Δομημένος προγραμματισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Amirobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ρομπότ: Προσθήκη: fa:برنامه‌نویسی پروسه‌ای
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ms:Pengaturcaraan bertatacara
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
[[ja:手続き型プログラミング]]
[[ja:手続き型プログラミング]]
[[ko:절차적 프로그래밍]]
[[ko:절차적 프로그래밍]]
[[ms:Pengaturcaraan bertatacara]]
[[pl:Programowanie proceduralne]]
[[pl:Programowanie proceduralne]]
[[pt:Programação procedural]]
[[pt:Programação procedural]]

Έκδοση από την 20:15, 27 Οκτωβρίου 2008

Στην επιστήμη υπολογιστών δομημένος προγραμματισμός (structured programming) ή διαδικαστικός προγραμματισμός (procedural programming) είναι μία προσέγγιση στον προγραμματισμό[1], η οποία βασίζεται στην κλήσης διαδικασίας.

Ο δομημένος προγραμματισμός βασίζεται στην αρχή του διαίρει και βασίλευε, διασπά το κυρίως πρόβλημα σε μικρότερα υποπροβλήματα (γνωστά επίσης και ως εργασίες - (tasks)). Κάθε εργασία που έχει πολύπλοκη περιγραφή διαιρείται σε μικρότερες έως ότου οι εργασίες είναι αρκετά μικρές και περιεκτικές, αλλά και εύκολες προς κατανόηση[1].

Ιστορική διαδρομή

Ιστορικά ο δομημένος προγραμματισμός αναπτύχθηκε ύστερα από έρευνα τη δεκαετία του 1960 ως βελτίωση του παλαιότερου διαδικαστικού προγραμματισμού. Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα αυτής της έρευνας ήταν η ανάπτυξη της γλώσσας Pascal (γλώσσα προγραμματισμού), από τον Niklaus Wirth το 1971, η οποία σύντομα έγινε η προτιμώμενη γλώσσα σε κολλέγια[2]. Η διαδικασία, γνωστή επίσης και ως ρουτίνα, υπορουτίνα, μέθοδος ή συνάρτηση είναι ένα αυτοτελές σύνολο εντολών προς εκτέλεση. Η έννοια της διαδικασίας βέβαια ήταν προγενέστερη αλλά δεν έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική των υπό συγγραφή εφαρμογών, καθώς τα δεδομένα ήταν αρκετά διαχωρισμένα από τις διαδικασίες και έπρεπε ο προγραμματιστής να θυμάται ποια διαδικασία καλούσε ποια άλλη και ποια δεδομένα διαφοροποιούνταν[1]. Καθώς όμως οι περισσότερες διαδικαστικές γλώσσες γρήγορα υιοθέτησαν στοιχεία ώστε να υποστηρίζουν δομημένο προγραμματισμό, οι δύο όροι σήμερα έχουν πρακτικώς ταυτιστεί.

Με τον καιρό οι δομημένες γλώσσες έφτασαν να μην επαρκούν για τη συγγραφή προγραμμάτων, επεκτάθηκαν και ως λύση υιοθετήθηκε ο αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός.

Πλεονεκτήματα

Ο δομημένος προγραμματισμός βοηθάει την ευκολότερη συγγραφή πολύπλοκων προγραμμάτων. Με το δομημένο προγραμματισμό γίνεται πιο εύκολη και ταχύτερη η διαχείριση, η συντήρηση και η αποσφαλμάτωση, καθώς βασίζεται σε μεγαλύτερες, πολυπλοκότερες και περιεκτικότερες μονάδες όπως οι διαδικασίες αντί για μεμονωμένες εντολές.

Παράδειγμα

Παράδειγμα δομημένου προγραμματισμού σε γλώσσα C:

#include <stdio.h>
  int sum(int,int);
   
  int main() {
      int x,y;

      puts("Δύο ακέραιοι με κενό ενδιάμεσα:");
      scanf("%d %d",&x,&y);
      printf("Sum is %d\n", sum(x,y));

      return 0;
  }

  int sum(int k, int l) {
      return k+l;
  }

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 Jesse Liberty, Bradley Jones, Sams Teach Yourself C++ in 21 Days, Sams Publishing, 2004, σελ. 8, ISBN 9780672327117
  2. Harvey M. Deitel, C++ How to Program: how to program, Pearson Prentice Hall 2005, σελ 10, ISBN 9780131857575