Βουλγάτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: zh:武加大译本
JAnDbot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ko:불가타
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[it:Vulgata]]
[[it:Vulgata]]
[[ja:ヴルガータ]]
[[ja:ヴルガータ]]
[[ko:불가타]]
[[la:Biblia Vulgata]]
[[la:Biblia Vulgata]]
[[lb:Vulgata]]
[[lb:Vulgata]]

Έκδοση από την 11:15, 20 Νοεμβρίου 2007

Εξώφυλλο της Βουλγάτας

Βουλγάτα ή Βουλγκάτα είναι η λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής που έγινε στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα από τον Ιερώνυμο κατ' εντολή του Πάπα Δάμασου Α' και υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Το όνομα προέρχεται από την φράση vulgata editio (έκδοση «κοινή» ή «για το λαό») και ήταν γραμμένη στην καθομιλούμενη λατινική γλώσσα της εποχής. Σκοπός της μετάφρασης αυτής ήταν να υπάρχει μια έκδοση της Bίβλου περισσότερο κατανοητή και ακριβής. Εντούτοις, ως τον 10ο αιώνα, η Αγία Γραφή δεν γινόταν πλέον κατανοητή από το λαό στο μεγαλύτερο μέρος της εκχριστιανισμένης Ευρώπης καθώς είχε πάψει προ καιρού να μιλιέται η λατινική γλώσσα, γεγονός που οδήγησε σε θεολογική αμάθεια και θρησκευτικό εκπεσμό[1].

Υποσημειώσεις

  1. «Ποτέ δεν ευρέθησαν ήθη τόσον αντικείμενα εις τα της πρώτης Εκκλησίας, όσον τα επικρατούντα εις την Ιταλίαν, Γαλλίαν, και σχεδόν εις όλην την Ευρώπην, κατά τον δέκατον αιώνα. Οι πρώτοι Χριστιανοί εσπούδαζον τον νόμον του Θεού, και εκοπίαζαν συνεχώς να διδαχθώσιν αυτόν καλήτερα με την ανάγνωσιν και μελέτην· η φιλανθρωπία ενεψύχονε, και εντελώς ήνονεν αυτούς. Εξ εναντίας, εις εκείνον τον δυστυχή αιώνα δεν ήτον άλλο τι παρά μόνον αμάθεια και διχοστασία. Το περισσότερον μέρος των λαϊκών δεν ήξευραν να διαβάσωσι και δεν είχαν βιβλία. Οι πλούσιοι, αν είχαν τινά βιβλία παλαιά, τα εθεώρουν ως μαργαρίτας, και δεν ηδύναντο να τα καταλάβωσι, διότι ήσαν γεγραμένα Λατινιστί, εις γλώσσαν δηλαδή, ήτις δεν ωμιλείτο. Δεν εσυνείθιζαν ακόμη να γράφωσιν εις την απλήν διάλεκτον. Η ακολουθία και η δημόσιος ανάγνωσις εγίνοντο εις την εκκλησία Λατινιστί, και σπανίως εξηγούντο. Οι επίσκοποι εκήρυτταν ολίγον, και οι άρχοντες, κεκλεισμένοι καθείς εις το φρούριόν του, ευχαριστούντο εις την ακολουθίαν των πλησίον μοναστηρίων, ή εις την κατά μέρος λειτουργίαν των παρεκκλησίων των. Όλος ο κόσμος ήσαν τότε Χριστιανοί, εις τρόπον ώστε το ήναι τις τιούτος εφαίνετο φυσικόν πράγμα· και το αυτό άνθρωπος και Χριστιανός. [...] Οι Χριστιανοί δεν διέφεραν σχεδόν από τους Εβραίους και από τους απίστους κατά τας αρετάς και κακίας, αλλά μόνον κατά τας τελετάς, αι οποίαι δεν κάμνουν τους ανθρώπους καλητέρους». (Αποθήκη των Ωφέλιμων Γνώσεων, «Χριστιανοί του Δεκάτου Αιώνος», Τόμ. 1ος, Αρ. 1 (1837), Τεύχ. 1, σελ. 13, 14)


Βλέπε επίσης