Φυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 2A02:582:10C5:6E00:BD0B:F651:2C2E:5427 (συνεισφ.),...
μ Αντικατάσταση παρωχημένου προτύπου με references tag
Γραμμή 22: Γραμμή 22:


== Παραπομπές-σημειώσεις ==
== Παραπομπές-σημειώσεις ==
<references />
{{reflist|2}}


== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==

Έκδοση από την 07:11, 6 Μαΐου 2017

Αυτό το λήμμα αφορά κοινωνιολογική και ανθρωπολογική έννοια. Για σύγχρονη πόλη, δείτε: Φυλή Αττικής. Για αρχαία πόλη και τον αρχαίο δήμο, δείτε: Φυλή Οινηίδας.


Με τον όρο φυλή στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία εννοείται μια θεωρητική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, βασισμένη σε μικρότερες ομάδες που διακρίνονται για την προσωρινή ή μόνιμη πολιτική τους ενσωμάτωση και καθορίζεται από παραδόσεις κοινής καταγωγής ή κοινό ιδρυτικό μύθο, κοινή γλώσσα πολιτισμό και κοινή κυρίαρχη ιδεολογία[1].

Στη βιολογία, η φυλή είναι μια ταξινομική βαθμίδα πάνω από το γένος, αλλά κάτω από την οικογένεια και την υποοικογένεια.[2][3] Μερικές φορές υποδιαιρείται σε υποφυλές (subtribes).

Διαφορετικοί ορισμοί για την έννοια της φυλής

Σε ό,τι αφορά στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα και ονοματοδοσία ο όρος φυλή εκ του αρχαιοελληνικού φύεσθαι σημαίνει τρία διαφορετικά πράγματα:

  1. Άθροισμα ανθρώπων που διακρίνονται από άλλους βάσει χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, όπως είναι για παράδειγμα η κοινή καταγωγή. Η συγκεκριμένη νοηματική απόδοση ταυτίζεται σχεδόν με τον παραπάνω ορισμό. (φυλή των Δωριέων, φυλή των Ιώνων κ.λπ.).
  2. Άθροισμα ανθρώπων βάσει συνοίκησης, π.χ. οι δέκα φυλές του Κλεισθένη. Μορφή κοινωνικής οργάνωσης που δεν είχε καθόλου σχέση με ζητήματα καταγωγής. Πρβλ το Λατινικό tribus.
  3. Στρατιωτικό τμήμα απαρτιζόμενο από ανθρώπους της ίδιας φυλής[4]

Ο αγγλικός όρος tribe (=φυλή) εκ του λατινικού tribus προέκυψε στην αρχαία Ρώμη, όπου χρησιμοποιείτο για να δηλώσει μια διοικητική διαίρεση του κράτους ή μία από τις τρεις πρωταρχικές φυλές των Ρωμαίων[5].

Δεσμός

Οι μικρότερες ομάδες που λειτουργούν ως θεμέλιο για τη συγκρότηση της φυλής (αγγλ: band μτφρ. συνήθως ως δεσμός) αντιπροσωπεύουν συγκεντρώσεις 5-80 ανθρώπων που διακρίνονται για τον ηθικό ή ψυχικό δεσμό τους ή κάποια μορφή αμοιβαίας εγγύησης. Πρόκειται για μικρές κοινωνικές μονάδες που αντιστοιχούν πρακτικά στη διευρυμένη οικογένεια.

Κατά τον 19ο αιώνα οι ανθρωπολόγοι οι γεωγράφοι και οι εξερευνητές θεωρούσαν αυτή τη διευρυμένη οικογένεια ως πρωταρχική μονάδα κοινωνικής οργάνωσης σε μοντέλα μονογραμμικής πολιτισμικής ανάπτυξης και χρησιμοποιείτο συχνότερα για να περιγράψει κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι η μονογραμμική ανάπτυξη έχει απορριφθεί ως μοντέλο κοινωνικής εξέλιξης, ο όρος συνεχίζει να είναι δημοφιλής, καθώς υποδεικνύει το μέγεθος μιας ομάδας με αμοιβαίους δεσμούς και έναν πρωτογενή έστω βαθμό κοινωνικής ιεραρχίας.

Παραπομπές-σημειώσεις

  1. tribe. (2008). In Encyclopædia Britannica. Retrieved October 25, 2008, from Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/604711/tribe
  2. McNeill, J.; Barrie, F.R.; Buck, W.R.; Demoulin, V.; Greuter, W.; Hawksworth, D.L.; Herendeen, P.S.; Knapp, S.; Marhold, K.; Prado, J.; Prud'homme Van Reine, W.F.; Smith, G.F.; Wiersema, J.H.; Turland, N.J. (2012), International Code of Nomenclature for algae, fungi, and plants (Melbourne Code) adopted by the Eighteenth International Botanical Congress Melbourne, Australia, July 2011, Regnum Vegetabile 154, A.R.G. Gantner Verlag KG  , ISBN 978-3-87429-425-6, http://www.iapt-taxon.org/nomen/main.php?page=title  Article 4
  3. International Commission on Zoological Nomenclature (1999). International Code of Zoological Nomenclature (Fourth έκδοση). International Trust for Zoological Nomenclature, XXIX. σελ. 306. 
  4. Σταματάκου Ιωάννου 1990, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Λήμμα φυλή.
  5. Βλ. πολλαπλές ερμηνείες στο «tribe» στο Dictionary.com Ανάκτηση 26 Οκτωβρίου, 2008, από http://dictionary.reference.com/browse/tribe.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι