Δικτατορία του Φρανθίσκο Φράνκο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δικτατορία του Φράνκο)
Δικτατορία του Φρανθίσκο Φράνκο
Estado Español (1936-1947)
Reino de España (1947-1975)

 

1939 – 1975
 

 

 

Σημαία (1945-1977) Εθνόσημο (1945-1977)
Σύνθημα
«Una, Grande y Libre» («Μία, Μεγάλη και Ελεύθερη»)
Ύμνος
Μάρτσα ρεάλ
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Πρωτεύουσα Μαδρίτη
Γλώσσες Ισπανική
Θρησκεία Καθολικός Χριστιανισμός
Πολίτευμα Δικτατορία
Καουντίλιο
 -  1936-1975 Φρανθίσκο Φράνκο
Πρωθυπουργός
 -  1938-1973 Φρανθίσκο Φράνκο
 -  1973 Λουίς Καρέρο Μπλάνκο
 -  1973-1975 Κάρλος Αρίας Ναβάρρο
Ιστορική εποχή Β' ΠΠ / Ψυχρός Πόλεμος
 -  Ισπανικός εμφύλιος 1936-1939
 -  Εξορία της δημοκρατικής κυβέρνησης 1 Απριλίου 1939
 -  Ένταξη στον Ο.Η.Ε. 14 Δεκεμβρίου 1955
 -  Θάνατος του Φρανθίσκο Φράνκο
 -  Ισπανική Μεταπολίτευση 1975-1978
Έκταση
 -  1940 796.030 km²
Πληθυσμός
 -  1940 εκτ. 25.877.971 
     Πυκνότητα 32,5 /km²
 -  1975 εκτ. 35.563.535 
Νόμισμα Πεσέτα
Σήμερα  Ισπανία
 Μαρόκο
Ισημερινή Γουινέα Ισημερινή Γουινέα
Δυτική Σαχάρα Δυτική Σαχάρα

Η Δικτατορία του Φρανθίσκο Φράνκο (ισπανικά: Dictadura de Francisco Franco) είναι η περίοδος της ισπανικής ιστορίας μεταξύ του 1939, όταν ο Φρανθίσκο Φράνκο πήρε τον έλεγχο της Ισπανίας μετά τη νίκη της εθνικιστικής παράταξης στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο εγκαθιδρύοντας δικτατορία, και του 1975, όταν πέθανε ο Φράνκο, ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος στέφθηκε βασιλιάς της Ισπανίας.

Υπήρξε το διάδοχο καθεστώς της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση της Ισπανίας, προϊόν της νίκης των εξεγερμένων στρατιωτικών δυνάμεων και των συμμάχων τους κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου και των συνταγμένων με αυτή δυνάμεων στον Ισπανικό Εμφύλιο. Διήρκησε από την 1η Απριλίου 1939 μέχρι τον θάνατο του στρατηγού και απόλυτου ηγέτη της τον Νοέμβριο του 1975 και αποτέλεσε ένα από τα τρία τυπικά δικτατορικά καθεστώτα της νότιας Ευρώπης των μέσων του 20ού αιώνα μαζί με αυτό του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία (1932-1974) και της Χούντας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα (1967-1974).[1] Δεδομένης της άκρατης δίωξης και καταπίεσης των αντιπάλων των εξεγερμένων στον Εμφύλιο, η δικτατορία ευθύνεται για εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και για την σταθερή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εφαρμογή ενός καθεστώτος τρόμου[2] καθόλη τη διάρκειά της.

Η σαραντάχρονη δικτατορία παραδοσιακά χωρίζεται σε τρεις περιόδους: τη φασιστική (1939-1944), κατά την οποία κυριαρχείτο από την φασιστική ιδεολογία της Φάλαγγας και πλησίαζε τουλάχιστον δύο φορές τη συμμετοχή της στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την «αυτάρκεια» (1944-1959), όπου η Ισπανία φυτοζωεί κατεστραμμένη από τον πόλεμο και απομονωμένη διεθνώς λόγω των δεσμών της με τον ευρωπαϊκό φασισμό και τέλος ο ύστερος φρανκισμός (1959-1975) με το άνοιγμα στην Ευρώπη, την εισρροή τουριστών και τη μερική φιλελευθεροποίησή του προς το τέλος της ζωής του δικτάτορα. Έπειτα επήλθε η λεγόμενη Ισπανική Μετάβαση στη Δημοκρατία, υπεύθυνη για τον εκδημοκρατισμό του κράτους που εντούτοις σε καμία στιγμή δεν καταδίκασε επίσημα την δικτατορία, με την πρώτη επίσημη καταδίκη του κράτους να έρχεται τον Νοέμβριο του 2004.[3]

Ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μελλοντικό καθεστώς της Ισπανίας κάτω από την εξουσία των εθνικιστών εξεγερμένων είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται ήδη από τον δεύτερο χρόνο του Εμφυλίου. Βάση του θα ήταν το τρίπτυχο, όχι πάντα συμβατό, Φάλαγγα, Στρατός και Εκκλησία, υποταγμένο στις απόλυτες και απεριόριστες εξουσίες του Φρανθίσκο Φράνκο, που πολλές φορές λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής μεταξύ τους.[4] Το πρώτο στάδιο εφαρμογής των κυβερνητικών σχεδίων του στρατηγού ξεκίνησε με το επίσημο τέλος του Εμφυλίου την 1η Απριλίου 1939 και χαρακτηρίστηκε από την ιδεολογική κυριαρχία της Φάλαγγας και την σχεδόν πλήρη ταύτιση της Ισπανίας με τις λοιπές φασιστικές και δικτατορικές χώρες.[5] Η λειτουργία ενός υποτυπώδους κοινοβουλίου που οριζόταν από τον δικτάτορα δεν βοηθούσε στην αύξηση των δημοκρατικών του διαπιστευτηίων. Γενικότερα το κράτος χαρακτηριζόταν από την απολιτικοποίησή του, παρά τις όποιες ιδεολογικές εκφάνσεις της Φάλαγγας, και την απέραντη γραφειοκρατία στρατηγική που ακολούθησε σταθερά ο Φράνκο μέχρι το τέλος του.[6]

Η θέληση του δικτάτορα να σβήσει τον «ισπανικό δέκατο ενάτο αιώνα» και τα προϊόντα του, δηλαδή τη δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό. Οι εκπρόσωποι τέτοιων ιδεών, θεσμοί, άτομα και οργανώσεις και κυρίως οι υποστηρικτές του Λαϊκού Μετώπου βρέθηκαν κάτω από σκληρούς διωγμούς: πάνω από 300.000 φυλακίστηκαν και γύρω στους 100.000 εκτελέστηκαν για πολιτικούς λόγους.[7] Η διατήρηση της ασυμβατότητας μεταξύ των ηττημένων «κόκκινων» και των νικητών θα ήταν μια σταθερά του καθεστώτος μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Στον οικονομικό τομέα ακολουθήθηκε μια σταθερή πολιτική παρεμβατισμού ακύρωσης των μεταρρυθμίσεων της Δημοκρατίας.[8] Η συνεργασία του καθεστώτος με τους μεγαλοϊδιοκτήτες αγροτικών εκτάσεων επέβαλε την μείωση των μισθών κατά 40% και την βίαια επιστροφή των αναδασμένων ιδιοκτησιών. Εν μέσω της γενικότερης μιζέριας και λιμού, τα τρόφιμα μοιράζονταν με δελτία· το παρεμπόριο και το λαθρεμπόριο άνθησε κυρίως στα σύνορα με τη Γαλλία. Τα όποια εργασιακά δικαιώματα αναφέρονταν στον «Νόμο της Εργασίας» (Fuero del Trabajo) που απέκλειε την οποιαδήποτε μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης πέραν της αναγκαστικής συμμετοχής στο μοναδικό συνδικάτο της FET. Οι φοιτητές εντάχθηκαν στο Πανεπιστημιακό Ισπανικό Συνδικάτο και οι γυναίκες στον Τομέα Θηλέων της Φάλαγγας. Συγκεκριμένα, η θέση του καθεστώτος για τις τελευταίες ήταν η απομάκρυνσή τους από την εργασία και την επικέντρωσή τους στην οικογένεια.[9] Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η λειτουργία της Καθολικής Δράσης.

Δεύτερος Παγκόσμιος και οι διεθνείς σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στρατηγική του Φράνκο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χαρακτηρίζεται ως αμφίσημη. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο ισπανικός στρατός που αποτελείτο μόνο από στρατιώτες που συμμετείχαν στη νικήτρια παράταξη των εξεγερμένων, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση: παρά τον αυξημένο του σχετικά αριθμό, του έλειπαν πετρέλαιο και αξιόμαχος πολεμικός εξοπλισμός. Με την έναρξη της παγκόσμιας σύρραξης, ο Φράνκο, στηριζόμενος στον γερμανόφιλο φαλαγγιστή Σεράνο Σούνιερ, άλλαξε τη στάση της Ισπανίας από ουδέτερη σε μη εμπόλεμη και κατέλαβε την Ταγγέρη.[5] Οι διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ στην Εντάγ στα γαλλοβασκικά σύνορα τον Οκτώβριο του 1940 οδηγήθηκαν σε αποτυχία λόγω των υπερβολικών αξιώσεων του στρατηγού που πέραν των αποικιακών του απαιτήσεων στη βόρεια Αφρική συμπεριελάμβαναν και εκατοντάδες χιλιάδες τόνους προμηθειών σε πολεμικό υλικό και σιτηρά για την ελάφρυνση του λιμοκτονούντος ισπανικού πληθυσμού. Συγκεκριμένα, για το ζήτημα της βόρειας Αφρικής, ο Χίτλερ προτίμησε την διατήρηση της εξουσίας του Πεταίν παρά την παράδοση των γαλλικών αποικιών στην αμφιβόλου αποικιακής δυναμικής Ισπανία.

Όσο ο Άξονας προήλαυνε στη Ρωσία, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών ήταν αρκετά θερμές, τόσο οικονομικά (η Ισπανία εξήγαγε μεγάλες ποσότητες ορυκτών στη Γερμανία όπως βολφράμιο) όσο και στρατιωτικά, με την ανεπίσημη αποστολή της «εθελοντικής» της Κυανής Μεραρχίας εναντίον της ΕΣΣΔ. Η συμμαχική απόβαση στην Αφρική και η κατάρρευση του ανατολικού μετώπου φέρνουν τον Φράνκο πιο κοντά στη σύμπλευση με το αντίπαλο στρατόπεδο. Με το τέλος του πολέμου, διεθνώς το καθεστώς θεωρείται κατάλοιπο του φασισμού και χώρες όπως η Γαλλία και το Μεξικό αντιτίθενται καθέτως σε οποιαδήποτε συνομιλία με την Ισπανία, που αποκλείεται από τους διεθνείς οργανισμούς. Η ισπανική διπλωματία προέβαλλε ως αντίβαρο στην απουσία δημοκρατίας τον άκρατο αντικομμουνισμό της και προσεγγίζει τις Η.Π.Α. Η μοναδική χώρα που βοήθησε το καθεστώς ήταν η Αργεντινή του Χουάν Ντομίνγκο Περόν, με την αποστολή χιλιάδων τόνων τροφίμων.[10]

Η αποφασιστικοποίηση του καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1940 φάνηκε με τον ορισμό του Αλβέρτο Μαρτίν Αρτάχο ως υπουργού εξωτερικών. Η νέα τάση του δικτάτορα ήταν να παρουσιάζει το καθεστώς όχι ως φασιστικό αλλά ως συντηρητικό και καθολικό, κάνοντας ξεκάθαρη την υιοθέτηση εκ μέρους του, κι επομένως από το κράτος, της ιδεολογίας του εθνικοκαθολικισμού, που ταυτίζει το «αιώνιο ισπανικό έθνος» με τον καθολικισμό.[11] Πέραν αυτού, οι πιέσεις της Μεγάλης Βρετανίας υπέρ της επαναφοράς της μοναρχίας υπό τον εξόριστο πρίγκιπα Ιωάννη των Βουρβόνων έφεραν την αλλαγή του τίτλου του κράτους σε «Βασίλειο της Ισπανίας».[12] Ο τελευταίος παρέδωσε τον γιο του, Χουάν Κάρλος, στον Φράνκο με σκοπό να λάβει ισπανική παιδεία. Ωστόσο, ο νόμος περί διαδοχής του 1947 δεν ανέφερε ξεκάθαρα παρά το ότι ο στρατηγός, αρχηγός και κεφαλή του κράτους υπό τον τίτλο του «Ηγέτη της Ισπανίας και της Σταυροφορίας, Αρχιστράτηγου των στρατευμάτων»,[13] είχε δικαίωμα να ορίσει ο ίδιος οποιοδήποτε άτομο επιθυμούσε ως διάδοχό του.[14]

Η πορεία προς την άρση του διεθνούς αποκλεισμού ξεκίνησε με το άνοιγμα των γαλλικών συνόρων τον Φεβρουάριο του 1946 και την πρωταγωνίστησαν οι Η.Π.Α που δεν έβλεπαν εναλλακτική λύση για την διακυβέρνηση της Ισπανίας πέραν του δικτάτορα.[13] Στις 26 Σεπτεμβρίου 1953 υπεγράφη η, αρκετά σκληρή για την Ισπανία, Συμφωνία της Μαδρίτης με τις Η.Π.Α. οι οποίες υπολόγιζαν την Ισπανία ως μια χρήσιμη βάση για τον έλεγχο της νοτιοδυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου. Η συμφωνία όριζε τη συνεργασία των δύο χωρών σε θέματα άμυνας και οικονομίας, με στρατιωτική βάση της Ρότα στο Κάδιθ αποτελεί έκτοτε σταθερή έδρα των αμερικανικών δυνάμεων στην ήπειρο.[15] Το ίδιο έτος ο Φράνκο απέκτησε το δικαίωμα του ορισμού επισκόπων με την υπογραφή της Συμφωνίας με το Βατικανό, ενισχύοντας την απόλυτη εξουσία του πάνω στην ισπανική εκκλησία.[16] Η μεγαλύτερη νίκη ωστόσο υπήρξε η αποδοχή της χώρας στα Ηνωμένα Έθνη το 1955.[17]

Οι πρώτες εσωτερικές αλλαγές στο καθεστώς και την κοινωνία: το Opus Dei[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φράνκο και η σύζυγός του Κάρμεν Πόλο, 1968

Μια πρώτη αλλαγή πλεύσης στα εσωτερικά πράγματα του καθεστώτος επήλθε από το πανεπιστήμιο, όπου τέως μέλη της Φάλαγγας όπως ο Ντιονίσιο Ριδρουέχο και ο διανοούμενος Λαΐν Εντράλγο ήρθαν σε επαφή με κομμουνιστές και σοσιαλιστές φοιτητές εκδίδοντας το πρώτο κοινό μανιφέστο τον Ιανουάριο του 1956. Τα μικρά κινήματα που προέκυψαν είχαν ως σύνθημα την λήθη του παρελθόντος και του Εμφυλίου και τη συμφιλίωση των Ισπανών.[18] Η Φάλαγγα και η εκκλησία αδυνατούσαν να εντάξουν τα κινήματα αυτά που στη δεκαετία του 1960 επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς όπως η εργασία και γι' αυτό παραγκωνίστηκαν.

Ο νέος οργανισμός που ήλθε να γεμίσει το οργανωτικό κενό που άφησε η Φάλαγγα και η Καθολική Δράση ήταν ο, επίσης καθολικός στην προέλευσή του οργανισμός Opus Dei. Συνδυάζοντας τον καθολικισμό, την απέχθεια για τη δημοκρατία και την λατρεία τους για τον καπιταλισμό και μια υψηλή γραφειοκρατική εκπαίδευση,[19] τα δύο πρώτα μέλη του αναδείχθηκαν υπουργοί το 1957. Ήταν το πρότυπο των τεχνοκρατών και ο Φράνκο τους χρησιμοποίησε δεόντος.[20] Οι νομικές μεταρρυθμίσεις των τεχνοκρατών υπουργών επέφεραν την πολιτική ωρίμανση του καθεστώτος (Οργανικός Νόμος του Κράτους του 1967) και την αύξηση των δημοσίων εξόδων, με την διεύρυνση της κάλυψης της κοινωνικής ασφάλισης στο 80% των εργαζομένων το 1972.[21] Η καθολική εκκλησία έχασε το μονοπώλιο της εκπαίδευσης και ο στρατός απομακρύνθηκε. Τον Ιούλιο του 1969 ο Χουάν Κάρλος Α΄ της Ισπανίας χρίστηκε επίσημα διάδοχος του στρατηγού Φράνκο στην ηγεσία του κράτους, μια θέση που διεκδικούσε και ο καρλιστής υποψήφιος Αλφόνσος Κάρολος των Βουρβόνων·[22] θα λάμβανε τη θέση του σε περίπτωση παραίτησης ή θανάτου του δικτάτορα.

Το υπουργείο εξωτερικών από το 1957 μέχρι το 1969 ανέλαβε ο Φερνάντο Μαρία Καστιέγια. Οι σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία του ντε Γκωλ βελτιώθηκαν ενώ η χώρα εντάχθηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η διπλωματική προσπάθεια περιέλαβε την απαίτηση από το Ηνωμένο Βασίλειο της επιστροφής του Γιβραλτάρ και την πρώτη νύξη για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση.

Τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την επικράτησή του στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ουδέποτε έγιναν εκλογές, ο 73χρονος δικτάτορας Φρανθίσκο Φράνκο ανακοίνωσε στις 23 Νοεμβρίου του 1966 έναν "Οργανικό νόμο του κράτους". Αυτός αντικατέστησε έναν κατάλογο έξι "βασικών δικαιωμάτων" που είχε σταδιακά εκχωρήσει ο Φράνκο από το 1938 ως το 1958 και αποτελούσαν το "σύνταγμα" του ολοκληρωτικού καθεστώτος του. Η κατά κάποιο τρόπο "συνταγματική αναθεώρηση" του Φράνκο δεν άλλαξε σε τίποτα την ουσία του δικτατορικού καθεστώτος ούτε έθιγε την απόλυτη εξουσία του Φράνκο, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί ισόβιος αρχηγός του κράτους. Αποσκοπούσε όμως στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος συνταγματικής μοναρχίας μετά το θάνατό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι υποσχέθηκε πως μελλοντικά θα εκλέγονταν μόνο 100 από τα 600 μέλη της εικονικής Βουλής, και μάλιστα εκλεγόμενα μόνο από τους αρχηγούς οικογενειών και τις συζύγους τους, ενώ τα υπόλοιπα 500 μέλη του κοινοβουλίου θα ήταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή διορισμένοι από τη χούντα εκπρόσωποι επαγγελματικών σωματείων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης[23].

Η μεταμόρφωση του καθεστώτος και τα πρώτα βήματα για τη μετάβαση στη δημοκρατία έγιναν με την είσοδο στο υπουργικό συμβούλιο των θετικά διακείμενων προς την αλλαγή, των λεγόμενων aperturistas όπως τον Μανουέλ Φράγα που έρχονταν σε αντίθεση με τους υπέρμαχους της διαιώνισης του καθεστώτος όπως ο Λουίς Καρέρο Μπλάνκο. Η δράση των παράνομων εργατικών σωματείων με τις συνεχείς απεργίες, οι συνομιλίες των φιλομοναρχικών του εσωτερικού με τους εθνικιστές και σοσιαλιστές του εξωτερικού και η ένοπλη αντίσταση της βασκικής ETA το 1968 αύξησαν τις πιέσεις[24]. Η σύγκρουση με τον νέο πάπα, Παύλο ΣΤ΄, με αφορμή το Βατικανό Β΄ επίσης δυσχέραινε τα πράγματα.

Εξέγερση των Βάσκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Δεκέμβριο του 1970 το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο γνώρισε τη χειρότερη κρίση στα 31 χρόνια της ύπαρξής του. Η ανάφλεξη πυροδοτήθηκε από τη δίκη 16 Βάσκων της αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ, στην πόλη Μπούργος, ιστορικό προπύργιο του φασισμού από την περίοδο του ισπανικού εμφυλίου. Η δίκη άρχισε στις 9 Δεκεμβρίου σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, καθώς οι 16 Βάσκοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της θανατικής ποινής, κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του αρχηγού της Πολιτοφυλακής στη βασκική επαρχία Γκιπούθκοα. Η ισπανική και η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε την τελευταία εκτέλεση αντιφρονούντα από το καθεστώς Φράνκο -του κομμουνιστή ηγέτη Χουλιάν Γκριμάου, που θανατώθηκε το 1963 με την αποτρόπαια "γκαρότα", όργανο με το οποίο ο δήμιος έσφιγγε το λαιμό του κατάδικου μέχρι να του σπάσει τη σπονδυλική στήλη. Η δίκη των 16 δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα για τον 78χρονο "Καουντίλιο". Επί έναν ολόκληρο χρόνο, οι απεργίες των υπό κομμουνιστικό έλεγχο "Εργατικών Επιτροπών", οι καταλήψεις γης από ακτήμονες αγρότες και οι συχνά ένοπλες συγκρούσεις φοιτητών διαδηλωτών με την Πολιτοφυλακή και τους φασίστες παρακρατικούς βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Στις επαρχίες των Βάσκων το αυτονομιστικό κίνημα πήρε χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης και οι στρατιωτικοί του καθεστώτος κυκλοφορούσαν με πολιτικά, φοβούμενοι λιντσάρισμα ή δολοφονία. Στις 30 Νοεμβρίου, το σύνθημα "Φράνκο, δολοφόνε" δόνησε τους δρόμους της Βαρκελώνης, γεγονός που δεν εμπόδισε τον γηραιό δικτάτορα να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη για να ασχοληθεί με το προσφιλές του κυνήγι πέρδικας, κάπου στον ισπανικό νότο, συνοδευόμενος από τον Χουάν Κάρλος του οίκου των Βουρβώνων. Η δίκη μετατράπηκε σε δημόσιο κατηγορητήριο του ισπανικού φασισμού, καθώς οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και δύο ιερωμένοι, κατήγγειλαν φρικτά βασανιστήρια στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και φώναξαν μπροστά στους Ισπανούς και ξένους ανταποκριτές: "Ζήτω η ελεύθερη πατρίδα των Βάσκων!". Στις 14 Δεκεμβρίου, το στρατοδικείο αποσύρθηκε για να αποφασίσει. Προηγουμένως, ο στρατιωτικός επίτροπος είχε ζητήσει την θανατική ποινή για έξι κατηγορούμενους, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Μαζικές διαδηλώσεις και ταραχές ξέσπασαν στη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη και άλλες πόλεις, οι "Εργατικές Επιτροπές" απείλησαν με γενική απεργία και η ΕΤΑ προχώρησε στην απαγωγή του Δυτικογερμανού πρόξενου Όιγκεν Μπάιλ απειλώντας να τον εκτελέσει αν πάθει τίποτα έστω και ένα μέλος της. Περίπου 300 διανοούμενοι και καλλιτέχνες κλείστηκαν στη μονή της Παναγίας του Μονσεράτ της Καταλονίας, υπό την προστασία του ηγούμενου, σε μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά των απειλούμενων εκτελέσεων. Την ίδια ώρα, χιλιάδες διαδηλωτές πολιόρκησαν τις πρεσβείες και τα προξενεία της Ισπανίας στο Παρίσι, την Αμβέρσα, τη Φραγκφούρτη, τη Ζυρίχη και το Άμστερνταμ. Η Καθολική Εκκλησία, η γαλλική και η δυτικογερμανική κυβέρνηση πραγματοποίησαν επίσημα διαβήματα στον Φράνκο ζητώντας τη ματαίωση των εκτελέσεων. Στις 15 Δεκεμβρίου το καθεστώς ανέστειλε το άρθρο 18 του Συντάγματος, δίνοντας τη δυνατότητα στις διωκτικές αρχές να συλλαμβάνουν και να φυλακίζουν μέχρι και επί έξι μήνες οποιονδήποτε κρίνεται ύποπτος, χωρίς κατηγορία. Ολόκληρη η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τις επόμενες μέρες το καθεστώς οργάνωσε φασιστικές αντιδιαδηλώσεις υποστήριξης του Φράνκο σε μια σειρά πόλεις, μιλώντας δια στόματος του αντιπροέδρου, Λουίς Καρέρο Μπλάνκο, για "κομμουνιστική συνωμοσία με υποκίνηση της ΕΣΣΔ". Στις 28 Δεκεμβρίου, σε μια απατηλή επίδειξη ισχύος, το στρατοδικείο του Μπούργος ανακοίνωσε τις αποφάσεις του, επιβάλλοντας θανατική ποινή σε έξι κατηγορούμενους, αλλά δύο ημέρες αργότερα ο Φράνκο μετέτρεψε την ποινή σε κάθειρξη 30 ετών. Οι ενδείξεις περί παρασκηνιακών συνεννοήσεων που θα οδηγούσαν το καθεστώς σε υποχώρηση είχαν κορυφωθεί τέσσερις ημέρες πριν, όταν η ΕΤΑ απελευθέρωνε τον Δυτικογερμανό πρόξενο. Έτσι, ο Φράνκο κατάφερε να εκτονώσει προσωρινά την εκρηκτική ένταση, αλλά το καθεστώς του ισπανικού φασισμού εμφάνισε τις πρώτες σοβαρές ρωγμές[25].

Η κρίση της κυβέρνησης ώθησε τον Φράνκο να δώσει στον Καρέρο Μπλάνκο για πρώτη φορά την δυνατότητα να ορίσει ο ίδιος τους υπουργούς. Η δολοφονία του ωστόσο από την ΕΤΑ στέρησε σταθερότητα από το καθεστώς στην οποία συνέβαλε η διεθνής κατακραυγή για την εκτέλεση του Καταλανού Σαλβαδό Πουτς Αντίκ και του Πολωνού Χάιντς Τσεζ. Με τον θάνατο του δικτάτορα στις 20 Νοεμβρίου 1975 η δικτατορία έληξε και ο Ιωάννης Κάρολος ανακηρύχθηκε αρχηγός του ισπανικού κράτους. Αυτός θα ήταν υπεύθυνος για την επικείμενη Ισπανική Μετάβαση στη Δημοκρατία.

Η ισπανική κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγροτική μετανάστευση, η ξενιτιά και η νέα εικόνα των μεγάλων πόλεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μετανάστευση στο εξωτερικό από την Ισπανία είχε πάρει μέχρι το τέλος της δικτατορίας γιγαντιαίες διαστάσεις, με περίπου ενάμισι εκατομμύριο Ισπανών να βρίσκονται στη Γερμανία, την Ελβετία και τη Γαλλία για λόγους εργασίας.[26] Στο εσωτερικό, μεγάλες μάζες μικρομεσαίων αγροτών και φτωχών γαιοκτημόνων από την Ανδαλουσία και την Εξτρεμαδούρα μετακινήθηκαν μετά το 1951 στην Καταλονία (περ. 800.000), από την Καστίλη-Λεόν και την Εξτρεμαδούρα στη Μαδρίτη (637.000) και από την Καστίλη-Λα Μάντσα και την ανατολική Ανδαλουσία στην Βαλενθιανική Κοινότητα (302.000). Επίσης εσωτερικούς μετανάστες δέχθηκε και η Χώρα των Βάσκων, με 257.000 άτομα να φτάνουν από τη Γαλικία και την Καστίλη-Λεόν.[27] Οι μεγάλες πόλεις της Ισπανίας γιγαντώθηκαν (Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια, Μπιλμπάο), με το εσωτερικό της χώρας να βρίσκεται σε δυσμενή δημογραφικά θέση σε σχέση με τις ακτές. Από την άλλη, η μείωση του εργατικού δυναμικού ώθησε τους εναπομείναντες αγρότες να εκμηχανήσουν την παραγωγή και μείωσε τις πολιτικές εντάσεις που είχαν εμφανιστεί στη Δημοκρατία, με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, παραδοσιακούς συμμάχους του καθεστώτος να χάνουν εξουσία και δύναμη.[28]

Στις μεγάλες πόλεις η βιομηχανική ανάπτυξη παρουσίασε σταθερή άνοδο από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα. Η διεθνοποίηση της ισπανικής οικονομίας και η εισρροή συναλλάγματος από τους μετανάστες και τους τουρίστες ενίσχυσαν το αγοραστικό δυναμικό: νέες βιομηχανίες αναπτύχθηκαν στη Σεβίλλη, τη Βαλένθια και τη Θαραγόθα, με την ισπανική κοινωνία να εκβιομηχανοποιείται επιτυχώς.[29] Το νέο προλεταριάτο εγκαταστάθηκε στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων και οργανώθηκε πολιτικά με τις πρώτες απεργίες να ξεσπούν ήδη το 1966 και σταθερά να κατακτά δικαιώματα και καλύτερες συλλογικές συμβάσεις.

Η ισπανική μέση τάξη άφησε πίσω της την όποια αντιπαλότητά της με την δικτατορία και επικεντρώθηκε στην απαίτηση για δημοκρατία. Παρά ταύτα, μια μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας είχε αποπολιτκοποιηθεί ως αποτέλεσμα του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.

Κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έρευνα και ακαδημαϊκός κόσμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δικτατορία επέφερε την διακοπή των πολιτισμικών ρευμάτων που είχαν ξεκινήσει αν αναπτύσσονται στην Ισπανία από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το ίδιο ίσχυσε και για την ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία. Η δραστηριότητα του Συμβουλίου Διεύρυνσης των Σπουδών που είχε ιδρυθεί το 1907 και είχε εντάξει το σύνολο των επιστημονικών ερευνών του κράτους προωθώντας την έρευνα από την ιατρική (με προεξέχοντα μέλη όπως τον Σαντιάγο Ραμόν ι Καχάλ) μέχρι τη φιλολογία (με το Κέντρο Ιστορικών Μελετών υπό τον Ραμόν Μενέντεθ Πιδάλ) διακόπηκε με την ήττα της Ισπανικής Δημοκρατίας και την εξορία της απόλυτης πλειοψηφίας των Ισπανών επιστημόνων. Από αυτούς που παρέμειναν στην Ισπανία πολλοί υπέστησαν πολιτική καταπίεση.

Το νέο καθεστώς ίδρυσε στη θέση του Συμβουλίου το Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο Επιστημονικών Ερευνών. Ο άμεσος έλεγχος του καθεστώτος στον νέο οργανισμό, η έλλειψη ενδιαφέροντος και στελεχών χαρακτήρισαν τις πρώτες δεκαετίες ζωής του συμβουλίου.[30] Αναλυτικά, στον τομέα της κλασικής φιλολογίας η μοναδική αξιόλογη μορφή υπήρξε ο Αντόνιο Τοβάρ[31] ο οποίος με τη σειρά του απομακρύνθηκε σταδιακά από το Συμβούλιο και αυτοεξορίστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1965 ως αντίδραση στο διωγμό ακαδημαϊκών όπως ο Αγουστίν Γκαρθία Κάλβο και Ενρίκε Τιέρνο Γκαλβάν. Στον χώρο της ισπανικής φιλολογίας, ο Ντάμασο Αλόνσο, επικεφαλής του αντίστοιχου τομέα στο Συμβούλιο, προώθησε με μικρά βήματα τις έρευνες που αναγεννήθηκαν σταδιακά μόνο από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα με πρωταγωνιστές γλωσσολόγους όπως ο Μανουέλ Αλβάρ ή ο Αντόνιο Κίλις.

Παραπομπές και σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Effie Pedaliu: «The Making of Southern Europe:An Historical Overview Αρχειοθετήθηκε 2015-07-14 στο Wayback Machine.» στο A Strategy for Southern Europe, LSE Reports.
  2. Juliá 2007: 177.
  3. «El Parlamento condena el franquismo Reconocimiento unánime a las víctimas de la Guerra Civil y de la dictadura». www.udel.edu. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2015. 
  4. Juliá 2007: 168.
  5. 5,0 5,1 Vilar 2010: 238.
  6. Juliá 2007: 170.
  7. Juliá 2007: 157.
  8. Juliá 2007: 160.
  9. Juliá 2007: 164.
  10. Ο πρόεδρος της Αργεντινής και η γυναίκα του, Εβίτα Περόν, επισκέφτηκαν τη Μαδρίτη· προς τιμήν τους το καθεστώς μετονόμασε μια οδό και μια πλατεία γύρω από το στάδιο Μπερναμπέου.
  11. Juliá 2007: 172.
  12. Juliá 2007: 179.
  13. 13,0 13,1 Juliá 2007: 181.
  14. Juliá 2007: 182.
  15. Mª del Rocío Piñeiro Álvarez: «Los convenios hispano-norteamericanos de 1953». Historia Actual Online, 1696-2060, Nº. 11, 2006, σελ. 175-182.
  16. Concordato entre la Santa Sede y España.
  17. Vilar 2010: 240.
  18. Juliá 2007: 185.
  19. Juliá 2007: 188.
  20. Juliá 2007: 189.
  21. Juliá 2007: 192.
  22. Juliá 2007: 194.
  23. Καρικατούρα κοινοβουλίου στην Ισπανία, Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 104, Καθημερινή (1997)
  24. Juliá 2007: 213.
  25. Εξέγερση των Βάσκων εναντίον του Φράνκο, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 132-133, Καθημερινή (1998)
  26. Juliá 2007: 196.
  27. Juliá 2007: 197.
  28. Juliá 2007: 200.
  29. Juliá 2007: 201.
  30. Luis Abellán J. (2007): «El exilio de la cultura y de la ciencia española» στο Puig-Samper Mulero M.Á. (επιμ.), Tiempos de investigación: JAE-CSIC, cien años de ciencia en España. Μαδρίτη:CSIC. σελ. 253.
  31. Rodríguez Mediano F.: «La Filología en el CSIC (1936-1975)» στο Puig-Samper Mulero M.Á. (επιμ.), Tiempos de investigación: JAE-CSIC, cien años de ciencia en España. Μαδρίτη: CSIC. σελ. 353.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Juliá, Santos (2007): «Política y Sociedad» στο La España del siglo XX. Marcial Pons, Βαρκελώνη. Juliá 2007:
  • Vilar, Pierre (2010), Historia de España. 1η έκδοση 1947. Crítica, Βαρκελώνη. Vilar 2010: