Όρνιθες (κωμωδία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==Η υπόθεση του έργου==
==Η υπόθεση του έργου==
Δύο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός '''Πεισθέταιρος''' και ο αγαθός '''Ευελπίδης''' επιθυμούν να βρουν το πουλί [[τσαλαπετεινός|Τσαλαπετεινό]] (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς [[Τηρέας]]) για να το ρωτήσουν σε ποιά πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου λοιπόν εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων.
Δύο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός '''Πεισθέταιρος''' και ο αγαθός '''Ευελπίδης''' επιθυμούν να βρουν το πουλί [[τσαλαπετεινός|Τσαλαπετεινό]] (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς [[Τηρέας]]) για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου λοιπόν εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων.


Όταν πια βρίσκουν τον Τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον Τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο Τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθαίτερου.
Όταν πια βρίσκουν τον Τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον Τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο Τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθαίτερου.

Έκδοση από την 13:15, 8 Μαρτίου 2012

Οι Όρνιθες είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάσθηκε το 414 π.Χ. στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με το μεγάλο αυτό έργο, ο Αριστοφάνης βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση.

Η υπόθεση του έργου

Δύο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός Πεισθέταιρος και ο αγαθός Ευελπίδης επιθυμούν να βρουν το πουλί Τσαλαπετεινό (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς Τηρέας) για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου λοιπόν εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων.

Όταν πια βρίσκουν τον Τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον Τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο Τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθαίτερου.

Τα πουλιά εμφανίζονται αγριεμένα από την εισβολή των ανθρώπων και θεωρώντας ότι ο Τσαλαπετεινός τους πρόδωσε, ετοιμάζονται να επιτεθούν στους εισβολείς. Για άλλη μιά φορά όμως ο Πεισθέταιρος παίρνοντας το λόγο, φουσκώνει τα μυαλά των πουλιών και μαγεύει σταδιακά το ακροατήριό του. Στο τέλος πείθει τα πουλιά να ιδρύσουν τη Νεφελοκοκκυγία (= κατοικία των κούκων στα σύννεφα, την πόλη δηλαδή των πουλιών) με στόχο να αναδειχτούν σε ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι των θεών με τους ανθρώπους.

Έτσι τα πουλιά χωρίζονται σε ομάδες εργασίας και ξεκινάει το χτίσιμο του τείχους που θα περιβάλλει τη χώρα των πουλιών και θα εμποδίζει έτσι την τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων να ανεβαίνει στους θεούς.

Πριν ακόμα καλά καλά χτιστεί η πόλη και με πρώτον από όλους τον ιερέα που έρχεται για να κάνει θυσία, καταφθάνουν διάφοροι εκμεταλλευτές και καλοθελητές που προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας. Ο Πεισθέταιρος όμως τους ξεφορτώνεται όλους και σιγά σιγά το τείχος ολοκληρώνεται.

Εν τω μεταξύ οι Θεοί αρχίζουν να πεινάνε και να ανησυχούν γιατί δεν φτάνει πια στους ουρανούς η κνήσσα των σφαχτών. Αρχικά στέλνουν την Ίριδα ως αγγελιοφόρο, την οποία όμως εκδιώκει βίαια ο Πεισθέταιρος. Έπειτα εμφανίζεται ο -πάντα αντιεξουσιαστής- Προμηθέας για να ενημερώσει μυστικά τον Πεισθέταιρο για τις αποφάσεις των θεών και να τον συμβουλεύσει τι να κάνει για να τους πάρει την εξουσία.

Πραγματικά όπως έχει προειδοποιήσει ήδη ο Προμηθέας φτάνει αντιπροσωπεία των θεών για να διαπραγματευτεί την ελεύθερη διακίνηση της τσίκνας. Η αντιπροσωπεία απαρτίζεται από τον διπλωμάτη Ποσειδώνα, τον φοβερό φαγά Ηρακλή και τον αγροίκο Τριβαλλό, που είναι εκπρόσωπος των βαρβαρικών θεών. Οι διαπραγματεύσεις - οι οποίες διεξάγονται δίπλα από ένα σφαχτό που ψήνεται- καταλήγουν, πάντα σύμφωνα με τις συμβουλές του Προμηθέα, στο γάμο της όμορφης νεαρής θεάς Βασίλειας με τον Πεισθέταιρο. Έτσι το έργο τελειώνει με τη γαμήλια ένωση του Πεισθέταιρου και της ουράνιας θεάς.

Οι θρυλικοί "Όρνιθες" του Κουν

Το 1959 πρωτοπαρουσιάσθηκε η θρυλική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Τότε ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις συναντήθηκε καλλιτεχνικά με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες: με το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, που είχε επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια, και με τον Κάρολο Κουν, το σκηνοθέτη της παράστασης και καλλιτεχνικό διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης.

Η παράσταση όμως κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Το κοινό αντέδρασε σχετικά άσχημα στην πρεμιέρα (29 Αυγούστου), με αποτέλεσμα να απαγορευθούν οι επόμενες παραστάσεις από το Υπουργείο Προεδρίας. Ωστόσο, ενώ το κοινό αποδοκίμασε μόνο τη σκηνή με τον ιερέα (που είχε παρουσιαστεί σαν ορθόδοξος παπάς) και όχι όλο το έργο, η παράσταση διακόπηκε άδοξα.

Η πορεία του μουσικού έργου, ωστόσο, δεν διακόπηκε. Ο συνθέτης αποφάσισε να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειές του και να το ενορχηστρώσει. Το έργο πήρε την οριστική του μορφή (καντάτα) το 1964. Ένα χρόνο μετά, ο Μωρίς Μπεζάρ σκηνοθετεί και χορογραφεί τους «Όρνιθες», σε μουσική διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι, και παρουσιάζει το έργο στην Όπερα των Βρυξελλών. Με τους «Όρνιθες» το πολυεδρικό πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι πλουτίζεται με νέα στοιχεία και σημειώνεται ένας ακόμη μεγάλος σταθμός, όχι μόνο στη δική του πορεία, αλλά και σ' εκείνη της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, μετά τη διακοπή του 1959, επαναλαμβάνεται το 1960 στην οριστική της μορφή, με τις χορογραφίες της Ζουζούς Νικολούδη. Συνεχίζει παραστάσεις και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου το 1965 παίρνει το α' βραβείο στο φεστιβάλ των Εθνών. Επανέρχεται από τότε τακτικά στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης το 1975, το 1986, το 1997, το 2008.