Απόσταξη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: jv:Distilasi
μ r2.6.4) (Ρομπότ: Προσθήκη: kk:Дистиллятор
Γραμμή 41: Γραμμή 41:
[[jv:Distilasi]]
[[jv:Distilasi]]
[[ka:გამოხდა]]
[[ka:გამოხდა]]
[[kk:Дистиллятор]]
[[ko:증류]]
[[ko:증류]]
[[la:Destillatio]]
[[la:Destillatio]]

Έκδοση από την 22:20, 19 Ιουλίου 2011

Απόσταξη ονομάζεται η μέθοδος με την οποία απομονώνεται ένα υγρό συγκεκριμένου σημείου βρασμού από ένα μίγμα.

Με τη μέθοδο αυτή θερμαίνεται ένα μίγμα που περιέχει υγρό μέχρι το υγρό να βράσει, οπότε σχηματίζει ατμούς. Οι ατμοί αυτοί οδηγούνται σε σχετική διάταξη ενός μέσου που λέγεται συμπυκνωτής όπου εκεί ψύχονται και μετατρέπονται σε "καθαρότερη μορφή υγρού".

Κλασματική απόσταξη ονομάζεται η ίδια μέθοδος με τη διαφορά ότι σ΄ αυτή επιχειρείται απόσταξη υγρών (με διαφορετικά σημεία βρασμού), που βρίσκονται στο ίδιο μίγμα. Έτσι στην κλασματική απόσταξη κάθε υγρό βράζει σε διαφορετική θερμοκρασία, γεγονός που επιτρέπει τη συγκέντρωση - και αντίστοιχα συμπύκνωση - των ατμών τους ξεχωριστά. Είναι ευνόητο ότι η απομόνωση υγρών με κλασματική απόσταξη ξεκινά από το υγρό που έχει το χαμηλότερο σημείο βρασμού. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στη βιομηχανία του πετρελαίου, για το διαχωρισμό του αργού πετρελαίου στα συστατικά του.

Σημειώνεται ότι ορισμένα μίγματα υγρών είναι αδύνατο να διαχωριστούν με αυτή τη μέθοδο, καθώς και τα δύο συστατικά ζέουν στην ίδια θερμοκρασία. Ένα τέτοιο μίγμα ονομάζεται αζεοτροπικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αζεοτροπικού μίγματος αποτελεί το μίγμα 95% αιθυλικής αλκοόλης και 5% νερού.