Το Νούμερο 31328: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ γενική βελτίωση εμφάνισης + μικρές διορθώσεις
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
Το έργο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το [[1931]], αφού ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά, γνωρίζοντας την καταξίωση από το κοινό και τους κριτικούς. Ο Βενέζης γράφει για το πώς δούλεψε το έργο στην πρώτη έκδοση του 1931: «[''Π'']''άνε 21 χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα το 1931, όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη αυτής της ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι' αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το ''Νούμερο 31328'', δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ &mdash; τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θ έ λ ε ι ς να ξεχνάς.''»<ref>Ό.π.</ref>
Το έργο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το [[1931]], αφού ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά, γνωρίζοντας την καταξίωση από το κοινό και τους κριτικούς. Ο Βενέζης γράφει για το πώς δούλεψε το έργο στην πρώτη έκδοση του 1931: «[''Π'']''άνε 21 χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα το 1931, όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη αυτής της ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι' αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το ''Νούμερο 31328'', δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ &mdash; τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θ έ λ ε ι ς να ξεχνάς.''»<ref>Ό.π.</ref>


Είναι από τα πιο πολυδιασμένα νεοελληνικά μυθιστόρηματα, αφού το διάστημα από το [[1961]] έως το [[2011]], κυκλοφόρησε σε 162.920 αντίτυπα,<ref>Δέσποινα Καρανίκα, ''Η εργογραφία των αυτοτελών εκδόσεων του Ηλία Βενέζη (1928-2010)'', σελ. 17.</ref> ενώ έχει μεταφραστεί και σε οκτώ ξένες γλώσσες.
Είναι από τα πιο πολυδιασμένα νεοελληνικά μυθιστόρηματα, αφού το διάστημα από το [[1961]] έως το [[2011]], κυκλοφόρησε σε 162.920 αντίτυπα,<ref>Δέσποινα Καρανίκα, ''Βιβλιογραφία των αυτοτελών εκδόσεων του Ηλία Βενέζη (1928-2010)'', σελ. 17.</ref> ενώ έχει μεταφραστεί και σε οκτώ ξένες γλώσσες.


==Πλοκή==
==Πλοκή==

Έκδοση από την 13:08, 6 Αυγούστου 2017

Το Νούμερο 31328
Εξώφυλλο α΄ έκδοσης σε βιβλίο (1931)
ΣυγγραφέαςΗλίας Βενέζης
ΤίτλοςΤο Νούμερο 31328
ΓλώσσαΕλληνικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1931
ΜορφήΜυθιστόρημα
ΠροηγούμενοΠρώτη δημοσίευση στην εφημ. Καμπάνα της Μυτιλήνης (1924)

Το νούμερο 31328 (υπότιτλος Το βιβλίο της σκλαβιάς) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του λογοτέχνη Ηλία Βενέζη, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1924 σε συνέχειες — αλλά όχι ολοκληρωμένο[1] — από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1924, ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης Καμπάνα, την οποία εξέδιδε και διεύθυνε ο Στράτης Μυριβήλης, και αφορά την εμπειρία του συγγραφέα από την αιχμαλωσία του και την σκλαβιά στα εργατικά τάγματα της Τουρκίας, αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Το βιβλίο το αφιέρωσε ο συγγραφέας στη μητέρα του «και σε όλες τις τυραγνισμένες μητέρες του κόσμου».

Ο ίδιος ο συγγραφέας, καλύτερα από τον καθέναν, μας μιλάει για την ουσία του βιβλίου που έγραψε: «[T]ο βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα […] Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ' άλλα σωπαίνουν. […] [Τ]ίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.»[2]

Το έργο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1931, αφού ο συγγραφέας το επεξεργάστηκε ξανά, γνωρίζοντας την καταξίωση από το κοινό και τους κριτικούς. Ο Βενέζης γράφει για το πώς δούλεψε το έργο στην πρώτη έκδοση του 1931: «[Π]άνε 21 χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ' τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα το 1931, όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη αυτής της ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ' τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι' αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το Νούμερο 31328, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ — τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θ έ λ ε ι ς να ξεχνάς.»[3]

Είναι από τα πιο πολυδιασμένα νεοελληνικά μυθιστόρηματα, αφού το διάστημα από το 1961 έως το 2011, κυκλοφόρησε σε 162.920 αντίτυπα,[4] ενώ έχει μεταφραστεί και σε οκτώ ξένες γλώσσες.

Πλοκή

Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1922. Η Μικρασιατική καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί. Οι Τούρκοι κατέλαβαν όλες τις ελληνικές πόλεις της Μικρασίας. Και ανάμεσα σε αυτές και το Αϊβαλί, την γεννήτηρα πόλη του συγγραφέα.

«Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: το σάπιο εμπόρευμα — τα παιδάκια κι οι γυναίκες — θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα, μα οι άντρες από δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.

»Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ΄ τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες Χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.

»Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας από τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθή. Μα σιγά – σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σαν μαζεύονταν διακόσοι – τρακόσοι άνθρωποι τους στέλναν με συνοδεία στο εσωτερικό.»

Ο συγγραφέας — ακριβώς στο όριο, 18 χρονών — για να γλιτώσει από αυτή τη ζοφερή προοπτική, τον πρώτο καιρό, και μέχρι να φύγουν οι δικοί του, κρύβεται μέρα και νύχτα, στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού τους. Μα ο χρόνος περνά, η διορία τελειώνει και τα τελευταία καράβια πρέπει να αναχωρήσουν για την Μυτιλήνη. Η οικογένεια αποφασίζει να το ρισκάρει, παρόλο που ξέρει ότι ρισκάρει την ζωή του παιδιού της — η ποινή σε αυτούς που προσπαθούν κρυφά να το σκάσουν, είναι ο άμεσος θάνατος. Δωροδοκούν έναν φύλακα του λιμανιού, και προσπαθούν να περάσουν κρυμμένον όπως–όπως, και τον μεγάλο γιό μαζί τους. Αλλά οι στρατιώτες τον ανακαλύπτουν. Τον μεταφέρουν κατευθείαν στην φυλακή της πόλης, και εκεί στοιβαγμένος μαζί με άλλους σαράντα άντρες, θα παραμείνει περιμένοντας από νύχτα σε νύχτα, το θάνατο. Και ο θάνατος φτάνει:

«[Ο αξιωματικός] είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα. Έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται, το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δύο τιποτένιοι πόντοι.

σκλάβοι στα Τάγματα Εργασίας

»Το χέρι του πέφτει ίσα απάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.

»Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…»

Οι τελευταίοι που μείνανε στη φυλακή, δεν θα εκτελεστούν. Θα ξεκινήσουν μιαν νύχτα, την ατέλειωτη πορεία τους προς το άγνωστο. Η αποστολή — από τις τελευταίες — αποτελείται από σαράντα τρία άτομα. Αυτήν την ίδια νύχτα, θα τους γδύσουν από όλα τα πράγματα που κουβαλούσαν μαζί τους και από όλα τα ρούχα τους. Ακόμα και από τα παπούτσια τους. Θα μείνουν, μόνο με τα εσώρουχα. Έτσι θα ξεκινήσουν την βασανιστική πορεία προς το εσωτερικό. Καίγουνται από τη ζέστη τη μέρα, παγώνουν από το κρύο το βράδυ. Το πόδια τους, πληγώνονται από το ανώμαλο έδαφος, ξεσκίζονται και ματώνουν, αλλά είναι υποχρεωμένοι να περπατούν. Η πείνα και η δίψα δυναμώνουν το μαρτύριό τους. Όταν βρίσκουν νερό — βούρκους — πέφτουν και πίνουν με μανία. Ο πυρετός και η δυσεντερία έρχεται να αποτελειώσει τους πιο αδύναμους.

Όσοι πέφτουν εξαντλημένοι, σφάζονται με τη λόγχη, ή εγκαταλείπονται να πεθάνουν αβοήθητοι. Φτάνουν, επιτέλους, στο Κιρκαγάτς, την πόλη στην οποία θα δουλέψουν. Έχουν μείνει είκοσι τρεις. Εκεί αρχίζει η σκλαβιά. Υποχρεώνονται να δουλέψουν, να δουλεύουν ασταμάτητα, σε οποιαδήποτε δουλειά, υπάρχει. Ο συγγραφέας ξεφορτώνει σακιά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ξεφορτώνει κάσες με πυρομαχικά, δουλεύει σε οικοδομές, κόβει ξύλα, καθαρίζει σπίτια, ξεχορταριάζει αγρούς, κουβαλάει κουλούρες συρματοπλέγματος, ξεφορτώνει κάρβουνο, σκάβει χαντάκια, σπάει πέτρες, κουβαλάει χαλίκι. Τα ίδια κάνει παντού, στο Κιρκαγάτς, στο Μπακιρκίοι, στο Αξάρ, και τέλος στη Μαγνησά. Για ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και μια πεταμένη γόπα από τσιγάρο.

Στη Μαγνησά, εντάσσεται και τυπικά στα εργατικά τάγματα: «[Ε]ίμαστε ένα τάγμα εργατικό. "Αμελέ ταμπουρού". Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων. […] Το "ταμπούρ" είναι χωρισμένο σε "μπουλούκια" (λόχους). Οι λόχοι σε "μάγγες" (ενωμοτίες). Αρχηγός της κάθε μάγκας, ένας "τσαούς", ένας από τους Έλληνες σκλάβους, που ξέραν τούρκικα και ήταν οι πιο καπάτσοι.»

Παίρνει το πολυπόθητο νούμερο 31328, 14ο Εργατικό Τάγμα. Καταγράφεται πλέον, δηλ. υπάρχει, και δεν είναι εύκολο πια να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό.

Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς, τώρα που εντάχτηκε στα εργατικά τάγματα, οι συνθήκες είναι λίγο καλύτερες. Τρώνε ένα πιάτο κουκιά το βράδυ, και έναν χυλό από αλεύρι και νερό, το πρωί. Τους επιτρέπουν να στείλουν και ένα γράμμα στους δικούς τους. Ωστόσο η δουλειά δεν σταματά. Τώρα δουλεύει στο άνοιγμα δρόμων, σπάει χαλίκι από το πρωί ως το βράδυ αλλά κάνει κάθε άλλου είδους αγγαρεία που θα προκύψει.

Από τη στιγμή που υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης το καλοκαίρι του 1923, άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για το γυρισμό στην Ελλάδα. Μια λέξη υπάρχει στα στόματα όλων: «μπουμπαντελέ» (ανταλλαγή). Πραγματικά η πολυπόθητη μέρα έρχεται. Οι σκλάβοι αφήνονται επιτέλους, ελεύθεροι.

Εκδόσεις

Με επιμέλεια του συγγραφέα

  • 1931: Το νούμερο 31328 (Σκλάβοι στα εργατικά τάγματα της Ανατολής). Εκδοτικός οίκος Ν. Θεοφανίδη - Σ. Λαμπαδάρη, Μυτιλήνη/Αθήνα. 2000 αντίτυπα.
  • 1935: Το Νο 31328. Εκδοτικός οίκος Κασταλία, Αθήνα. 2000 αντίτυπα, ελαφρά αναθεωρημένη έκδοση γραμματικά και συντακτικά μόνο.
  • 1945, Αύγουστος: «Το νούμερο 31328 (Το βιβλίο της σκλαβιάς). Εκδοτικός οίκος «Οι Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα. 4000 αντίτυπα, εκ των οποίων 500 αριθμημένα και σε πολυτελή έκδοση. Αισθητά αναθεωρημένη και ως προς το περιεχόμενο του κειμένου. Σε αυτήν την έκδοση προστίθενται ως τίτλοι των κεφαλαίων στίχοι από τους Ψαλμούς του Δαυίδ.
  • 1952, Απρίλιος: Το νούμερο 31328 (Το βιβλίο της σκλαβιάς). Εκδόσεις «Άλφα» Ι.Μ. Σκαζίκη, Αθήνα. 3000 αντίτυπα.
  • 1959 και εφεξής: Το νούμερο 31328 (Το βιβλίο της σκλαβιάς). Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας, Αθήνα.

Σε άλλες γλώσσες

  • 1945: La grande pitié, γαλλικά.
  • 1947: La grande pietá, ιταλικά.
  • 1947: A grande jornada, πορτογαλικά.
  • 1969: Nummer 31328, Leidensweg in Anatolien, γερμανικά.
  • 1996: БРОЈ 31328, σερβοκροάτικα (έκδοση στο Βελιγράδι).
  • 2004: Numǎrul 31 328, Cartea robiei, ρουμανικά.
  • 2005: El número 31328, ισπανικά (έκδοση στο Σαντιάγκο Χιλής).
  • 2006: El numero 31328, El libro del cautiverio (έκδοση στην Σεβίλη Ισπανίας).

Παραπομπές

  1. Tα μειωμένα έσοδα ανάγκασαν τον Μυριβήλη να μειώσει τις σελίδες από τέσσερις σε δύο, και να διακόψει την επιφυλλίδα.
  2. Από τον πρόλογο της β' έκδοσης, του 1945, σελ.13.
  3. Ό.π.
  4. Δέσποινα Καρανίκα, Βιβλιογραφία των αυτοτελών εκδόσεων του Ηλία Βενέζη (1928-2010), σελ. 17.

Πηγή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι