Ψάρι Μεσσηνίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Ρομπότ: προσθήκη σήμανσης επαληθευσιμότητας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{χωρίς παραπομπές|14|02|2020}}

{{Κωμόπολη χωριό
{{Κωμόπολη χωριό
|δήμος = [[Δήμος Οιχαλίας|Οιχαλίας]]
|δήμος = [[Δήμος Οιχαλίας|Οιχαλίας]]
Γραμμή 121: Γραμμή 123:
http://anodorio.blogspot.gr/2010/05/blog-post_16.html
http://anodorio.blogspot.gr/2010/05/blog-post_16.html
{{Δήμος Οιχαλίας}}
{{Δήμος Οιχαλίας}}

[[Κατηγορία:Χωριά του νομού Μεσσηνίας]]
[[Κατηγορία:Χωριά του νομού Μεσσηνίας]]
[[Κατηγορία:Δήμος Οιχαλίας]]
[[Κατηγορία:Δήμος Οιχαλίας]]

Έκδοση από την 02:44, 15 Φεβρουαρίου 2020

Ψάρι Μεσσηνίας
is located in Greece
               Map
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΠελοποννήσου
ΔήμοςΟιχαλίας
Γεωγραφία
ΝομόςΜεσσηνίας
Πληθυσμός
Μόνιμος220
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας240 11

Το Ψάρι είναι χωριό του νομού Μεσσηνίας και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιχαλίας σύμφωνα με τις παραδόσεις οι πρώτες οικογένειες εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1630. Οι οικογένειες αυτές ήταν των Κονταίων και των Σγουραίων. Γύρω στα 1660 ήρθε ο Αναγνώστης (Αλέξης) Ντάρας από το Ζαΐμογλι (Δροσιά) της Πυλίας, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από τους Τούρκους από το Ντάρα της Μαντίνειας. Λίγα χρόνια αργότερα άλλες δύο οικογένειες ήρθαν από τη Μεγαλόπολη, οι Καρραίοι και οι Ντουλιμαναίοι. Αργότερα κι άλλες οικογένειες ήρθαν, οι οποίες προσκολλήθηκαν στις πέντε πρώτες. Έτσι το χωριό ήταν μοιρασμένο στις πέντε αυτές οικογένειες. Το Ψάρι χτίστηκε αργότερα από τ' άλλα Σουλιμοχώρια, αλλά αναπτύχθηκε πιο γρήγορα και έτσι στην Επανάσταση οι κάτοικοί του ήταν όσοι και στο Σουλιμά. Γι' αυτό και η λαϊκή μούσα τραγουδούσε: Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυο κεφαλοχώρια, χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκους δεν προσκυνάνε... Το Πάνω Ψάρι διατηρήθηκε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, αλλά οι κάτοικοί του κατέβηκαν βαθμιαία στο Κάτω Ψάρι. Η μετοικεσία αυτή πήρε γοργότερους ρυθμούς γύρω στα 1900 και πριν το 1940 δεν κατοικούσαν στο Πάνω Ψάρι πάνω από 10 οικογένειες. Σήμερα το Πάνω Ψάρι έχει ελάχιστους κατοίκους.Το Ψάρι Μεσσηνίας είναι ένα από τα εφτά Σουλιμοχώρια (Ψάρι, Σουλιμά, Κούβελα, Λάπι, Βλάκα, Κλέσουρα, Γκλιάτα).

Στο Ψάρι σύμφωνα με τις παραδόσεις οι πρώτες οικογένειες εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1630. Οι οικογένειες αυτές ήταν των Κονταίων και των Σγουραίων. Γύρω στα 1660 ήρθε ο Αναγνώστης (Αλέξης) Ντάρας από το Ζαΐμογλι (Δροσιά) της Πυλίας, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από τους Τούρκους από το Ντάρα της Μαντίνειας. Λίγα χρόνια αργότερα άλλες δύο οικογένειες ήρθαν από τη Μεγαλόπολη, οι Καρραίοι και οι Ντουλιμαναίοι. Αργότερα κι άλλες οικογένειες ήρθαν, οι οποίες προσκολλήθηκαν στις πέντε πρώτες. Έτσι το χωριό ήταν μοιρασμένο στις πέντε αυτές οικογένειες. Το Ψάρι χτίστηκε αργότερα από τ' άλλα Σουλιμοχώρια, αλλά αναπτύχθηκε πιο γρήγορα και έτσι στην Επανάσταση οι κάτοικοί του ήταν όσοι και στο Σουλιμά. Γι' αυτό και η λαϊκή μούσα τραγουδούσε: Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυο κεφαλοχώρια, χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκους δεν προσκυνάνε... Το Πάνω Ψάρι διατηρήθηκε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, αλλά οι κάτοικοί του κατέβηκαν βαθμιαία στο Κάτω Ψάρι. Η μετοικεσία αυτή πήρε γοργότερους ρυθμούς γύρω στα 1900 και πριν το 1940 δεν κατοικούσαν στο Πάνω Ψάρι πάνω από 10 οικογένειες. Σήμερα το Πάνω Ψάρι έχει ελάχιστους κατοίκους.

Ονομαστοί οπλαρχηγοί

Μάρκος Ντάρας

Γύρω στα 1730 με 1740 η κλεφτουριά του Μοριά είχε φουντώσει για τα καλά. Ο Δήμος Μπότσικας Κολοκοτρώνης, ένας τρανός και δυνατός κλέφτης, ήλθε σ’ επαφή και μ’ άλλους αρχηγούς των κλεφτών του Μοριά, όπως με τον Μήτρο Περίβολο από τα Καλάβρυτα, τον Δημήτρη Πυθιμούντα, από την Κυπαρισσία, τον Μαντά από την Πάτρα και με τον περιβόητο Μάρκο Ντάρα από τα Σουλιμοχώρια

Ο θρυλικός Μάρκος Ντάρας γεννήθηκε, στο χωριό Ψάρι Τριφυλίας, στις 12 Δεκεμβρίου του 1700. Σε ηλικία 20 ετών είχε μαζί του περί τα 80 παλικάρια Ντρέδες, όπου με αυτούς επιχειρούσε κατά των Αλβανών και των Τούρκων. Στην σημαία του είχε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και γύρω από αυτή την εξής επιγραφή: «Προστάτης των Χριστιανών της Πελοποννήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης Τούρκων και Αλβανών». Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους κλεφταρματολούς του Μοριά και αναγνωρισμένος γενικός αρχηγός κατά την εποχή της δράσης του. Ο  Αθανάσιος Γρηγοριάδης, που τον σκιαγραφεί στο γνωστό βιβλίο του, «Ιστορικές Αλήθειες» στην σελίδα 20 γράφει για τον Μάρκο Ντάρα: «Ήταν ανήρ υψηλός και ωραίος, μελαχροινός, έχων μακράν και μέλαναν γεννειάδαν και μύστακα  επιμήκη».

Σωστός Θεός του πολέμου και συμπληρώνει: «Πάντοτε εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον έκ μέλανος βελούδου ενδυμασίαν έφερεν δε πανοπλίαν κεχρυσμένην». Έμοιαζε ούτε λίγο, ούτε πολύ και κατά τις περιγραφές μας και κατά την περιφρονημένη παράδοση σαν τον Αχιλλέα.

Ένα ισχυρότατο πλήγμα δέχθηκαν οι κλέφτες και αρματολοί της Πελοποννήσου το 1740. Στις 10 Μαρτίου εκείνου του έτους, ενώ πολλοί από αυτούς συναντήθηκαν στο Λεοντάρι της Αρκαδίας. Εκεί δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 5.000 Τούρκους και 3.000 Τουρκαλβανούς. Οι Έλληνες πολεμιστές, που είχαν συγκεντρωθεί στο πυκνό δάσος του Λεονταρίου, εντοπίστηκαν μετά από προδοσία. Προδότης υπήρξε ο Βούλγαρος Τσέλιος Κριστώφ, ή Κριστέβα, που υπηρετούσε στο σώμα του Ντάρα και δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους. Εκεί στην άνιση μάχη, σκοτώθηκαν πολλοί οπλαρχηγοί και οι άνδρες τους, συνολικά 200 άνδρες. Ο ίδιος ο Μάρκος Ντάρας με 50 από τους άνδρες του, έσυραν τα γιαταγάνια και επιχείρησαν έξοδο. Αφού πολέμησαν ηρωικά, κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Τούρκων και αφού διέφυγαν γλίτωσαν στην Ηλεία.

Μετά από αυτή την καταστροφή του σώματός του, κύριο μέλημά του ήταν, να βρει τον Τσέλιο Κριστώφ και να τον σκοτώσει. Στις 20 Ιουλίου του 1740, μετά από έμπιστη πληροφορία, ο Ντάρας πραγματοποίησε  αιφνιδιαστική επιδρομή στον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας, συνέλαβε τον καταδότη Κριστώφ και επί τόπου τον σκότωσε .

Η παλικαριά του, που του έδινε για εκείνους τους καιρούς υπερηφάνεια, φαίνεται και από μια επιστολή που ο ίδιος έγραψε στον Τούρκο Μόρα Βαλεσή Πασά του Μοριά, ύστερα από την εκδίκηση που πήρε, για τους αδικοσκοτωμένους με προδοσία οπλαρχηγούς: Δημήτρη Πιθυμούντα. Δήμο (Μπότσικα) Κολοκοτρώνη, Μαντά και Μήτρο Περίβολο, οι οποίοι εδολοφονήθησαν μ’ ενέδρα του προδότη Βούλγαρου Τσέλιου Κριστέβα.

Όταν λοιπόν ο Μάρκος Ντάρας εξόντωσε τον Κριστέβα και τους Τουρκαλβανούς έγραψε:

«Σουλεϊμάν Πασά- Βαλή του Μωρέως,

Σού γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμον ποδότη Βούλγαρον Τσέλιον Κριστέβαν και τους στρατιώτας σου Αρβανίτας. Να μάθης το λοιπόν πως και συ και λοιποί ομοθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να σταματήσετε πλιά να μας κυνηγάτε, και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλοιώς να καρτερήτε όλοι θάνατο τέτοιον πως τον άτιμον προδότην Κριστέβαν και τους Αρβανίτες σου. Άκουσε όλα αυτά που σήμερον σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες σου Τούρκοι και Αρβανίτες θα μετανοιώσετε. Είναι η ώρα έως 3 μετά το μεσημέρι και εγώ με τα παλληκάρια μου φεύγα από εδώ και πηγαίνα να κάμω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μωριά. Από το χωριό Αχλαδόκαμπο στις 20 του μηνός Ιουλίου του 1740. Ο άσπονδος εχθρό σου και των λοιπών Αγάδων

Μάρκος Ντάρας Αρκαδινός αρματωλός»

Το πεπρωμένο του ήταν να δολοφονηθεί και αυτός, μετά από τέσσερα χρόνια, με τον ίδιο τρόπο. Ο διοικητής του Μοριά, Σουλεϊμάν, δωροδόκησε τον διατελούντα στην υπηρεσία του Ντάρα, Αλβανό Γιόγκα, με 50.000 γρόσια. Στις 20 Ιούνη 1745, ο Ντάρας αιχμαλωτίστηκε πληγωμένος και φονεύθηκε με σκληρό τρόπο επάνω στο κρεβάτι του, ενώ βρίσκονταν στο χωριό Ίσαρι της Μεγαλούπολης και νοσηλευόταν από ένα πρακτικό γιατρό, τον Παναγιώτη Τρουβέλη, τον οποίον οι Τούρκοι σκότωσαν και αυτόν με φρικτό τρόπο, γιατί του παρείχε άσυλο και νοσηλεία.

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, τον δολοφόνο Γιόγκα, τον συνέλαβε ο εκ Τριφυλίας οπλαρχηγός Θανάσης Ρεπεσιώτης, παρά το χωριό Καμάρι της Μαντινείας, τον οποίον διαμέλισε ως αντίποινα για τον φόνο του Μάρκου Ντάρα, στις 15 Μαρτίου 1746.

Γιαννάκης Γκρίτζαλης

Γεννήθηκε το 1791 στο Ψάρι Τριφυλίας (της τότε Αρκαδιάς).

Γιος του Δημήτρη Γκρίτζαλη, ο οποίος πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 1790, αφήνοντας τον Γιαννάκη και τα δυο αδέλφια του ορφανά σε πολύ μικρή ηλικία. Ο μικρός μάλιστα γιος ήταν αβάπτιστος και πήρε - όπως συνηθίζεται στην περιοχή - το όνομα του εκλιπόντος πατέρα του. Η μητέρα του Αρετή, καταγόταν από το Κούβελα και ήταν αδελφή του γνωστού κλέφτη, λοχαγού του Αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο και αρχηγού των Ντρέδων κατά την έναρξη της επανάστασης, Γιαννάκη Μέλιου, ο οποίος πέραν από θείος του Γιαννάκη, ήταν και προστάτης των ορφανών και νονός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη.

Η γυναίκα του Γιαννάκη, Γιαννούλα ήταν κόρη του θρυλικού κλέφτη και οπλαρχηγού Μητροπέτροβα από τη Γαράντζα. Με τη Γιαννούλα ο Γιαννάκης ήταν λογοδοσμένος πριν το 1821 και φαίνεται ότι την παντρεύτηκε στην αρχή της επανάστασης. Γι’ αυτό και εμφανίζεται, σε ιστορικά κείμενα, από τα προεπαναστατικά κιόλας χρόνια, ως γαμπρός του Μητροπέτροβα, με τον οποίο και υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, συμπολεμιστής.

Ο Γιαννάκης είχε δυο γιους, τον Δημήτρη που έφερε το όνομα και των δυο παππούδων του και τον μικρότερο Γιώργη.

Προεπαναστατικά τον Γιαννάκη και τον μικρότερο αδελφό του τον Δημήτρη τους βρίσκουμε για μερικά χρόνια εγκαταστημένους στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δημήτρης ασχολείτο με το εμπόριο σιτηρών, μεταξύ Οδησσού και Πόλης. Εκεί φαίνεται ότι μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία και ο Γιαννάκης από το 1818 και μετά έπαιζε ρόλο συνδέσμου, μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Ζακύνθου και των οπλαρχηγών της ορεινής Μεσσηνίας, μεταξύ των οποίων και ο πεθερός του Μητροπέτροβας. Εξαιτίας αυτής του της δράσης ορισμένοι ιστορικοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των κλεφτών της περιοχής.

Η συμμετοχή και συνεισφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κατά τα πρώτα χρόνια του αγώνα της παλιγγενεσίας, είναι γνωστές και ιστορικά τεκμηριωμένες. Αρκεί να σημειωθεί ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο Βαλτέτσι, την Άλωση της Τριπολιτσάς και τα Δερβενάκια που τον καθιέρωσαν ως οπλαρχηγό πρώτης γραμμής. Μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς ονομάστηκε το 1823 χιλίαρχος σε ηλικία 32 ετών και ήταν ο νεότερος σε ηλικία χιλίαρχος μεταξύ των οπλαρχηγών του Αγώνα. Τον βαθμό αυτό τον πήρε στο πεδίο της μάχης και όχι με άλλα κριτήρια όπως δινόταν στη συνέχεια οι βαθμοί και κυρίως κατά τον εμφύλιο του 1825.

Ο Γιαννάκης όπως και ο Μητροπέτροβας υπήρξαν άξιοι και πιστοί φίλοι του Κολοκοτρώνη και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκαν μαζί του, κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, από την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη και λοιπών. Η φυλάκιση τους, όπως είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο και απ’ όλους αποδεκτό, αποτέλεσε την ευκαιρία και αφορμή της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, με όλα τα γνωστά και οδυνηρά επακόλουθα.

Αποφυλακισθέντες, στα τέλη Μαΐου, επειδή ο λαός ζητούσε τους φυσικούς ηγέτες και χωρίς καμία πικρία ή μνησικακία ανέλαβαν πάλι τη γνωστή αγωνιστική τους δράση, συγκινώντας το φιλελληνικό κίνημα και τα ανακτοβούλια της Ευρώπης, επειδή έδειξαν ότι οι Έλληνες πράγματι επιθυμούν και αξίζουν την ελευθερία τους.

Η αγνή και άδολη αυτή συμπεριφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα, όπως και ο πρωταγωνιστικός τους ρόλους στους αγώνες κατά του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν παραδείγματα ηρωισμού και πατριωτισμού μεταξύ των μαχόμενων Ελλήνων και κυρίως μεταξύ των συμπατριωτών τους. Γι’ αυτό και η Μεσσηνία είναι από τις λίγες περιοχές που δεν εμφανίστηκε το θλιβερό φαινόμενο των «προσκυνημένων».

Μετά το Ναυαρίνο, ένα άλλο οδυνηρό και καθοριστικό, για την μετέπειτα ιστορία του τόπου, γεγονός υπήρξε, η δολοφονία του Καποδίστρια.

Η έλευση του Όθωνα, σε ηλικία μόλις 18 ετών και η επιτροπεία του από τους αντιβασιλείς δρομολόγησαν για τη χώρα καινούρια δεδομένα και αποτελούν θλιβερές σελίδες της νεότερης ιστορίας. Και μόνο το γεγονός της καταδίκης σε θάνατο παρ’ ολίγον εκτέλεσης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα αρκεί να αποδείξει τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας αυτή την εποχή. Εάν εκτελείτο ο Κολοκοτρώνης η Πατρίδα μας θα κουβαλούσε στους αιώνες το στίγμα της ντροπής και της αχαριστίας.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και με τους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα φυλακή, αγωνιστές όπως Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας, δεν μπορούσαν να μένουν απαθείς θεατές. Γι’ αυτό και τέθηκαν επικεφαλής της γνωστής Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, η οποία, λόγω και των αιτημάτων φορολογικού και θεσμικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονταν στις προκηρύξεις τους θεωρείται ως η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεότερη ελληνική ιστορία.

Ας σημειωθεί ότι μεταξύ των αιτημάτων, πέραν της αποφυλάκισης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, περιλαμβάνεται για πρώτη φορά και εκχώρηση Συντάγματος. Η συμμετοχή δε σ’ αυτήν και η φυλάκιση του Δημητρίου Καλλέργη, θεωρείται από πολλούς ιστορικούς, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Ρούσσος ως προπομπός της επανάστασης του 1843. Για πολλούς όμως είναι άγνωστο το πότε και από ποιους ζητήθηκε για πρώτη φορά εκχώρηση Συντάγματος.

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο σημαντικότερος αρχηγός της Μεσσηνιακής επανάστασης, φέρεται να αρνείται την ανάμειξη των φυλακισμένων στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα στην εξέγερση και επικαλείται ως λόγο για τον ξεσηκωμό των χωρικών την αβάσταχτη φορολογία.

Στις 29 Ιουλίου 1834 τέσσερα οργανωμένα κινήματα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας έλαβαν χώρα, ταυτόχρονα.

Επικεφαλής του πρώτου ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο οποίος είχε συγκεντρώσει από τα χωριά Σουλιμά και Ψάρι Τριφυλίας 200 πολεμιστές και με αυτούς μπήκε αθόρυβα, τα μεσάνυχτα, στην Κυπαρισσία. Οι επαναστάτες κρύφτηκαν την νύχτα εκείνη στα σπίτια διάφορων Ναπαίων που ήταν μυημένοι στην συνωμοσία και το πρωί της επομένης ημέρας συνέλαβαν πρώτα τον νομάρχη Δ. Χρηστίδη και τον μοίραρχο Κυπαρισσίας Αντώνη Μαυρομιχάλη, κατέλυσαν όλες τις αρχές και κατόπιν διακήρυξαν στο λαό της πόλης τους επαναστατικούς σκοπούς των.

Ο Γκρίτζαλης διακήρυξε ότι το κίνημα απέβλεπε στην κατάργηση της Αντιβασιλείας και την άμεση ανάληψη της βασιλικής εξουσίας από τον Όθωνα. Δήλωσε ακόμη ότι η επανάσταση είχε σκοπό να εμποδίσει την υπονόμευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους αλλόθρησκους αντιβασιλείς και διέδωσε συνάμα ότι το κίνημα είχε προεξοφλήσει τη συγκατάθεση και τη βοήθεια της Ρωσίας. Τέλος για να επιτύχει και τη σύμπραξη του αγροτικού κόσμου, υποστήριξε ότι ένα άλλο κίνητρο της εξέγερσης ήταν η καταθλιπτική φορολογία που είχε επιβληθεί στους γεωργούς και οι ληστρικές μέθοδοι με τις οποίες εισπράττονταν οι φόροι από τους ενοικιαστές των, όλους ευνοουμένους του καθεστώτος.

Τα ποικίλα αυτά συνθήματα, παρότρυναν τον λαό της Κυπαρισσίας, ο οποίος εκδηλώθηκε υπέρ των επαναστατών και ο Γκρίτζαλης συγκέντρωσε 300-400 οπλοφόρους, κινήθηκε προς τις γύρω περιοχές για να ξεσηκώσει κι άλλες κωμοπόλεις και χωριά. Τον ακολουθούσαν και πολλοί χωρικού οπλισμένοι μόνο με μαχαίρια, δρεπάνια, τσουγκράνες και ραβδιά. Το κίνημα έπαιρνε έκταση και αποκτούσε λαϊκή υποστήριξη.

Την ίδια μέρα, στη Γαράτζα, ο περίφημος οπλαρχηγός και πεθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη Μητροπέτροβας, κήρυξε επανάσταση με τα ίδια συνθήματα. Το τρίτο κίνημα εκδηλώθηκε, πάντα την ίδια ημέρα, στην Παλούμπα Μεσσηνίας (Αρκαδίας), από τους Κόλια και Μήτρο Πλαπούτα, ανηψιούς του εγκάθειρκτου στρατηγού Πλαπούτα. Μια στάση εκδηλώθηκε από τον οπαρχηγό Αναστάση Τζαμαλή, στα Ασλάναγα Μεσσηνίας (σημερινό Άρι), ο οποίος ενώθηκε με τον Μητροπέτροβα και από κοινού χτύπησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν το Νησί της Καλαμάτας. Μια Πέμπτη εξέγερση σημειώθηκε στο Δερμπούνι Αρκαδίας. Εκεί οι επαναστάτες συνάντησαν ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις που ήσαν υπό τις διαταγές του μοιράρχου Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα. Στην αψιμαχία που δόθηκε επικράτησαν οι κυβερνητικοί, στο μεταξύ όμως έφτασε ο Γκρίτζαλης με το ισχυρό του σώμα, και τότε οι οπλοφόροι του Φλέσσα προσχώρησαν όλοι στους επαναστάτες, εκτός του αδελφού του Παπαφλέσσα που ξέφυγε και κατέφυγε καταδιωκόμενος στην Μεγαλόπολη. Ο Γκρίτζαλης βάδισε κατά της Μεγαλόπολης, αποφασισμένος να δώσει αποφασιστική μάχη. Αλλά οι Βαυαροί, που υπεράσπιζαν την πόλη με δύο λόχους και απόσπασμα ιππικού, εγκατέλειψαν αμαχητί και η πόλη καταλήφθηκε από τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη στις 4 Αυγούστου.

Η επανάσταση απλωνόταν, επικρατούσε. Μέσα σε μια εβδομάδα οι στασιαστές είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη σχεδόν την Μεσσηνία και την Αρκαδία. Τα κυβερνητικά στρατεύματα και οι αρχές έφευγαν από παντού και στην έδρα της αντιβασιλείας επικρατούσε ήδη ταραχή μεγάλη και αμηχανία.

Για την καταστολή της ανταρσίας διατέθηκαν ισχυρότατες δυνάμεις, με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο Σμαλτς. Ο Κωλέττης επιστράτευσε και τον ονομαστό οπλαρχηγό Γαρδικιώτη Γρίβα, καθώς και τον Πελοποννήσιο αρχιπρόκριτο Κανέλλο Δεληγιάννη, ο οποίος, για την περίσταση ονομάστηκε συνταγματάρχης. Επίσης εστάλησαν κατά των επαναστατών οι Μανιάτες οπλαρχηγοί Κατσάκος Μαυρομιχάλης, Τζουσιάκος, Γιατράκος και άλλοι, βαυαρικά και ελληνικά στρατεύματα - από Ρουμελιώτες και Μανιάτες ιδίως - έλαβαν μέρος στην εκστρατεία. Χωρίστηκαν σε δύο φάλαγγες. Η μία υπό τον Κατσάκο, με δύο χιλιάδες πολεμιστές πολεμιστές, εβάδισε κατά των επαναστατών της Μεσσηνίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Μητροπέτροβας και ο Τζαμαλής. Κατά τη μάχη που δόθηκε επικράτησαν πλήρως τα κυβερνητικά στρατεύματα. Οι επαναστάτες διαλύθηκαν και ασύντακτοι διεσκορπίστηκαν στα γύρω χωριά και ο Τζαμαλής συνελήφθηκε και ο Μητροπέτροβας παραδόθηκε.

