Εθνοτική ομάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Εθνότητα)
Αυτό το λήμμα αφορά την εθνοτική ομάδα. Για το έθνος, δείτε: Έθνος (κοινωνιολογία).
Συλλογή εθνοτικών ομάδων.

Εθνοτική ομάδα ή εθνότητα ονομάζεται μία ορισμένη κοινωνική κατηγορία ανθρώπων που βασίζεται στην αντίληψη των μελών της ότι έχουν κοινή καταγωγή ή εμπειρίες. Τα μέλη μιας εθνοτικής ομάδας θεωρούν ότι μοιράζονται μια κοινή ιστορία και πολιτισμικές παραδόσεις που τους διαχωρίζουν από άλλες ομάδες.[1]

Η εθνοτική ταυτότητα είναι περιστασιακή: εξαρτάται από την κοινωνική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, σπάνια είναι απόλυτη και ενδέχεται ένα άτομο να προσδιορίζεται με περισσότερες από μία τέτοιες ταυτότητες.[1] Οι εθνοτικές ομάδες δεν είναι σταθερές: οι υπάρχουσες μεταβάλλονται ή εξαφανίζονται, όπως συνέβη π.χ. με τους Ουγενότους που μετεγκαταστάθηκαν στην Αγγλία και τις αγγλικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική και αφομοιώθηκαν, και εμφανίζονται νέες.[2]

Δύο βασικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό μιας εθνοτικής ομάδας είναι η ύπαρξη ενός καταγωγικού μύθου και δεικτών εθνοτικού διαχωρισμού. Ο καταγωγικός μύθος αναφέρεται στις κοινές ιστορικές εμπειρίες που ενώνουν μια ομάδα και τη διαχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Ονομάζεται μύθος όχι γιατί αναφέρεται σε μη πραγματικά γεγονότα, αλλά επειδή μέσα από μία επιλεκτική μεταχείριση των ιστορικών γεγονότων χρησιμεύει ως βάση για την κοινή ταυτότητα των μελών της ομάδας και την ξεχωριστή ύπαρξή της, δίνοντάς τους μία αίσθηση διαφορετικότητας και, συχνά, ανωτερότητας. Θέματα και έννοιες του μύθου καταγωγής κάθε εθνοτικής ομάδας βρίσκονται ενσωματωμένα στην κουλτούρα των μελών της που τον αφομοιώνουν ασυνείδητα.[3] Οι δείκτες εθνοτικού διαχωρισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο μια εθνοτική ομάδα καθορίζει τα μέλη της. Χρησιμεύουν όχι μόνο για την αναγνώριση των μελών μιας ομάδας μεταξύ τους, αλλά και για τη δήλωση της διαφοράς από όσους δεν είναι μέλη της. Ως τέτοιος δείκτης μπορεί να χρησιμοποιείται η γλώσσα, η θρησκεία και τα φυσικά χαρακτηριστικά ή, παλαιότερα, η ενδυμασία.[4]

Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από Αμερικανούς κοινωνιολόγους στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Aπό τα τέλη της επόμενης δεκαετίας καθιερώθηκε στις κοινωνικές επιστήμες, ιδίως την κοινωνική ανθρωπολογία, απαντώντας στην ανάγκη περιγραφής των νέων κοινωνικών συνθηκών μετά το Β΄ Παγκόσμιο και στις θεωρητικές εξελίξεις της ανθρωπολογίας, αντικαθιστώντας την αποικιοκρατική ορολογία περί φυλών. Εισήλθε στο ελληνικό λεξιλόγιο τη δεκαετία του 1990.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]