Κατεχολαμίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προστέθηκε η Κατηγορία:Κατεχολαμίνες (με το HotCat)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:


1313/5000
Κατεχολαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής μονοαμίνης(, μια οργανική ένωση που έχει μια κατεχόλη (βενζόλιο με δύο πλευρικές ομάδες υδροξυλίου το ένα δίπλα στο άλλο,αρωματική οργανική ένωση με μοριακό τύπο C6H6O2) και μια αμίνη πλευρικής αλυσίδας. [1]

Η κατεχόλη μπορεί να είναι είτε ένα ελεύθερο μόριο είτε ένας υποκαταστάτης ενός μεγαλύτερου μορίου, όπου αντιπροσωπεύει μια ομάδα 1,2-διϋδροξυβενζολίου.

Οι κατηχολαμίνες προέρχονται από την τυροσίνη, η οποία προέρχεται από διατροφηκές πηγές καθώς και από σύνθεση φαινυλαλανίνης [2]. Οι κατηχολαμίνες είναι υδατοδιαλυτές και είναι 50% συνδεδεμένες με τις πρωτεΐνες του πλάσματος του κυκλοφορικού συστήματος.

Μεταξύ των κατεχολαμινών συμπεριλαμβάνονται η επινεφρίνη (αδρεναλίνη), η νορεπινεφρίνη (νοραδρεναλίνη) και η ντοπαμίνη. Η απελευθέρωση των ορμονών επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης από τον πυρήνα των επινεφριδίων είναι μέρος της αντίδρασης στην καταπολέμηση επιβλαβών γεγονότων ή έντονων καταστάσεων(επιβίωσης-κινδύνου)[3].

Η τυροσίνη δημιουργείται από τη φαινυλαλανίνη με υδροξυλίωση από το ένζυμο φαινυλαλανίνη υδροξυλάση. Η τυροσίνη απορροφάται απευθείας από διαιτητικές πρωτεΐνες. Τα κύτταρα που εκκρίνουν καετεχολαμίνες χρησιμοποιούν αρκετές αντιδράσεις για να μετατρέψουν σειριακά την τυροσίνη σε L-DOPA και μετά σε ντοπαμίνη. Ανάλογα με τον τύπο του κυττάρου, η ντοπαμίνη μπορεί να μετατραπεί περαιτέρω στη νορεπινεφρίνη ή ακόμη να μετατραπεί περαιτέρω σε επινεφρίνη [4].

Διάφορα διεγερτικά φάρμακα (όπως ένας αριθμός υποκατεστημένων αμφεταμινών) είναι ανάλογα κατεχολαμίνης.









{{Πηγές|07|02|2018}}
{{Πηγές|07|02|2018}}



Έκδοση από την 15:14, 24 Ιουλίου 2019


1313/5000

Κατεχολαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής μονοαμίνης(, μια οργανική ένωση που έχει μια κατεχόλη (βενζόλιο με δύο πλευρικές ομάδες υδροξυλίου το ένα δίπλα στο άλλο,αρωματική οργανική ένωση με μοριακό τύπο C6H6O2) και μια αμίνη πλευρικής αλυσίδας. [1]

Η κατεχόλη μπορεί να είναι είτε ένα ελεύθερο μόριο είτε ένας υποκαταστάτης ενός μεγαλύτερου μορίου, όπου αντιπροσωπεύει μια ομάδα 1,2-διϋδροξυβενζολίου.

Οι κατηχολαμίνες προέρχονται από την τυροσίνη, η οποία προέρχεται από διατροφηκές πηγές καθώς και από σύνθεση φαινυλαλανίνης [2]. Οι κατηχολαμίνες είναι υδατοδιαλυτές και είναι 50% συνδεδεμένες με τις πρωτεΐνες του πλάσματος του κυκλοφορικού συστήματος.

Μεταξύ των κατεχολαμινών συμπεριλαμβάνονται η επινεφρίνη (αδρεναλίνη), η νορεπινεφρίνη (νοραδρεναλίνη) και η ντοπαμίνη. Η απελευθέρωση των ορμονών επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης από τον πυρήνα των επινεφριδίων είναι μέρος της αντίδρασης στην καταπολέμηση επιβλαβών γεγονότων ή έντονων καταστάσεων(επιβίωσης-κινδύνου)[3].

Η τυροσίνη δημιουργείται από τη φαινυλαλανίνη με υδροξυλίωση από το ένζυμο φαινυλαλανίνη υδροξυλάση. Η τυροσίνη απορροφάται απευθείας από διαιτητικές πρωτεΐνες. Τα κύτταρα που εκκρίνουν καετεχολαμίνες χρησιμοποιούν αρκετές αντιδράσεις για να μετατρέψουν σειριακά την τυροσίνη σε L-DOPA και μετά σε ντοπαμίνη. Ανάλογα με τον τύπο του κυττάρου, η ντοπαμίνη μπορεί να μετατραπεί περαιτέρω στη νορεπινεφρίνη ή ακόμη να μετατραπεί περαιτέρω σε επινεφρίνη [4].

Διάφορα διεγερτικά φάρμακα (όπως ένας αριθμός υποκατεστημένων αμφεταμινών) είναι ανάλογα κατεχολαμίνης.





Οι κατεχολαμίνες αποτελούν σημαντική κατηγορία ορμονών που συμμετέχουν στις βιοχημικές και φυσιολογικές διεργασίες των ζωικών οργανισμών.

Περιλαμβάνουν την επινεφρίνη (ή αδρεναλίνη), η οποία παράγεται κυρίως από τον μυελό των επινεφριδίων, τη νορεπινεφρίνη (ή νοραδρεναλίνη), η οποία συναντάται στις νευρικές απολήξεις, και την ντοπαμίνη, που βρίσκεται κυρίως στα βασικά γάγγλια του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα επινεφρίδια παράγουν μεγάλες ποσότητες κατεχολαμινών σε συνθήκες στρες.

Μόλις απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος, οι κατεχολαμίνες αυξάνουν τον καρδιακό παλμό, την αρτηριακή πίεση, τον ρυθμό αναπνοής και την πνευματική διεγερσιμότητα. Επίσης, προκαλούν μείωση στη διάμετρο των αιμοφόρων αγγείων του δέρματος (αγγειοσυστολή), διαστολή των βρόγχων στους πνεύμονες (βρογχοδιαστολή) και αύξηση της ροής του αίματος προς τα κύρια όργανα, όπως ο εγκέφαλος, η καρδιά και τα νεφρά, μεταξύ άλλων δράσεων. Το ποσοστό τους στο αίμα και στα ούρα αυξάνεται σημαντικά σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενειών καθώς και κατά τη διάρκεια φυσικής και διανοητικής άσκησης. Πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα (ρεζερπίνη, ιπρονιαζίδη, γουανεθιδίνη, παργυλίνη κ.ά.) επιδρούν στη σύνθεση, στην απελευθέρωση, στην απόθεση και στον μεταβολισμό των κατεχολαμινών και χρησιμοποιούνται για να ενισχύουν ή να μειώνουν τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος.