Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 173: Γραμμή 173:
[[File:Banovine Jugoslavia.png|thumb|right|200px|Το 1929 το [[Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας]] υποδιαιρέθηκε [[Μπανόβινες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας|εννέα μπανόβινες]]. Αυτές έγιναν οκτώ το 1939, όταν δύο συνενώθηκαν για να αποτελέσουν τη Μπανόβινα της Κροατίας.]]
[[File:Banovine Jugoslavia.png|thumb|right|200px|Το 1929 το [[Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας]] υποδιαιρέθηκε [[Μπανόβινες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας|εννέα μπανόβινες]]. Αυτές έγιναν οκτώ το 1939, όταν δύο συνενώθηκαν για να αποτελέσουν τη Μπανόβινα της Κροατίας.]]
[[File:Locator map Croatia Banovina in Yugoslavia 1939-1941.svg|thumb|right|200px|Το 1939 ιδρύθηκε η Μπανόβινα της Κροατίας με σκοπό να λύσει το "Κροατικό ζήτημα". Δημιουργήθηκε από τη Μπανόβινα του [[Σάβος|Σάβου]] και την Παράκτια Μπανόβινα, με μικρά τμήματα που παραχωρήθηκαν από τις Μπανόβινες του [[Δρίνος|Δρίνου]], της [[Πριγκιπάτο της Ζέτας|Ζέτα]] και του [[Δούναβης|Δούναβη]].]]
[[File:Locator map Croatia Banovina in Yugoslavia 1939-1941.svg|thumb|right|200px|Το 1939 ιδρύθηκε η Μπανόβινα της Κροατίας με σκοπό να λύσει το "Κροατικό ζήτημα". Δημιουργήθηκε από τη Μπανόβινα του [[Σάβος|Σάβου]] και την Παράκτια Μπανόβινα, με μικρά τμήματα που παραχωρήθηκαν από τις Μπανόβινες του [[Δρίνος|Δρίνου]], της [[Πριγκιπάτο της Ζέτας|Ζέτα]] και του [[Δούναβης|Δούναβη]].]]
Στις 6 Ιανουαρίου 1929, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την πολιτική κρίση που προκλήθηκε από τη δολοφονία, ο βασιλιάς Αλέξανδρος κατάργησε το Σύνταγμα, διέλυσε το Κοινοβούλιο και επέβαλε προσωπική δικτατορία (γνωστή ως "Δικτατορία της 6ης Ιανουαρίου", Šestosiječanjska diktatura, Šestojanuarska diktatura). Άλλαξε το όνομα της χώρας σε "Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας" και άλλαξε την εσωτερική διαίρεση από τις 33 όμπλαστ σε εννέα νέες ''[[Μπανόβινες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας|μπανόβινες]]'' στις 3 Οκτωβρίου. Σύντομα δημιουργήθηκε μια Επιτροπή Προστασίας του Κράτους, ως εργαλείο του νέου καθεστώτος για την πάταξη οποιαδήποτε διαφωνίας. Οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης Βλάντκο Μάτσεκ και Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς συνελήφθησαν με κατηγορίες από το δικαστήριο. Ο Πριμπίτσεβιτς αργότερα εξορίστηκε, ενώ τη δεκαετία του 1930 ο Μάτσεκ θα γινόταν ο ηγέτης ολόκληρου του μπλοκ της αντιπολίτευσης.

Αμέσως μετά την κήρυξη της δικτατορίας ο Κροάτης βουλευτής [[Άντε Πάβελιτς]] αυτοεξορίστηκε. Τα επόμενα χρόνια Pavelić εργάστηκε για τη δημιουργία μιας επαναστατικής οργάνωσης, την [[Ουστάσι|Ουστάσα]], συμμάχησε με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) εναντίον του κράτους.

Το 1931 ο Αλέξανδρος θέσπισε ένα νέο Σύνταγμα, που έκανε την εκτελεστική εξουσία δώρο του βασιλιά. Οι εκλογές ορίζονταν με καθολική ψηφοφορία των ανδρών. Η πρόβλεψη για μυστική ψηφοφορία καταργήθηκε και η πίεση προς τους δημοσίους υπαλλήλους να ψηφίσουν για το κυβερνών κόμμα ήταν χαρακτηριστικό όλων των εκλογών που διεξήχθησαν με το σύνταγμα του Αλεξάνδρου. Περαιτέρω, το ήμισυ της άνω βουλής διοριζόταν άμεσα από το βασιλιά και τα νομοσχέδια μπορούσαν να γίνουν νόμοι με την έγκριση ενός από τα νομοθετικά σώματα και μόνο εάν εγκρίνονταν και από το Βασιλιά.

Την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε στο [[Ζάγκρεμπ]] ο Κροάτης ιστορικός και αντιγιουγκοσλάβος διανοούμενος Μίλαν Σούφλαϊ. Αντιδρώντας ο [[Άλμπερτ Αϊνστάιν]] και ο Χάινριχ Μαν απεύθυναν έκκληση προς τη Διεθνή Ενωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Παρίσι, καταδικάζοντας τη δολοφονία, κατηγορώντας τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Η επιστολή έκανε λόγο για "φρικτή βιαιότητα που ασκείται επί του Κροατικού Λαού". Η προσφυγή απευθυνόταν στην εδρεύουσα στο Παρίσι ''Ligue des droits de l'homme'' (Ενωση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων). Στην επιστολή τους οι Αϊνστάιν και Mαν καθιστούσαν το Γιουγκοσλάβο βασιλιά Aλέξανδρο ρητά υπεύθυνο για αυτή την κατάσταση.

Η εναντίωση των Κροατών στο νέο καθεστώς ήταν έντονη και, στα τέλη του 1932, το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα εξέδωσε το ''Μανιφέστο του Ζάγκρεμπ'', που ζητούσε τον τερματισμό της ηγεμονίας και της δικτατορίας των Σέρβων. Η κυβέρνηση αντέδρασε φυλακίζοντας πολλούς πολιτικούς της αντιπάλους, μεταξύ αυτών το νέο ηγέτη του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος Βλάντκο Μάτσεκ. Παρά τα μέτρα αυτά η αντίθεση στη δικτατορία συνεχίστηκε, με τους Κροάτες να κάνουν έκκληση για λύση του λεγόμενου "Κροατικού ζητήματος". Στα τέλη του 1934 ο βασιλιάς σχεδιάζει να απελευθερώσει το Μάτσεκ από τη φυλακή, να εισαγάγει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και να προσπαθήσει να βρεί κοινό έδαφος μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών.

Ωστόσο, στις 9 Οκτωβρίου 1934, ο βασιλιάς δολοφονήθηκε στη [[Μασσαλία]] της [[Γαλλία]]ς από το Βελίτσκο Κέριν (επίσης γνωστό με το επαναστατικό [[ψευδώνυμο]] του Βλάντο Τσερνοζέμσκι), ακτιβιστή της ΕΜΕΟ, σε μια συνωμοσία Γιουγκοσλάβων εξόριστων και ριζοσπαστικών μελών απαγορευμένων πολιτικών κομμάτων σε συνεργασία με την Κροατική ακραία εθνικιστική οργάνωση των [[Ουστάσι]].


==Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου==
==Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου==

Έκδοση από την 12:45, 12 Φεβρουαρίου 2017

Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας

 

1918 – 1943
Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
Jedan narod, jedan kralj, jedna država
Један народ, један краљ, једна држава
Ένας λαός, ένας βασιλιάς, μία χώρα
Ύμνος
Ύμνος του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας
Τοποθεσία
Πρωτεύουσα Βελιγράδι
Γλώσσες Σερβο-κροατο-σλοβενικά[1]
Πολίτευμα Συνταγματική Μοναρχία
Νομοθετικό Σώμα Βουλή της Γιουγκοσλαβίας
Ιστορική εποχή Μεσοπόλεμος
 -  Ίδρυση 1 Δεκεμβρίου 1918
 -  Κατάλυση 2 Νοεμβρίου 1943
Νόμισμα Γιουγκοσλαβική κορώνα (1918–1920)
Γιουγκοσλαβικό δηνάριο (1920–1944)
Σήμερα Σερβία
Μαυροβούνιο
ΠΓΔΜ
Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Σλοβενία
Κροατία
Κόσοβο
Οι περιοχές που δημιουργησαν το βασίλειο το 1918
Η πρώτη σελίδα της Διακήρυξης της Κέρκυρας

Το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας (Kraljevina Jugoslavija, Краљевина Југославија) ήταν κράτος στη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη την περίοδο του μεσοπολέμου (1918-1939) και το πρώτο μισό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939–1943). Δημιουργήθηκε, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 από τη συνένωση του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που το ίδιο σχηματίσθηκε από εδάφη της πρώην Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με το πρώην ανεξάρτητο Βασίλειο της Σερβίας. Το Βασίλειο του Μαυροβουνίου είχε ενωθεί με τη Σερβία πέντε μέρες νωρίτερα, ενώ οι περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, της Βοϊβοντίνα και της Μακεδονίας του Βαρδάρη ήταν τμήματα της Σερβίας πριν από την ενοποίηση. Τα πρώτα έντεκα χρόνια της ύπαρξής του το Βασίλειο ονομαζόταν επίσημα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων[2] (Kraljevina Srba Hrvata i Slovenaca, Краљевина Срба Хрвата и Словенаца) αλλά ο όρος "Γιουγκοσλαβία" ήταν η κοινή του ονομασία από την αρχή. Το επίσημο όνομα του κράτους έγινε "Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας" από το Βασιλιά Αλέξανδρο Α΄ στις 3 Οκτωβρίου 1929.

Το κράτος κυβερνήθηκε από τη Σερβική δυναστεία των Καραεώργεβιτς, που στο παρελθόν κυβέρνησε το Βασίλειο της Σερβίας υπό τον Πέτρο Α΄ από το 1903 (μετά το Πραξικόπημα του Μαίου) και μετά. Ο Πέτρος Α΄ έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας μέχρι το θάνατό του το 1921. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος Α΄, που ήταν αντιβασιλέας του πατέρα του. Ήταν γνωστός ως "Αλέξανδρος ο Ενοποιητής" και μετονόμασε το βασίλειο "Γιουγκοσλαβία" το 1929. Δολοφονήθηκε στη Μασσαλία από το Βλάντο Τσερνοζέμσκι, μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Γαλλία το 1934. Το στέμμα περιήλθε στν τότε ακόμα ανήκικο γιο του Πέτρο. Ο ξάδελφός του Παύλος κυβέρνησε ως αντιβασιλέας μέχρι το 1941, οπότε ο Πέτρος Β΄ ενηλικιώθηκε. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στο Λονδίνο την ίδια χρονιά, πριν εισβάλουν οι δυνάμεις του Άξονα στη χώρα.

Τον Απρίλιο του 1941 η χώρα καταλήφθηκε και διαμοιράστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα. Στο Λονδίνο ιδρύθηκε μια βασιλική εξόριστη κυβέρνηση, που αναγνωρίστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο και, αργότερα, από όλες τις Συμμαχικές δυνάμεις. Το 1944, μετά από πιέσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο βασιλιάς αναγνώρισε ως νόμιμη την κυβέρνηση της Λαϊκής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας, που ιδρύθηκε στις 2 Νοεμβρίου, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βις των Ιβάν Σουμπάσιτς (για λογαριασμό του Βασιλείου) και Γιόσιπ Μπροζ Τίτο (για λογαριασμό των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων).

Συγκρότηση

Μονάδες του Σερβικού στρατού μπαίνουν στην Πλατεία Μπαν Γέλατσιτς στο Ζάγκρεμπ το 1918.
Μιχαήλο Πούπιν, φυσικός και φυσικοχημικός. Επηρέασε τις τελικές αποφάσεις της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, όταν καθορίστηκαν τα σύνορα του Βασιλείου

Μετά τη δολοφονία του Αυστριακού Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου από το Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, την επακόλουθη εισβολή στη Σερβία και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Νοτιοσλαβικός εθνικισμός κλιμακώθηκε και οι Σλάβοι εθνικιστές ζητούσαν την ανεξαρτησία και την ενοποίηση των Νοτιοσλαβικών εθνικοτήτων της Αυστρουγγαρίας με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο σε ένα ενιαίο Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων.

Στο Παρίσι, στις 30 Απριλίου 1914 σχηματίζεται η Γιουγκοσλαβική Επιτροπή, μια πολιτική ομάδα Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων[3]της Αυστροουγγαρίας, με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους για όλους τους Νότιους Σλάβους. Ο Κροάτης πολιτικός από τη Δαλματία Αντε Τρούμπιτς έγινε εξέχων Νοτιοσλάβος ηγέτης κατά τη διάρκεια του πολέμου και ηγήθηκε της Γιουγκοσλαβικής Επιτροπής που πίεζε τους Συμμάχους να υποστηρίξουν τη δημιουργία ανεξάρτητης Γιουγκοσλαβίας. Το 1916 το εξόριστο Κοινοβούλιο της Σερβίας αποφάσισε τη δημιουργία του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας σε συνεδρίασή του στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας. Ο Τρούμπιτς αντιμετώπισε αρχικά την εχθρότητα του Πρωθυπουργού της Σερβίας Νικόλα Πάσιτς, που προτιμούσε μια διευρυμένη Σερβία από ένα ενοποιημένο Γιουγκοσλαβικό κράτος. Ωστόσο ο Πάσιτς και ο Τρούμπιτς συμφώνησαν σε μια συμβιβαστική λύση με τη [[Διακήρυξη της Κέρκυρας], στις 20 Ιουλίου 1917, που υποστήριζε τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων υπό την ηγεσία του Σερβικού Οίκου των Καραγεώργεβιτς.

Η διαδικασία της εδαφικής ενοποίησης

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 το Βασίλειο της Σερβίας βγαίνει ενισχυμένο εδαφικά και πληθυσμιακά. Περιλαμβάνει πλέον και τα ιστορικά εδάφη του Κοσσυφοπεδίου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την περιοχή του Βαρδάρη από την Βουλγαρία.

Με τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας στα εδάφη όπου κατοικούν Νότιοι Σλάβοι, Κροατία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη και Σλοβενία σχηματίζεται στις 29 Οκτωβρίου 1918 ένα εφήμερο κράτος με την ονομασία Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων.

Στην περιοχή του Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια (Βοϊβοντίνα) μετά τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας η Μεγάλη λαϊκή συνέλευση των Σέρβων και λοιπών Σλάβων του Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια σε συνεδρίασή της στις 25 Νοεμβρίου 1918 [4] στο Νόβι Σαντ αποφασίζει και ανακοινώνει την ένωση της περιοχής με το Βασίλειο της Σερβίας.

Στο Βασίλειο του Μαυροβουνίου η Μεγάλη λαϊκή συνέλευση του Σερβικού Λαού στο Μαυροβούνιο αποφασίζει στις 26 Νοεμβρίου 1918[5] στην Ποντγκόριτσα την ένωση του Βασιλείου με το Βασίλειο της Σερβίας υπό την δυναστεία των Καραγιώργη της Σερβίας.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1918 ανακηρύχθηκε το νέο βασίλειο από τον Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, Αντιβασιλέα του πατέρα του, Πέτρου Α΄ της Σερβίας, με το όνομα "Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων" (Σερβικά: Краљевина Срба, Хрвата и Словенаца Kraljevina Srba, Hrvata i Slovenaca, Κροατικά: Kraljevina Srba, Hrvata i Slovenaca, Σλοβενικά: Kraljevina Srbov, Hrvatov σε Slovencev) ή τη συντετμημένη μορφή του "Βασίλειο των SHS" (Краљевина СХС Kraljevina SHS).. Το νέο βασίλειο αποτελείτο από τα πρώην ανεξάρτητα βασίλεια της Σερβίας και του Μαυροβουνίου (το Μαυροβούνιο είχε απορροφηθεί από τη Σερβία τον προηγούμενο μήνα), καθώς και ένα σημαντικό τμήμα των εδαφών που στο παρελθόν ανήκαν στην Αυστροουγγαρία, το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Τα πρώην εδάφη της Αυστρουυγγαρίας, που περιλαμβάνονταν στο νέο κράτος είναι:

Η δημιουργία του κράτους υποστηρίχθηκε από τους Πανσλαβιστές και τους Σέρβους εθνικιστές. Για το Πανσλαβικό κίνημα όλοι οι Νότιοι Σλάβοι (Γιουγκοσλάβοι) είχαν ενωθεί σε ένα ενιαίο κράτος. Για τους Σέρβους εθνικιστές είχε επίσης επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος της ένωσης της πλειονότητας του Σερβικού πληθυσμού όλης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένα κράτος. Επιπλέον, καθώς η Σερβία είχε ήδη κυβέρνηση, στρατιωτική και αστυνομική δύναμη, ήταν λογική επιλογή να αποτελέσει τον πυρήνα του Γιουγκοσλαβικού κράτους.

Το νεοσύστατο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων με εκπρόσωπος της χώρας τον Τρούμπιτς. Δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι είχαν παρασύρει τους Ιταλούς στον πόλεμο με την υπόσχεση ως ανταλλάγματος ουσιαστικών εδαφικών κερδών, που απέκοπτε το ένα τέταρτο της Σλοβενίας από τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των Σλοβένων που ζούσαν στο Βασίλειο των SHS, ο Τρούμπιτς αξίωσε με επιτυχία την ένταξη των περισσότερων Σλάβων, που ζούσαν στην πρώην Αυστροουγγαρία, εντός των συνόρων του νέου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ωστόσο με τη Συνθήκη του Ράπαλο (1920) ένας πληθυσμός μισού εκατομμυρίου Σλάβων, ως επί το πλείστον Σλοβένων, ήταν υπέστησαν βίαιο εξιταλισμό μέχρι την πτώση του φασισμού στην Ιταλία. Οταν ο Μπενίτο Μουσολίνι ήθελε να τροποποιήσει τα σύνορα του Ράπαλο, προκειμένου να προσαρτήσει το ανεξάρτητο κράτος της Ριέκα στην Ιταλία, οι προσπάθειες του Πάσιτς να διορθώσει τα σύνορα στην Ποστόινα και την Ιντριγια ουσιαστικά υπονομεύτηκε από τον αντιβασιλέα Αλέξανδρο, που προτιμούσε "καλές σχέσεις" με την Ιταλία.

Το Γιουγκοσλαβικό βασίλειο συνόρευε με την Ιταλία και την Αυστρία στα βορειοδυτικά στα σύνορα του Ράπαλο, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα και την Αλβανία προς νότο και την Αδριατική Θάλασσα στα δυτικά. Σχεδόν αμέσως ήρθε σε διένεξη με τους περισσότερους από τους γείτονές του. Η Σλοβενία ​​ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί, δεδομένου ότι ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Αυστρίας για 400 χρόνια. Η περιοχή της Βοϊβοντίνα ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης με την Ουγγαρία, η Μακεδονία με τη Βουλγαρία, και το Φιούμε με την Ιταλία.

Δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε επίσης στην Επαρχία της Καρινθίας, που επέλεξε να παραμείνει στην Αυστρία. Οι Αυστριακοί αποτελούσαν πλειοψηφία στην περιοχή αυτή, αν και οι αριθμοί έδειξαν ότι μερικοί Σλοβένοι ψήφισαν η Καρινθία να γίνει τμήμα της Αυστρίας. Η Δαλματική πόλη-λιμάνι Ζαντάρ (Ιταλική γλώσσα ιταλικά: Zara) και μερικά από τα Δαλματικά νησιά δόθηκαν στην Ιταλία. Η πόλη της Ριέκα (ιταλικά: Fiume) ανακηρύχθηκε Ελεύθερο Κράτος του Φιούμε, αλλά σύντομα καταλήφθηκε και το 1924 προσαρτήθηκε από την Ιταλία, στην οποία είχε επίσης δοθεί υπόσχεση για τις Δαλματικές ακτές κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η Γιουγκοσλαβία διεκδικούσε την Ίστρια, τμήμα της πρώην Παραλιακής Αυστρίας, που είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία, αλλά περιείχε σημαντικό πληθυσμό Κροατών και Σλοβένων.

Το σύνταγμα του 1921 πυροδότησε εντάσεις μεταξύ των διαφόρων Γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων. Ο Τρούμπιτς διαφώνησε με το σύνταγμα του 1921 και με την πάροδο του χρόνου έγινε όλο και πιο εχθρικός προς τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση που την έβλεπε να γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτική προς όφελος της Σερβικής ηγεμονίας επί της Γιουγκοσλαβίας.

Οικονομία

Γεωργία

Σλοβένοι αγρότες τη δεκετία του 1930

Τα τρία τέταρτα του γιουγκοσλαβικού εργατικού δυναμικού απασχολείτο στη γεωργία. Υπήρχαν λίγες εμπορικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι περισσότερες ήταν για ιδιοκατανάλωση. Οι αγρότες στο νότο ήταν ιδιαίτερα φτωχοί, ζώντας σε λοφώδεις, άγονες περιοχές. Μεγάλα κτήματα υπήρχαν μόνο τα βόρεια και όλα ανήκαν σε αλλοδαπούς. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου Γιουγκοσλαβικού κράτους το 1919 ήταν να κατατμήσει τα κτήματα και να αποβάλει τους ξένους, και ιδίως τους Ούγγρους γαιοκτήμονες. Σχεδόν το 40% του αγροτικού πληθυσμού πλεόναζε (δηλαδή δεν απαιτείτο για τη διατήρηση των τρεχόντων επιπέδων παραγωγής) και, παρά το όχι πολύ θερμό κλίμα, η Γιουγκοσλαβία ήταν επίσης σχετικά ξηρή. Οι εσωτερικές επικοινωνίες ήταν ανεπαρκείς, οι ζημιές από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εκτεταμένες και με λίγες εξαιρέσεις η γεωργία ήταν χωρίς μηχανήματα ή άλλες σύγχρονες τεχνολογίες καλλιέργειας.

Βιομηχανία

Η βιομηχανία ήταν περιορισμένη στο Βελιγράδι και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα και αποτελούνταν κυρίως από μικρές, συγκριτικά πρωτόγονες εγκαταστάσεις, που παρήγαν αποκλειστικά για την εγχώρια αγορά. Το εμπορικό δυναμικό των Γιουγκοσλαβικών λιμανιών της Αδριατικής έμενε ανεκμετάλλευτο επειδή το έθνος δεν είχε τα κεφάλαια ή την τεχνογνωσία για να λειτουργήσει μια ναυτιλιακή βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά η εξορυκτική βιομηχανία ήταν αρκετά αναπτυγμένη λόγω της αφθονίας ορυκτών πόρων της χώρας, αλλά δεδομένου ότι κατά κύριο λόγο την κατείχαν και τη διεύθυναν αλλοδαποί, η περισσότερη παραγωγή εξαγόταν. Η Γιουγκοσλαβία, στο σύνολό της, ήταν η τρίτο λιγότερη εκβιομηχανισμένη χώρα στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη Βουλγαρία και την Αλβανία.

Χρέος

Η Γιουγκοσλαβία, όπως γενικά οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δανείστηκε μεγάλα ποσά χρημάτων από τη Δύση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Όταν άρχισε η Μεγάλη Ύφεση το 1930, οι Δυτικές δανειστές απαιτούσαν τα οφειλόμενα, που ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν. Μερικά από τα χρήματα χάθηκαν σε δωροδοκίες, αν και τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν από τους αγρότες για τη βελτίωση της παραγωγής και των εξαγωγών. Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων ήταν πάντα μια ασταθές προοπτική, και η Ύφεση έκανε την αγορά τους να καταρρεύσει, καθώς τα κράτη ύψωναν παντού εμπορικούς φραγμούς. Η Ιταλία ήταν σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γιουγκοσλαβίας τα πρώτα χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι σχέσεις μειώθηκαν μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπενίτο Μουσολίνι. Στη ζοφερή οικονομική κατάσταση της δεκαετίας του 1930, η Γιουγκοσλαβία ακολούθησε το παράδειγμα των γειτόνων της και αφέθηκε να γίνει εξαρτώμενη από τη Ναζιστική Γερμανία.

Εκπαίδευση

Παρά το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία είχε υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, αυτή ήταν απρόσιτη για τους περισσότερους αγρότες. Το επίσημο ποσοστό αλφαβητισμού του πληθυσμού ανερχόταν στο 50%, αλλά αυτό ποίκιλλε ευρέως σε όλη τη χώρα. Λιγότερο από το 10% των Σλοβένων ήταν αναλφάβητοι, αλλά ένα εντυπωσιακό 80% των Σλαβομακεδόνων και των Βόσνιων δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει. Μόνο 10% των μαθητών του δημοτικού σχολείου πήγαινε στο γυμνάσιο και είχε πρόσβαση σε τρία πανεπιστήμια στο Βελιγράδι, τη Λιουμπλιάνα και το Ζάγκρεμπ.

Εθνοτικές ομάδες

Η μικρή μεσαία τάξη κατέλαμβανε τα μεγάλα αστικά κέντρα και σχεδόν όλοι οι άλλοι ήταν αγρότες που ασχολούντο με τη γεωργία επιβίωσης. Η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα ήταν οι Σέρβοι, ακολουθούμενοι από τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Βόσνιους Μουσουλμάνους, τους Μακεδόνες και τους Αλβανούς. Αντίστοιχα ήταν η θρησκεία με το μισό του πληθυσμού Ορθόδοξους Χριστιανούς, 40 περίπου τοις εκατό Καθολικούς και τους υπόλοιπους Μουσουλμάνους. Σε ένα τόσο πολύγλωσσο έθνος, οι εντάσεις ήταν συχνές, αλλά κυρίως μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών. Άλλες διενέξεις ήταν εκείνες μεταξύ Σέρβων και Σλαβομακεδόνων, καθώς η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση είχε ως επίσημη θέση της ότι οι τελευταίοι ήταν Σέρβοι. Στις αρχές του 20ου αιώνα η διεθνής κοινότητα θεωρούσε τους Σλαβομακεδόνες κατά κύριο λόγο ως περιφερειακό είδος Βουλγάρων, αλλά κατά τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919 οι Σύμμαχοι ενέκριναν τον έλεγχο Σέρβων στη Μακεδονία του Βαρδάρη και την άποψή τους, ότι οι Σλαβομακεδόνες ήταν στην πραγματικότητα Νότιοι Σέρβοι.

Οι Σλοβένοι ήταν πιο κοντά στο Κροάτες από θρησκευτική και πολιτιστική άποψη. Ειδικότερα, ήξεραν ότι ήταν πολύ λίγοι για να σχηματίσουν ένα έθνος από μόνοι τους και δεν υπήρχε λόγος να υποθέσουν ότι μια Γιουγκοσλαβία κυριαρχούμενη από τους Κροάτες θα ήταν καλύτερη ή χειρότερ από μία κυριαρχούμενη από τους Σέρβους. Κατά το πλείστον ακολουθούσαν το γενικό πολιτικό ρεύμα και δεν αποτελούσαν σημαντική πηγή προβλημάτων.

Οι κατά κύριο λόγο Μουσουλμάνοι Βόσνιοι κερδίσαν κάποιες παραχωρήσεις από το Βελιγράδι, αλλά πάντα αντιμετώπιζαν έντονη αντιπάθεια από τους γείτονές τους, κυρίως τους Σέρβους, και ήταν γνωστοί ως "Τούρκοι", παρά τη Σλαβική τους εθνικότητα. Οι Αλβανοί περνούσαν χειρότερα, δεδομένου ότι δεν μιλούν Σερβοκροατικά, αλλά όλοι οι Μουσουλμάνοι ήταν αντικείμενο ευρείας προκατάληψης στη Γιουγκοσλαβία. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας επετράπη να υφίστανται ως θύλακες του Ισλαμικού Νόμου ως προς την προσωπική κατάσταση, ως παραχώρηση προς το Μουσουλμανικό πληθυσμό της Γιουγκοσλαβίας.

Άλλες μικρότερες μειονότητες ήταν Ιταλοί, Ρουμάνοι, Γερμανοί, Ούγγροι και Έλληνες. Εκτός από τους Ρουμάνους η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν παρείχε καμία ειδική μεταχείριση όσον αφορά τον σεβασμό για τη γλώσσα, τον πολιτισμό ή την πολιτική τους αυτονομία, γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένου ότι όλων οι πατρίδες είχαν εδαφικές διαφορές με τη Γιουγκοσλαβία. Λίγοι Εβραίοι ζούσαν στις μεγάλες πόλεις, ήταν αρκετά αφομοιωμένοι και δεν υπήρχαν σημαντικά προβλήματα αντισημιτισμού.

Πολιτική ιστορία

Αρχή

Μεταξύ 1918 και 1926 ο Νικόλα Πάσιτς έγινε Πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας τρεις φορές.

Αμέσως μετά τη διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου διαπραγματεύσεις μεταξύ του Εθνικού Συμβουλίου των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων και της Σερβικής κυβέρνησης κατέληξαν σε συμφωνία για τη νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το Νικόλα Πάσιτς. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στον αντιβασιλέα, Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, απορρίφθηκε, παράγοντας την πρώτη κυβερνητική κρίση του νέου κράτους. Πολλοί θεώρησαν αυτή την απόρριψη ως παραβίαση των κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά το θέμα λύθηκε όταν ο αντιβασιλέας πρότεινε την αντικατάσταση του Πάσιτς με το Στόγιαν Πρότιτς, ηγετικό στέλεχος του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Πάσιτς. Το Εθνικό Συμβούλιο και η Σερβική κυβέρνηση συμφώνησαν και η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1918.

Σε αυτή την περίοδο πριν από την εκλογή της Συντακτικής Συνέλευσης, ως κοινοβούλιο λειτούργησε μια Προσωρινή Αντιπροσωπεία, που σχηματίστηκε από εκπροσώπους των διαφόρων εκλεγμένων οργάνων που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κράτους. Μια συμπόρευση κομμάτων που συνένωσε πολλά μέλη της σερβικής αντιπολίτευσης με πολιτικά κόμματα από την πρώην Αυστροουγγαρία οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Δημοκρατικού Κόμματος, που κυριάρχησε στην Προσωρινή Αντιπροσωπεία και την κυβέρνηση.

Επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής το Λιούμπομιρ Νταβίντοβιτς προώθησε ένα πολύ συγκεντρωτικό πρόγραμμα μια σειρά από Κροάτες αντιπροσώπους μεταπήδησαν στην αντιπολίτευση. Ωστόσο και οι ριζοσπάστες δεν ήταν ευχαριστημένοι που είχαν μόνο τρεις υπουργούς έναντι 11 του Δημοκρατικού Κόμματος και στις 16 Αυγούστου 1919, ο Πρότιτς υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Νταβίντοβιτς στη συνέχεια σχημάτισε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η κυβέρνηση είχε την πλειοψηφία, αλλά η απαρτία της Προσωρινής Αντιπροσωπείας ήταν το μισότων ψήφων συν μία. Η αντιπολίτευση στη συνέχεια άρχισε να μποϊκοτάρει το κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την παρουσία όλων των υποστηρικτών της, κατέστη αδύνατο να υπάρξει μια συνεδρίαση σε απαρτία του κοινοβουλίου. Ο Νταβίντοβιτς σύντομα παραιτήθηκε, αλλά καθώς κανένας άλλος δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση έγινε και πάλι πρωθυπουργός. Καθώς η αντιπολίτευση συνέχισε το μποϊκοτάζ της, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να κυβερνά με διατάγματα. Αυτό καταγγέλθηκε από την αντιπολίτευση ο οποίος άρχισε να αυτοαποκαλείται Κοινοβουλευτική Κοινότητα. Ο Νταβίντοβιτς συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και ζήτησε από το βασιλιά να προχωρήσει αμέσως σε εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί.

Η Κοινοβουλευτική Κοινότητα σχημάτισε τώρα μια κυβέρνηση με επικεφαλής το Στόγιαν Πρότιτς, που δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών κανόνων και την άμβλυνση του συγκεντρωτισμού της προηγούμενης κυβέρνησης. Τους ένωσε επίσης η αντίθεσή τους στο πρόγραμμα ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης της προηγούμενης κυβέρνησης. Καθώς πολλές μικρές ομάδες και μεμονωμένοι άλλαξαν στρατόπεδο ο Πρότιτς τώρα είχε ακόμη μια μικρή πλειοψηφία. Ωστόσο το Δημοκρατικό Κόμμα και οι Σοσιαλδημοκράτες μποϊκόταραν τώρα αυτοί το κοινοβούλιο και ο Πρότιτς δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει απαρτία. Εξ ου και η Κοινοβουλευτική Κοινότητα, τώρα στην κυβέρνηση, αναγκάστηκε να κυβερνά με διατάγματα.

Για την Κοινοβουλευτική Κοινότητα το να παραβιάζει έτσι τη βασική αρχή γύρω από την οποία είχε σχηματιστεί την έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τον Απρίλιο του 1920 ξέσπασαν εκτεταμένες εργατικές ταραχές και μια απεργία των σιδηροδρομικών. Σύμφωνα με το Γκλιγκορίγεβιτς αυτό άσκησε πίεση στα δύο μεγάλα κόμματα να λύσουν τις διαφορές τους. Μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων ο Πρότιτς παραιτήθηκε για να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον ουδέτερο σχήμα του Μιλένκο Βέσνιτς. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ακολούθησαν το Δημοκρατικό Κόμμα, πρώην συμμάχους τους, στην κυβέρνηση επειδή ήταν αντίθετοι με τα αντικομμουνιστικά μέτρα που έλαβε η νέα κυβέρνηση.

Οι αντιπαραθέσεις που είχαν διαιρέσει τα κόμματα πρωτύτερα ήταν ακόμα πολύ ζωντανές. Το Δημοκρατικό Κόμμα συνέχισε να προωθεί το συγκεντρωτικό του πρόγραμμα και ακόμα επέμενε στην ανάγκη για ριζική αγροτική μεταρρύθμιση. Μια διαφωνία σχετικά με τον εκλογικό νόμο οδήγησε τελικά το Δημοκρατικό Κόμμα να ψηφίσει εναντίον της κυβέρνησης στη Βουλή και η κυβέρνηση ηττήθηκε. Αν και αυτή η συνεδρίαση δεν είχε απαρτία, ο Βέσνιτς τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να παραιτηθεί. Η παραίτησή του είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: το Ριζοσπαστικό Κόμμα συμφώνησε να αποδεχθεί την ανάγκη για συγκεντρωτισμό και το Δημοκρατικό Κόμμα συμφώνησε να αποσύρει την εμμονή του για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Βέσνιτς τέθηκε και πάλι επικεφαλής της νέας κυβέρνησης. Η Κροατική Κοινότητα και το Σλοβενικό Λαϊκό Κόμμα, ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένοι με την αποδοχή του συγκεντρωτισμού των Ριζοσπαστών . Ούτε και ο Στόγιαν Πρότιτς, που αποσύρθηκε από την κυβέρνηση για το ίδιο θέμα.

Το Σεπτέμβριο του 1920 ξέσπασε στην Κροατία μια αγροτική εξέγερση , άμεση αιτία της οποίας ήταν η σήμανση των βοοειδών των αγροτών. Η Κροατική Κοινότητα κατηγόρησε ειδικότερα τη συγκεντρωτική πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργού Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς.

Από τη συντακτική συνέλευση στη δικτατορία

Επαρχίες του Βασιλείου το 1920-1922.
Ομπλαστ του Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων

Ένας από τους λίγους νόμους που πέρασαν επιτυχώς από την Προσωρινή Αντιπροσωπεία ήταν ο εκλογικός νόμος για τη συντακτική συνέλευση. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της ίδρυσης του νέου κράτους είχε συμφωνηθεί ότι η ψηφοφορία θα είναι μυστική και καθολική. Δεν είχαν σκεφτεί ότι η καθολικότητα μπορεί να περιλάμβανε και τις γυναίκες μέχρι το ξεκίνημα ενός κινήματος για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών που εμφανίστηκε με τη δημιουργία του νέου κράτους. Οι Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό Σλοβενικό Κόμμα υποστήριξαν την ψήφο των γυναικών, αλλά οι Ριζοσπάστες αντιτάχθηκαν. Το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν ανοικτό στην ιδέα, αλλά δεν την υποστήριξε αρκετά, έτσι η πρόταση απορρίφθηκε. Η αναλογική εκπροσώπηση έγινε δεκτή κατ' αρχήν, αλλά επέλεξε ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής (d'Hondt με πολύ μικρές εκλογικές περιφέρειες) που ευνοούσε τα μεγάλα κόμματα και τα κόμματα με ισχυρή τοπική υποστήριξη.

Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 28 Νοεμβρίου 1920. Όταν οι ψήφοι καταμετρήθηκαν το Δημοκρατικό Κόμμα είχε κερδίσει τις περισσότερες έδρες, περισσότερες από τους Ριζοσπάστες - αλλά ελάχιστα. Για ένα κόμμα που ήταν τόσο κυρίαρχο στην Προσωρινή Αντιπροσωπεία αυτό θεωρήθηκε ήττα. Περαιτέρω τα είχε πάει μάλλον άσχημα σε όλες τις πρώην περιοχές της Αυστροουγγαρίας. Αυτό υπονόμευε την πεποίθηση του κόμματος ότι η συγκεντρωτική του πολιτική αντιπροσώπευε τη βούληση του Γιουγκοσλαβικού λαού στο σύνολό του. Οι Ριζοσπάστες δεν τα είχαν πάει καλύτερα σε αυτές τις περιοχές, αλλά αυτό ήταν πολύ λιγότερο πρόβλημα για αυτούς, επειδή είχαν αγωνιστεί ανοιχτά ως Σερβικό κόμμα. Τα πιο θεαματικά κέρδη είχαν πετύχει δύο αντισυστημικά κόμματα. Η ηγεσία του Κροατικού Ρεπουμπλικανικού Αγροτικού Κόμματος είχε απελευθερωθεί από τη φυλακή μόλις όταν ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία. Σύμφωνα με το Γκλιγκορίγεβιτς αυτό τους βοήθησε περισσότερο από πραγματική προεκλογική εκστρατεία. Η Κροατική Κοινότητα (που είχε με άτολμο τρόπο προσπαθήσει να εκφράσει τη δυσαρέσκεια που κινητοποίησε το Κροατικό Ρεπουμπλικανικό Αγροτικό Κόμμα) είχε επίσης στιγματιστεί από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση και σχεδόν εξαλείφθηκε. Αλλοι κερδισμένοι ήταν οι κομμουνιστές που τα είχαν πάει ιδιαίτερα καλά στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Τις υπόλοιπες έδρες πήραν μικρότερα κόμματα που έδειχναν τουλάχιστον σκεπτικισμό για τη συγκεντρωτική πλατφόρμα του Δημοκρατικού Κόμματος.

Τα αποτελέσματα ισχυροποίησαν πολύ το Νικόλα Πάσιτς και οι Δημοκρατικοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμμαχήσουν με τους Ριζοσπάστες, αν ήθελαν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους για μια συγκεντρωτική Γιουγκοσλαβία. Ο Πάσιτς ήταν πάντα προσεκτικός για να κρατά ανοικτή την επιλογή μιας συμφωνίας με την Κροατική αντιπολίτευση. Οι Δημοκρατικοί και οι Ριζοσπάστες δεν ήταν αρκετά ισχυροί για να ψηφίσουν το σύνταγμα μόνοι τους και έκαναν μια συμμαχία με τη Γιουγκοσλαβική Μουσουλμανική Οργάνωση (JΜΟ). Το Μουσουλμανικό κόμμα ζήτησε και πήρε παραχωρήσεις για τη διατήρηση της Βοσνίας στην σύνορά της και για να μην επηρεάσει η αγροτική μεταρρύθμιση τους Μουσουλμάνους γαιοκτήμονες στη Βοσνία.

Το Κροατικό Ρεπουμπλικανικό Αγροτικό Κόμμα αρνήθηκε να ορκιστεί πίστη στο βασιλιά με το αιτιολογικό ότι αυτό σήμαινε ότι η Γιουγκοσλαβία είναι μια μοναρχία, κάτι που υποστήριξε ότι μόνο η Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσε να αποφασίσει. Το κόμμα αρνήθηκε να καταλάβει τις έδρες του. Οι περισσότεροι από την αντιπολίτευση, αν και αρχικά κατέλαβαν τις έδρες τους, κήρυξαν μποϊκοτάζ με την πάροδο του χρόνου, έτσι ώστε υπήρχαν λίγες ψήφοι κατά. Ωστόσο η συντακτική αποφάσισε εναντίον της συμφωνίας του 1918 μεταξύ του Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων και του Βασιλείου της Σερβίας, που ανέφερε ότι για να περάσει απαιτείτο πλειοψηφία 66% από 50% συν μία ψήφο, ανεξάρτητα από το πόσοι ψήφισαν κατά. Μόνο παραχωρήσεις της τελευταίας προς το Τζεμιγιέτ - μια ομάδα Μουσουλμάνων από τη σημερινή πΓΔΜ και το Κοσσυφοπέδιο - έσωσε την κατάσταση.

Tο Σύνταγμα Βίντοβνταν].

Στις 28 Ιουνίου 1921 ψηφίστηκε το Σύνταγμα Βίντοβνταν (Ημέρας του Αγίου Βίτου), που θέσπισε μοναρχία ενιαίου κράτους. Οι προ του Παγκοσμίου Πολέμου παραδοσιακές περιοχές καταργήθηκαν και ιδρύθηκαν 33 νέες διοικητικές όμπλαστ (επαρχίες) που διοικούντο από το κέντρο. Την περίοδο αυτή ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ πέθανε (16 Αυγούστου 1921) και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο πρίγκιπας-αντιβασιλέας ως βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄.

Ο Λιούμπομιρ Νταβίντοβιτς από τους Δημοκράτες άρχισε να έχει αμφιβολίες για τη σοφία της δέσμευσης του κόμματός του για συγκεντρωτισμό και άρχισε διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση. Αυτό απείλησε να προκαλέσει διάσπαση στο κόμμα του καθώς σε αυτή την ενέργειά του ήταν αντίθετος ο Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς. Έδωσε επίσης στον Πάσιτς πρόσχημα να τερματίσει το συνασπισμό. Στην αρχή ο βασιλιάς ανέθεσε στον Πάσιτς την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Δημοκρατικούς του Πριμπίτσεβιτς. Ωστόσο ο Πάσιτς προσέφερε στον Πριμπίτσεβιτς πολύ λίγα και δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αυτός να συμφωνήσει. Σχηματίστηκε λοιπόν μια καθαρά Ριζοσπαστική κυβέρνηση με την εντολή να διενεργήσει εκλογές. Οι Ριζοσπάστες είχαν κέρδη σε βάρος των Δημοκρατικών αλλά και αλλού είχε κέρδη το Αγροτικό Κόμμα του Ράντιτς.

Οι Σέρβοι πολιτικοί γύρω από το Ράντιτς θεωρούσαν τη Σερβία το σταθερό φορέα της Γιουγκοσλαβικής ενότητας, όπως το Πεδεμόντιο για την Ιταλία, ή η Πρωσία για τη Γερμανική Αυτοκρατορία, ένα είδος "Μεγάλης Σερβίας". Τα επόμενα χρόνια αυξήθηκε η Κροατικά αντίσταση των Κροατών εναντίον της Σερβοκεντρικής πολιτικής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Νικόλα Πάσιτς χρησιμοποίησε την αστυνομική πίεση πάνω στους ψηφοφόρους και στις εθνοτικές μειονότητες, τη δήμευση των φυλλαδίων της αντιπολίτευσης και άλλα μέτρα για να ελέγξει τις εκλογές. Αυτό δεν είχε αποτέλεσμα εναντίον του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος (πρώην Κροατικό Ρεπουμπλικανικό Αγροτικό Κόμμα), τα μέλη του οποίου συνέχισαν να εκλέγονται στο Γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο σε μεγάλους αριθμούς, αλλά έβλαψε τους βασικούς Σέρβους αντιπάλους των Ριζοσπαστών, τους Δημοκρατικούς.

Ο Στέφαν Ράντιτς, αρχηγός του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος, φυλακίστηκε πολλές φορές για πολιτικούς λόγους, αφέθηκε ελεύθερος το 1925 και επέστρεψε στο κοινοβούλιο.

Την άνοιξη του 1928, ο Ράντιτς και ο Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς εξαπέλυσαν μια οξεία κοινοβουλευτική μάχη κατά της κύρωσης της Σύμβασης του Νετούνο με την Ιταλία. Σε αυτό κινητοποίησαν την εθνικιστική αντιπολίτευση στη Σερβία, αλλά προκάλεσε βίαιη αντίδραση της κυβερνητικής πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένων απειλών για δολοφονίες. Στις 20 Ιουνίου του 1928 ένα μέλος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ο Σέρβος βουλευτής Πούνισα Ράτσιτς, πυροβόλησε πέντε μέλη του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Στέφαν Ράντιτς. Δύο πέθαναν επί τόπου στην Εθνοσυνέλευση, ενώ η ζωή του Ράντιτς κρεμόταν από μια κλωστή.

Η αντιπολίτευση τότε αποχώρησε εντελώς από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι δεν θα επιστρέψει σε ένα κοινοβούλιο στο οποίο βουλευτές της είχαν δολοφονηθεί και επιμένοντας σε νέες εκλογές. Την 1η Αυγούστου, σε μια συνάντηση στο Ζάγκρεμπ, αποκήρυξε τη Διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου του 1918 και απαίτησε οι διαπραγματεύσεις για την ενοποίηση να ξεκινήσουν από μηδενική βάση. Στις 8 Αυγούστου πέθανε ο Στέφαν Ράντιτς .

Δικτατορία της 6ης Ιανουαρίου

Το 1929 το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας υποδιαιρέθηκε εννέα μπανόβινες. Αυτές έγιναν οκτώ το 1939, όταν δύο συνενώθηκαν για να αποτελέσουν τη Μπανόβινα της Κροατίας.
Το 1939 ιδρύθηκε η Μπανόβινα της Κροατίας με σκοπό να λύσει το "Κροατικό ζήτημα". Δημιουργήθηκε από τη Μπανόβινα του Σάβου και την Παράκτια Μπανόβινα, με μικρά τμήματα που παραχωρήθηκαν από τις Μπανόβινες του Δρίνου, της Ζέτα και του Δούναβη.

Στις 6 Ιανουαρίου 1929, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την πολιτική κρίση που προκλήθηκε από τη δολοφονία, ο βασιλιάς Αλέξανδρος κατάργησε το Σύνταγμα, διέλυσε το Κοινοβούλιο και επέβαλε προσωπική δικτατορία (γνωστή ως "Δικτατορία της 6ης Ιανουαρίου", Šestosiječanjska diktatura, Šestojanuarska diktatura). Άλλαξε το όνομα της χώρας σε "Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας" και άλλαξε την εσωτερική διαίρεση από τις 33 όμπλαστ σε εννέα νέες μπανόβινες στις 3 Οκτωβρίου. Σύντομα δημιουργήθηκε μια Επιτροπή Προστασίας του Κράτους, ως εργαλείο του νέου καθεστώτος για την πάταξη οποιαδήποτε διαφωνίας. Οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης Βλάντκο Μάτσεκ και Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς συνελήφθησαν με κατηγορίες από το δικαστήριο. Ο Πριμπίτσεβιτς αργότερα εξορίστηκε, ενώ τη δεκαετία του 1930 ο Μάτσεκ θα γινόταν ο ηγέτης ολόκληρου του μπλοκ της αντιπολίτευσης.

Αμέσως μετά την κήρυξη της δικτατορίας ο Κροάτης βουλευτής Άντε Πάβελιτς αυτοεξορίστηκε. Τα επόμενα χρόνια Pavelić εργάστηκε για τη δημιουργία μιας επαναστατικής οργάνωσης, την Ουστάσα, συμμάχησε με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) εναντίον του κράτους.

Το 1931 ο Αλέξανδρος θέσπισε ένα νέο Σύνταγμα, που έκανε την εκτελεστική εξουσία δώρο του βασιλιά. Οι εκλογές ορίζονταν με καθολική ψηφοφορία των ανδρών. Η πρόβλεψη για μυστική ψηφοφορία καταργήθηκε και η πίεση προς τους δημοσίους υπαλλήλους να ψηφίσουν για το κυβερνών κόμμα ήταν χαρακτηριστικό όλων των εκλογών που διεξήχθησαν με το σύνταγμα του Αλεξάνδρου. Περαιτέρω, το ήμισυ της άνω βουλής διοριζόταν άμεσα από το βασιλιά και τα νομοσχέδια μπορούσαν να γίνουν νόμοι με την έγκριση ενός από τα νομοθετικά σώματα και μόνο εάν εγκρίνονταν και από το Βασιλιά.

Την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε στο Ζάγκρεμπ ο Κροάτης ιστορικός και αντιγιουγκοσλάβος διανοούμενος Μίλαν Σούφλαϊ. Αντιδρώντας ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Χάινριχ Μαν απεύθυναν έκκληση προς τη Διεθνή Ενωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Παρίσι, καταδικάζοντας τη δολοφονία, κατηγορώντας τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Η επιστολή έκανε λόγο για "φρικτή βιαιότητα που ασκείται επί του Κροατικού Λαού". Η προσφυγή απευθυνόταν στην εδρεύουσα στο Παρίσι Ligue des droits de l'homme (Ενωση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων). Στην επιστολή τους οι Αϊνστάιν και Mαν καθιστούσαν το Γιουγκοσλάβο βασιλιά Aλέξανδρο ρητά υπεύθυνο για αυτή την κατάσταση.

Η εναντίωση των Κροατών στο νέο καθεστώς ήταν έντονη και, στα τέλη του 1932, το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα εξέδωσε το Μανιφέστο του Ζάγκρεμπ, που ζητούσε τον τερματισμό της ηγεμονίας και της δικτατορίας των Σέρβων. Η κυβέρνηση αντέδρασε φυλακίζοντας πολλούς πολιτικούς της αντιπάλους, μεταξύ αυτών το νέο ηγέτη του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος Βλάντκο Μάτσεκ. Παρά τα μέτρα αυτά η αντίθεση στη δικτατορία συνεχίστηκε, με τους Κροάτες να κάνουν έκκληση για λύση του λεγόμενου "Κροατικού ζητήματος". Στα τέλη του 1934 ο βασιλιάς σχεδιάζει να απελευθερώσει το Μάτσεκ από τη φυλακή, να εισαγάγει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και να προσπαθήσει να βρεί κοινό έδαφος μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών.

Ωστόσο, στις 9 Οκτωβρίου 1934, ο βασιλιάς δολοφονήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας από το Βελίτσκο Κέριν (επίσης γνωστό με το επαναστατικό ψευδώνυμο του Βλάντο Τσερνοζέμσκι), ακτιβιστή της ΕΜΕΟ, σε μια συνωμοσία Γιουγκοσλάβων εξόριστων και ριζοσπαστικών μελών απαγορευμένων πολιτικών κομμάτων σε συνεργασία με την Κροατική ακραία εθνικιστική οργάνωση των Ουστάσι.

Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου

Επαρχίες (1918-1922)

Οι Επαρχίες (Ποκράϊνε) του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων δημιουργήθηκαν το 1918 με την ίδρυση του κράτους.

  • Σερβία

Περιφέρειες (1922-1929)

Οι Περιφέρειες (Όμπλαστ) δημιουργήθηκαν με το Σύνταγμα του Βίντοβνταν του 1921 και εφαρμόστηκαν από τις 26 Απριλίου 1922 καταργώντας τις Επαρχίες.

Περιφέρειες (Όμπλαστ):

Μπανοβίνες (1929-1941)

Οι Μπανοβίνες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας

Οι Μπανοβίνες (Επαρχίες) δημιουργήθηκαν το 1929, με τη μετονομασία του κράτους σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και αντικατέστησαν τις Περιφέρειες.

Η πρωτέυουσα του κράτους Βελιγράδι μαζί με τις πόλεις του Ζέμουν και του Πάντσεβο αποτελούσαν ξεχωριστή διοικητική ενότητα, την Διοίκηση πόλης Βελιγραδίου.

Παραπομπές

  1. The Constitution of the Kingdom of Yugoslavia "Art. 3. The official language of the Kingdom is Serb-Croat-Slovene.", archive.org
  2. Прводецембарски акт – Прокламовање Краљевства Срба, Хрвата и Словенаца (Адреса Народног вијећа Словенаца, Хрвата и Срба и Одговор престолонаследника Александра, 1. децембар 1918). Архив Југославије, arhivyu.gov.rs
  3. Prilog proučavanju djelovanja Ivana Meštrovića u Jugoslavenskom odboru Norka Machiedo Mladinić - Journal of Contemporary History, Vol.39 No.1 June 2007. hrcak.srce.hr
  4. Скупштина Града Новог Сада - Седница Комисије за обележавање празника "25. новембра 1918. године, дана када је Велика Народна Скупштина Срба, Буњеваца и других Словена Баната, Бачке и Барање, донела Одлуку о присаједињењу Војводине Краљевини Србији", skupstinans.rs
  5. 13/26 XI 1918. - PODGORICKA SKUPŠTINA, montenegrina.net