Το δεύτερο κυβερνητικό σώμα υπό τον Χατζηχρήστο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα κινήθηκε κατά των επαναστατών της Αρκαδίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, οι αδελφοί Πλαπούτα και ο Ζερμπίνης. Στο χωριό Σούλου, κοντά στην Μεγαλόπολη, συγκρούστηκαν τα δύο στρατεύματα, όπου κι εδώ επικράτησαν οι κυβερνητικοί. Σκοτώθηκαν 50 επαναστάτες και ισάριθμοι κυβερνητικοί. Τελικά οι επαναστάτες υποχώρησαν και διαλύθηκαν. Ο Γκρίτζαλης, με 300, εξακολουθούσε τον αγώνα, καταδιωκόμενος όμως από τόπο σε τόπο. Τελικά παραδόθηκε στον Γρίβα κι αργότερα παραδόθηκε και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Ζερμπίνης, συνελήφθηκαν και οι αδελφοί Πλαπούτα. Η επανάσταση είχε κατασταλεί και ύστερα ακολούθησαν οι δίκες των αρχηγών της στάσης.

Έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον Άγγλο Θωμά Γκόρντον και μέλη τον συνταγματάρχη Π. Γιατράκο, τον αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο και τους δικαστές Φ. Φραγκούλη και Αν. Λόντο συγκροτήθηκε, με έδρα την Κυπαρισσία, όπου είχε εκραγεί η ανταρσία. Εισαγγελέας ορίστηκε ο Δ. Σούτσος, ο γαμπρός δηλαδή του περιλάλητου υπουργού Σχινά, και ένας από τους δικαστές που είχαν καταδικάσει σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σπυρομήλιος που ήταν τώρα «στρατοδίκης» είχε συλληφθεί πριν ένα χρόνο μαζί με τον Κολοκοτρώνη, ως συνένοχός του στην υποτιθέμενη συνωμοσία. Είχε μείνει στην φυλακή εννέα μήνες, αλλά τελικά τον αποφυλάκισε ο Κωλέττης για να τον ορίσει τώρα δικαστή των άλλοτε ομοφρόνων του.

Πρώτος δικάστηκε ο Γκρίτζαλης «ο γενναιότερος και δραστηριότερος των κορυφαίων της Πελοποννησιακής ανταρσίας». Ο Γκρίτζαλης, ο οποίος ανέλαβε θαρραλέα όλες τις ευθύνες της ανταρσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο. Δύο ώρες μετά την καταδίκη του, εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 19-9-1834. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και φώναξε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων».Το στρατοδικείο καταδίκασε επίσης σε θάνατο τον Μητροπέτροβα και τον Τζαμαλή. Μόνον η ποινή του Μητροπέτροβα δεν εκτελέστηκε «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος» και μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση.

Στη γυναίκα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη δεν επέτρεψαν να πάρει το σώμα του νεκρού ήρωα, από φόβο μήπως κατά την ταφή προκληθούν μεγαλύτερες ταραχές. Η τραγική γυναίκα μάζεψε τα μυαλά του νεκρού άντρα της, που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και στη συνέχεια κέρασε, σύμφωνα με το έθιμο, το εκτελεστικό απόσπασμα.

Ο Όθων μαθαίνοντας αργότερα την αλήθεια, αναγνώρισε το λάθος του και έστειλε στο Πάνω Ψάρι, στην γενέτειρα του ήρωα μια καμπάνα για το καμπαναριό της εκκλησίας που αναγράφεται "Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων". Η εκκλησία αυτή έχει φτιαχτεί από τους Ψαραίους, τον αδελφό του Γιαννάκη, Δημήτρη και το γιο του Γιαννάκη το Δημήτρη. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και υπάρχει και σήμερα, στο προαύλιο της οποίας κάθε χρόνο το Σεπτέμβριο, τελούνται εκδηλώσεις μνήμης για την Μεσσηνιακή Επανάσταση και κατάθεση στεφάνων στο σπίτι του Ήρωά μας.

