Κάρολος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Amire80 (συζήτηση | συνεισφορές)
iw ja
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ.
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Το όνομα '''Κάρολος''' αποτελεί κύριο ανδρικό όνομα, ευρύτατα διαδεδομένο στη δυτική, κεντρική και βόρεια [[Ευρώπη]] και κατ΄ επέκταση στην [[Αμερική]] και ειδικότερα στη [[λατινική Αμερική]] καθώς και σε χώρες πρώην αποικίες ευρωπαϊκών χωρών.
'''Κάρολος'''
Κατά την επικρατέστερη άποψη το όνομα Κάρολος προέρχεται απο αρχαία βορειογερμανική λέξη ''charal'' από την οποία φαίνεται να προήλθε η περισσότερο δημώδης [[Γερμανία|γερμανική]] λέξη ''kerl''. Και οι δύο αυτές λέξεις σημαίνουν αρχικά τον ισχυρό άνδρα, γεροδύναμοκαι συνεκδοχικά τον τέλειο άνδρα.

Κατά παραφθορά των παραπάνω λέξεων δημιουργήθηκαν αντίστοιχα κύρια ανδρικά ονόματα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες και τις συγγενείς μ΄ αυτές εξωευρωπαϊκές γλώσσες (ακόμα και στην εβραϊκή, αραβική, κ.λπ.). Έτσι εις μεν τη [[Γαλλία|γαλλική γλώσσα]] δημιουργήθηκε ο τύπος "[[Σαρλ]]" (Charles), στην [[Αγγλία|αγγλική]] με την ίδια γραφή, προφερόμενη όμως "[[Τσαρλς]], με υποκοριστικό το "Τσάρλη", στη γερμανική και τις συγγενείς μ΄ αυτή σκανδιναβικές γλώσσες διαμορφώθηκε τελικά ο τύπος "[[Καρλ]]", στην [[Ιρλανδία|ιρλανδική]] "''[[Σέρλας]]''", ή "''[[Κάθαλ]]''" και "''[[Κόρμακ]]''", στην [[Ιταλία|ιταλική]] "[[Κάρλο]]", ή και Κάρολο, στην [[Ισπανία|ισπανική]] "[[Κάρλος]]" (και "''Κάρλες''" στη καταλανική), στη [[Μάλτα|μαλτέζικη]] και [[Κορσική|κορσικανή]] "''[[Κάρλου]]''", στη [[Ρουμανία|ρουμανική]] "[[Κάρολ]]", στην [[Ολλανδία|ολλανδική]] και [[Τσεχία|τσεχική]] "''[[Κάρελ]]''", στη [[Λεττονία|λεττονική]] "[[Κάρλης]]", στη [[Λιθουανία|λιθουανική]] "[[Κάρολης]]", στην [[Αραβία|αραβική]] "''[[Κίρολος]]''", κ.λπ.

Ο Θηλυκός τύπος του ονόματος αυτού είναι ως παράγωγα των παραπάνω: Καρολίν, Καρολίνα, Καρόλη, Καρολάιν, Σαρλότ ή Σαρλώτ, Σαρλότα ή Σαρλόττα και Σαρλέν, Καρέλια ή Καρελία, Κάρλα κ.λπ.

Στη νεο-λατινική και εξ αυτής στη νεο-ελληνική γλώσσα το όνομα αυτό αποδόθηκε επίσημα με τον τύπο '''Κάρολος'''.


* [[Κάρολος Α' της Αγγλίας]]
* [[Κάρολος Α' της Αγγλίας]]

Έκδοση από την 06:29, 11 Νοεμβρίου 2009

Το όνομα Κάρολος αποτελεί κύριο ανδρικό όνομα, ευρύτατα διαδεδομένο στη δυτική, κεντρική και βόρεια Ευρώπη και κατ΄ επέκταση στην Αμερική και ειδικότερα στη λατινική Αμερική καθώς και σε χώρες πρώην αποικίες ευρωπαϊκών χωρών. Κατά την επικρατέστερη άποψη το όνομα Κάρολος προέρχεται απο αρχαία βορειογερμανική λέξη charal από την οποία φαίνεται να προήλθε η περισσότερο δημώδης γερμανική λέξη kerl. Και οι δύο αυτές λέξεις σημαίνουν αρχικά τον ισχυρό άνδρα, γεροδύναμοκαι συνεκδοχικά τον τέλειο άνδρα.

Κατά παραφθορά των παραπάνω λέξεων δημιουργήθηκαν αντίστοιχα κύρια ανδρικά ονόματα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες και τις συγγενείς μ΄ αυτές εξωευρωπαϊκές γλώσσες (ακόμα και στην εβραϊκή, αραβική, κ.λπ.). Έτσι εις μεν τη γαλλική γλώσσα δημιουργήθηκε ο τύπος "Σαρλ" (Charles), στην αγγλική με την ίδια γραφή, προφερόμενη όμως "Τσαρλς, με υποκοριστικό το "Τσάρλη", στη γερμανική και τις συγγενείς μ΄ αυτή σκανδιναβικές γλώσσες διαμορφώθηκε τελικά ο τύπος "Καρλ", στην ιρλανδική "Σέρλας", ή "Κάθαλ" και "Κόρμακ", στην ιταλική "Κάρλο", ή και Κάρολο, στην ισπανική "Κάρλος" (και "Κάρλες" στη καταλανική), στη μαλτέζικη και κορσικανή "Κάρλου", στη ρουμανική "Κάρολ", στην ολλανδική και τσεχική "Κάρελ", στη λεττονική "Κάρλης", στη λιθουανική "Κάρολης", στην αραβική "Κίρολος", κ.λπ.

Ο Θηλυκός τύπος του ονόματος αυτού είναι ως παράγωγα των παραπάνω: Καρολίν, Καρολίνα, Καρόλη, Καρολάιν, Σαρλότ ή Σαρλώτ, Σαρλότα ή Σαρλόττα και Σαρλέν, Καρέλια ή Καρελία, Κάρλα κ.λπ.

Στη νεο-λατινική και εξ αυτής στη νεο-ελληνική γλώσσα το όνομα αυτό αποδόθηκε επίσημα με τον τύπο Κάρολος.





Εικονίδιο αποσαφήνισης
Αποσαφήνιση
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν.
Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα.