Κτήριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Escarbot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: is:Bygging
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
== Ετυμολογία της λέξης ==
== Ετυμολογία της λέξης ==
Υπάρχουν δύο κύριες ετυμολογικές εκδοχές, οι οποίες αναφέρονται στην εκτενή βιβλιογραφία και αρθρογραφία σχετικά με τη λέξη: 1) ''κτήριο'' < ελνστ. ''{{Πολυτονικό|εὐκτήριον}}'', από το επίθ. ''{{Πολυτονικό|εὐκτήριος}}'' «οίκος προσευχής», και 2) ''κτήριο'' < αρχ. ''οἰκητήριον'' (με σίγηση του ατόνου αρκτικού φωνήεντος και συγκοπή). Όποια από τις δύο εκδοχές και αν ισχύει, η ετυμολογική αρχή οδηγεί στη γραφή '''κτήριο''' (με -η-)<ref>Γεώργιος Μπαμπινιώτης, [http://www.tovima.gr/print.php?e=B&f=12466&m=B09&aa=1 ''Η συνέπεια στην ορθογραφία''], Άρθρο στην εφημερίδα "Το Βήμα"</ref>. Εντούτοις, είναι εύλογο ότι στη σημασία τής λέξης έχει επιδράσει παρετυμολογικά το ρ. ''κτίζω'', χωρίς ωστόσο να αποτελεί τμήμα τής αλυσίδας τού ετύμου. Για τον λόγο αυτόν συνηθίζεται επίσης η απλούστερη γραφή '''κτίριο''' (με -ι-)<ref>[http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής], από το Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη.</ref>, η οποία δεν έχει ετυμολογική βάση. Το ζήτημα παραμένει ρευστό και τα σύγχρονα λεξικά καταχωρίζουν και τις δύο γραφές.
Υπάρχουν δύο κύριες ετυμολογικές εκδοχές, οι οποίες αναφέρονται στην εκτενή βιβλιογραφία και αρθρογραφία σχετικά με τη λέξη: 1) ''κτήριο'' < ελνστ. ''{{Πολυτονικό|εὐκτήριον}}'', από το επίθ. ''{{Πολυτονικό|εὐκτήριος}}'' «οίκος προσευχής», και 2) ''κτήριο'' < αρχ. ''οἰκητήριον'' (με σίγηση του ατόνου αρκτικού φωνήεντος και συγκοπή). Όποια από τις δύο εκδοχές και αν ισχύει, η ετυμολογική αρχή οδηγεί στη γραφή '''κτήριο''' (με -η-)<ref>Γεώργιος Μπαμπινιώτης, [http://www.tovima.gr/print.php?e=B&f=12466&m=B09&aa=1 ''Η συνέπεια στην ορθογραφία''], Άρθρο στην εφημερίδα "Το Βήμα"</ref>. Εντούτοις, είναι εύλογο ότι στη σημασία τής λέξης έχει επιδράσει παρετυμολογικά το ρ. ''κτίζω'', χωρίς ωστόσο να αποτελεί τμήμα τής αλυσίδας τού ετύμου. Για τον λόγο αυτόν συνηθίζεται επίσης η απλούστερη γραφή '''κτίριο''' (με -ι-)<ref>[http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής], από το Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη.</ref>, η οποία δεν έχει ετυμολογική βάση. Το ζήτημα παραμένει ρευστό και τα σύγχρονα λεξικά καταχωρίζουν και τις δύο γραφές.

Σύμφωνα με το '''Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας''' του Γ. Μπαμπινιώτη το ρήμα κτίζω μπορεί να δώσει μόνον το παράγωγο κτιστήριο (όπως φροντίζω - φροντιστήριο, καθαρίζω - καθαριστήριο, σκαλίζω - σκαλιστήρι(ο). Κατά το '''Μείζον Ελληνικό Λεξικό''' η γραφή '''κτήριο''' αποτελεί παλαιότερη γραφή της λέξης κτίριο (ή χτίριο).


== Γενικά ==
== Γενικά ==

Έκδοση από την 17:49, 10 Ιουνίου 2012

Κτήριο είναι κάθε μόνιμο και ανεξάρτητο κτίσμα το οποίο έχει εξωτερικούς τοίχους και στέγη, αποτελείται από ένα ή περισσότερα δωμάτια ή άλλους χώρους που χρησημοποιούνται για τη στέγαση ανθρώπων, ζώων ή αντικειμένων. Κατά κανόνα, τα κτήρια έχουν τέσσερις τοίχους. Θεωρείται, όμως, κτήριο και μία μόνιμη οικοδομική κατασκευή που, ενδεχομένως, είναι ανοιχτή από τη μία ή περισσότερες πλευρές, πάντα όμως έχει στέγη. Τα κτήρια μπορεί να είναι πολυόροφα, με υπέργεια και υπόγεια πατώματα.

Ετυμολογία της λέξης

Υπάρχουν δύο κύριες ετυμολογικές εκδοχές, οι οποίες αναφέρονται στην εκτενή βιβλιογραφία και αρθρογραφία σχετικά με τη λέξη: 1) κτήριο < ελνστ. εὐκτήριον, από το επίθ. εὐκτήριος «οίκος προσευχής», και 2) κτήριο < αρχ. οἰκητήριον (με σίγηση του ατόνου αρκτικού φωνήεντος και συγκοπή). Όποια από τις δύο εκδοχές και αν ισχύει, η ετυμολογική αρχή οδηγεί στη γραφή κτήριο (με -η-)[1]. Εντούτοις, είναι εύλογο ότι στη σημασία τής λέξης έχει επιδράσει παρετυμολογικά το ρ. κτίζω, χωρίς ωστόσο να αποτελεί τμήμα τής αλυσίδας τού ετύμου. Για τον λόγο αυτόν συνηθίζεται επίσης η απλούστερη γραφή κτίριο (με -ι-)[2], η οποία δεν έχει ετυμολογική βάση. Το ζήτημα παραμένει ρευστό και τα σύγχρονα λεξικά καταχωρίζουν και τις δύο γραφές.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη το ρήμα κτίζω μπορεί να δώσει μόνον το παράγωγο κτιστήριο (όπως φροντίζω - φροντιστήριο, καθαρίζω - καθαριστήριο, σκαλίζω - σκαλιστήρι(ο). Κατά το Μείζον Ελληνικό Λεξικό η γραφή κτήριο αποτελεί παλαιότερη γραφή της λέξης κτίριο (ή χτίριο).

Γενικά

Τα κτήρια κατασκευάζονται και προορίζονται για:

  • διαμονή ή συγκέντρωση ανθρώπων ή ζώων (π.χ. κτήρια κατοικιών, στάβλοι, ναοί)
  • εκτέλεση εργασιών ή άσκηση επαγγελμάτων (π.χ. κτήρια καταστημάτων, εργοστάσια)
  • αποθήκευση ή τοποθέτηση αγαθών ή πραγμάτων (π.χ. κτήρια αποθηκών, στάθμευσης αυτοκινήτων)
  • τοποθέτηση ή λειτουργία μηχανημάτων (π.χ. αντλιοστάσια)

Κάθε κτήριο διαθέτει χώρους κύριας και βοηθητικής χρήσης. Σαν χώροι κύριας χρήσης εννοούνται εκείνοι οι χώροι του κτιρίου που σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας του, προορίζονται για παραμονή ατόμων. Σαν χώροι βοηθητικής χρήσης εννοούνται π.χ.:

  • Οι χώροι υγιεινής
  • Οι αποθήκες
  • Οι χώροι παραμονής ζώων
  • Οι χώροι μηχανημάτων (π.χ. λεβητοστάσια, μηχανοστάσια)

Είδη κτιρίων

Τα κτήρια στο σύνολο ή τα τμήματά τους κατατάσσονται στα παρακάτω είδη, με βάση την χρήση τους (σύμφωνα με τον Κτιριοδομικό κανονισμό):

  • Κατοικίες: μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, κοινόβια
  • Προσωρινής διαμονής: ξενοδοχεία, ξενώνες, οικοτροφεία
  • Γραφεία: γραφεία επιχειρήσεων, ελευθέρων επαγγελματιών, δημοσίων υπηρεσιών, υπηρεσιών τοπικής αυτοδιοίκησης, βιβλιοθήκες
  • Εμπορικών δραστηριοτήτων: καταστήματα, φαρμακεία, κουρεία, κομμωτήρια, εμπορικά κέντρα, αγορές, υπεραγορές
  • Συνάθροισης κοινού: δικαστήρια, θέατρα, κινηματογράφοι, μουσεία, ναοί, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, κέντρα διασκέδασης, τράπεζες, χώροι συναυλιών, αθλητικών συγκεντρώσεων, αίθουσες αναμονής επιβατών, αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, αίθουσες συνεδρίων
  • Εκπαίδευσης: νηπιαγωγεία, σχολεία, γυμνάσια, λύκεια, ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, φροντιστήρια
  • Υγείας και κοινωνικής πρόνοιας: νοσοκομεία, κλινικές, ιατρεία, αγροτικά ιατρεία, υγειονομικοί σταθμοί, κέντρα υγείας, ψυχιατρεία, ιδρύματ ατόμων με ειδικές ανάγκες, ιδρύματα χρονίως πασχόντων, οίκοι ευγηρίας, βρεφοκομεία, βρεφικοί και παιδικοί σταθμοί
  • Σωφρονισμού: κρατητήρια, αναμορφωτήρια, φυλακές
  • Βιομηχανίες - βιοτεχνίες: εργοστάσια, διυλιστήρια, σταθμοί παραγωγής ενέργειας, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, συνεργεία αυτοκινήτων, βαφεία, ξυλουργεία, ερευνητικά εργαστήρια, παρασκευαστήρια τροφίμων, καθαριστήρια, σιδερωτήρια, οργανωμένα πλυντήρια ρούχων, αυτοτελή κέντρα μηχανογράφησης
  • Αποθήκες: γενικές, αγροτικές, μουσείων, καταστημάτων, λιμενικά υπόστεγα
  • Στέγασης ζώων: σταύλοι, βουστάσια, χοιροστάσια, πτηνοτροφεία
  • Στάθμευσης αυτοκινήτων και πρατήρια υγρών καυσίμων: χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, δικύκλων κλπ. , πρατήρια υγρών καυσίμων, πλυντήρια αυτοκινήτων
  • Λοιπές χρήσεις: όσα δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες

Εσωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Η συνέπεια στην ορθογραφία, Άρθρο στην εφημερίδα "Το Βήμα"
  2. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, από το Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη.