Διονύσιος Τσόκος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναίρεση έκδοσης 5048856 από τον 194.63.239.233 (Συζήτηση)
WQUlrich (συζήτηση | συνεισφορές)
commons
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
Το έργο του — κυρίως θέματα από την [[Επανάσταση του 1821]], προσωπογραφίες και αγιογραφίες — συνδυάζει στοιχεία του ιταλικού ακαδημαϊσμού με στοιχεία της [[Επτανησιακή Σχολή (ζωγραφική)|Επτανησιακής Σχολής]]. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της [[ζωγραφική|ζωγραφικής]] στην νεότερη [[Ελλάδα]].
Το έργο του — κυρίως θέματα από την [[Επανάσταση του 1821]], προσωπογραφίες και αγιογραφίες — συνδυάζει στοιχεία του ιταλικού ακαδημαϊσμού με στοιχεία της [[Επτανησιακή Σχολή (ζωγραφική)|Επτανησιακής Σχολής]]. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της [[ζωγραφική|ζωγραφικής]] στην νεότερη [[Ελλάδα]].


{{commonscat|Dionysios Tsokos}}
{{Επτανησιακή Σχολή}}
{{Επτανησιακή Σχολή}}



Έκδοση από την 19:29, 30 Μαΐου 2015

Δ. Τσόκος, Προσωπογραφία του Θεόκλητου Φαρμακίδη (1858). Λάδι σε μουσαμά, 74 εκ. x 58 εκ. Συλλογή της Βουλής των Ελλήνων.

Ο Διονύσιος Τσόκος (Ζάκυνθος, 1814 ή 1820Αθήνα, 1862) ήταν ένας από τους πρώτους εθνικούς ζωγράφους της μεταοθωμανικής Ελλάδας.

Οί γονείς του Τσόκου ήταν Ηπειρώτες. Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα έλαβε κοντά στον Νικόλαο Καντούνη. Ο τελευταίος ήταν ανεμεμειγμένος στην εθνική εξέγερση του 1821 και είχε υποστεί διώξεις και ταλαιπωρίες για τις ιδέες και την δράση του. Έτσι ο Τσόκος, έλαβε από τον δάσκαλό του όχι μόνον καλλιτεχνική παιδεία, αλλά και έντονη εθνική συνείδηση.

Λέγεται ότι ο Τσόκος εγκατέλειψε την Ζάκυνθο για να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα. Πάντως είναι βέβαιο ότι το 1844 ήταν στην Βενετία, όπου παρακολούθουσε κανονικά μαθήματα ζωγραφικής με δάσκαλο τον ιταλό Λουδοβίκο Λιππαρίνι (Ludovico Lipparini). Με παρότρυνση του Λιπαρρίνι άρχισε να ασχολείται με ιστορικά θέματα και με προσωπογραφίες. Το 1845 συμμετείχε με ένα πορτρέτο γυναίκας στην Δημόσια Έκθεση της Ακαδημίας της Βενετίας και το όνομά του αναφέρεται σε σχετική τεχνοκριτική που δημοσιεύθηκε σε ιταλική εφημερίδα της εποχής.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1847, όπου συνέχισε να ασχολείται με ιστορικά θέματα δημιουργώντας γνωστούς πίνακας όπως: Φυγή από την Πάργα (1849), Ο όρκος των Φιλικών (1849), Η δολοφονία του Καποδίστρια (1850), κ.ά. Από το 1850 έως το 1860 εκτέλεσε κατά παραγγελία πολλές προσωπογραφίες ιστορικών προσώπων της εποχής καθώς και προσωπογραφίες καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1856 διορίστηκε καθηγητής σχεδίου και ζωγραφικής στο Αρσάκειο. Την ίδια χρονιά εντυπωσίασε τους τεχνοκριτικούς με τις προσωπογραφίες του στην Έκθεση των Τεχνών που διοργάνωσε το τότε Σχολείον των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Πέθανε το 1862 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Το έργο του — κυρίως θέματα από την Επανάσταση του 1821, προσωπογραφίες και αγιογραφίες — συνδυάζει στοιχεία του ιταλικού ακαδημαϊσμού με στοιχεία της Επτανησιακής Σχολής. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της ζωγραφικής στην νεότερη Ελλάδα.