοθελητισμό ως αιρέσεις και περιέλαβε σε αυτό όσους είχαν υποστηρίξει τη δοξασία αυτή: τον πάπα Ονώριο Α΄ και τέσσερις πρώην Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης. Όταν η Σύνοδος είχε ολοκληρωθεί, τα διατάγματα στάλθηκαν στη Ρώμη, όπου έγιναν δεκτά από τον [[πάπας Λέων Β΄|πάπα Λέοντα Β΄]]. Στν επιστολή επιβεβαίωσης της Συνόδου, ο Λέων Β΄ κατηγορεί τον Ονώριο Α΄ για "βέβηλη προδοσία ..., που δεν προσπάθησε να αγιάσει την Εκκλησία με διδασκαλία της Αποστολικής Παράδοσης".

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Συνόδου, κάποιος ιερέας του Μονοθελητισμού ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αναστήσει νεκρό, για να αποδείξει την υπεροχή της άποψής του. Έφερε ένα πτώμα και ψιθύρισε προσευχές στα αυτιά του, αλλά δεν μπόρεσε να το αναζωογονήσει.

==Πηγές==
==Πηγές==
* Bathrellos, Demetrios (2004). The Byzantine Christ: Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor. Oxford-New York: Oxford University Press. ISBN 978-0199258642.
* Bathrellos, Demetrios (2004). The Byzantine Christ: Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor. Oxford-New York: Oxford University Press. ISBN 978-0199258642.

Έκδοση από την 13:24, 14 Ιουνίου 2020

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι η τρίτη Σύνοδος που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 680/681 και καταδίκασε τον μονοθελητισμό και τον μονοενεργητισμό ως αιρέσεις· καθόρισε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, θεϊκή και ανθρώπινη.

Μικρογραφία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Από το Χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή.

Η εποχή

Η Σύνοδος διευθέτησε ένα σύνολο θεολογικών αντιπαραθέσεων, που ξεκινούσαν από τον 6ο αι., αλλά είχαν ενταθεί κατά τις βασιλείες του Ηρακλείου (βασ. 610-641) και του Κωνσταντίνου Β΄ (βασ. 641-668). Ο Ηράκλειος είχε ανακτήσει ένα μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας, που είχε καταληφθεί από τους Πέρσες και είχε προσπαθήσει να γεφυρώσει τη διαμάχη με τον Μονοφυσιτισμό, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ισχυρός στη Συρία και την Αίγυπτο, προτείνοντας μία μετριοπαθή θεολογική θέση, που στηριζόταν καλά στην παράδοση, όπως όλες οι θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν πρώτα ο μονοενεργητισμός, δηλ. ο Χριστός, αν και είχε δύο φύσεις, είχε μία ενέργεια (θεϊκή και ανθρώπινη) και επίσης ο μονοθελητισμός , δηλ. ο Χριστός είχε μία θέληση, καθώς δεν υπήρχε αντίθεση στον Χριστό μεταξύ της θεϊκής και της ανθρώπινης βούλησης. Το δόγμα αυτό έγινε αποδεκτό στο μεγαλύτερο μέρος του Ρωμαϊκού/Βυζαντινού κόσμου, αλλά αντιτέθηκε η Ιερουσαλήμ και η Ρώμη και ξεκίνησε μία διαμάχη, που συνεχίστηκε ακόμη και μετά την απώλεια των ανακτηθέντων επαρχιών με το τέλος του Ηρακλείου. Όταν ο εγγονός του Κώνστας Β΄ ανέλαβε τον θρόνο, είδε την αντίθεση ως απειλή για τη σταθερότητα της Αυτοκρατορίας και προσπάθησε να σιωπήσει την αντιπαράθεση, απαγορεύοντας τη συζήτηση υπέρ ή κατά του δόγματος. Ο πάπας Μαρτίνος Α΄ και ο μοναχός Μάξιμος, οι πιο ακραίοι αντίπαλοι του μονοθελητισμού -που τον ερμήνευαν ως άρνηση της ανθρώπινης θέλησης του Χριστού- συγκρότησαν σύνοδο στη Ρώμη το 649, που καταδίκασε τον μονοενεργητισμό και τον μονοθελητισμό. Στην Κωνσταντινούπολη, περί το 653, μερικοί κατηγόρησαν τον πάπα ότι υποστήριζε εξέγερση, το οποίο εθεωρείτο μεγίστη προδοσία· έτσι ο Μαρτίνος Α΄ συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και στάλθηκε σε εξορία, όπου σύντομα απεβίωσε. Ο Μάξιος δικάστηκε και βασανίστηκε έως θανάτου. Η θέση του Μαρτίνου Α΄ και του Μαξίμου υποστηρίχθηκε από άλλους στη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη.

Οι προετοιμασίες

Όταν ο γιος και διάδοχος του Κώνστα Β΄, ο Κωνσταντίνος Δ΄, κατέβαλε την από τους Μουσουλμάνους πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 678, αμέσως έστεψε την προσοχή του στην αποκατάσταση της επικοινωνίας με τη Ρώμη. Έγραψε στον πάπα Δόνο προτείνοντάς του μία Σύνοδο για το θέμα. Όταν η επιστολή έφθασε στη Ρώμη, ο Δόνος είχε αποβιώσει, αλλά ο διάδοχός του πάπας Αγάθων συμφώνησε με την πρόταση του Αυτοκράτορα και διέταξε συνεδριάσεις σε όλη τη Δύση, ώστε αντιπρόσωποι (legati) να παρουσιαστούν στη Σύνοδο, σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας. Έγινε μία συνεδρίαση στο Μιλάνο, υπό τον αρχιεπίσκοπο Μαυσύετο· μία άλλη στο Χάτφιλντ το 680, στην οποία προήδρευσε ο Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι. Ο Αγάθων έκανε συνεδρίαση στη Ρώμη το Πάσχα του 680, με εκπροσώπους από τις τοπικές συνεδριάσεις.

Έπειτα έστειλε μία αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφθασαν με δύο επιστολές, μία από τον πάπα για τον Αυτοκράτορα και μία από τους επισκόπους του συνεδρίου στη Ρώμη προς αυτούς που συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος Δ΄ κάλεσε τον Πατριάρχη Γεώργιο Α΄ της Κωνσταντινούπολης και όλους τους επισκόπους της δικαιοδοσίας του σε συμβούλιο. Επίσης κάλεσε τον Πατριάρχη Μακάριο της Αντιόχειας, που έμενε στην Κωνσταντινούπολη λόγω της μουσουλμανικής κατοχής της έδρας του.

Η διαδικασία

Στις 7 Νοεμβρίου 680 μόνο 37 επίσκοποι και ένας αριθμός πρεσβυτέρων συγκλήθηκαν στο Μέγα Παλάτιον στην αίθουσα με τον τρούλο, τη λεγόμενη Τρούλος. Οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως και της Αντιόχειας συμμετείχαν προσωπικά, ενώ οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εκπροσωπήθηκαν από διορισμένους (καθώς οι περιοχές των δύο αυτών εδρών είχαν καταληφθεί από Μουσουλμάνους). Ο πάπας Ρώμης και το συνέδριο που είχε συγκληθεί στη Ρώμη εκπροσωπούντο από μερικούς επισκόπους και ιερείς, σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Αυτοκράτορας συμμετείχε και προήδρευσε στις πρώτες 11 συνεδρίες, έλαβε μέρος στις συζητήσεις και επέστρεψε στην τελική συνεδρία στις 16 Σεπτεμβρίου 681, στην οποία παρευρέθησαν 151 επίσκοποι.

Κατά τη Σύνοδο, αναγνώστηκε η επιστολή του πάπα Αγάθωνα, που αναφερόταν στην παραδοσιακή πίστη της Εκκλησίας, ότι ο χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη και οι πιο πολύ παρεστώτες επίσκοποι αποδέχθηκαν την επιστολή. Ο Πατριάρχης Μακάριος υπερασπίστηκε τον μονοθελητισμό, αλλά καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μαζί με δύο ομοϊδεάτες του. Η Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός κατείχε δύο ενέργειες και δύο θελήσεις και πως η ανθρώπινη βούληση "ήταν υποταγμένη στη θεϊκή και παντοδύναμη βούλησή του". Η Σύνοδος απέφυγε προσεκτικά να αναφερθεί στον Μάξιμο τον ομολογητή, που τον θεωρούσαν με υποψία. Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοενεργητισμό και τον μονοθελητισμό ως αιρέσεις και περιέλαβε σε αυτό όσους είχαν υποστηρίξει τη δοξασία αυτή: τον πάπα Ονώριο Α΄ και τέσσερις πρώην Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης. Όταν η Σύνοδος είχε ολοκληρωθεί, τα διατάγματα στάλθηκαν στη Ρώμη, όπου έγιναν δεκτά από τον πάπα Λέοντα Β΄. Στν επιστολή επιβεβαίωσης της Συνόδου, ο Λέων Β΄ κατηγορεί τον Ονώριο Α΄ για "βέβηλη προδοσία ..., που δεν προσπάθησε να αγιάσει την Εκκλησία με διδασκαλία της Αποστολικής Παράδοσης".

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Συνόδου, κάποιος ιερέας του Μονοθελητισμού ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αναστήσει νεκρό, για να αποδείξει την υπεροχή της άποψής του. Έφερε ένα πτώμα και ψιθύρισε προσευχές στα αυτιά του, αλλά δεν μπόρεσε να το αναζωογονήσει.

Πηγές

  • Bathrellos, Demetrios (2004). The Byzantine Christ: Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor. Oxford-New York: Oxford University Press. ISBN 978-0199258642.
  • "Concilium Universale Constantinopolitanum Tertium", in Acta Conciliorum Oecumenicorum, ser. 2, II.1–2. ed. R. Riedinger (Berlin 1990 and 1992).
  • Ekonomou, Andrew J. 2007. Byzantine Rome and the Greek Popes: Eastern influences on Rome and the papacy from Gregory the Great to Zacharias, A.D. 590–752. Lexington Books.