Προτομές του Γιαννάκη Γκρίτζαλη υπάρχουν στο Ψάρι, στην Κυπαρισσία όπου και εκτελέστηκε και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.

Η συμβολή του Γιαννάκη Γκρίτζαλη στον αγώνα της απελευθέρωσης είναι μεγάλη, ωστόσο το όνομά του δεν έχει πάρει στην ιστορία τη θέση που του αξίζει (όσον αφορά τη διδασκόμενη στα σχολεία ιστορία), γιατί: α) η Μεσσηνιακή Επανάσταση, που επιστέγασε και σηματοδότησε τη δράση και τους αγώνες του Γκρίτζαλη, συνοδεύτηκε από ανθρωποθυσίες, τόσο του ιδίου όσο και του Αναστάση Τζαμαλή. Θα έπρεπε επομένως κάποιοι να απολογηθούν ή και να λογοδοτήσουν γι’ αυτές τις ανθρωποθυσίες και για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, «θάφτηκε» ιστορικά το γεγονός και, κατ’ επέκταση, η γενικότερη προσφορά του Γκρίτζαλη.

β) τα κοινωνικά αιτήματα, έχουν διάρκεια στο χρόνο και παρουσιάζουν επανάληψη και ωφέλιμο είναι - από κάθε μορφής κρατούντες σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης - να παραβλέπεται ή και να αποσιωπάται πλήρως η διεκδίκησή τους και κατ’ επέκταση, να υποβαθμίζονται οι πρωτοστατούντες διεκδικητές.

γ) ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ήταν περισσότερο του δέοντος «άτακτος» αφού δεν φρόντισε να επωφεληθεί και να εξαργυρώσει τους αγώνες του με Εθνικές Γαίες (τα παλιά τσιφλίκια των Πασάδων), όπως έκαναν πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί. Και οι «άτακτοι», όπως κι όσοι ενοχλούν, καλόν είναι να …φρονηματίζονται, προς παραδειγματισμό, ή και να εξοντώνονται. Ας σημειωθεί ότι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, είναι ο πρώτος Έλληνας που καταδικάστηκε σε θάνατο, με συνοπτικές διαδικασίες, από έκτακτο στρατοδικείο και εκτελέστηκε. Μια ακόμη θλιβερή πρωτιά του ανδρός.

δ) ως γνωστό η ιστορία γράφεται από τους νικητές κι ο Γκρίτζαλης, με βάση «το τελευταίο εκβάν» καταχωρήθηκε στην κατηγορία των ηττημένων.

ε) όπως γράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης: «εις τούτον τον τόπον ουδεμία πράξις φιλοπατρίας δεν έμεινεν ατιμώρητος».Ο αγώνας του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και των παλικαριών του δίνει το δίδαγμα σε όλους μας και ειδικά στη νέα γενιά ότι η θυσία αποτελεί επιταγή των γενναίων και πως η ήττα ορισμένες φορές αποτελεί ηθική νίκη και ορισμένοι άνθρωποι πεθαίνουν για να ξαναγεννηθούν. Επίσης η ελευθερία δεν έρχεται μόνη της αλλά κατακτιέται με αγώνες, αίμα, με αρετή και τόλμη. Ο Γκρίτζαλης υπήρξε γέννημα μιας αλυσίδας ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων και θύμα μιας αλυσίδας προσωπικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τέλος ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και ο Μητροπέτροβας δεν ήταν επαναστάτες χωρίς αιτία, γιατί σύμφωνα με την παρακαταθήκη που μας άφησε η αρχαιοελληνική γραμματεία: «Αισχρόν εστί σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικουμένης».

Πολιτικοί με καταγωγή το Ψάρι Μεσσηνίας

Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος

Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος

Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος

Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος

Πηγές

http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/intro2.html

http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/Lapi.html

http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/Soulima.html

http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/psari.html

http://anodorio.blogspot.gr/2010/05/blog-post_16.html