Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Viliakos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 39: Γραμμή 39:


=== Γενετική ===
=== Γενετική ===
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια [[πολυγονιδιακή νόσος]], που σημαίνει ότι πολλά διαφορετικά γονίδια συμβάλλουν στην εμφάνιση της. Ανάλογα με τη θέση ή το συνδυασμό των τόπων, μπορεί να είναι κυρίαρχο, υπολειπόμενο ή κάπου ενδιάμεσα. Το ισχυρότερο γονίδιο,το [[IDDM1]], βρίσκεται στη θέση [[MHC Class II]] του χρωμοσώματος 6, στην περιοχή χρώσης 6p21. Ορισμένες παραλλαγές αυτού του γονιδίου αυξάνουν τον κίνδυνο για μειωμένη [[ιστοσυμβατότητα]], χαρακτηριστικό του τύπου 1. Αυτές οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τις DRB1 0401, DRB1 0402, DRB1 0405, DQA 0301, DQB1 0302 και DQB1 0201, οι οποίες είναι κοινές στους Βορειοαμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους.<ref name=jeffrey2010/> Μερικές παραλλαγές, επίσης, φαίνονται να είναι προστατευτικές.<ref name=jeffrey2010/>
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι [[πολυγονιδιακή νόσος]], που σημαίνει ότι πολλά διαφορετικά γονίδια συμβάλλουν στην εμφάνιση της. Ανάλογα με τη θέση ή το συνδυασμό των τόπων, μπορεί να είναι κυρίαρχο, υπολειπόμενο ή κάπου ενδιάμεσα. Το ισχυρότερο γονίδιο,το [[IDDM1]], βρίσκεται στη θέση [[MHC Class II]] του χρωμοσώματος 6, στην περιοχή χρώσης 6p21. Ορισμένες παραλλαγές αυτού του γονιδίου αυξάνουν τον κίνδυνο για μειωμένη [[ιστοσυμβατότητα]], χαρακτηριστικό του τύπου 1. Αυτές οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τις DRB1 0401, DRB1 0402, DRB1 0405, DQA 0301, DQB1 0302 και DQB1 0201, οι οποίες είναι κοινές στους Βορειοαμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους.<ref name=jeffrey2010/> Μερικές παραλλαγές, επίσης, φαίνονται να είναι προστατευτικές.<ref name=jeffrey2010/>


Ο κίνδυνος ενός παιδιού για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1 είναι περίπου 10%, εάν ο πατέρας έχει, περίπου 10%, αν ένα απο τα αδέρφια του έχει, περίπου 4% αν η μητέρα έχει διαβήτη τύπου 1 και ήταν ηλικίας 25 ετών ή νεότερη όταν γεννήθηκε το παιδί και περίπου 1% αν η μητέρα ήταν πάνω από 25 ετών όταν γεννήθηκε το παιδί.<ref>[http://www.joslin.org/info/genetics_and_diabetes.html Genetics & Diabetes], Diabetes Information. Dr. Warram. Joslin Diabetes Center and Joslin Clinic</ref>
Ο κίνδυνος ενός παιδιού για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1 είναι περίπου 10%, εάν ο πατέρας έχει, περίπου 10%, αν ένα απο τα αδέρφια του έχει, περίπου 4% αν η μητέρα έχει διαβήτη τύπου 1 και ήταν ηλικίας 25 ετών ή νεότερη όταν γεννήθηκε το παιδί και περίπου 1% αν η μητέρα ήταν πάνω από 25 ετών όταν γεννήθηκε το παιδί.<ref>[http://www.joslin.org/info/genetics_and_diabetes.html Genetics & Diabetes], Diabetes Information. Dr. Warram. Joslin Diabetes Center and Joslin Clinic</ref>


=== Περιβάλλον ===
=== Περιβάλλον ===

Έκδοση από την 09:00, 24 Νοεμβρίου 2012

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1
Ο μπλε κύκλος είναι το σύμβολο του διαβήτη, όπως η κόκκινη κορδέλα για το AIDS.[1]
Ειδικότηταδιαβητολογία
Συμπτώματαpolyuria[2] και Υπερφαγία[3]
Ταξινόμηση
ICD-10E10
ICD-9250.01
OMIM222100
DiseasesDB3649
MedlinePlus000305
eMedicinemed/546
MeSHD003922

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (διαβήτης τύπου 1, ΣΔΤ1, πρώην ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης) είναι μια μορφή του σακχαρώδη διαβήτη που προκύπτει από την αυτοάνοση καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη.[4] Η επακόλουθη έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένη γλυκόζη στο αίμα και στα ούρα. Τα κλασικά συμπτώματα είναι πολυουρία (συχνή ούρηση), πολυδιψία (αυξημένη δίψα), πολυφαγία (αυξημένη όρεξη) και απώλεια βάρους.[5]

Η συχνότητα ποικίλλει από 8 έως 17 ανά 100.000 στη Βόρεια Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με την υψηλότερη ναι είναι περίπου 35 ανά 100.000 στη Σκανδιναβία και την χαμηλότερη να είναι 1 ανά 100.000 στην Ιαπωνία και την Κίνα.[6]

Τελικά, ο διαβήτης τύπου 1 είναι θανατηφόρος εκτός αν αντιμετωπιστεί με ινσουλίνη. Η ένεση είναι η πιο κοινή μέθοδος χορήγησης ινσουλίνης, αν και άλλες μέθοδοι είναι οι αντλίες ινσουλίνης και η εισπνεόμενη ινσουλίνη. Άλλες εναλλακτικές λύσεις είναι η μεταμόσχευση παγκρέατος που έχει χρησιμοποιηθεί, όπως επίσης και η μεταμόσχευση κυττάρων νησιδίων του παγκρέατος. Η μεταμόσχευση είναι πειραματική, αλλά αναπτυσσόμενη.[7]

Οι περισσότεροι άνθρωποι που αναπτύσσουν τον τύπο 1 είναι κατά τα άλλα υγιείς.[8] Αν και η αιτία του διαβήτη τύπου 1 δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητή, πιστεύεται ότι είναι ανοσολογικής αιτιολογίας.

Ο τύπος 1 μπορεί να διακριθεί από τον διαβήτη τύπου 2 μέσω μιας μέτρησης του C-πεπτιδίου, η οποία μετρά την ενδογενή παραγωγή ινσουλίνης.

Η θεραπεία του τύπου 1 πρέπει να συνεχιστεί επ' αόριστον σε όλες τις περιπτώσεις. Η θεραπεία συνήθως δεν θα επηρεάσει σημαντικά τις συνήθεις δραστηριότητες, αλλά μπορεί να γίνει επαρκώς εάν υπάρχει επαρκής εκπαίδευση των ασθενών, ευαισθητοποίηση, κατάλληλη φροντίδα και πειθαρχία στη δοκιμή και την δοσολογία της ινσουλίνης. Ωστόσο, η θεραπεία παραμένει αρκετά πολύπλοκη για πολλούς ανθρώπους. Επιπλοκές μπορεί να συνδέονται τόσο με τα χαμηλά όσο και με τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τα οποία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον μη φυσιολογικό τρόπο με τον οποίο η ινσουλίνη αντικαθίσταται. Χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορούν να οδηγήσουν σε επιληπτικές κρίσεις ή απώλεια συνείδησης και απαιτεί επείγουσα αντιμετώπιση. Υψηλό σάκχαρο στο αίμα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κόπωση, αλλά και σε μακροπρόθεσμες βλάβες στα όργανα.

Ενδείξεις και συμπτώματα

Τα κυριότερα συμπτώματα του διαβήτη

Τα κλασικά συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 περιλαμβάνουν: πολυουρία (συχνή ούρηση), πολυδιψία (αυξημένη δίψα), ξηροστομία, πολυφαγία (αυξημένη πείνα), κόπωση και απώλεια βάρους.[5] Πριν ένα άτομο συνειδητοποιήσει ότι έχει διαβήτη, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα κυμαίνονται σε ένα πολύ μεγάλο εύρος για μεγάλες χρονικές περιόδους, κατάσταση η οποία μπορεί να προκαλέσει διαβητική κετοξέωση. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να είναι ξηροδερμία, γρήγορη και βαθιά αναπνοή, υπνηλία, κοιλιακό άλγος και έμετος.[9]

Αίτια

Ο διαβήτης τύπου 1 προκαλείται από ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: γενετική προδιάθεση, διαβητογόνοι παράγοντες και/ή έκθεση σε ένα οδηγό αντιγόνο.[10]

Γενετική

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι πολυγονιδιακή νόσος, που σημαίνει ότι πολλά διαφορετικά γονίδια συμβάλλουν στην εμφάνιση της. Ανάλογα με τη θέση ή το συνδυασμό των τόπων, μπορεί να είναι κυρίαρχο, υπολειπόμενο ή κάπου ενδιάμεσα. Το ισχυρότερο γονίδιο,το IDDM1, βρίσκεται στη θέση MHC Class II του χρωμοσώματος 6, στην περιοχή χρώσης 6p21. Ορισμένες παραλλαγές αυτού του γονιδίου αυξάνουν τον κίνδυνο για μειωμένη ιστοσυμβατότητα, χαρακτηριστικό του τύπου 1. Αυτές οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τις DRB1 0401, DRB1 0402, DRB1 0405, DQA 0301, DQB1 0302 και DQB1 0201, οι οποίες είναι κοινές στους Βορειοαμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους.[11] Μερικές παραλλαγές, επίσης, φαίνονται να είναι προστατευτικές.[11]

Ο κίνδυνος ενός παιδιού για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1 είναι περίπου 10%, εάν ο πατέρας έχει, περίπου 10%, αν ένα απο τα αδέρφια του έχει, περίπου 4% αν η μητέρα έχει διαβήτη τύπου 1 και ήταν ηλικίας 25 ετών ή νεότερη όταν γεννήθηκε το παιδί και περίπου 1% αν η μητέρα ήταν πάνω από 25 ετών όταν γεννήθηκε το παιδί.[12]

