Αυτοκεφαλία (Ορθόδοξη Εκκλησία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: fr:Église autocéphale
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
[[de:Autokephalie (Kirche)]]
[[de:Autokephalie (Kirche)]]
[[en:Autocephaly]]
[[en:Autocephaly]]
[[fr:Église autocéphale]]
[[it:Autocefalia]]
[[it:Autocefalia]]
[[ka:ავტოკეფალია]]
[[ka:ავტოკეფალია]]

Έκδοση από την 14:08, 18 Ιουνίου 2006

Στις ιεραρχικές Χριστιανικές εκκλησίες, και κυρίως στις Ανατολικές Ορθόδοξες εκκλησίες, η αυτοκεφαλία είναι το στάτους μιας ιεραρχικής εκκλησίας της οποίας ο αρχιεπίσκοπος δεν υποβάλει αναφορά σε κάποιον άλλον προκαθήμενο επίσκοπο. Όταν μία Οικουμενική Σύνοδος ή ένας προκαθήμενος επίσκοπος (όπως για παράδειγμα ένας πατριάρχης ή άλλος προκαθήμενος), αποδεσμεύει μια εκκλησιαστική επαρχία από την εξουσία του και η καινούρια ανεξάρτητη εκκλησία είναι σε πλήρη κοινωνία με την ιεραρχία στην οποία δεν ανήκει πια, τότε η Σύνοδος ή ο προκαθήμενος χορηγεί αυτοκεφαλία.


Ενώ η Αυτοκεφαλία ταυτίζεται με την έννοια της αυτοδιοίκησης, στην πραγματικότητα σημαίνει αυτο-κέφαλη, δηλαδή ότι ηγείται του εαυτού της, ενώ Αυτόνομη κυριολεκτικά σημαίνει ότι νομοθετεί για τον εαυτό της. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, όλες οι τοπικές εκκλησίες μπορούν να λέγονται Χριστοκέφαλες, ακόμη κι αν αναφέρουν σε κάποια ανώτερη επίγεια εξουσία.

Το πρώτο βήμα για την αυτοκεφαλία είναι η αυτονομία. Ο ανώτερος επίσκοπος μιας αυτόνομης εκκλησίας, για παράδειγμα ο αρχιεπίσκοπος ή ο μητροπολίτης, διορίζεται από τον πατριάρχη της μητέρας εκκλησίας, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα θέματα ισχύει το αυτοδιοίκητο.