Δασικός Σιδηρόδρομος των Μπιεστσάντι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δασικός Σιδηρόδρομος των Μπιεστσάντι
Χάρτης
Είδοςheritage railway
Γεωγραφικές συντεταγμένες49°12′21″N 22°17′54″E
Διοικητική υπαγωγήΜπιεστσάντι
ΧώραΠολωνία
Έναρξη κατασκευής1898
Ολοκλήρωση1898
ΙδιοκτήτηςState Forests
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Ο Δασικός Σιδηρόδρομος των Μπιεστσάντι (πολωνικά: Bieszczadzka Kolejka Leśna) είναι σιδηρόδρομος στενού εύρους 750 χιλιοστών, δημιουργημένος σε μια αραιοκατοικημένη, δασική περιοχή των Ορέων Μπιεστσάντι. Η κατασκευή ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σταμάτησε την τακτική κυκλοφορία του το 1994. Σήμερα, ένα τμήμα του σιδηροδρόμου χρησιμοποιείται ως τουριστικό αξιοθέατο. Τα τρένα εκτελούν τακτικά δρομολόγια τα Σαββατοκύριακα από τις αρχές Μαΐου έως τον Οκτώβριο. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο επίσης τις καθημερινές.

Ο κεντρικός σταθμός με όλο το τροχαίο υλικό βρίσκεται στο Μάινταν, κοντά στην Τσίσνα.

Σιδηροδρομικός σταθμός του Μάινταν

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή ενός στενού σιδηροδρόμου στα Όρη Μπιεστσάντι ξεκίνησε το 1890, όταν η Γαλικία βρισκόταν υπό αυστροουγγρική κυριαρχία. Ο κύριος σκοπός του ήταν να διευκολύνει την εκμετάλλευση των δασών, συνδέοντας την καρδιά των Μπιεστσάντι με τον Πρώτο Ουγγρικό -Γαλικιακό Σιδηρόδρομο κανονικού εύρους (Erste Ungarisch-Galizische Eisenbahn) στο Νόβι Γούπκουφ.[1] Η πρώτη γραμμή, μήκους 25 χιλιομέτρων, οδηγούσε από το Νόβι Γούπκουφ προς τα ανατολικά στην Τσίσνα, κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Σολίνκα, και άνοιξε στις 21 Ιανουαρίου 1898. Το εύρος αρχικά ήταν 760 mm. Ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε από τους Αυτοκρατορικούς Αυστριακούς Βασιλικούς Σιδηροδρόμους και εκεί κυκλοφορούσαν καθημερινά δύο ζεύγη μικτών τρένων και μια σειρά από ξύλινα τρένα.[1] Το 1900-1909, κατασκευάστηκαν περαιτέρω ιδιωτικές δασικές επεκτάσεις από την Τσίσνα προς την Καλνίτσα (μέρος του Σμέρεκ) και το Ροστόκι Γκούρνε.[1]

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο σιδηρόδρομος χρησιμοποιήθηκε από τον αυστροουγγρικό στρατό και καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Το 1918, μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, ο σιδηρόδρομος καταλήφθηκε από τους Πολωνικούς Κρατικούς Σιδηροδρόμους (PKP).[1] Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930, η σημασία του μειώθηκε και οι ιδιωτικές επεκτάσεις προς Καλνίτσα, Σμέρεκ και Ροστόκι Γκούρνε αποσυναρμολογήθηκαν.[1] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής, το σιδηρόδρομο ανέλαβε η γερμανική Ostbahn. Εκσυγχρονίστηκε και οι γραμμές άλλαξαν στα σημερινά 750 mm.[1] Κατά τη διάρκεια των μαχών στο Ανατολικό Μέτωπο το 1944, και τις επακόλουθες μάχες με τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό, ο σιδηρόδρομος καταστράφηκε και οι γραμμές και οι κλινάμαξες αφαιρέθηκαν σε πολλά σημεία ή υπέστησαν ζημιές από τανκς.[1]

Μετά τον πόλεμο, τα Όρη Μπιεστσάντι ερήμωσαν λόγω της αναγκαστικής επανεγκατάστασης του ουκρανικού πληθυσμού και οι σιδηρόδρομοι των PKP έχασαν το ενδιαφέρον τους για την ανανέωση της λειτουργίας τους. Μέχρι το 1953, η γραμμή παραδόθηκε στη διοίκηση των Κρατικών Δασών (Lasy Państwowe), και στη συνέχεια ξαναχτίστηκε για να χρησιμεύσει ως σιδηρόδρομος ξυλείας.[1] Μέχρι τη δεκαετία του 1960 διευρύνθηκε: στα βορειοδυτικά προς το Μίκουφ (που το συνδέει με τον πρώην ιδιωτικό σιδηρόδρομο με το Ζέπετς) και στα ανατολικά μέσω της Τσίσνα προς Βετλίνα και Μοτσάρνε.[1] Η κύρια αποθήκη και σταθμός ήταν στο Μάινταν (ένας οικισμός της Τσίσνα). Από το 1963 ξεκίνησε επίσης περιορισμένη επιβατική κίνηση (ήταν ο μόνος δημόσιος σιδηρόδρομος στην Πολωνία εκτός από τους Πολωνικούς Κρατικούς Σιδηροδρόμους εκείνη την εποχή).[1] Ο όγκος των επιβατών έφτασε τις 30.000 περίπου το χρόνο.[1] Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια ατμοκίνητη μηχανή αντικαταστάθηκε με μηχανές ντίζελ PKP κλάσης Lyd2. Λόγω της οικονομικής κρίσης, του ανταγωνισμού από τις οδικές μεταφορές και στη συνέχεια της μετάβασης της Πολωνίας στην οικονομία της αγοράς τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο σιδηρόδρομος, που εξακολουθούσε να λειτουργεί από τα Κρατικά Δάση, βρέθηκε σε οικονομικές δυσκολίες και σταμάτησε να λειτουργεί το 1994.[1] Η υποδομή του και μέρος του τροχαίου υλικού διατηρήθηκαν χάρη στην τοποθέτηση του σιδηροδρόμου στο Εθνικό Μητρώο Μνημείων το 1992.[1]

Αποκατάσταση ως σιδηρόδρομος κληρονομιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρη στις προσπάθειες των τοπικών αρχών, των εργαζομένων της κοινότητας και των σιδηροδρόμων, το 1996 δημιουργήθηκε το Ίδρυμα Δασικού Σιδηροδρόμου των Μπιεστσάντι και ανέλαβε τη σιδηροδρομική λειτουργία ως τουριστικό αξιοθέατο, σε μια συντομευμένη γραμμή.[2] Απέκτησε το σημερινό του όνομα Bieszczadzka Kolejka Leśna, που ήταν η δημοφιλής ονομασία του στο παρελθόν. Από τις 4 Ιουλίου 1997, τα τρένα άρχισαν να κινούνται σε διαδρομή 11 χιλιομέτρων από το Μάινταν προς τα ανατολικά στο Πσίσουουπ.[2] Από το επόμενο έτος, τα τρένα κινούνταν επίσης δυτικά προς τη Μπαλνίτσα και περαιτέρω στη Βόλα Μιχόβα (17 χλμ.).[2] Για κάποιο χρονικό διάστημα τα τρένα κινούνταν ακόμη και στο Σμόλνικ, αλλά τελικά η Μπαλνίτσα έγινε ο τελευταίος σταθμός και η διαδρομή προς τα δυτικά συντομεύτηκε στα 9 χιλιόμετρα.[3] Σύντομα, ο ανανεωμένος σιδηρόδρομος έγινε το σημαντικότερο τουριστικό αξιοθέατο στα Μπιεστάντι. Λειτουργεί πολλές φορές την ημέρα την καλοκαιρινή περίοδο ξεκινώντας από τον Μάιο και περιστασιακά σε άλλους μήνες, και υπάρχει επίσης η δυνατότητα ενοικίασης ειδικού τρένου.

Από το 2007 μετέφερε τακτικά πάνω από 50.000 επιβάτες ετησίως και από το 2014 πάνω από 100.000 επιβάτες.[4] Το 2018, μετέφερε 153.000 επιβάτες, ο μεγαλύτερος αριθμός μέχρι τότε.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Γερτσίνσκι (2007). σελ. 14-15
  2. 2,0 2,1 2,2 Γερτσίνσκι (2007). σελ. 16
  3. TRASA I: MAJDAN – BALNICA (9 KM) , kolejka.bieszczady.pl
  4. mb (28 Δεκεμβρίου 2014). «Wąskotorowa kolejka leśna przewiozła 102 tys. osób». onet.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2018. 
  5. PAP (9 Νοεμβρίου 2018). «Rekord! Bieszczadzka Kolejka Leśna przewiozła w tym roku 153 tys. osób». inforail.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2019.