Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 131: Γραμμή 131:
===Αρχή===
===Αρχή===
[[File:Nikola Pasic.jpg|thumb|upright|Μεταξύ 1918 και 1926 ο [[Νικόλα Πάσιτς]] έγινε Πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας τρεις φορές.]]
[[File:Nikola Pasic.jpg|thumb|upright|Μεταξύ 1918 και 1926 ο [[Νικόλα Πάσιτς]] έγινε Πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας τρεις φορές.]]
Αμέσως μετά τη διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου διαπραγματεύσεις μεταξύ του [[Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων|Εθνικού Συμβουλίου των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων]] και της Σερβικής κυβέρνησης κατέληξαν σε συμφωνία για τη νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το [[Νικόλα Πάσιτς]]. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στον αντιβασιλέα, Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, απορρίφθηκε, παράγοντας την πρώτη κυβερνητική κρίση του νέου κράτους.
Αμέσως μετά τη διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου διαπραγματεύσεις μεταξύ του [[Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων|Εθνικού Συμβουλίου των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων]] και της Σερβικής κυβέρνησης κατέληξαν σε συμφωνία για τη νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το [[Νικόλα Πάσιτς]]. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στον αντιβασιλέα, Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, απορρίφθηκε, παράγοντας την πρώτη κυβερνητική κρίση του νέου κράτους. Πολλοί θεώρησαν αυτή την απόρριψη ως παραβίαση των κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά το θέμα λύθηκε όταν ο αντιβασιλέας πρότεινε την αντικατάσταση του Πάσιτς με το [[Στόγιαν Πρότιτς]], ηγετικό στέλεχος του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Πάσιτς. Το Εθνικό Συμβούλιο και η Σερβική κυβέρνηση συμφώνησαν και η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1918.

Σε αυτή την περίοδο πριν από την εκλογή της Συντακτικής Συνέλευσης, ως κοινοβούλιο λειτούργησε μια Προσωρινή Αντιπροσωπεία, που σχηματίστηκε από εκπροσώπους των διαφόρων εκλεγμένων οργάνων που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κράτους. Μια συμπόρευση κομμάτων που συνένωσε πολλά μέλη της σερβικής αντιπολίτευσης με πολιτικά κόμματα από την πρώην Αυστροουγγαρία οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Δημοκρατικού Κόμματος, που κυριάρχησε στην Προσωρινή Αντιπροσωπεία και την κυβέρνηση.

Επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής το [[Λιούμπομιρ Νταβίντοβιτς]] προώθησε ένα πολύ συγκεντρωτικό πρόγραμμα μια σειρά από Κροάτες αντιπροσώπους μεταπήδησαν στην αντιπολίτευση. Ωστόσο και οι ριζοσπάστες δεν ήταν ευχαριστημένοι που είχαν μόνο τρεις υπουργούς έναντι 11 του Δημοκρατικού Κόμματος και στις 16 Αυγούστου 1919, ο Πρότιτς υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Νταβίντοβιτς στη συνέχεια σχημάτισε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η κυβέρνηση είχε την πλειοψηφία, αλλά η απαρτία της Προσωρινής Αντιπροσωπείας ήταν το μισότων ψήφων συν μία. Η αντιπολίτευση στη συνέχεια άρχισε να μποϊκοτάρει το κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την παρουσία όλων των υποστηρικτών της, κατέστη αδύνατο να υπάρξει μια συνεδρίαση σε απαρτία του κοινοβουλίου. Ο Νταβίντοβιτς σύντομα παραιτήθηκε, αλλά καθώς κανένας άλλος δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση έγινε και πάλι πρωθυπουργός. Καθώς η αντιπολίτευση συνέχισε το μποϊκοτάζ της, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να κυβερνά με διατάγματα. Αυτό καταγγέλθηκε από την αντιπολίτευση ο οποίος άρχισε να αυτοαποκαλείται Κοινοβουλευτική Κοινότητα. Ο Νταβίντοβιτς συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και ζήτησε από το βασιλιά να προχωρήσει αμέσως σε εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί.

Η Κοινοβουλευτική Κοινότητα σχημάτισε τώρα μια κυβέρνηση με επικεφαλής το Στόγιαν Πρότιτς, που δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών κανόνων και την άμβλυνση του συγκεντρωτισμού της προηγούμενης κυβέρνησης. Τους ένωσε επίσης η αντίθεσή τους στο πρόγραμμα ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης της προηγούμενης κυβέρνησης. Καθώς πολλές μικρές ομάδες και μεμονωμένοι άλλαξαν στρατόπεδο ο Πρότιτς τώρα είχε ακόμη μια μικρή πλειοψηφία. Ωστόσο το Δημοκρατικό Κόμμα και οι Σοσιαλδημοκράτες μποϊκόταραν τώρα αυτοί το κοινοβούλιο και ο Πρότιτς δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει απαρτία. Εξ ου και η Κοινοβουλευτική Κοινότητα, τώρα στην κυβέρνηση, αναγκάστηκε να κυβερνά με διατάγματα.

Για την Κοινοβουλευτική Κοινότητα το να παραβιάζει έτσι τη βασική αρχή γύρω από την οποία είχε σχηματιστεί την έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τον Απρίλιο του 1920 ξέσπασαν εκτεταμένες εργατικές ταραχές και μια απεργία των σιδηροδρομικών. Σύμφωνα με το Γκλιγκορίγεβιτς αυτό άσκησε πίεση στα δύο μεγάλα κόμματα να λύσουν τις διαφορές τους. Μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων ο Πρότιτς παραιτήθηκε για να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον ουδέτερο σχήμα του Μιλένκο Βέσνιτς. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ακολούθησαν το Δημοκρατικό Κόμμα, πρώην συμμάχους τους, στην κυβέρνηση επειδή ήταν αντίθετοι με τα αντικομμουνιστικά μέτρα που έλαβε η νέα κυβέρνηση.

Οι αντιπαραθέσεις που είχαν διαιρέσει τα κόμματα πρωτύτερα ήταν ακόμα πολύ ζωντανές. Το Δημοκρατικό Κόμμα συνέχισε να προωθεί το συγκεντρωτικό του πρόγραμμα και ακόμα επέμενε στην ανάγκη για ριζική αγροτική μεταρρύθμιση. Μια διαφωνία σχετικά με τον εκλογικό νόμο οδήγησε τελικά το Δημοκρατικό Κόμμα να ψηφίσει εναντίον της κυβέρνησης στη Βουλή και η κυβέρνηση ηττήθηκε. Αν και αυτή η συνεδρίαση δεν είχε απαρτία, ο Βέσνιτς τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να παραιτηθεί. Η παραίτησή του είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: το Ριζοσπαστικό Κόμμα συμφώνησε να αποδεχθεί την ανάγκη για συγκεντρωτισμό και το Δημοκρατικό Κόμμα συμφώνησε να αποσύρει την εμμονή του για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Βέσνιτς τέθηκε και πάλι επικεφαλής της νέας κυβέρνησης. Η Κροατική Κοινότητα και το Σλοβενικό Λαϊκό Κόμμα, ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένοι με την αποδοχή του συγκεντρωτισμού των Ριζοσπαστών . Ούτε και ο Στόγιαν Πρότιτς, που αποσύρθηκε από την κυβέρνηση για το ίδιο θέμα.

Το Σεπτέμβριο του 1920 ξέσπασε στην Κροατία μια αγροτική εξέγερση , άμεση αιτία της οποίας ήταν η σήμανση των βοοειδών των αγροτών. Η Κροατική Κοινότητα κατηγόρησε ειδικότερα τη συγκεντρωτική πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργού Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς .


==Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου==
==Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου==

Έκδοση από την 10:28, 11 Φεβρουαρίου 2017

Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας

 

1918 – 1943
Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
Jedan narod, jedan kralj, jedna država
Један народ, један краљ, једна држава
Ένας λαός, ένας βασιλιάς, μία χώρα
Ύμνος
Ύμνος του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας
Τοποθεσία
Πρωτεύουσα Βελιγράδι
Γλώσσες Σερβο-κροατο-σλοβενικά[1]
Πολίτευμα Συνταγματική Μοναρχία
Νομοθετικό Σώμα Βουλή της Γιουγκοσλαβίας
Ιστορική εποχή Μεσοπόλεμος
 -  Ίδρυση 1 Δεκεμβρίου 1918
 -  Κατάλυση 2 Νοεμβρίου 1943
Νόμισμα Γιουγκοσλαβική κορώνα (1918–1920)
Γιουγκοσλαβικό δηνάριο (1920–1944)
Σήμερα Σερβία
Μαυροβούνιο
ΠΓΔΜ
Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Σλοβενία
Κροατία
Κόσοβο
Οι περιοχές που δημιουργησαν το βασίλειο το 1918
Η πρώτη σελίδα της Διακήρυξης της Κέρκυρας

Το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας (Kraljevina Jugoslavija, Краљевина Југославија) ήταν κράτος στη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη την περίοδο του μεσοπολέμου (1918-1939) και το πρώτο μισό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939–1943). Δημιουργήθηκε, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 από τη συνένωση του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που το ίδιο σχηματίσθηκε από εδάφη της πρώην Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με το πρώην ανεξάρτητο Βασίλειο της Σερβίας. Το Βασίλειο του Μαυροβουνίου είχε ενωθεί με τη Σερβία πέντε μέρες νωρίτερα, ενώ οι περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, της Βοϊβοντίνα και της Μακεδονίας του Βαρδάρη ήταν τμήματα της Σερβίας πριν από την ενοποίηση. Τα πρώτα έντεκα χρόνια της ύπαρξής του το Βασίλειο ονομαζόταν επίσημα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων[2] (Kraljevina Srba Hrvata i Slovenaca, Краљевина Срба Хрвата и Словенаца) αλλά ο όρος "Γιουγκοσλαβία" ήταν η κοινή του ονομασία από την αρχή. Το επίσημο όνομα του κράτους έγινε "Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας" από το Βασιλιά Αλέξανδρο Α΄ στις 3 Οκτωβρίου 1929.

Το κράτος κυβερνήθηκε από τη Σερβική δυναστεία των Καραεώργεβιτς, που στο παρελθόν κυβέρνησε το Βασίλειο της Σερβίας υπό τον Πέτρο Α΄ από το 1903 (μετά το Πραξικόπημα του Μαίου) και μετά. Ο Πέτρος Α΄ έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας μέχρι το θάνατό του το 1921. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος Α΄, που ήταν αντιβασιλέας του πατέρα του. Ήταν γνωστός ως "Αλέξανδρος ο Ενοποιητής" και μετονόμασε το βασίλειο "Γιουγκοσλαβία" το 1929. Δολοφονήθηκε στη Μασσαλία από το Βλάντο Τσερνοζέμσκι, μέλος της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Γαλλία το 1934. Το στέμμα περιήλθε στν τότε ακόμα ανήκικο γιο του Πέτρο. Ο ξάδελφός του Παύλος κυβέρνησε ως αντιβασιλέας μέχρι το 1941, οπότε ο Πέτρος Β΄ ενηλικιώθηκε. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στο Λονδίνο την ίδια χρονιά, πριν εισβάλουν οι δυνάμεις του Άξονα στη χώρα.

Τον Απρίλιο του 1941 η χώρα καταλήφθηκε και διαμοιράστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα. Στο Λονδίνο ιδρύθηκε μια βασιλική εξόριστη κυβέρνηση, που αναγνωρίστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο και, αργότερα, από όλες τις Συμμαχικές δυνάμεις. Το 1944, μετά από πιέσεις του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο βασιλιάς αναγνώρισε ως νόμιμη την κυβέρνηση της Λαϊκής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας, που ιδρύθηκε στις 2 Νοεμβρίου, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βις των Ιβάν Σουμπάσιτς (για λογαριασμό του Βασιλείου) και Γιόσιπ Μπροζ Τίτο (για λογαριασμό των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων).

Συγκρότηση

Μονάδες του Σερβικού στρατού μπαίνουν στην Πλατεία Μπαν Γέλατσιτς στο Ζάγκρεμπ το 1918.
Μιχαήλο Πούπιν, φυσικός και φυσικοχημικός. Επηρέασε τις τελικές αποφάσεις της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, όταν καθορίστηκαν τα σύνορα του Βασιλείου

Μετά τη δολοφονία του Αυστριακού Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου από το Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, την επακόλουθη εισβολή στη Σερβία και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Νοτιοσλαβικός εθνικισμός κλιμακώθηκε και οι Σλάβοι εθνικιστές ζητούσαν την ανεξαρτησία και την ενοποίηση των Νοτιοσλαβικών εθνικοτήτων της Αυστρουγγαρίας με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο σε ένα ενιαίο Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων.

Στο Παρίσι, στις 30 Απριλίου 1914 σχηματίζεται η Γιουγκοσλαβική Επιτροπή, μια πολιτική ομάδα Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων[3]της Αυστροουγγαρίας, με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους για όλους τους Νότιους Σλάβους. Ο Κροάτης πολιτικός από τη Δαλματία Αντε Τρούμπιτς έγινε εξέχων Νοτιοσλάβος ηγέτης κατά τη διάρκεια του πολέμου και ηγήθηκε της Γιουγκοσλαβικής Επιτροπής που πίεζε τους Συμμάχους να υποστηρίξουν τη δημιουργία ανεξάρτητης Γιουγκοσλαβίας. Το 1916 το εξόριστο Κοινοβούλιο της Σερβίας αποφάσισε τη δημιουργία του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας σε συνεδρίασή του στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας. Ο Τρούμπιτς αντιμετώπισε αρχικά την εχθρότητα του Πρωθυπουργού της Σερβίας Νικόλα Πάσιτς, που προτιμούσε μια διευρυμένη Σερβία από ένα ενοποιημένο Γιουγκοσλαβικό κράτος. Ωστόσο ο Πάσιτς και ο Τρούμπιτς συμφώνησαν σε μια συμβιβαστική λύση με τη [[Διακήρυξη της Κέρκυρας], στις 20 Ιουλίου 1917, που υποστήριζε τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων υπό την ηγεσία του Σερβικού Οίκου των Καραγεώργεβιτς.

Η διαδικασία της εδαφικής ενοποίησης

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 το Βασίλειο της Σερβίας βγαίνει ενισχυμένο εδαφικά και πληθυσμιακά. Περιλαμβάνει πλέον και τα ιστορικά εδάφη του Κοσσυφοπεδίου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την περιοχή του Βαρδάρη από την Βουλγαρία.

Με τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας στα εδάφη όπου κατοικούν Νότιοι Σλάβοι, Κροατία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη και Σλοβενία σχηματίζεται στις 29 Οκτωβρίου 1918 ένα εφήμερο κράτος με την ονομασία Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων.

Στην περιοχή του Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια (Βοϊβοντίνα) μετά τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας η Μεγάλη λαϊκή συνέλευση των Σέρβων και λοιπών Σλάβων του Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια σε συνεδρίασή της στις 25 Νοεμβρίου 1918 [4] στο Νόβι Σαντ αποφασίζει και ανακοινώνει την ένωση της περιοχής με το Βασίλειο της Σερβίας.

Στο Βασίλειο του Μαυροβουνίου η Μεγάλη λαϊκή συνέλευση του Σερβικού Λαού στο Μαυροβούνιο αποφασίζει στις 26 Νοεμβρίου 1918[5] στην Ποντγκόριτσα την ένωση του Βασιλείου με το Βασίλειο της Σερβίας υπό την δυναστεία των Καραγιώργη της Σερβίας.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1918 ανακηρύχθηκε το νέο βασίλειο από τον Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, Αντιβασιλέα του πατέρα του, Πέτρου Α΄ της Σερβίας, με το όνομα "Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων" (Σερβικά: Краљевина Срба, Хрвата и Словенаца Kraljevina Srba, Hrvata i Slovenaca, Κροατικά: Kraljevina Srba, Hrvata i Slovenaca, Σλοβενικά: Kraljevina Srbov, Hrvatov σε Slovencev) ή τη συντετμημένη μορφή του "Βασίλειο των SHS" (Краљевина СХС Kraljevina SHS).. Το νέο βασίλειο αποτελείτο από τα πρώην ανεξάρτητα βασίλεια της Σερβίας και του Μαυροβουνίου (το Μαυροβούνιο είχε απορροφηθεί από τη Σερβία τον προηγούμενο μήνα), καθώς και ένα σημαντικό τμήμα των εδαφών που στο παρελθόν ανήκαν στην Αυστροουγγαρία, το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Τα πρώην εδάφη της Αυστρουυγγαρίας, που περιλαμβάνονταν στο νέο κράτος είναι:

Η δημιουργία του κράτους υποστηρίχθηκε από τους Πανσλαβιστές και τους Σέρβους εθνικιστές. Για το Πανσλαβικό κίνημα όλοι οι Νότιοι Σλάβοι (Γιουγκοσλάβοι) είχαν ενωθεί σε ένα ενιαίο κράτος. Για τους Σέρβους εθνικιστές είχε επίσης επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος της ένωσης της πλειονότητας του Σερβικού πληθυσμού όλης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένα κράτος. Επιπλέον, καθώς η Σερβία είχε ήδη κυβέρνηση, στρατιωτική και αστυνομική δύναμη, ήταν λογική επιλογή να αποτελέσει τον πυρήνα του Γιουγκοσλαβικού κράτους.

Το νεοσύστατο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων με εκπρόσωπος της χώρας τον Τρούμπιτς. Δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι είχαν παρασύρει τους Ιταλούς στον πόλεμο με την υπόσχεση ως ανταλλάγματος ουσιαστικών εδαφικών κερδών, που απέκοπτε το ένα τέταρτο της Σλοβενίας από τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των Σλοβένων που ζούσαν στο Βασίλειο των SHS, ο Τρούμπιτς αξίωσε με επιτυχία την ένταξη των περισσότερων Σλάβων, που ζούσαν στην πρώην Αυστροουγγαρία, εντός των συνόρων του νέου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ωστόσο με τη Συνθήκη του Ράπαλο (1920) ένας πληθυσμός μισού εκατομμυρίου Σλάβων, ως επί το πλείστον Σλοβένων, ήταν υπέστησαν βίαιο εξιταλισμό μέχρι την πτώση του φασισμού στην Ιταλία. Οταν ο Μπενίτο Μουσολίνι ήθελε να τροποποιήσει τα σύνορα του Ράπαλο, προκειμένου να προσαρτήσει το ανεξάρτητο κράτος της Ριέκα στην Ιταλία, οι προσπάθειες του Πάσιτς να διορθώσει τα σύνορα στην Ποστόινα και την Ιντριγια ουσιαστικά υπονομεύτηκε από τον αντιβασιλέα Αλέξανδρο, που προτιμούσε "καλές σχέσεις" με την Ιταλία.

Το Γιουγκοσλαβικό βασίλειο συνόρευε με την Ιταλία και την Αυστρία στα βορειοδυτικά στα σύνορα του Ράπαλο, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα και την Αλβανία προς νότο και την Αδριατική Θάλασσα στα δυτικά. Σχεδόν αμέσως ήρθε σε διένεξη με τους περισσότερους από τους γείτονές του. Η Σλοβενία ​​ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί, δεδομένου ότι ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Αυστρίας για 400 χρόνια. Η περιοχή της Βοϊβοντίνα ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης με την Ουγγαρία, η Μακεδονία με τη Βουλγαρία, και το Φιούμε με την Ιταλία.

Δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε επίσης στην Επαρχία της Καρινθίας, που επέλεξε να παραμείνει στην Αυστρία. Οι Αυστριακοί αποτελούσαν πλειοψηφία στην περιοχή αυτή, αν και οι αριθμοί έδειξαν ότι μερικοί Σλοβένοι ψήφισαν η Καρινθία να γίνει τμήμα της Αυστρίας. Η Δαλματική πόλη-λιμάνι Ζαντάρ (Ιταλική γλώσσα ιταλικά: Zara) και μερικά από τα Δαλματικά νησιά δόθηκαν στην Ιταλία. Η πόλη της Ριέκα (ιταλικά: Fiume) ανακηρύχθηκε Ελεύθερο Κράτος του Φιούμε, αλλά σύντομα καταλήφθηκε και το 1924 προσαρτήθηκε από την Ιταλία, στην οποία είχε επίσης δοθεί υπόσχεση για τις Δαλματικές ακτές κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η Γιουγκοσλαβία διεκδικούσε την Ίστρια, τμήμα της πρώην Παραλιακής Αυστρίας, που είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία, αλλά περιείχε σημαντικό πληθυσμό Κροατών και Σλοβένων.

Το σύνταγμα του 1921 πυροδότησε εντάσεις μεταξύ των διαφόρων Γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων. Ο Τρούμπιτς διαφώνησε με το σύνταγμα του 1921 και με την πάροδο του χρόνου έγινε όλο και πιο εχθρικός προς τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση που την έβλεπε να γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτική προς όφελος της Σερβικής ηγεμονίας επί της Γιουγκοσλαβίας.

Οικονομία

Γεωργία

Σλοβένοι αγρότες τη δεκετία του 1930

Τα τρία τέταρτα του γιουγκοσλαβικού εργατικού δυναμικού απασχολείτο στη γεωργία. Υπήρχαν λίγες εμπορικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι περισσότερες ήταν για ιδιοκατανάλωση. Οι αγρότες στο νότο ήταν ιδιαίτερα φτωχοί, ζώντας σε λοφώδεις, άγονες περιοχές. Μεγάλα κτήματα υπήρχαν μόνο τα βόρεια και όλα ανήκαν σε αλλοδαπούς. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου Γιουγκοσλαβικού κράτους το 1919 ήταν να κατατμήσει τα κτήματα και να αποβάλει τους ξένους, και ιδίως τους Ούγγρους γαιοκτήμονες. Σχεδόν το 40% του αγροτικού πληθυσμού πλεόναζε (δηλαδή δεν απαιτείτο για τη διατήρηση των τρεχόντων επιπέδων παραγωγής) και, παρά το όχι πολύ θερμό κλίμα, η Γιουγκοσλαβία ήταν επίσης σχετικά ξηρή. Οι εσωτερικές επικοινωνίες ήταν ανεπαρκείς, οι ζημιές από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εκτεταμένες και με λίγες εξαιρέσεις η γεωργία ήταν χωρίς μηχανήματα ή άλλες σύγχρονες τεχνολογίες καλλιέργειας.

Βιομηχανία

Η βιομηχανία ήταν περιορισμένη στο Βελιγράδι και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα και αποτελούνταν κυρίως από μικρές, συγκριτικά πρωτόγονες εγκαταστάσεις, που παρήγαν αποκλειστικά για την εγχώρια αγορά. Το εμπορικό δυναμικό των Γιουγκοσλαβικών λιμανιών της Αδριατικής έμενε ανεκμετάλλευτο επειδή το έθνος δεν είχε τα κεφάλαια ή την τεχνογνωσία για να λειτουργήσει μια ναυτιλιακή βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά η εξορυκτική βιομηχανία ήταν αρκετά αναπτυγμένη λόγω της αφθονίας ορυκτών πόρων της χώρας, αλλά δεδομένου ότι κατά κύριο λόγο την κατείχαν και τη διεύθυναν αλλοδαποί, η περισσότερη παραγωγή εξαγόταν. Η Γιουγκοσλαβία, στο σύνολό της, ήταν η τρίτο λιγότερη εκβιομηχανισμένη χώρα στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη Βουλγαρία και την Αλβανία.

Χρέος

Η Γιουγκοσλαβία, όπως γενικά οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δανείστηκε μεγάλα ποσά χρημάτων από τη Δύση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Όταν άρχισε η Μεγάλη Ύφεση το 1930, οι Δυτικές δανειστές απαιτούσαν τα οφειλόμενα, που ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν. Μερικά από τα χρήματα χάθηκαν σε δωροδοκίες, αν και τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν από τους αγρότες για τη βελτίωση της παραγωγής και των εξαγωγών. Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων ήταν πάντα μια ασταθές προοπτική, και η Ύφεση έκανε την αγορά τους να καταρρεύσει, καθώς τα κράτη ύψωναν παντού εμπορικούς φραγμούς. Η Ιταλία ήταν σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γιουγκοσλαβίας τα πρώτα χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά οι σχέσεις μειώθηκαν μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπενίτο Μουσολίνι. Στη ζοφερή οικονομική κατάσταση της δεκαετίας του 1930, η Γιουγκοσλαβία ακολούθησε το παράδειγμα των γειτόνων της και αφέθηκε να γίνει εξαρτώμενη από τη Ναζιστική Γερμανία.

Εκπαίδευση

Παρά το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία είχε υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, αυτή ήταν απρόσιτη για τους περισσότερους αγρότες. Το επίσημο ποσοστό αλφαβητισμού του πληθυσμού ανερχόταν στο 50%, αλλά αυτό ποίκιλλε ευρέως σε όλη τη χώρα. Λιγότερο από το 10% των Σλοβένων ήταν αναλφάβητοι, αλλά ένα εντυπωσιακό 80% των Σλαβομακεδόνων και των Βόσνιων δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει. Μόνο 10% των μαθητών του δημοτικού σχολείου πήγαινε στο γυμνάσιο και είχε πρόσβαση σε τρία πανεπιστήμια στο Βελιγράδι, τη Λιουμπλιάνα και το Ζάγκρεμπ.

Εθνοτικές ομάδες

Η μικρή μεσαία τάξη κατέλαμβανε τα μεγάλα αστικά κέντρα και σχεδόν όλοι οι άλλοι ήταν αγρότες που ασχολούντο με τη γεωργία επιβίωσης. Η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα ήταν οι Σέρβοι, ακολουθούμενοι από τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Βόσνιους Μουσουλμάνους, τους Μακεδόνες και τους Αλβανούς. Αντίστοιχα ήταν η θρησκεία με το μισό του πληθυσμού Ορθόδοξους Χριστιανούς, 40 περίπου τοις εκατό Καθολικούς και τους υπόλοιπους Μουσουλμάνους. Σε ένα τόσο πολύγλωσσο έθνος, οι εντάσεις ήταν συχνές, αλλά κυρίως μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών. Άλλες διενέξεις ήταν εκείνες μεταξύ Σέρβων και Σλαβομακεδόνων, καθώς η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση είχε ως επίσημη θέση της ότι οι τελευταίοι ήταν Σέρβοι. Στις αρχές του 20ου αιώνα η διεθνής κοινότητα θεωρούσε τους Σλαβομακεδόνες κατά κύριο λόγο ως περιφερειακό είδος Βουλγάρων, αλλά κατά τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919 οι Σύμμαχοι ενέκριναν τον έλεγχο Σέρβων στη Μακεδονία του Βαρδάρη και την άποψή τους, ότι οι Σλαβομακεδόνες ήταν στην πραγματικότητα Νότιοι Σέρβοι.

Οι Σλοβένοι ήταν πιο κοντά στο Κροάτες από θρησκευτική και πολιτιστική άποψη. Ειδικότερα, ήξεραν ότι ήταν πολύ λίγοι για να σχηματίσουν ένα έθνος από μόνοι τους και δεν υπήρχε λόγος να υποθέσουν ότι μια Γιουγκοσλαβία κυριαρχούμενη από τους Κροάτες θα ήταν καλύτερη ή χειρότερ από μία κυριαρχούμενη από τους Σέρβους. Κατά το πλείστον ακολουθούσαν το γενικό πολιτικό ρεύμα και δεν αποτελούσαν σημαντική πηγή προβλημάτων.

Οι κατά κύριο λόγο Μουσουλμάνοι Βόσνιοι κερδίσαν κάποιες παραχωρήσεις από το Βελιγράδι, αλλά πάντα αντιμετώπιζαν έντονη αντιπάθεια από τους γείτονές τους, κυρίως τους Σέρβους, και ήταν γνωστοί ως "Τούρκοι", παρά τη Σλαβική τους εθνικότητα. Οι Αλβανοί περνούσαν χειρότερα, δεδομένου ότι δεν μιλούν Σερβοκροατικά, αλλά όλοι οι Μουσουλμάνοι ήταν αντικείμενο ευρείας προκατάληψης στη Γιουγκοσλαβία. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας επετράπη να υφίστανται ως θύλακες του Ισλαμικού Νόμου ως προς την προσωπική κατάσταση, ως παραχώρηση προς το Μουσουλμανικό πληθυσμό της Γιουγκοσλαβίας.

Άλλες μικρότερες μειονότητες ήταν Ιταλοί, Ρουμάνοι, Γερμανοί, Ούγγροι και Έλληνες. Εκτός από τους Ρουμάνους η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν παρείχε καμία ειδική μεταχείριση όσον αφορά τον σεβασμό για τη γλώσσα, τον πολιτισμό ή την πολιτική τους αυτονομία, γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένου ότι όλων οι πατρίδες είχαν εδαφικές διαφορές με τη Γιουγκοσλαβία. Λίγοι Εβραίοι ζούσαν στις μεγάλες πόλεις, ήταν αρκετά αφομοιωμένοι και δεν υπήρχαν σημαντικά προβλήματα αντισημιτισμού.

Πολιτική ιστορία

Αρχή

Μεταξύ 1918 και 1926 ο Νικόλα Πάσιτς έγινε Πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας τρεις φορές.

Αμέσως μετά τη διακήρυξη της 1ης Δεκεμβρίου διαπραγματεύσεις μεταξύ του Εθνικού Συμβουλίου των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων και της Σερβικής κυβέρνησης κατέληξαν σε συμφωνία για τη νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το Νικόλα Πάσιτς. Ωστόσο, όταν η συμφωνία αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στον αντιβασιλέα, Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς, απορρίφθηκε, παράγοντας την πρώτη κυβερνητική κρίση του νέου κράτους. Πολλοί θεώρησαν αυτή την απόρριψη ως παραβίαση των κοινοβουλευτικών αρχών, αλλά το θέμα λύθηκε όταν ο αντιβασιλέας πρότεινε την αντικατάσταση του Πάσιτς με το Στόγιαν Πρότιτς, ηγετικό στέλεχος του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Πάσιτς. Το Εθνικό Συμβούλιο και η Σερβική κυβέρνηση συμφώνησαν και η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1918.

Σε αυτή την περίοδο πριν από την εκλογή της Συντακτικής Συνέλευσης, ως κοινοβούλιο λειτούργησε μια Προσωρινή Αντιπροσωπεία, που σχηματίστηκε από εκπροσώπους των διαφόρων εκλεγμένων οργάνων που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κράτους. Μια συμπόρευση κομμάτων που συνένωσε πολλά μέλη της σερβικής αντιπολίτευσης με πολιτικά κόμματα από την πρώην Αυστροουγγαρία οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Δημοκρατικού Κόμματος, που κυριάρχησε στην Προσωρινή Αντιπροσωπεία και την κυβέρνηση.

Επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής το Λιούμπομιρ Νταβίντοβιτς προώθησε ένα πολύ συγκεντρωτικό πρόγραμμα μια σειρά από Κροάτες αντιπροσώπους μεταπήδησαν στην αντιπολίτευση. Ωστόσο και οι ριζοσπάστες δεν ήταν ευχαριστημένοι που είχαν μόνο τρεις υπουργούς έναντι 11 του Δημοκρατικού Κόμματος και στις 16 Αυγούστου 1919, ο Πρότιτς υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Νταβίντοβιτς στη συνέχεια σχημάτισε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η κυβέρνηση είχε την πλειοψηφία, αλλά η απαρτία της Προσωρινής Αντιπροσωπείας ήταν το μισότων ψήφων συν μία. Η αντιπολίτευση στη συνέχεια άρχισε να μποϊκοτάρει το κοινοβούλιο. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την παρουσία όλων των υποστηρικτών της, κατέστη αδύνατο να υπάρξει μια συνεδρίαση σε απαρτία του κοινοβουλίου. Ο Νταβίντοβιτς σύντομα παραιτήθηκε, αλλά καθώς κανένας άλλος δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση έγινε και πάλι πρωθυπουργός. Καθώς η αντιπολίτευση συνέχισε το μποϊκοτάζ της, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να κυβερνά με διατάγματα. Αυτό καταγγέλθηκε από την αντιπολίτευση ο οποίος άρχισε να αυτοαποκαλείται Κοινοβουλευτική Κοινότητα. Ο Νταβίντοβιτς συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και ζήτησε από το βασιλιά να προχωρήσει αμέσως σε εκλογές για Συντακτική Συνέλευση. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παραιτηθεί.

Η Κοινοβουλευτική Κοινότητα σχημάτισε τώρα μια κυβέρνηση με επικεφαλής το Στόγιαν Πρότιτς, που δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών κανόνων και την άμβλυνση του συγκεντρωτισμού της προηγούμενης κυβέρνησης. Τους ένωσε επίσης η αντίθεσή τους στο πρόγραμμα ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης της προηγούμενης κυβέρνησης. Καθώς πολλές μικρές ομάδες και μεμονωμένοι άλλαξαν στρατόπεδο ο Πρότιτς τώρα είχε ακόμη μια μικρή πλειοψηφία. Ωστόσο το Δημοκρατικό Κόμμα και οι Σοσιαλδημοκράτες μποϊκόταραν τώρα αυτοί το κοινοβούλιο και ο Πρότιτς δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει απαρτία. Εξ ου και η Κοινοβουλευτική Κοινότητα, τώρα στην κυβέρνηση, αναγκάστηκε να κυβερνά με διατάγματα.

Για την Κοινοβουλευτική Κοινότητα το να παραβιάζει έτσι τη βασική αρχή γύρω από την οποία είχε σχηματιστεί την έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τον Απρίλιο του 1920 ξέσπασαν εκτεταμένες εργατικές ταραχές και μια απεργία των σιδηροδρομικών. Σύμφωνα με το Γκλιγκορίγεβιτς αυτό άσκησε πίεση στα δύο μεγάλα κόμματα να λύσουν τις διαφορές τους. Μετά την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων ο Πρότιτς παραιτήθηκε για να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον ουδέτερο σχήμα του Μιλένκο Βέσνιτς. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ακολούθησαν το Δημοκρατικό Κόμμα, πρώην συμμάχους τους, στην κυβέρνηση επειδή ήταν αντίθετοι με τα αντικομμουνιστικά μέτρα που έλαβε η νέα κυβέρνηση.

Οι αντιπαραθέσεις που είχαν διαιρέσει τα κόμματα πρωτύτερα ήταν ακόμα πολύ ζωντανές. Το Δημοκρατικό Κόμμα συνέχισε να προωθεί το συγκεντρωτικό του πρόγραμμα και ακόμα επέμενε στην ανάγκη για ριζική αγροτική μεταρρύθμιση. Μια διαφωνία σχετικά με τον εκλογικό νόμο οδήγησε τελικά το Δημοκρατικό Κόμμα να ψηφίσει εναντίον της κυβέρνησης στη Βουλή και η κυβέρνηση ηττήθηκε. Αν και αυτή η συνεδρίαση δεν είχε απαρτία, ο Βέσνιτς τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να παραιτηθεί. Η παραίτησή του είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: το Ριζοσπαστικό Κόμμα συμφώνησε να αποδεχθεί την ανάγκη για συγκεντρωτισμό και το Δημοκρατικό Κόμμα συμφώνησε να αποσύρει την εμμονή του για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Βέσνιτς τέθηκε και πάλι επικεφαλής της νέας κυβέρνησης. Η Κροατική Κοινότητα και το Σλοβενικό Λαϊκό Κόμμα, ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένοι με την αποδοχή του συγκεντρωτισμού των Ριζοσπαστών . Ούτε και ο Στόγιαν Πρότιτς, που αποσύρθηκε από την κυβέρνηση για το ίδιο θέμα.

Το Σεπτέμβριο του 1920 ξέσπασε στην Κροατία μια αγροτική εξέγερση , άμεση αιτία της οποίας ήταν η σήμανση των βοοειδών των αγροτών. Η Κροατική Κοινότητα κατηγόρησε ειδικότερα τη συγκεντρωτική πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργού Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς .

Διοικητική διαίρεση του Βασιλείου

Επαρχίες (1918-1922)

Οι Επαρχίες (Ποκράϊνε) του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων δημιουργήθηκαν το 1918 με την ίδρυση του κράτους.

  • Σερβία

Περιφέρειες (1922-1929)

Οι Περιφέρειες (Όμπλαστ) δημιουργήθηκαν με το Σύνταγμα του Βίντοβνταν του 1921 και εφαρμόστηκαν από τις 26 Απριλίου 1922 καταργώντας τις Επαρχίες.

Περιφέρειες (Όμπλαστ):

Μπανοβίνες (1929-1941)

Οι Μπανοβίνες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας

Οι Μπανοβίνες (Επαρχίες) δημιουργήθηκαν το 1929, με τη μετονομασία του κράτους σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και αντικατέστησαν τις Περιφέρειες.

Η πρωτέυουσα του κράτους Βελιγράδι μαζί με τις πόλεις του Ζέμουν και του Πάντσεβο αποτελούσαν ξεχωριστή διοικητική ενότητα, την Διοίκηση πόλης Βελιγραδίου.

Παραπομπές

  1. The Constitution of the Kingdom of Yugoslavia "Art. 3. The official language of the Kingdom is Serb-Croat-Slovene.", archive.org
  2. Прводецембарски акт – Прокламовање Краљевства Срба, Хрвата и Словенаца (Адреса Народног вијећа Словенаца, Хрвата и Срба и Одговор престолонаследника Александра, 1. децембар 1918). Архив Југославије, arhivyu.gov.rs
  3. Prilog proučavanju djelovanja Ivana Meštrovića u Jugoslavenskom odboru Norka Machiedo Mladinić - Journal of Contemporary History, Vol.39 No.1 June 2007. hrcak.srce.hr
  4. Скупштина Града Новог Сада - Седница Комисије за обележавање празника "25. новембра 1918. године, дана када је Велика Народна Скупштина Срба, Буњеваца и других Словена Баната, Бачке и Барање, донела Одлуку о присаједињењу Војводине Краљевини Србији", skupstinans.rs
  5. 13/26 XI 1918. - PODGORICKA SKUPŠTINA, montenegrina.net