Περιβάλλον

Περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την έκφραση του τύπου 1. Για ομοζυγωτικούς διδύμους, όταν ο ένας δίδυμος είχε διαβήτη τύπου 1, ο άλλος δίδυμος είχε μόνο στο 30% - 50% των περιπτώσεων. Παρά το γεγονός ότι έχουν ακριβώς το ίδιο γονιδίωμα, ο ένα δίδυμος έπασχε από την ασθένεια, ενώ ο άλλος όχι. Αυτό υποδηλώνει ότι εκτός από τους γενετικούς παράγοντες και περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την επικράτηση ασθένειας.[13] Άλλες ενδείξεις της περιβαλλοντικής επίδρασης περιλαμβάνουν την παρουσία μιας δεκαπλάσιας διαφοράς στην εμφάνιση μεταξύ Καυκασίων που ζουν σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, καθώς και μια τάση των ανθρώπων που μεταναστεύουν να αποκτούν τον τύπο της νόσου της χώρας προορισμού τους.[10]

Ιός

Μια θεωρία, που προτάθηκε από την DeLisa Fairweather και τον Noel R. Rose, προτείνει -μεταξύ άλλων[14]- ότι ο διαβήτης τύπου 1 είναι μία ιογενής αυτοάνοση αντίδραση, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα μολυσμένα από τον ιό κύτταρα μαζί με τα β κύτταρα στο πάγκρεας. Η οικογένεια των ιών Coxsackie ή ερυθρά εμπλέκεται, αν και τα στοιχεία είναι ανεπαρκή. Στον τύπο 1, παγκρεατικά β κύτταρα στα νησίδια του Langerhans καταστρέφονται, μειώνοντας την ενδογενή παραγωγή ινσουλίνης. Αυτό διακρίνει την προέλευση του τύπου 1 από τον τύπο 2. Ο τύπος του διαβήτη που έχει ένας ασθενής προσδιορίζεται μόνο από την αιτία - κυρίως από το κατά πόσον ο ασθενής είναι ανθεκτικός στην ινσουλίνη (τύπος 2) ή στερείται ινσουλίνης χωρίς αντίσταση σ’ αυτή (τύπος 1). Αυτή η ευαισθησία δεν ισχύει για όλους, καθώς δεν αναπτύσσουν διαβήτη τύπου 1 όλοι όσοι μολύνονται από τον ιό που είναι υπεύθυνος για την ασθένεια. Το γεγονός αυτό κατέδειξε την παρουσία μιας γενετικής προδιάθεσης[15] και υπάρχει πράγματι μια παρατηρηθείσα κληρονομική τάση για την ανάπτυξη τύπου 1. Έχει εντοπιστεί σε συγκεκριμένους HLA γονοτύπους, αν και η σχέση μεταξύ αυτών και της πυροδότησης μιας αυτοάνοσης αντίδρασης δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή.

Διατροφή

Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι η αυτοάνοση αντίδραση επηρεάζεται από αντισώματα κατά των πρωτεϊνών του αγελαδινού γάλακτος.[16] Καμία σχέση δε φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των αυτοαντισωμάτων, των αντισωμάτων για τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος και του διαβήτη τύπου 1. Ένας υποτύπος του τύπου 1 (αναγνωρίσιμος από την παρουσία αντισωμάτων κατά των β κυττάρων) αναπτύσσεται συνήθως αργά, γι’ αυτό και συχνά συγχέεται με τον τύπο 2. Επιπλέον, ένα μικρό ποσοστό των περιπτώσεων τύπου 2 εκδηλώνουν μια γενετική μορφή της νόσου που ονομάζεται Maturity Onset Diabetes of the Young (MODY). Η βιταμίνη D σε δόσεις των 2000 IU ημερησίως, χορηγούμενη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής ενός παιδιού έχει συνδεθεί σε μία μελέτη στη βόρεια Φινλανδία (όπου η ενδογενής παραγωγή της βιταμίνης D είναι χαμηλή λόγω των μικρών επιπέδων φυσικού φωτός) με μια μείωση κατά 80% στον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 1 αργότερα στη ζωή του. Η αιτιώδης σχέση, αν υπάρχει, είναι ασαφής.

Η μικρή χρονική περίοδος θηλασμού και η μικρή συμμετοχή στην ημερήσια φροντίδα συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης του διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά που ζουν στην Τσεχία.[17]

Χημικές ουσίες και φάρμακα

Μερικές χημικές ουσίες και φάρμακα καταστρέφουν επιλεκτικά τα κύτταρα του παγκρέατος. Το Pyrinuron (Vacor, Ν-3-πυριδυλομεθυλο-Ν'-p-νιτροφαινυλουρία), ένα τρωκτικοκτόνο που εισήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1976, καταστρέφει επιλεκτικά τα παγκρεατικά β κύτταρα οδηγώντας σε διαβήτη τύπου 1 μετά από τυχαία ή σκόπιμη κατάποση. Το Vacor αποσύρθηκε από την αγορά των ΗΠΑ το 1979, αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε ορισμένες χώρες. Zanosar είναι η εμπορική ονομασία για τη στρεπτοζοτοκίνη, ένας αντιβιοτικός και αντινεοπλαστικός παράγοντας που χρησιμοποιείται στην χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του παγκρέατος και σκοτώνει τα β κυττάρα, με αποτέλεσμα την απώλεια της παραγωγής ινσουλίνης. Άλλα προβλήματα του παγκρέατος, όπως ένα τραύμα, η παγκρεατίτιδα ή όγκοι (είτε κακοήθεις είτε καλοήθεις), μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε απώλεια της παραγωγής ινσουλίνης.

Παθοφυσιολογία

Η παθοφυσιολογία του διαβήτη τύπου 1 είναι βασικά μια καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος, ανεξάρτητα από το ποιοι παράγοντες κινδύνου ή αιτίες εμφάνισης ήταν παρόντα.

Μεμονωμένοι παράγοντες κινδύνου μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα ξεχωριστές παθοφυσιολογικές διεργασίες, που με τη σειρά τους, προκαλούν αυτήν την καταστροφή των β κυττάρων. Ακόμα, μια διαδικασία που φαίνεται να είναι κοινή στους περισσότερους παράγοντες κινδύνου είναι μια αυτοάνοση απόκριση εναντίον των β κυττάρων, που περιλαμβάνει μια επέκταση των αυτοαντιδρώντων CD4+ και CD8+ Τ βοηθητικών κυττάρων, κύτταρα β που παράγουν αυτοαντισώματα και ενεργοποίηση της φυσικής ανοσίας.[11]

Διάγνωση

Διαγνωστικά κριτήρια του διαβήτη[18][19]
Κατάσταση Γλυκόζη 2 ωρών Γλυκόζη νηστείας HbA1c
mmol/l(mg/dl) mmol/l(mg/dl) %
Φυσιολογική <7.8 (<140) <6.1 (<110) <6.0
Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας <7.8 (<140) ≥ 6.1(≥110) & <7.0(<126) 6.0–6.4
Διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη ≥7.8 (≥140) <7.0 (<126) 6.0–6.4
Σακχαρώδης διαβήτης ≥11.1 (≥200) ≥7.0 (≥126) ≥6.5

Ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενη ή μόνιμη υπεργλυκαιμία και διαγιγνώσκεται με την εμφάνιση οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:[20]

  • Γλυκόζη νηστείας στο πλάσμα ίση ή μεγαλύτερη από 7.0 mmol/L (126 mg/dL).
  • Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας και τυχαία γλυκόζη πλάσματος ίση ή μεγαλύτερη από 11.1 mmol/L (200 mg/dL).

Περίπου το ένα τέταρτο των ατόμων που πάσχουν από τον νέο διαβήτη τύπου 1 έχουν αναπτύξει σε κάποιο βαθμό διαβητική κετοξέωση (ένας τύπος μεταβολικής οξέωσης που προκαλείται από υψηλές συγκεντρώσεις κετονικών σωμάτων, η οποία σχηματίζεται από τη διάσπαση των λιπαρών οξέων και την απαμίνωση των αμινοξέων) μέχρι τη χρονική στιγμή που ο διαβήτης διαγνώστηκε. Η διάγνωση των άλλων τύπων διαβήτη γίνεται συνήθως με άλλους τρόπους. Αυτοί περιλαμβάνουν τακτική εξέταση της υγείας, ανίχνευση υπεργλυκαιμίας κατά τη διάρκεια άλλων ιατρικών εξετάσεων, καθώς και δευτερεύοντα συμπτώματα όπως διαταραχές της όρασης ή ανεξήγητη κόπωση. Ο διαβήτης συχνά ανιχνεύεται όταν ένα άτομο πάσχει από ένα πρόβλημα που μπορεί να προκαλείται από το διαβήτη, όπως καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, νευροπάθεια, κακή επούλωση πληγών ή έλκος στα πόδια, ορισμένα προβλήματα στα μάτια, ορισμένες μυκητιακές μολύνσεις, ή γέννηση ενός μωρού με μακροσωμία ή υπογλυκαιμία.

Ένα θετικό αποτέλεσμα, σε περίπτωση απουσίας της κατηγορηματικής υπεργλυκαιμίας, πρέπει να επιβεβαιωθεί από την επανάληψη οποιασδήποτε από τις ανωτέρω αναφερόμενες μεθόδους σε μια διαφορετική ημέρα. Οι περισσότεροι γιατροί προτιμούν να μετρήσουν ένα επίπεδο γλυκόζης νηστείας λόγω της ευκολίας της μέτρησης και της σημαντικής δέσμευσης χρόνου που συνοδεύει την δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, η οποία διαρκεί δύο ώρες για να ολοκληρωθεί και δεν προσφέρει κανένα προγνωστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τη δοκιμασία νηστείας.[22] Σύμφωνα με τον ισχύοντα ορισμό, δύο μετρήσεις γλυκόζης νηστείας παραπάνω από 126 mg/dL (7.0 mmol/L) θεωρούνται διαγνωστικές για σακχαρώδη διαβήτη.

Οι ασθενείς με επίπεδα γλυκόζης νηστείας από 100 έως 125 mg/dL (5.6 έως 6.9 mmol/L) θεωρούνται ότι έχουν διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας. Ασθενείς με γλυκόζη πλάσματος ίση ή μεγαλύτερη από 140 mg/dL (7.8 mmol/L), αλλά όχι πάνω από 200 mg/dL (11.1 mmol/L), δύο ώρες μετά από τη φόρτιση με 75 g γλυκόζης από του στόματος θεωρούνται ότι έχουν διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη. Από αυτές τις δύο προ-διαβητικές καταστάσεις η τελευταία, ειδικότερα, είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εξέλιξη σε πλήρες σακχαρώδη διαβήτη και για καρδιαγγειακή νόσο.[23]

Αυτοαντισώματα

Η εμφάνιση του διαβήτη που σχετίζεται με τα αυτοαντισώματα έχει αποδειχθεί ότι είναι σε θέση να προβλέψει την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 1 πριν την εμφάνιση υπεργλυκαιμίας, τα κυριότερα των οποίων είναι αυτοαντισώματα κυττάρων των νησιδίων, αυτοαντισώματα ινσουλίνης, αυτοαντισώματα που στοχεύουν στην 65-kDa ισομορφή της αποκαρβοξυλάσης του γλουταμικού οξέος (GAD) και αυτοαντισώματα που στοχεύουν την φωσφατάση που σχετίζεται με το IA-2 μόριο.[10] Εξ ορισμού, η διάγνωση του διαβήτη τύπου 1 μπορεί να γίνει αρχικά κατά την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων και/ή σημείων, αλλά η εμφάνιση των αυτοαντισωμάτων μπορεί να ονομαστεί "λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης". Δεν αναπτύσσουν όλοι με αυτοαντισώματα διαβήτη τύπου 1, αλλά ο κίνδυνος αυξάνει με αύξηση του αριθμού αυτών των τύπων αντισωμάτων. Άτομα με τρεις έως τέσσερις τύπους αντισωμάτων έχουν αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης διαβήτη τύπου 1 κατά 60% - 100%.[10] Το χρονικό διάστημα από την εμφάνιση των αυτοαντισωμάτων μέχρι την εμφάνιση του τύπου 1 διαβήτη μπορεί να είναι λίγοι μήνες σε βρέφη και μικρά παιδιά, αλλά σε μερικά άτομα μπορεί να χρειαστούν χρόνια - σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερα από 10 χρόνια.[10] Τα αυτοαντισώματα κυττάρων των νησιδίων ανιχνεύονται με συμβατικές τεχνικές ανοσοφθορισμού, ενώ τα υπόλοιπα μετρώνται με ειδικές ραδιενεργές δοκιμασίες πρόσδεσης.[10]

Πρόληψη

Ο διαβήτης τύπου 1 δεν μπορεί ακόμα να προληφθεί.[24] Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι θα μπορούσε να προληφθεί στο λανθάνον αυτοάνοσο στάδιο, πριν αρχίσει να καταστρέφει τα β κύτταρα.[11]

Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα

Η κυκλοσπορίνη Α, ένας ανοσοκατασταλτικός παράγοντας, έχει σταματήσει την καταστροφή των β κυττάρων (με βάση τη μειωμένη χρήση ινσουλίνης), αλλά η νεφροτοξικότητα της και άλλες παρενέργειες την καθιστούν εξαιρετικά ακατάλληλη για μακροχρόνια χρήση.[11]

Τα αντισώματα Anti-CD3, συμπεριλαμβανομένων teplizumab και otelixizumab, έχουν δώσει στοιχεία διατήρησης της παραγωγής της ινσουλίνης (όπως αποδεικνύεται από τη διαρκή παραγωγή του C-πεπτίδιου) σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με διαβήτη τύπου 1.[11] Ένα πιθανός μηχανισμός αυτής της επίδρασης πιστεύεται ότι είναι η διατήρηση των ρυθμιστικών Τ κυττάρων που καταστέλλουν την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και έτσι να διατηρούν την ομοιόσταση του ανοσοποιητικού συστήματος και την ανοχή προς τα αυτοαντιγόνα.[11] Ωστόσο, η διάρκεια του αποτελέσματος είναι ακόμα άγνωστη.[11] Το 2011, οι μελέτες της φάσης ΙΙΙ με otelixizumab και teplizumab απέτυχαν να αποδείξουν την κλινική αποτελεσματικότητα, πιθανώς λόγω ανεπαρκούς δοσολογικού σχεδιασμού.[25][26]

Ένα anti-CD20 αντίσωμα, το rituximab, αναστέλλει τα β κύτταρα και έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί αποκρίσεις του C-πεπτίδιου τρεις μήνες μετά τη διάγνωση του διαβήτη τύπου 1, αλλά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής δεν έχουν αναφερθεί.[11]

Διατροφή

Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι ο θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 1 στην μετέπειτα ζωή.[27][28] Διάφοροι άλλοι διατροφικοί παράγοντες κινδύνου μελετώνται, αλλά δεν έχει βρεθεί καμία βάσιμη απόδειξη.[29] Δίνοντας στα παιδιά 2000 IU βιταμίνης D κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής τους μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 1, αν και η αιτιώδης σχέση είναι ασαφής.[30]

Τα παιδιά που είχαν αντισώματα για τις πρωτεΐνες των β κυττάρων (δηλαδή στα πρώιμα στάδια της ανοσολογικής αντίδρασης σε αυτές), αλλά όχι με φανερό διαβήτη, και υποβλήθηκαν σε θεραπεία με βιταμίνη Β3 (νιασίνη), είχαν συχνότητα εμφάνισης διαβήτη σε ένα επταετές χρονικό διάστημα λιγότερο από το μισό της συχνότητας στον γενικό πληθυσμό και μια ακόμη μικρότερη συχνότητα σε σχέση με εκείνα τα παιδιά που είχαν τα ίδια αντισώματα όπως τα παραπάνω, αλλά που δεν έλαβαν βιταμίνη Β3.[31]

Διαχείρηση

Περισσότερες πληροφορίες: Διαχείρηση του διαβήτη

Ινσουλινοθεραπεία

Ο διαβήτης τύπου 1 αντιμετώπιζεται με θεραπεία αντικατάστασης ινσουλίνης μέσω υποδόριας ένεσης ή αντλίας ινσουλίνης, μαζί με την προσοχή στη διατροφή, που συνήθως περιλαμβάνει τον εντοπισμό υδατάνθρακα, και την προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος χρησιμοποιώντας μετρητές γλυκόζης. Σήμερα, τα πιο κοινά προϊόντα ινσουλίνης είναι βιοσυνθετικά προϊόντα που παράγονται χρησιμοποιώντας τεχνικές γενετικού ανασυνδυασμού. στο παρελθόν, χρησιμοποιούνταν ινσουλίνη από βοοειδή και χοίρους και μερικές φορές ακόμη και από ψάρια.[32] Σημαντικούς παγκόσμιους προμηθευτές περιλαμβάνουν την Eli Lilly and Company, την Novo Nordisk, και την Sanofi-Aventis. Μια πιο πρόσφατη τάση, από διάφορους προμηθευτές, είναι τα ανάλογα ινσουλίνης τα οποία είναι ελαφρώς τροποποιημένες ινσουλίνες με διαφορετική εκδήλωση ή διάρκεια των χρόνων δράσης.

Η μη αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 1 συνήθως οδηγεί σε κώμα, συχνά από διαβητική κετοξέωση, η οποία είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί. Η κετοξέωση προκαλεί εγκεφαλικό οίδημα (συσσώρευση υγρού στον εγκέφαλο). Αυτή η επιπλοκή είναι πολύ επικίνδυνη για τη ζωή. καθιστά την κετοξέωση την πιο κοινή αιτία θανάτου σε παιδικό διαβήτη.[33]

Συνεχείς μετρητές γλυκόζης έχουν αναπτυχθεί και διατίθενται στο εμπόριο οι οποίοι μπορούν να ειδοποιούν τους ασθενείς για την παρουσία επικίνδυνα υψηλών ή χαμηλών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, αλλά τεχνικοί περιορισμοί έχουν περιορίσει τον αντίκτυπο που είχαν αυτές οι συσκευές στην κλινική πρακτική μέχρι τώρα.

Η θεραπεία του διαβήτη εστιάζεται στην μείωση της γλυκόζης στο αίμα (BG) κοντά στην κανονική περιοχή, περίπου 80 - 140 mg/dl (4.4 έως 7.8 mmol/L).[34] Ο απώτερος στόχος της είναι η ομαλοποίηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα ώστε να αποφευχθούν μακροχρόνιες επιπλοκές που επηρεάζουν το νευρικό σύστημα (π.χ. περιφερική νευροπάθεια που οδηγεί σε πόνο και/ή απώλεια της αίσθησης στα άκρα) και το καρδιαγγειακό σύστημα (π.χ. καρδιακά επεισόδια, απώλεια όρασης). Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 1 πρέπει πάντα να χρησιμοποιούν ινσουλίνη, αλλά η θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή BG (υπογλυκαιμία), δηλαδή BG λιγότερο από 70 mg/dl (3.9 mmol/l). Η υπογλυκαιμία είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο σε άτομα με διαβήτη, συνήθως λόγω της αναντιστοιχίας στην ισορροπία μεταξύ ινσουλίνης, διατροφής και φυσικής δραστηριότητας, αν και η μη φυσιολογική μέθοδος της παροχής διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο.

