Με τον όρο Γαλλοϊνδιανικός Πόλεμος περιγράφονται οι συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στο θέατρο της Βόρειας Αμερικής, στα πλαίσια του Επταετούς πολέμου που διεξάχθηκε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Ο Γαλλοϊνδιανικός πόλεμος έλαβε χώρα μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και ειδικότερα των Βορειοαμερικανικών αποικιών και κτήσεών της και της Γαλλίας, καθώς και των Ιθαγενών Αμερικανών, συμμάχων της δεύτερης. Για τους Γάλλους, ο πόλεμος είναι γνωστός ως La guerre de la Conquête (Πόλεμος της Κατάκτησης).[3][4]
Στην αρχή του πολέμου οι Βρετανικές αποικίες είχαν πληθυσμό πάνω από 2 εκατομμύρια κατοίκους ενώ οι Γαλλικές μόλις 60.000,[5] έτσι οι Γάλλοι βασίστηκαν σημαντικά στους Ιθαγενείς Αμερικανούς. Οι συγκρούσεις έλαβαν χώρα κυρίως στα σύνορα μεταξύ της Νέας Γαλλίας, από τη Βιρτζίνια στο Νότο έως τη Νέα Σκωτία στο Βορρά. Η ένοπλη σύγκρουση ξέσπασε το Μάιο του 1754, όταν πολιτοφύλακες από τη Βιρτζίνια, υπό την ηγεσία του τότε εικοσιδυάχρονου Τζορτζ Ουάσινγκτον, έστησαν ενέδρα σε μια γαλλική περίπολο. Παρά τις αρχικές τους αποτυχίες στα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι Βρετανοί ανέκαμψαν και προέλασαν στην περιοχή των Γάλλων, καταλαμβάνοντας το Μόντρεαλ το Σεπτέμβρη του 1760.
Το αποτέλεσμα του πολέμου αποτέλεσε τη σημαντικότερη εξέλιξη σε πάνω από έναν αιώνα διαμάχης μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Η Γαλλία παρέδωσε την περιοχή ανατολικά του Μισσισσιππή στους Βρετανούς και τη Γαλλική Λουϊζιάνα δυτικά του Μισσισσιππή στους σύμμαχούς της Ισπανούς. Με αυτόν τον τρόπο, η παρουσία της Γαλλίας βόρεια της Καραϊβικής περιορίστηκε μόνο στα νησιά Σαιν Πιερ και Μικελόν και η Βρετανία αναδείχτηκε ως η κυρίαρχη αποικιακή δύναμη στη Βόρεια Αμερική.
Παραπομπές
↑Brumwell, pp. 26–31, documents the starting sizes of the expeditions against Louisbourg, Carillon, Duquesne, and West Indies.