Κοντόσταυλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
διορθώσεις
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
''Για άλλες χρήσεις, δείτε: [[Κοντόσταυλος (αποσαφήνιση)]]''
''Για άλλες χρήσεις, δείτε: [[Κοντόσταυλος (αποσαφήνιση)]]''


Ένα από τα σπουδαιότερα στρατιωτικά αξιώματα στη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] ήταν ο '''Κοντόσταυλος''', ή '''κονόσταυλος''', που κατείχε ιεραρχικά την τρίτη θέση μετά εκείνων του Πρωτοστάτορα και του Μέγα στρατοπεδάρχη. Το αξίωμα του κοντοσταύλου έφεραν όλοι οι διοικητές των βυζαντινών στρατευμάτων που απαρτίζονταν με [[Φράγκοι|Φράγκους]] μισθοφόρους.
Ένα από τα σπουδαιότερα στρατιωτικά αξιώματα στην ύστερη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] ήταν ο '''κονόσταβλος''', ή '''κονόσταυλος''', που κατείχε ιεραρχικά την τρίτη θέση μετά εκείνων του πρωτοστράτορα και του μέγα στρατοπεδάρχη. Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκεται με διάφορες παραλλαγές όπως "κοντόσταβλος" και "κοντόσταυλος".


Ετυμολογικά το αξίωμα αυτό προέρχονταν από το λατινικό comes stabuli, τον [[κόμης του στάβλου|κόμη του στάβλου]], ένα αξίωμα που επιβίωσε στη βυζαντινή αυλή. Το αξίωμα αυτό υιοθετήθηκε και από τους [[Φράγκοι|Φράγκους]], από όπου ο όρος «κονόσταυλος» (γαλλ. connétable) εισήχθη στο Βυζάντιο ως αντιδάνειο τον 11ο αιώνα. Κατά τους 11ο-12ο αιώνες φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικό αξίωμα, ή πιθανώς αντικατέστησε τον κόμη του στάβλου. Στην [[Αυτοκρατορία της Νικαίας]] περί το 1250 δημιουργήθηκε το αξίωμα του '''μέγα κονόσταυλου''' για το μετέπειτα αυτοκράτορα [[Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος|Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο]], που τοποθετήθηκε ως διοικητής όλων των Φράγκων μισθοφόρων.
Ετυμολογικά το αξίωμα αυτό προέρχονταν από το λατινικό «comestabulus». Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στο [[Βασίλειο της Νικαίας]] μετά την [[άλωση της Κωνσταντινούπολης]] από τους Φράγκους. Στο Βυζάντιο εισήχθηκε μετά την ανάκτηση της Πόλης από τον [[Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος|Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο]] το [[1261]]. Επίσης ο τίτλος αυτός απαντάται και στο [[Δεσποτάτο του Μορέως]] με ακαθόριστα καθήκοντα. Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκεται με διάφορες παραλλαγές όπως "κοντόσταβλος", "κονοσταύλος" και "κοντοσταύλος".

Κατά την [[Παλαιολόγεια περίοδο]] το αξίωμα έπαψε να συνδέεται αποκλειστικά με τη διοίκηση μισθοφορικών σωμάτων. Ως τιμητικό αξίωμα, κατείχε την ένατη θέση στην αυλική ιεραρχία, αμέσως μετά το [[μέγας πριμμικήριος|μέγα πριμμικήριο]]. Επίσης ο τίτλος αυτός απαντάται και στο [[Δεσποτάτο του Μορέως]] με ακαθόριστα καθήκοντα.


Αντίστοιχο αξίωμα στη Δύση υπήρχε μόνο στις Βασιλικές Αυλές και στις Φεουδαρχικές Αυλές όπως οι «κονετάμπλοι» (connétables) της [[Γαλλία]]ς και οι «κοντεστάμπιλοι» (contestabili) της [[Ιταλία]]ς. Οι Γάλλοι κοντόσταυλοι ακολουθούσαν ιεραρχικά αμέσως μετά τον Βασιλέα, η δε προσβολή του προσώπου τους που θεωρούταν ιερό, ενείχε την προσβολή προς τον ίδιο τον Βασιλέα, ιδιότητα που περιήλθε αργότερα στους Πρέσβεις.<br>
Αντίστοιχο αξίωμα στη Δύση υπήρχε μόνο στις Βασιλικές Αυλές και στις Φεουδαρχικές Αυλές όπως οι «κονετάμπλοι» (connétables) της [[Γαλλία]]ς και οι «κοντεστάμπιλοι» (contestabili) της [[Ιταλία]]ς. Οι Γάλλοι κοντόσταυλοι ακολουθούσαν ιεραρχικά αμέσως μετά τον Βασιλέα, η δε προσβολή του προσώπου τους που θεωρούταν ιερό, ενείχε την προσβολή προς τον ίδιο τον Βασιλέα, ιδιότητα που περιήλθε αργότερα στους Πρέσβεις.<br>

Έκδοση από την 15:35, 31 Οκτωβρίου 2010

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Κοντόσταυλος (αποσαφήνιση)

Ένα από τα σπουδαιότερα στρατιωτικά αξιώματα στην ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ο κονόσταβλος, ή κονόσταυλος, που κατείχε ιεραρχικά την τρίτη θέση μετά εκείνων του πρωτοστράτορα και του μέγα στρατοπεδάρχη. Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκεται με διάφορες παραλλαγές όπως "κοντόσταβλος" και "κοντόσταυλος".

Ετυμολογικά το αξίωμα αυτό προέρχονταν από το λατινικό comes stabuli, τον κόμη του στάβλου, ένα αξίωμα που επιβίωσε στη βυζαντινή αυλή. Το αξίωμα αυτό υιοθετήθηκε και από τους Φράγκους, από όπου ο όρος «κονόσταυλος» (γαλλ. connétable) εισήχθη στο Βυζάντιο ως αντιδάνειο τον 11ο αιώνα. Κατά τους 11ο-12ο αιώνες φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικό αξίωμα, ή πιθανώς αντικατέστησε τον κόμη του στάβλου. Στην Αυτοκρατορία της Νικαίας περί το 1250 δημιουργήθηκε το αξίωμα του μέγα κονόσταυλου για το μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, που τοποθετήθηκε ως διοικητής όλων των Φράγκων μισθοφόρων.

Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο το αξίωμα έπαψε να συνδέεται αποκλειστικά με τη διοίκηση μισθοφορικών σωμάτων. Ως τιμητικό αξίωμα, κατείχε την ένατη θέση στην αυλική ιεραρχία, αμέσως μετά το μέγα πριμμικήριο. Επίσης ο τίτλος αυτός απαντάται και στο Δεσποτάτο του Μορέως με ακαθόριστα καθήκοντα.

Αντίστοιχο αξίωμα στη Δύση υπήρχε μόνο στις Βασιλικές Αυλές και στις Φεουδαρχικές Αυλές όπως οι «κονετάμπλοι» (connétables) της Γαλλίας και οι «κοντεστάμπιλοι» (contestabili) της Ιταλίας. Οι Γάλλοι κοντόσταυλοι ακολουθούσαν ιεραρχικά αμέσως μετά τον Βασιλέα, η δε προσβολή του προσώπου τους που θεωρούταν ιερό, ενείχε την προσβολή προς τον ίδιο τον Βασιλέα, ιδιότητα που περιήλθε αργότερα στους Πρέσβεις.
Στη Δύση το αξίωμα αυτό το κατήργησε ο Βασιλεύς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΓ΄. Το επανέφερε όμως και το καθιέρωσε με μεγαλύτερη επισημότητα ο Μέγας Ναπολέων που αποτελούσε τότε και στρατιωτικό βαθμό στην αυλική ιεραρχία.