Μεταμόσχευση παγκρέατος

Κύριο Άρθρο: Μεταμόσχευση παγκρέατος

Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, μια μεταμόσχευση παγκρέατος μπορεί να αποκαταστήσει την ορθή ρύθμιση της γλυκόζης. Εντούτοις, η χειρουργική επέμβαση και η ανοσοκαταστολή που απαιτείται συνοδευτικά θεωρείται από πολλούς ιατρούς να είναι πιο επικίνδυνη από τη συνεχιζόμενη θεραπεία υποκατάστασης ινσουλίνης, έτσι γενικά χρησιμοποιείται μόνο παράλληλα ή μετά από λίγο καιρό από μία μεταμόσχευση νεφρού. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι η εισαγωγή ενός νέου νεφρού απαιτεί τη λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων όπως η κυκλοσπορίνη. Παρ 'όλα αυτά, αυτό επιτρέπει την εισαγωγή ενός νέου, λειτουργικού παγκρέατος σε έναν ασθενή με διαβήτη χωρίς οποιαδήποτε πρόσθετη ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Ωστόσο, οι μεταμοσχεύσεις παγκρέατος και μόνο μπορεί να είναι απαραίτητες σε ασθενείς με εξαιρετικά ασταθή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.[35]

Μεταμόσχευση κυττάρων των νησιδίων

Κύριο άρθρο: Μεταμόσχευση κυττάρων των νησιδίων

Η πειραματική αντικατάσταση των β κυττάρων (από μεταμόσχευση ή από βλαστικά κύτταρα) αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε πολλά ερευνητικά προγράμματα. Η μεταμόσχευση κυττάρων των νησιδίων είναι λιγότερο επεμβατική από μια μεταμόσχευση παγκρέατος, που είναι σήμερα η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση σε ανθρώπους.

Σε μία παραλλαγή αυτής της διαδικασίας, τα κύτταρα των νησιδίων ενίονται στο ήπαρ του ασθενούς, όπου εγκαθίστανται και αρχίζουν να παράγουν ινσουλίνη. Το ήπαρ αναμένεται να είναι η πιο λογική επιλογή, επειδή είναι πιο προσιτό από το πάγκρεας και τα κύτταρα των νησιδίων φαίνεται να παράγουν ινσουλίνη καλά σε αυτό το περιβάλλον. Το σώμα του ασθενούς, ωστόσο, θα αντιμετωπίσει τα νέα κύτταρα όπως ακριβώς οποιαδήποτε άλλη εισαγωγή ξένου ιστού, εκτός αν αναπτυχθεί μία μέθοδος για την παραγωγή τους από τα βλαστικά κύτταρα του ασθενούς ή υπάρχει πανομοιότυπος δίδυμος ο οποίος μπορεί να δωρίσει βλαστικά κύτταρα. Το ανοσοποιητικό σύστημα θα επιτεθεί στα κύτταρα, όπως σε μια βακτηριακή λοίμωξη ή σε ένα μόσχευμα δέρματος. Έτσι, οι ασθενείς τώρα πρέπει επίσης να υποβληθούν σε επεξεργασία με ανοσοκατασταλτικά, τα οποία μειώνουν τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος.

Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι μεταμοσχεύσεις κυττάρων των νησιδίων έχουν προχωρήσει στο σημείο όπου σε μία μελέτη το 58% των ασθενών ήταν ανεξάρτητοι ινσουλίνης ένα έτος μετά τη μεταμόσχευση.[36] Επιστήμονες στη Νέα Ζηλανδία χρησιμοποιώντας τεχνολογίες ζωντανών κυττάρων κάνουν σήμερα ανθρώπινες δοκιμές με Diabecell, το οποίο είναι κύτταρο από νησίδια χοίρων μέσα σε μία προστατευτική κάψουλα που προέρχεται από φύκια, που επιτρέπει στην ινσουλίνη να ρέει προς τα έξω και θρεπτικές ουσίες να ρέουν μέσα, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει τα νησίδια από επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω των λευκών αιμοσφαιρίων.

Παραπομπές

  1. «Diabetes Blue Circle Symbol». International Diabetes Federation. 17 Μαρτίου 2006. 
  2. www.who.int/en/news-room/fact-sheets/detail/diabetes.
  3. www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5606981/.
  4. «Type 1 Diabetes Mellitus». Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2008. 
  5. 5,0 5,1 Cooke DW, Plotnick L (November 2008). «Type 1 diabetes mellitus in pediatrics». Pediatr Rev 29 (11): 374–84; quiz 385. doi:10.1542/pir.29-11-374. PMID 18977856. 
  6. Dennis L. Kasper, Eugene Braunwald, Anthony S. Fauci, Stephen Hauser, Dan Longo, J. Larry Jameson (2004). Harrison's Principles of Internal Medicine (16th ed.). McGraw-Hill Medical Publishing. ISBN 0071402357. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  7. «One Step Closer to a Cure—Interview; Patrick Perry, Saturday Evening Post». Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2008. 
  8. BMI & Diabetes (Report). Drexel U. http://www.idea.library.drexel.edu/bitstream/1860/2806/1/Markowitz_Jessica.pdf. Ανακτήθηκε στις 25 November 2009. 
  9. «webmd Symptoms Type I Diabetes». 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 doi:10.2337/diabetes.54.suppl_2.S125
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 11,7 11,8 doi:10.1038/nature08933
  12. Genetics & Diabetes, Diabetes Information. Dr. Warram. Joslin Diabetes Center and Joslin Clinic
  13. «OMIM Entry – %222100 – DIABETES MELLITUS, INSULIN-DEPENDENT; IDDM». Ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2011. 
  14. "Nature Immunology 3", 338 – 340 (2002), doi:10.1038/ni0402-338
  15. "Donner", "Horst" ("2007"). «CTLA4 Alanine-17 Confers Genetic Susceptibility to Graves' Disease and to type 1 Diabetes Mellitus». "The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism Vol. 82, No. 1 143–146". "The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism". Ανακτήθηκε στις 2008-02-06.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια); Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |date= (βοήθεια)
  16. «content.nejm.org». content.nejm.org. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2011. 
  17. Hana Malcova, Zdenek Sumnik, Pavel Drevinek, Jitrenka Venhacova, Jan Lebl, Ondrej Cinek (7 October 2005). «Absence of breast-feeding is associated with the risk of type 1 diabetes: a case–control study in a population with rapidly increasing incidence». European Journal of Pediatrics 165 (Volume 165, Number 2 / February, 2006): 114–119. doi:10.1007/s00431-005-0008-9. (print) (online). ISSN 0340-6199. PMID 16211397. http://www.springerlink.com/content/b302557w3q56t532/. 
  18. Definition and diagnosis of diabetes mellitus and intermediate hyperglycemia: report of a WHO/IDF consultation (PDF). Geneva: World Health Organization. 2006. σελ. 21. ISBN 978-92-4-159493-6. 
  19. Vijan, S (March 2010). «Type 2 diabetes». Annals of Internal Medicine 152 (5): ITC31-15. doi:10.1059/0003-4819-152-5-201003020-01003. PMID 20194231. 
  20. World Health Organisation Department of Noncommunicable Disease Surveillance (1999). «Definition, Diagnosis and Classification of Diabetes Mellitus and its Complications» (PDF). 
  21. «"Diabetes Care" January 2010». American Diabetes Association. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2010. 
  22. Saydah SH, Miret M, Sung J, Varas C, Gause D, Brancati FL (August 2001). «Postchallenge hyperglycemia and mortality in a national sample of U.S. adults». Diabetes Care 24 (8): 1397–402. doi:10.2337/diacare.24.8.1397. PMID 11473076. 
  23. Santaguida PL, Balion C, Hunt D, Morrison K, Gerstein H, Raina P, Booker L, Yazdi H. «Diagnosis, Prognosis, and Treatment of Impaired Glucose Tolerance and Impaired Fasting Glucose». Summary of Evidence Report/Technology Assessment, No. 128. Agency for Healthcare Research and Quality. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2008. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  24. «Diabetes». World Health Organization. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2011. 
  25. «''Tolerx, Inc. and GlaxoSmithKline (GSK) Announce Phase 3 Defend-1 Study of Otelixizumab in Type 1 Diabetes Did Not Meet Its Primary Endpoint''». Biospace. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2011. 
  26. «Macrogenics press release: ''MacroGenics and Lilly Announce Pivotal Clinical Trial of Teplizumab Did Not Meet Primary Efficacy Endpoint''». Macrogenics.com. 20 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2011. 
  27. Borch-Johnsen K, Joner G, Mandrup-Poulsen T, et al. (November 1984). «Relation between breast-feeding and incidence rates of insulin-dependent diabetes mellitus. A hypothesis». Lancet 2 (8411): 1083–6. doi:10.1016/S0140-6736(84)91517-4. PMID 6150150. 
  28. Naim Shehadeh, Raanan Shamir, Moshe Berant, Amos Etzioni (2001). «Insulin in human milk and the prevention of type 1 diabetes». Pediatric Diabetes 2 (4): 175–7. doi:10.1034/j.1399-5448.2001.20406.x. PMID 15016183. 
  29. Virtanen SM, Knip M (December 2003). «Nutritional risk predictors of beta cell autoimmunity and type 1 diabetes at a young age». The American Journal of Clinical Nutrition 78 (6): 1053–67. PMID 14668264. http://www.ajcn.org/cgi/pmidlookup?view=long&pmid=14668264. 
  30. Hyppönen E, Läärä E, Reunanen A, Järvelin MR, Virtanen SM (November 2001). «Intake of vitamin D and risk of type 1 diabetes: a birth-cohort study». Lancet 358 (9292): 1500–3. doi:10.1016/S0140-6736(01)06580-1. PMID 11705562. 
  31. Elliott RB, Pilcher CC, Fergusson DM, Stewart AW (1996). «A population based strategy to prevent insulin-dependent diabetes using nicotinamide». Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism 9 (5): 501–9. doi:10.1515/JPEM.1996.9.5.501. PMID 8961125. 
  32. Dr James R Wright, Jr MD, in The Lancet, Volume 359, Issue 9313
  33. http://ww2.ispad.org/pdf/clin-2.pdf
  34. American Diabetes Association Clinical Guidelines, 2010.
  35. Jennifer L. Larsen. «Pancreas Transplantation: Indications and Consequences». Edrv.endojournals.org. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2011. 
  36. «Islet cell transplant: Experimental treatment for type 1 diabetes». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2007. 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι