Δροσερό Ξάνθης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δροσερό (Ξάνθη))

Συντεταγμένες: 41°7′50″N 24°54′29″E / 41.13056°N 24.90806°E / 41.13056; 24.90806

Δροσερό Ξάνθης
is located in Greece
               Map
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΔήμοςΔημοτική Ενότητα Ξάνθης, Ξάνθης
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας671 00
Τηλ. κωδικός2541

Το Δροσερό είναι πεδινός συνοικισμός[1] του ομώνυμου Νομού. Ανήκει στον Δήμο Ξάνθης και είναι ενωμένο οικιστικά με το πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης της Ξάνθης. Κείται στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, στη δυτική όχθη του ποταμού Κόσυνθου.

Ιστορία του οικισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1970, το «Δροσερό» αναφέρεται ως τοπωνύμιο του οικισμού επισήμως και σύμφωνα με κρατικά έγγραφα, αν και οι κάτοικοι υποστηρίζουν πως ο οικισμός υφίσταται περίπου εδώ και 100 χρόνια. Η πληροφορία αυτή προκύπτει από συνεντεύξεις και αναφορές κατοίκων που υπάρχουν στα αρχεία του Δροσερού Ξάνθης, « Σύμφωνα με αυτές τις πρώτοι κάτοικοι του Δροσερού αν και η έκταση που σήμερα εντοπίζεται το Δροσερό δεν αναφέρεται από την κτηματική υπηρεσία του Δημοσίου, καθώς τότε η περιοχή αποτελούσε «έκταση συνορεύοντος λιβαδιού». Οι ίδιοι οι Δροσερίτες αναφέρουν πως 3 φορές επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί ο οικισμός τους αλλά διώκονταν, μέχρι να καταφέρουν τελικά να εγκατασταθούν σε αυτόν.

Η προσπάθεια αυτή καρποφόρησε περίπου το 1950, οπότε η έκταση που βρισκόταν στα σύνορα της Ξάνθης και ουσιαστικά αποτελούσε σκουπιδότοπο, άρχισε να γίνεται χώρος εγκατάστασης Σταδιακά οι κάτοικοι πλήθαιναν, δημιουργώντας στον οικισμό και μόνιμες κατοικίες, χωρίς βέβαια να έχουν τίτλους ιδιοκτησίας, ίσως λόγω του μουσουλμανικού τους θρησκεύματος, λόγω του οποίου δεν μπορούσαν να λάβουν άδεια ιδιοκτησίας, μέτρο που καταργήθηκε το 1989. Αργότερα, το 1971, το Δροσερό αναφέρεται πρώτη φορά σε καταγραφή πληθυσμού (συνολικά 819 κάτοικοι), ενώ την ίδια χρονική περίοδο γίνεται και η πρώτη επίσημη αναφορά στο τοπωνύμιο «Δροσερό».

Από το 1980 αρχίζουν να δημιουργούνται ουσιαστικά προβλήματα με τις υποδομές του οικισμού, καθώς οι κάτοικοί του είναι πλέον περισσότεροι. Ο οικισμός είναι ακόμα εκτός σχεδίου πόλεως και δεν έχει ηλεκτροδότηση, υδροδότηση και ασφαλτοστρώσεις. Τα προβλήματα αυτά, παρόλο τον ελκυστικό αριθμό ψηφοφόρων για τους τοπικούς άρχοντες, συνέχισαν να υπάρχουν ως το 1990 περίπου. Τα υπό υλοποίηση έργα στον οικισμό, όπως προκύπτει από μαρτυρίες κατοίκων, περιοριζόταν σε προεκλογικές υποσχέσεις για εξαγορά ψήφων.

Ο οικισμός αποτελείται από μόνιμους και μετακινούμενους κατοίκους και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που έγινε έχει 8293 κατοίκους. Βάσει αποτελεσμάτων της απογραφής, μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο, ο συνολικός πληθυσμός που καταγράψαμε είναι 8.293 άτομα. Μπορέσαμε να καταγράψουμε τουλάχιστον άλλες 300 οικογένειες - με κατά μέσο όρο 3 παιδιά και 2 παππούδες - που βρίσκονται σε άλλες πόλεις στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό για λόγους εργασίας ή προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης (φεύγουν και επιστρέφουν, δεν εγκαταλείπουν μόνιμα τον οικισμό).

Δημογραφικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο οικισμός, υπήρχε πριν από την απελευθέρωση της Θράκης. Βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά της πόλης της Ξάνθης με σημερινή έκταση (περίπου) 160 στρέμματα. Για πρώτη φορά, ο οικισμός εμφανίστηκε επίσημα, στην απογραφή πληθυσμού του 1971 με πληθυσμό 819 κατοίκους. Στην απογραφή του 1981 είχε 926 κατοίκους(Δήμος Ξάνθης 2000). Το 1991 και το 2001 στις απογραφές πληθυσμού, το Δροσερό δεν παρουσιάστηκε χωριστά, αλλά ως μέρος του δημοτικού διαμερίσματος Ξάνθης. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες και καταγραφές κατά την τελευταία δεκαετία, υπάρχει διακύμανση του πληθυσμού από 3000 έως 4500 κατοίκους (ΙΑΚ, 2008), με ηλικιακή κατανομή που δείχνει να υπερτερούν σημαντικά οι ομάδες μικρών ηλικιών. Η διακύμανση αυτή οφείλεται στις μετακινήσεις σημαντικού αριθμού οικογενειών σε διάφορα μέρη της χώρας για εποχικές απασχολήσεις (εργάτες γης, πλανόδιοι μικροπωλητές, μουσικοί κλπ). Παρ' όλα αυτά, συνολικά παρουσιάζεται μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού που οφείλεται σε δύο παραμέτρους: στους γάμους ανηλίκων και σε συνεπάγωγο μεγάλο αριθμό γεννήσεων, και στην συγκέντρωση στο Δροσερό ατόμων από άλλες περιοχές με κοινά φυλετικά χαρακτηριστικά ( Αδαμαντίδου Δ.- Χαζάπη Ει., 2012).[2]

Σύμφωνα με την ενδιάμεση διαχειριστική αρχή της περιφέρεια Ανατολοκής Μακρδονίας και Θράκης ο μόνιμος μη μετακινούμενος πληθυσμός του οικισμού είναι 2743 άτομα.[3]

Κάτοικοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι είναι πολίτες που μιλούν τη Ρομανί (Λιάπης, 1998) και είναι ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Βέβαια δεν υπάρχει ομοιομορφία, καθώς στον οικισμό εντοπίζονται, διαφορετικές υποομάδες Τσιγγάνων: οι Τσίρπαντζηε, οι Μπάλκαντζηε, οι Μπεσεβλέρ, οι Αρναβούτα, οι Γκιουμπρετζήε, οι Κόλιμπατζηε και οι Σέπετσηε.

Οι ομάδες αυτές προκύπτουν ανάλογα με την περιοχή καταγωγής τους, με τα ήθη και τα έθιμα τους. Σύμφωνα με αναφορές του Ζεγκίνη (1994, σελ. 54-55) οι Τσίρπαντζηε παρόλο που έχουν δεχτεί έντονες επιδράσεις τουρκισμού, μιλούν ρομανί. Οι Μπάλκαντζηε θεωρούν πως προέρχονται από τα ορεινά της Θράκης και πιθανώς συνοικούσαν παλαιότερα με τους Πομάκους. Οι Μπεσεβλέρ έχουν δεχτεί και αυτοί τουρκικές επιδράσεις, αλλά δεν δέχονται πως έχουν κοινή καταγωγή με τους Τσίρπαντζηε. Οι Αρναβούτα θεωρούνται, σύμφωνα με τους ντόπιους, οι πιο γνήσιοι Τσιγγάνοι. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι Γκιουμπρετζήε είναι η πιο υποβαθμισμένη ομάδα τσιγγάνων σε όλη τη Θράκη, είναι ρακοσυλλέκτες και κατοικούν σε παράγκες και οι Σέπετσηε είναι καλαθοποιοί και μιλούν κυρίως στις νέες γενιές τουρκικά. Βέβαια, η διάκριση σε υποομάδες δεν δημιουργεί προβλήματα σε κοινωνικές συναναστροφές και κοινούς γάμους.

Θρήσκευμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά στη θρησκεία, οι περισσότεροι κάτοικοι του οικισμού είναι μουσουλμάνοι, αλλά υπάρχουν και χριστιανοί, ευαγγελιστές και μάρτυρες του . Παρόλα αυτά πρέπει να αναφερθεί πως οι κάτοικοι του Δροσερού δεν ακολουθούν αυστηρά τις επιταγές κάποιου ιερατείου αλλά τις προσαρμόζουν στις δικές τους θρησκευτικές πρακτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι ενώ οι περισσότεροι Δροσερίτες είναι υποθετικά μουσουλμάνοι, πιστεύουν στην της και κοσμούν τα περισσότερα σπίτια του οικισμού), επισκέπτονται σχεδόν όλοι την για τον πολλά παιδιά του οικισμού ονομάζονται, από το όνομα του νησιού προς τιμήν της χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι στο Δροσερό, όπως και σε άλλους οικισμούς δεν υπάρχει «απόλυτη» διαχωριστική τομή μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων αποτελεί το γεγονός ότι γιορτάζουν το Μπαϊράμ, όπως και . Επίσης, στον οικισμό υπάρχει ένα εκκλησάκι και ένας , μέρος που χρησιμοποιείται ως ιερός τόπος, καθώς εκεί σύμφωνα με τις δοξασίες των κατοίκων "κατοικεί" ένα πνεύμα. ό.π., σελ. 175-230).

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1994, δημιουργήθηκε το 15ο δημοτικό σχολείο Ξάνθης, το πρώτο μέσα στον οικισμό ενώ αργότερα, λόγω του μεγάλου αριθμού μαθητών,τo 2006 ιδρύθηκε και το 20ο δημοτικό σχολείο Ξάνθης, που συστεγάζεται με το προϋπάρχον και ιδρύθηκε για να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες εγγραφές παιδιών.Αυτό πιστοποιείται και από το γεγονός ότι από την ίδρυση του γυμνασίου το 2006, το ποσοστό των μαθητών του γυμνασίου αυξάνεται συνεχώς και φέτος το σχολικό έτος 2015-16, εγγράφηκαν στο γυμνάσιο του οικισμού 99 παιδιά σε σύνολο και στις τρεις τάξεις του 8ου Γυμνασίου.

Εργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά κανόνα, η μεγάλη πλειοψηφία απασχολείται σε εποχιακές (κυρίως αγροτικής φύσεως) εργασίες, όπως η συγκομιδή ντομάτας και καπνού. Οι Ρομά που απασχολούνται στη συλλογή μετάλλων ή στα συσκευαστήρια σπαραγγιών και φυτώριων οπωροκηπευτικών της περιοχής μένουν μόνιμα στο Δροσερό. Αντιθέτως, αρκετοί μετακινούνται ανά την Ελλάδα, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αναζητώντας εργασία και εργάζονται τα καλοκαίρια σε νησιά ως μικροπωλητές ή φεύγουν στα καράβια. Σημαντικό, επίσης, είναι και το ποσοστό των Δροσεριτών που εργάζονται ως μικροπωλητές-υπάλληλοι στο παζάρι της Ξάνθης, καθώς οι Ρομά των Κιμμερίων, που είναι κυρίως έμποροι σε λαϊκές αγορές, λειτουργούν πλέον ως επιχειρηματίες και δεν πουλούν οι ίδιοι την πραμάτεια τους.

Ήθη και έθιμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

6/5 «Εντερλέζι»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Εντερλέζι», για τους Τσιγγάνους, είναι η γιορτή της Άνοιξης. Γιορτάζεται στις 6 Μαΐου, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο. Την ημέρα αυτή, κάθε νοικοκυριό σφάζει ένα πρόβατο, ως τάμα για την υγεία ενός παιδιού. Με το αίμα του πρόβατου σχηματίζουν μια μικρή βούλα στο μέτωπο του παιδιού που "έγιανε". Το Εντερλέζι των Τσιγγάνων στη Θράκη, ταυτίζεται με το Χιδερελέζ (Hiderellez), γιορτή των Μπεκτασήδων και Κιζιλμπάσηδων της Δυτικής Θράκης την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Το όνομα Χιδερελέζ παράγεται από τα ονόματα Χιζίρ (Hizir) που είναι κατά την αντίληψη των Μπεκτασήδων το όνομα του προφήτη που προστατεύει τις θάλασσες και Ελλέζ ή Ιλίας δηλαδή Ηλίας, τον οποίο θεωρούν προστάτη της ξηράς. Οι Μπεκτασήδες λάτρευαν τον Προφήτη Ηλία, ίσως γιατί τα τάγματα αυτά είχαν την επίδραση της Παλαιάς Διαθήκης και της παράδοσης των λαών της Μέσης Ανατολής. Στους Μπεκτασήδες όμως της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της Θράκης, ο Προφήτης Ηλίας συχνά ταυτίζεται με τον Αη-Γιώργη τον Καβαλάρη. Στο Δροσερό για αυτή τη μέρα η οικογένεια αγοράζει ένα αρνί περίπου από μια βδομάδα πριν. Την προηγούμενη βραδιά από τη γιορτή το αρνάκι έρχεται στο σπίτι της οικογένειας, γιατί σύμφωνα με το έθιμο πρέπει να κοιμηθεί μια βραδιά ζωντανό στο σπίτι. Την επόμενη μέρα, το σφάζει ένας που ξέρει και του δίνουν χρήματα για αυτό ως «μπαξίσι». Αυτός το καθαρίζει και η μαμά και οι γυναίκες της οικογένειας το μαγειρεύουν ολόκληρο ψητό (δεν τεμαχίζεται, όπως στο Μπαλ-Παναίρ). Το αρνί αυτό γίνεται ως τάμα ετήσιο για κάποιο παιδί της οικογένειας. Στη γιορτή αυτή το παιδί φοράει καλά ή καινούρια ρούχα και όλοι του δίνουν ευχές για υγεία.

Το πρωί της προηγούμενης μέρας σε όλο τον οικισμό κορίτσια ανύπαντρα μαζεύουν λουλούδια και τα βάζουν μέσα σε ένα μπακιρένιο καζάνι με νερό. Μετά το γυρίζουν σε όλο τον οικισμό το καζάνι και κάθε μια κοπέλα ελεύθερη ή μη ρίχνει μέσα ένα αντικείμενο και το κρυφά από μέσα της το «ονοματίζει» (δηλαδή το συνδυάζει με κάποιο όνομα προσφιλούς προσώπου). Στη συνέχεια, το σκεπάζουν με ένα μαντήλι, συνήθως κόκκινο, και το καζάνι το κρύβουν στο σημείο από το οποίο μάζεψαν τα λουλούδια, για να τα δουν τα αστέρια και να βγουν στη συνέχεια καλά μηνύματα. Την άλλη μέρα, που είναι το «Εντερλέζι,» μετά το φαγητό, μαζεύονται όλα τα κορίτσια σε ένα συγκεκριμένο σημείο, π.χ. την πλατεία και κάθονται γύρω γύρω από το καζάνι. Μια κοπέλα βάζει το κεφάλι της πάνω από το καζάνι και το σκεπάζει με το μαντήλι και πιάνει ένα αντικείμενο, χωρίς να το φανερώσει. Ένα από τα τριγύρω κορίτσια λέει ένα στιχάκι για όποιο θέμα θέλει και στη συνέχεια αυτή που είναι κάτω από το μαντήλι βγάζει το αντικείμενο. Σε όποια ανήκει το αντικείμενο, το σχετικό στιχάκι κάτι της φανερώνει. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να τελειώσουν όλα τα αντικείμενα μέσα στο καζάνι και στο τέλος με το νερό εκείνο βρέχονται και όποια καταβραχεί εκείνη τη χρονιά θα παντρευτεί.  

28/8 «Μπάλ-Παναίρ» ή «Μπογκορότισα»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γονείς τάζουν ένα παιδί που τους φαίνεται πιο ασθενικό ή αδύναμα. Για χάρη αυτού του παιδιού οι γονείς γιορτάζουν το «Μπάλ-Παναίρ», δηλαδή τη γιορτή της Παναγίας με το παλιό ημερολόγιο. Στις 27/8 οι γονείς αγοράζουν ένα πρόβατο. Τη μέρα πριν τη γιορτή το πρόβατο πάει στο σπίτι τους, για να κοιμηθεί μια νύχτα στο σπίτι τους. Οι περισσότεροι τα ξημερώματα σφάζουν το πρόβατο και βάζουν στο μέτωπο του παιδιού λίγο αίμα. Οι γονείς ήδη έχουν ενημερώσει φίλους και συγγενείς για να βοηθήσουν και να πάρουν μέρος στη γιορτή. Από κάποιες μέρες πριν έχουν ψωνίσει αυτά που χρειάζονται και από το πρωί, αφού σφάζουν και καθαρίσουν το πρόβατο, το κόβουν σε κομμάτια και το μαγειρεύουν σε μαγειρευτά φαγητά.

Μόλις τα φαγητά αυτά είναι έτοιμα, ο πατέρας φωνάζει φίλους, γείτονες και συγγενείς, κυρίως, άντρες και όλοι πίνουν και γλεντάνε και δίνουν ευχές για υγεία στο παιδί. Ταυτόχρονα, το παιδί για το οποίο γίνεται το «Μπαλ-Παναίρ» φοράει τα καλά του ρούχα και παίζει στην αυλή με τα άλλα παιδιά.

Αρραβώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας συγγενής του υποψήφιου γαμπρού πάει και συζητάει αν δέχονται να έρθουν οι γονείς του «γαμπρού» να ζητήσουν για αρραβώνα τη «νύφη». Αν δεχτεί ο πατέρας της, στη συνέχεια πηγαίνουν οι γονείς του αγοριού στο σπίτι τους. Η κοπέλα όταν, πάνε τα υποψήφια πεθερικά, ψήνει καφέ και τους κερνάει και πάει στο δωμάτιο της. Οι γονείς μιλάνε και συμφωνούν για το «baba aku» (δηλαδή κάτι σαν αντίτιμο για τα χρήματα που ξόδεψε ο μπαμπάς της νύφης για να τη μεγαλώσει). Στη συνέχεια συμφωνούν για τα χρυσαφικά της νύφης και για την ημερομηνία του γάμου και τα σχετικά φαγητά και ποτά για το γάμο που πρέπει να δώσει ο γαμπρός. Ακόμη μιλούν και για το «ana kapamasί», δηλαδή για τις δυο θείες από της μαμάς της νύφης του σόι που ο γαμπρός πρέπει να του αγοράσει από ένα ντύσιμο ή να τους δώσει ύφασμα για ρούχα. Αφού συμφωνήσουν για όλα αυτά, ορίζουν και πότε θα γίνει ο αρραβώνας. Κάποιοι κάνουν αρραβώνα με γλέντι και κάποιοι όχι. Η μαμά του γαμπρού παίρνει τη νύφη και πάνε για να της ψωνίσει τα σχετικά ρούχα και χρυσαφικά που συμφωνήθηκαν. Την επόμενη μέρα ή τη μέρα που συμφωνήθηκε, οι συγγενείς του γαμπρού ετοιμάζονται και η μαμά του ετοιμάζει σοκολάτες, λουκούμια και σερμπέτι στο «κικιάι» (το σχετικό μπακίρι) και τα βάζουν σε καλαθάκια, όπως και σε καλάθι στολίζουν και αυτά που ψώνισαν για τη νύφη. Το σερμπέτι το σκεπάζουν με κόκκινο μαντήλι και όλα αυτά τα κουβαλάνε ανύπαντρες κοπέλες από το σόι του γαμπρού στο σπίτι της νύφης μαζί με όλο το σόι του γαμπρού.

Όταν φτάσουν εκεί, αφήνουν τα πράγματα στη μέση του σπιτιού ή της αυλής και κάθονται αφού βγάλουν τα παπούτσια τους στα δυο χαλιά που υπάρχουν ένα για το σόι της νύφης και ένα για το σόι του γαμπρού. Δυο ή τρεις φίλες της νύφης περιμένουν να καθίσει ο πατέρας του γαμπρού και παίρνουν και κρύβουν τα παπούτσια του. Ταυτόχρονα βγαίνει ένας από το σόι της νύφης, συνήθως ο θείος της, και ένας από το σόι του γαμπρού και δίνοντας τα χέρια, μπροστά στο κόσμο συμφωνούν ξανά για αυτά που ήδη, έχουν προσυμφωνηθεί. Η συμφωνία γίνεται περιπαικτικά με πειράγματα τρεις φορές και την τρίτη φορά συμφωνούν και κλείνει η συμφωνία. Τότε η πεθερά δίνει τα δώρα της στην νύφη και η νύφη αλλάζει ρούχα και φοράει αυτά που της πήραν και στη συνέχεια και η νύφη και ο γαμπρός φιλάνε τα χέρια των πεθερικών τους ξεκινώντας πρώτα ο γαμπρός και τους δίνουν χρήματα σαν μικρό δωράκι. Όταν ο κόσμος σηκώνεται να φύγει, ο πεθερός βλέπει ότι δεν έχει παπούτσια και τότε κάνει ένα παζάρεμα με τις φίλες της νύφης για να του δώσουν πίσω τα παπούτσια του. Μετά μια φίλη της νύφης ανοίγει τη μαντήλα από το σερμπέτι τη βάζει στη μέση στης (είναι πια δικιά της) και μοιράζει το σερμπέτι και τα λουκούμια.

Ονοματοδοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γυναίκες της οικογένειας γιορτάζουν τις πρώτες σαράντα μέρες από τη γέννηση του μικρού παιδιού. Σύμφωνα με την παράδοση, στο «σαράντισμα», οι γυναίκες της οικογένειας πλένουν το παιδί σε μια λεκάνη, στην οποία τοποθετούν 40 μικρές πέτρες, κέρματα και κοσμήματα. Οι πέτρες συμβολίζουν την υγεία και τη σταθερότητα, τα σιδερένια νομίσματα τη δύναμη, ενώ τα κοσμήματα συμβολίζουν τον πλούτο. Στη συνέχεια, στο νερό που πλένεται το παιδί οι γυναίκες της οικογένειας με κύριο καθοδηγητή τη γιαγιά, προσθέτουν 20 κουταλιές αλάτι, «για την υγεία του παιδιού». Η γιαγιά πρώτη εύχεται στο παιδί: «Να μεγαλώσεις με τους γονείς σου» («Τεμπάρος και ντεάσα και ταντέσα») και του λέει τρεις φορές στο αυτό το όνομά του. Στη συνέχεια με το αλατισμένο νερό αγγίζει το μικρό παιδί πίσω από τα αυτιά του, στις πατούσες του, στη μικρή λακκούβα των χεριών του, ανάμεσα στα δάχτυλά του(τον αντίχειρα και το μεσαίο δάχτυλο) και στο στόμα του βάζουν μέλι για να έχει γλυκό στόμα και να μιλάει ωραία. Τέλος, η κάθε μία γυναίκα ξεχωριστά του δίνει ευχές για μακροζωία, πλούσια ζωή, και ευτυχία.

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν το γάμο με καρφιά και σκοινί και υφάσματα οι φίλες της νύφης κάνουν μια κατασκευή και κρεμάνε τα μαντήλια «γκιρέπι» και όλα τα άλλα λευκά είδη και το πάπλωμα που θα κρατήσουν την «αγνότητα» της νύφης.

Πρώτη μέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καθένας από τους δυο στο σπίτι του, δυο ορχήστρες και οι γονείς με τα καλά τους στις 12 μ.μ. χορεύουν και μετά οι συγγενείς από το γαμπρό παίρνουν τη «χένα» και την πάνε στη νύφη, στολισμένη, σε ένα ταψί με κόκκινο μαντήλι, κεριά και λουλούδια. Η νύφη φοράει φούστα και μπλούζα από ύφασμα «nisanoύk» και χορεύει στην πίστα που έχει γίνει στο σπίτι της. Όταν φτάσει η «χένα», δυο γυναίκες που έχουν κάνει μόνο ένα γάμο, αναλαμβάνουν να βάψουν τη νύφη. Της βάφουν τα χέρια μέχρι το καρπό και τα πόδια μέχρι τον αστράγαλο με χένα πάνω στη πίστα και της κολλάνε χρήματα, θέλοντας να είναι πλούσια η ζωή της. Ο γαμπρός στη συνέχεια την παίρνει αγκαλιά και την πηγαίνει στο δωμάτιο που είναι στολισμένη η προίκα «τσείζι» και εκεί θα κοιμηθεί μια μέρα με τις φίλες τις.

Δεύτερη μέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το μεσημέρι της δεύτερης μέρας η ορχήστρα στο σπίτι της νύφης συνεχίζει να παίζει και η νύφη πριν το γλέντι πηγαίνει και παίρνει την κολλητή της. Τα δυο κορίτσια ανταλλάζουν δώρα από την προίκα τους μεταξύ τους και χορεύουν. Το γλέντι συνεχίζεται ως αργά το βράδυ.

Τρίτη μέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γαμπρός το μεσημέρι, καλεί τους φίλους του και ξυρίζεται στην αυλή του με μουσική και φίλους. Στο σπίτι του γαμπρού ξεκινάει το γλέντι και στρώνουν τραπέζια και οι γυναίκες κάνουν πιλάφι και πολλά άλλα φαγητά. Στις 2 με 3 το μεσημέρι ο γαμπρός με φίλους και συγγενείς πάνε να πάρουνε τη νύφη «αλάι», χορεύοντας και τραγουδώντας ή με στολισμένα αυτοκίνητα.

Όταν φτάσουν στο σπίτι της νύφης η μια οικογένεια ρίχνει στη άλλη ρύζι και καραμέλες για τα καλωσορίσματα και χορεύουν όλοι μαζί. Στη συνέχεια βγαίνει η νύφη που φοράει το νυφικό φουστάνι της, που της το πήρε η μαμά της έχοντας στη μέση της μια κόκκινη κορδέλα, που τη δένει στη μέση της ο μπαμπάς της. Η νύφη χορεύει με το σόι του γαμπρού και ξαναμπαίνει στο δωμάτιό της. Στη συνέχεια χορεύει το σόι της νύφης και οι φίλες της φυλάνε την πόρτα του δωματίου που είναι η νύφη, για να την παζαρέψουν με τις νέες κοπέλες από το σόι του γαμπρού. Τελικά γίνεται το παζάρεμα δίνουν τα χρήματα και οι φίλες της ανοίγουν την πόρτα. Η κοπέλα αποχαιρετάει την οικογένειά της και ο μπαμπάς της .και σκεπάζει το πρόσωπο της με ένα κόκκινο μαντήλι, ενώ ο αδερφός της νύφης τη βγάζει και τη βάζει στο αυτοκίνητο του γαμπρού. Σε άλλα στολισμένα αυτοκίνητα από το σόι του γαμπρού φορτώνουν και την προίκα της νύφης. Η νύφη φεύγει από το σπίτι της και η μαμά της ρίχνει ένα ποτήρι νερό για να κυλίσει η νέα ζωή της ομαλά.

Η νύφη πάει στο σπίτι του γαμπρού εκεί ανοίγουν ένα δρόμο και η νύφη και ο γαμπρός περπατάνε σιγά σιγά ο ένας προς τον άλλο, αστειευόμενοι ποιος θα πατήσει το πόδι του άλλου. Η νύφη φιλάει το χέρι του γαμπρού και αυτός της δίνει ψωμί, για αφθονία, και αυτή το κρατάει κάτω από το χέρι της. Στη συνέχεια κρατάνε και οι δυο μαζί μια κανάτα νερό, που μέσα μπορεί να έχει λίγο ρύζι η χρυσαφικά και λεφτά, και τη σπάνε. Μετά το ζευγάρι χέρι χέρι προχωρούν προς το σπίτι του γαμπρού και η νύφη όταν φτάσει στην εξώπορτα, σπάζει το ψωμί και το ρίχνει μέσα στο σπίτι. Στη συνέχεια της δίνουν βούτυρο στο χέρι και το αλείφει στο τοίχο πάνω από την πόρτα του σπιτιού και μπαίνει στο σπίτι. Το γλέντι συνεχίζεται και βάζουν τούρτες και οι συγγενείς τους δίνουν δώρα, χρήματα ή χρυσαφικά. Μέχρι τα ξημερώματα γίνεται το γλέντι και κάποια στιγμή γυναίκες από το σόι του γαμπρού ετοιμάζουν το πάπλωμα, πάνω στο οποίο θα συνευρεθεί το νέο ζευγάρι. Οι θείες αυτές φέρνουν τη νύφη μέσα και μετά και το γαμπρό. Μια γυναίκα από το σόι του γαμπρού και μια από το σόι της νύφης περιμένουν ανυπόμονα έξω από το δωμάτιο για να επιβεβαιωθεί η αγνότητα της νύφης. Μόλις γίνει αυτό, βγαίνει ο γαμπρός και οι γυναίκες αυτές βλέπουν το σεντόνι της νύφης και το παίρνουν, το στολίζουν σε ένα καλαθάκι και το σκεπάζουν με το κόκκινο μαντήλι της νύφης. Το δείχνουν στην πεθερά και μετά το δείχνουν στη μαμά της νύφης ή της στέλνουν κόκκινα λουλούδια. Το επόμενο πρωί η νύφη βάζει το “nisanoύκι” της με τα χρυσαφικά της και μια κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά φιλάει τα χέρια των πεθερικών της και πάει στους γονείς της και φιλάει και τα δικά τους χέρια.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]