Δυσανεξία στη λακτόζη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δυσανεξία στη λακτόζη
Η λακτόζη, φυσιολογικά, διασπάται από την λακτάση.
Ειδικότηταενδοκρινολογία
Συμπτώματακοιλιακό άλγος, αέρια, διάρροια, φούσκωμα και borborygmus
Νοσηρότητα65%, 10%
Ταξινόμηση
ICD-10E73
ICD-9271.3
OMIM223100 150220
DiseasesDB7238
MedlinePlus000276
eMedicinemed/3429 ped/1270
MeSHD007787

Ως δυσανεξία στη λακτόζη ορίζεται η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει την λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος. Αυτή η αδυναμία οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου. Εκτιμάται ότι περίπου 70% των ενηλίκων παγκοσμίως εμφανίζουν μειωμένη παραγωγή λακτάσης. Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτόζη ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή του κόσμου, και μπορεί να κυμαίνονται από μόνο 5% στη Βόρεια Ευρώπη έως 70% στη Σικελία και πάνω από 90% σε κάποιες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών εμφανίζουν κάποια ανεπάρκεια λακτάσης και συνακόλουθα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη, ενώ το ποσοστό αυξάνεται πριν την εφηβεία.[1]

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο λεπτό έντερο η λακτάση αποικοδομεί τη λακτόζη στους μονοσακχαρίτες γαλακτόζη και γλυκόζη, οι οποίοι μπορούν στη συνέχεια να περάσουν στην κυκλοφορία του αίματος και να αξιοποιηθούν από τον οργανισμό σαν πηγή ενέργειας. Αν δεν υπάρχει αρκετή λακτάση, τότε η λακτόζη συνεχίζει αναλλοίωτη την πορεία της στο παχύ έντερο. Εκεί τα εντερικά βακτηρίδια την μετατρέπουν σε λιπαρά οξέα μικρής αλυσίδας, με ταυτόχρονη παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα, υδρογόνου και μεθανίου). Αυτή η δημιουργία αερίων από τα βακτηρίδια του παχέος εντέρου προκαλεί μια σειρά δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως ναυτία, δυσπεψία, φούσκωμα του στομαχιού, κοιλιακό πόνο ή κολικούς, γουργούρισμα των εντέρων και έκλυση αερίων, ακόμη και διάρροια.

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ευαισθησία των ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη και η έκταση ή σοβαρότητα των συμπτωμάτων διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο, γι' αυτό και η προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών είναι διαφορετική ανάλογα με την περίπτωση. Γενικά, για την αποφυγή εμφάνισης των συμπτωμάτων είναι σκόπιμο να αποφεύγονται το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, και τα παράγωγά τους που είναι οι φυσικές πηγές λακτόζης.[2]

Σημαντική ποσότητα λακτόζης μπορεί να περιέχουν προϊόντα στα οποία χρησιμοποιούνται ως συστατικά ο ορός γάλακτος, η καζεΐνη, η λακταλβουμίνη και το γάλα σκόνη, γι' αυτό είναι σημαντικό να διαβάζονται προσεκτικά οι ετικέτες των τροφίμων. Τροφές που μπορεί να περιέχουν πηγές λακτόζης είναι το ψωμί, άλλα παρασκευάσματα ή γλυκίσματα που απαιτούν ψήσιμο, τα δημητριακά προγευμάτων, παξιμάδια, τα μπισκότα, τα ζαχαρωτά, οι έτοιμες σούπες και τα κρέατα ταχείας παρασκευής, η μαργαρίνη και οι έτοιμες σάλτσες για σαλάτα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλες οι παραπάνω τροφές είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν συμπτώματα σε όλα τα άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης. Τα περισσότερα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να ανεχθούν γάλατα που έχουν υποστεί ζύμωση, καθώς η περιεκτικότητα σε λακτόζη μειώνεται σημαντικά μετά την κατεργασία αυτή. Επίσης, κατά την παλαίωση του τυριού η λακτόζη μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ το οποίο δεν προκαλεί συμπτώματα, γι'αυτό σε πολλές περιπτώσεις ατόμων με μέτρια δυσανεξία η κατανάλωση ώριμου τυριού δεν δημιουργεί προβλήματα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Δυσανεξία στη λακτόζη, Ελευθεροτυπία, 18/3/2008.
  2. Δυσανεξία στη λακτόζη και διατροφή, Ελευθεροτυπία, 31/3/2009.